Εμμανουήλ Ροΐδης, Σκαλαθύρματα
 
Επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, Αθήνα 1986, Ερμής. Σσ. λβ΄-λδ΄
 
 
 

                Η Πάπισσα Ιωάννα είναι η τρίτη πρόκληση: πιο σύνθετη, πιο συγκροτημένη και περισσότερο επιβλητική. Καταρχήν ή σύσταση του έργου. Τρία είναι τα δεδομένα που το συνθέτουν. Α. Έλεγχος των ατασθαλιών της Δυτικής  Εκκλησίας. Β. Έκθεση των στοιχείων αυτών μέσα από ένα μύθο, που να κορυφώνει αυτός καθ' εαυτόν το πρώτο δεδομένο, και Γ. Εμβολιασμός του συνόλου αυτού Α και Β με στοιχεία ελέγχου που αφορούν την σύγχρονη, λογοτεχνική αυτή όχι θρησκευτική, ζωή. Ποιό από τα τρία αυτά δεδομένα γίνεται το πρωταρχικό όταν ο Ροΐδης καταπιάνεται με την συγγραφή του έργου; Θεωρώ ότι πρέπει να αποκλείσουμε το Γ. Τα στοιχεία αυτά, δεν είναι δυνατόν να βαρύνουν ιδιαίτερα για έναν νεόκοπο, καθώς ο Ροΐδης, συγγραφέα. Η αμφισβήτηση, συνεπώς, θα διακυμανθεί ανάμεσα στο Α και στο Β. Τι ενδιαφέρει τον Ροΐδη, η αφήγηση του μύθου ή ο έλεγχος της εκκλησίας; Ή ακόμη καλύτερα και αμεσότερα: επιθυμεί να θέλξει ή να ελέγξει; Θεωρητικά πρέπει να επιθυμεί ισόρροπα και τα δύο· αν ο μύθος υπερισχύσει σε βάρος του ελέγχου ή το αντίστροφο, ελέγχεται ο συγγραφέας. Σε έσχατη ανάλυση επιθυμία δική μας πρέπει να είναι ή ισοδυναμία όχι απλώς των δεδομένων Α και Β, αλλά ταυτόχρονα και προς το Γ. Υψηλές οι απαιτήσεις, αν όχι ανέφικτες. Από δική του μαρτυρία -για την οποία θα μιλήσουμε στην συνέχεια- πρέπει να δεχθούμε πως για τον Ροΐδη, ως συγκρότηση και ως επίδοση της εποχής αυτής, εβάρυνε το Β.

                Το αντίθετο, να υπερισχύσει δηλαδή ο Έλεγχος, θα μπορούσε να συμβεί μόνο σε μια παλαιότερη εποχή -άρα μαχητιχότερη και αμεσότερη και με μικρότερες λογοτεχνικές ροπές- και σε μια προσωπικότητα καθώς ο Κοραής. Ο Κοραής που γνωρίζει όλα τα μυστικά του metier ξέρει να αυτοελέγχεται. Το παράδειγμα του Παπατρέχα μαρτυρεί το μέτρο του ελέγχου του. Αυτό και έγινε με τον Κοραή όταν εβρέθηκε μπροστά στον Έλεγχο. Το 1820 κυκλοφορεί, με τόπο έκδοσης το Λονδίνο, ένα ανώνυμο έργο με τον ακόλουθο τίτλο: Συμβουλή τριών επισκόπων, επισταλθείσα, κατά το 1553 έτος, προς τον Πάπαν Ιούλιον τον τρίτον, Μεταφρασθείσα από την λατινικήν γλώσσαν, και με σημειώσεις εξηγηθείσα. Πρόκειται για σύνθεμα δικό του με τόπο έκδοσης το Παρίσι. Ο Κοραής παίρνει αφορμή από πρόσφατη δημοσίευση της Συμβουλής και από σχετική επίκριση στον τύπο, για να την εκδώσει ελληνικά και να την σχολιάσει.

                Ο Κοραής όχι μόνον δεν αρνείται την πατρότητα, αλλά επιμένει και να την δηλώνει εμφαντικά στην αυτοβιογραφία του: «προ ενός έτους είχα μεταφράσειν και εκδόσειν ανωνύμως την παράδοξον Συμβουλήν». Και συνεχίζει για να ξεκαθαρίσει και τις προθέσεις του: «Σκοπόν είχεν η φανέρωσις τοιούτου συγγράμματος την διόρθωσιν και δικαίωσιν εν ταυτώ της Ανατολικής  Εκκλησίας». Άρα ολόκληρη αυτή η συστηματική, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, απαρίθμηση «με τας φριχτάς της παπικής αυλής καταχρήσεις», δικαιώνεται, μια και δηλώνεται ένας καθαρά πολιτικός στόχος. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, με ένα παρόμοιο κείμενο, αφού απορρέει από την πέννα του Κοραή. Τον ίδιο χρόνο, βέβαια, που τυπώνεται η Συμβουλή στο Παρίσι, κυκλοφορεί και το τέλος του Παπατρέχα. Το ίδιο πρόβλημα, πάντοτε, ο ρόλος του κλήρου στην πατρίδα του, αλλά ποια η διαφορά ανάμεσα στα δύο κείμενα. Στο πρώτο η αναφορά γίνεται έμμεσα, αντιδιασταλτικά, σε άλλο ύφος, σε άλλο τόνο -σοβαρόν, υψηλόν δώσε τόνον, ω λύρα- ενώ με το δεύτερο ξεκινάει η νεοελληνική αφηγηματική πεζογραφία. Ώστε, για να μιλήσουμε συνοπτικά πια, εκείνος ο περιβόητος άμεσος χαρακτηρισμός του Παλαμά «ο άνθρωπος αυτός, απλούστατα, γνώριζε να γράφη», πρέπει να συμπληρωθεί για να βρεθεί δικαιωμένος στην εντέλεια ως προς το πρόσωπο του Κοραή: Να χειρίζεται το θέμα, και να συνθέτει, ανάλογα προς τον στόχο που κάθε φορά εσημάδευε.