Δημηρούλης Δημήτρης, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η τέχνη του ύφους και της πολεμικής
 
 
Εμμανουήλ Ροΐδης. Η τέχνη του ύφους και της πολεμικής, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2005, Σσ.148-152
 
 

Ο 19ος αιώνας είναι ο αιώνας του Ροΐδη από αυτόν προβαίνει και σε αυτόν επιστρέφει. Ακόμη και όταν ακολουθεί τα κινήματα των καιρών προς μιαν άλλην εποχή, ο λόγος του είναι γερά αγκυροβολημένος στην παράδοση που τον έθρεψε. Για να κατανοήσουμε την πορεία του έργου του και τις περιπλανήσεις τη ς σκέψη ς του, πρέπει να ανακαλέσου με από το τοπίο αυτού του αιώνα τον κόσμο των αναγνώσεών του και τις εμμονές της γραφής του. Ο λόγος του φαίνεται, κάποτε, να κατοικεί, παρά την επίκαιρη οξύτητα του, έναν ουδέτερο τόπο, που δεν είναι ούτε μακρινός ούτε κοντινός, αλλά επιβάλλει μια, ταυτόχρονα οικεία και ψυχρή, απόσταση από την κοινωνική αμεσότητα και την πολιτισμική δράση. Από τον τόπο αυτόν πηγάζει το περίτεχνο ροΐδειο κείμενο (με τα εγκυκλοπαιδικά στολίδια του και τις ραφινάτες εκπλήξεις του), το οποίο, ωστόσο, κρατά αποστάσεις από την καλλιέπεια, γίνεται λακωνικό και δύσπιστο, γλιστρά ανάμεσα στα πράγματα και επιτηρεί αυστηρά το δημόσιο πρόσωπο του.

Στην αδυναμία η απροθυμία να αφεθεί στις απαιτήσεις της γραφής οφείλεται σε έναν βαθμό και η τυποποίηση του ύφους, η αναγνωρισιμότητα του, η ιδιότητα δηλαδή που δηλώνει συνάμα επικοινωνιακή δεξιότητα και μορφική αμηχανία. Με την επανάληψη, με αυτό δηλαδή που άλλοι ονομάζουν μανιέρα, τα όρια της τυποποίησης ενισχύονται και αναδεικνύονται. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις εκλογής, συνήθως ανάμεσα σε δύο δυνατότητες, ο Ροΐδης προτίμησε να παραμείνει αιωρούμενος ανάμεσα στη λογοτεχνία και την κριτική, την καθαρεύουσα και τη δημοτική , τον ρομαντισμό και τον κλασικισμό, τον Θετικισμό και τον ιδεαλισμό, τον επιστημονισμό και την εντυπωσιογραφία, το ελληνικό και το ευρωπαϊκό, το πρωτότυπο και το δάνειο. Διστάζει πάντα υπό την σκιά όρων, εξαιρέσεων και παλινδρομήσεων. Διαλέγει, ενίοτε, τη μέση οδό, η οποία μέσα στις ακραίες πολώσεις της εποχής δρα περισσότερο ριζοσπαστικά από ο,τι φαίνεται.

Η πρόσδεση του Ροΐδη στην εικόνα του διανοουμένου ως δημοσίου αντιρρησία με τις έμπρακτες προεκτάσεις και συνέπειές της επιβάλλει τη διαρκή ανασύνθεση της σχέσης ανάμεσα στην ανέλιξη της γραφής του και στον λόγο της εποχής. Ο λόγος αυτός στοιχειοθετείται από την εμπλοκή στην επικαιρότητα της ελληνικής πραγματικότητας και την ανταπόκριση στις κρίσιμες εντάσεις της πνευματικής ζωής, ενώ, παράλληλα, συγκροτείται με τα εφόδια ενός ανελλιπούς διαλόγου με την ευρωπαϊκή σκέψη και λογοτεχνία. Ίσως ο ζοφώδης σκεπτικισμός του να ανακαλεί προφανέστερα την παράδοση του διαφωτισμού. Ωστόσο, αυτή η σύνδεση δεν μπορεί να διεκδικήσει την αποκλειστικότητα σε μια γραφή που υποτάσσει τη θεωρητική ροπή της στις ανάγκες της μαχητικής κριτικής. Η δυσκολία, συνεπώς, να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την πνευματική φυσιογνωμία του Ροΐδη οφείλεται στην απροθυμία η αδυναμία του να προσχωρήσει σε ένα λογοτεχνικό κίνημα η σε μια φιλοσοφική σχολή. Τα σχέδιά του υπηρετήθηκαν καλύτερα από τον εκλεκτικισμό του παρά από τη θεωρητική του στράτευση, μολονότι η καλυμμένη η φανερή κλίση του στον σκεπτικιστικό επιστημονισμό φανερώνει κάποια μονιμότερη προτίμηση που δεν συστηματοποιήθηκε όμως ποτέ.

Οι σύγχρονοι του Ροΐδη είχαν πολλούς λόγους να είναι δυσαρεστημένοι μαζί του και ακόμη περισσότερους (λόγω της αμείλικτη ς γλώσσας του και του κριτικού εκτοπίσματος του) να τον φοβούνται. Οι αρχαϊστές και οι φανατικοί της καθαρεύουσας δέχτηκαν τα πυρά του για τον γλωσσικό φορμαλισμό τους, οι ρομαντικοί τους σαρκασμούς του για την αμετροέπεια του ύφους και το αχαλίνωτο της φαντασίας τους, οι δημοτικιστές της γενιάς του '80 τη χλευαστική του επιτίμηση για τον γραφικό βουκολισμό τους, οι συγγράφουσες Ελληνίδες τη δηκτική περιφρόνηση του για την ατυχή μίμηση ανδρικών προτύπων, ο κλήρος και η πολιτική εξουσία το λουκιάνειο σκώμμα του για τη διεφθαρμένη ανικανότητα τους, οι πανεπιστημιακοί το τολμηρό του χλεύασμα για την τυπολατρική μετριότητα τους. Γενικά, το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας δοκίμασε τις απρόβλεπτες στοχεύσεις της ελεγκτικής του σάτιρας, τηρώντας αμφίθυμη στάση ανάμεσα στην αποδοχή της γοητείας και τη δήλωση της φανατισμένης αποστροφής. Συνήθως, βέβαια, τα άκρα αναμειγνύονται και παράγουν αυτό το περίεργο κράμα έλξης και απώθησης στη δεξίωση από το κοινό, αντίδραση που σε μεγάλο βαθμό διευκολύνεται, αν δεν υποκινείται, από την ίδια τη ροΐδεια γραφή.

Δεν είναι, επομένως, τυχαίο ότι μόνον οι εκπρόσωποι μιας νέας γενιάς, οι οποίοι διέγνωσαν την αξία αλλά και την αποτελεσματικότητα αυτής της γραφής, πλησίασαν στα πρώτα τους βήματα τον δυσκολοχείριστο Ροΐδη και επιχείρησαν να τον οικειοποιηθούν πολιτισμικά προτείνοντας μια κριτική σύνθεση που να αξιοποιεί το σύνολο του έργου του για τις ανάγκες νέων πειραματισμών. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Κωστής Παλαμάς, από τους σημαντικότερους και διεισδυτικότερους κριτικούς της γενιάς του '88, διέγνωσαν στο πρόσωπο του Ροΐδη έναν υπολογίσιμο σύμμαχο, ο οποίος γνώριζε την τέχνη να μεταβάλλει τη γραφή σε όργανο διεκδίκησης, έτσι ώστε ταυτόχρονα να ανανεώνεται η μορφή και να ενισχύεται η επίδρασή της.

Αναμφίβολα, ο Ροΐδης δεν είναι ο μόνος από τους λογίους και λογοτέχνες του 19ου αιώνα που διαπρέπει σε υφολογικούς πειραματισμούς και σε γλωσσική δεξιοτεχνία. Εκείνο που τον διαφοροποιεί όμως είναι η σύνδεση του ύφους με την άσκηση της ρήξης σε μια απόπειρα να επιστρέψει η αισθητική αναζή τηση στην ηθική της μήτρα. Τόσο ο Ξενόπουλος όσο και ο Παλαμάς διαπίστωσαν ότι ο Ροΐδης γνώριζε καλά πότε, που και πως να παρεμβαίνει σε στιγμές κρίσιμες διακρίνοντας καίρια το πρόβλημα και περιβάλλοντας το με εκείνη τη ρητορική επένδυση που το καθιστούσε άμεσο, επείγον και κρίσιμο.

Σχηματοποιώντας, μπορούμε να πούμε ότι, αν για τη γενιά του ο Ροΐιδης υπήρξε ο κατεξοχήν αντιρρησίας και παραδοξολόγος λόγιος (ο γνωστός αιρεσιάρχης του πνεύματος), ο οποίος, συχνά, επέσυρε την οργή και συνδαύλιζε τη δυσφορία, για τη γενιά του '80 εκπροσωπεί τη φωτισμένη και ανήσυχη παράδοση, που μπορεί ακόμη να συνομιλεί με τη σύγχρονη εποχή και, κάποτε, να συμβαδίζει με αυτή. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το ύφος συμβολοποιείται είτε για να στιγματιστεί η κατάχρηση του (οι γνωστές αιτιάσεις κατά του Ροΐδη περί ανεύθυνης ευφυολογίας και κριτικής τρομοκρατίας) είτε για να εξαρθεί το παραξένισμα του (οι εξίσου γνωστές επισημάνσεις περί τεχνικής τελειότητας και μορφολογική ς ιδιαιτερότητας).