Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία
 
μετάφραση Ευαγγελία Ζούργου – Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα 1996, Νεφέλη. Σσ. 92-94
 
 
 

Η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη (1836 1904) είναι το μόνο ελληνικό μυθιστόρημα του  δέκατου ένατου αιώνα που βρήκε μια έστω και μέτρια θέση στον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό κανόνα. Το έργο, του δύσκολα εντάσσεται σε ειδολογικές κατηγορίες, εκτυλίσσεται χωροχρονικά μακριά από τη σύγχρονη Ελλάδα και είναι γραμμένο με πλήρη αδιαφορία απέναντι στις περισσότερες αφηγηματικές συμβάσεις της εποχής. Η Πάπισσα Ιωάννα αποτελεί ένα από τα λίγα κωμικά αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο Ροΐδης ταξίδεψε πολύ στη δυτική Ευρώπη, όπου, όπως ο Καλλιγάς, τελείωσε τις σπουδές του, και έγραψε μόνο ένα μυθιστόρημα, ενώ έγραψε κριτική και πολύ αργότερα μερικά διηγήματα. Ο Ροΐδης από την αρχή ξεκινά με περιπαιχτική διάθεση απέναντι στον αναγνώστη και ακολουθώντας τον Byron, δηλώνει ότι δεν είχε προγραμματίσει τίποτα εκτός από μια διασκέδαση της στιγμής. Το θέμα της Πάπισσας Ιωάννας αντλείται από την απόκρυφη βωμολοχία της μεσαιωνικής ιστορίας (ο Ροΐδης παραθέτει πολλά σχετικά στοιχεία σε εκτενή πρόλογο που αποτελεί μέρος του πειραχτικού παιχνιδιού του μυθιστορήματος), σύμφωνα με την οποία ο Πάπας του ένατου αιώνα, Ιωάννης Η', ήταν στην πραγματικότητα γυναίκα. Γύρω από αυτό το μοναδικό γεγονός, ο Ροΐδης, πλέκει την απίθανη ιστορία του: την ως εκ θαύματος γέννηση της ηρωίδας (η μητέρα της είχε βιαστεί από δύο Γότθους μισθοφόρους στις όχθες του Ρήνου, ενώ ο ‘πατέρας’ της είχε ήδη ευνουχιστεί), τα πρώτα της θαύματα, τη ρομαντική ερωτική σχέση της με ένα νεαρό μοναχό με τον οποίο θα ζήσει πολλές περιπέτειες προτού τον εγκαταλείψει για υψηλότερες ασχολίες, τα ταξίδια της  στη Βυζαντινή Ελλάδα και, τέλος, την άφιξή της στη Ρώμη, τη σχέση της με τον αρχιθαλαμηπόλο της και το θάνατό της (κατά τον τοκετό!), που φέρνει ένα θαυματουργό τέλος στις συμφορές οι οποίες είχαν πλήξει την πόλη.

Όλα αυτά λέγονται με αυθάδεια, μ’ ένα κομψό και περίτεχνο ρητορικό ύφος το οποίο δεν έχει το όμοιό του στα ελληνικά. Διανθίζεται μάλιστα με έξυπνες, πλάγιες παρατηρήσεις προς τον αναγνώστη, που καταρρίπτουν τη σύμβαση της αληθοφάνειας στην οποία βασίζεται ολόκληρο το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Οι κριτικοί δεν είναι όλοι σύμφωνοι ως προς τη φύση και το σκοπό αυτού του μυθιστορήματος, ακόμη και αν μπορεί να θεωρείται μυθιστόρημα. Οι αρχές όμως της ελληνικής Εκκλησίας δεν άργησαν να το καταδικάσουν και να απαιτήσουν από το Κράτος να επιβάλει κυρώσεις στο συγγραφέα του. Η αντίδραση, αυτή και η επακόλουθη ευρείας δημοσιότητας διαμάχη που ξέσπασε στις αθηναϊκές εφημερίδες, βέβαια εξασφάλισαν για τον Ροΐδη το μεγάλο αναγνωστικό κοινό που διέφυγε του Καλλιγά.

Ο Ροΐδης μπορεί βέβαια να χρησιμοποιεί την ιστορία του ως πρόφαση, δεν χωρά όμως αμφιβολία ότι στην πραγματικότητα στόχος του συγγραφέα ήταν εν μέρει η ελληνική Εκκλησία, όπως επίσης και η υποκριτική ευσέβεια του καιρού του. Η σπουδαιότητα όμως του μυθιστορήματος αυτού υπερβαίνει αυτούς τους στόχους. Πρώτα από όλα η επιλογή ενός ιστορικού θέματος με πρόθεση να δείξει, όπως διακήρυξε ο ίδιος, πως και το παρελθόν ήταν, εξίσου με το παρόν, εντελώς άθλιο και διεφθαρμένο, και ενδεχομένως και περισσότερο, επιδιώκει να μετριάσει τον ενθουσιασμό που υπήρχε τότε απέναντι στο υπο-είδος του ιστορικού μυθιστορήματος που βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Επιπροσθέτως, στα επεισόδια στη μέση του μυθιστορήματος, που διαδραματίζουν τη ρομαντική σχέση της Ιωάννας με το νεαρό μοναχό Φρουμέντιο, παίζει με τις προσδοκίες του αναγνώστη, βασισμένες ήδη, από το Έρωτος Αποτελέσματα (1192), στις συμβάσεις του ρομάντζου. Και, τέλος, όπως επισημάνθνκε πρόσφατα, όλο το παιχνίδι με τους ευφυείς υπαινιγμούς, που απευθύνονται στον αναγνώστη υποσκάπτοντας τις συμβάσεις της ρεαλιστικής αφήγησης, προαναγγέλλει κατά έναν σχεδόν αιώνα νωρίτερα την περίτεχνη αυτοαναφορικότητα και την παρωδία στο ελληνικό και παγκόσμιο μυθιστόρημα κατά τον εικοστό αιώνα. Τα χαρακτηριστικά αυτά της Πάπισσας Ιωάννας είναι εμφανή στο σύντομο αποχαιρετισμό του Φρουμέντιου, όταν η Ιωάννα έχει ήδη φύγει για να γίνει Πάπας. Μετά από μερικές μέρες πικρού αυτοοικτιρμού και θρήνου, ο Φρουμέντιος ξυπνά ένα πρωί και βλέπει μια όμορφη βοσκοπούλα να περνά:

 

«θεωρών αυτήν ο Φρουμέντιος τότε κατά πρώτον ησθάνθη ότι πλην της  Ιωάννας υπήρχον και άλλαι εις τον κόσμον γυναίκες. Η θεραπεία αυτού ηδύνατο ήδη να θεωρηθή, ως ριζική. Ούτω δια του θαύματος του Αγίου γυμνωθεί του ανοήτου πάθους του και άχρηστος ήδη ων ημίν ως ήρως μυθιστορήματος καθίστατο από της στιγμής εκείνης χρησιμώτατον της κοινωνίας μέλος, λίαν κατάλληλος, αν έζη σήμερον, να εξασκήση οιονδήποτε έντιμον επάγγελμα, να γείνη γραμματοκομιστής, κατάσκοπος, βουλευτής, προικοθήρας ή θεσοδιώκτης, να κρατή τα κατάστιχα Χίου εμπόρου ή τους πόδας αγχονιζομένου καταδίκου. Αλλά κατά την εποχήν εκείνην τα Κύριε ελέησον ήσαν η καλλιτέρα τέχνη, και καλώς ποιών έμεινε καλόγερος ως πρότερον ο Φρουμέντιος».