Τζιόβας Δημήτρης, Μετά την αισθητική
 
Αθήνα 1987, Γνώση. Σσ. 259-280
 
 
 

 

Η Πάπισσα Ιωάννα ανήκει στα λίγα αφηγηματικά κείμενα του δεκάτου ένατου αιώνα στα οποία ο σύγχρονος αναγνώστης επιστρέφει με ανανεωμένο ενδιαφέρον και ευδιάθετη περιέργεια Ο Ροΐδης, βέβαια, δεν θεωρήθηκε μεγάλος πεζογράφος, όπως ο ΙΙαπαδιαμάντης ή ο Βιζυηνός, επειδή δεν διαθέτει πιθανώς τη γραφική αφηγηματικότητα του πρώτου και τη μυθοπλαστική ικανότητα το δεύτερου. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς τι είναι εκείνο που ελκύει τον αναγνώστη στην Πάπισσα Ιωάννα. Θα έλεγα πως είναι μάλλον η ανοικειότητά του με τη δραστική και ευρηματική γλώσσα της διήγησης· ανοικειότητα που επιτείνεται από τη συνύφανση της σάτιρας με την απροσδόκητη εξέλιξη του θέματος. Είναι φυσικό τα ερεθίσματα από την ανάγνωση της Πάπισσας Ιωάννας να ήταν εντονότερα όταν πρωτοδημοσιεύτηκε, γιατί τότε η ευθιξία των αναγνωστών και η ευαισθησία τους σε ηθικολογικά και θεολογικά ζητήματα υπήρξαν μεγαλύτερες. Ωστόσο, ο αιφνιδιασμός του αναγνώστη, έστω και με διαφορετικούς τρόπους, εξακολουθεί να είναι πρωταρχικό στοιχείο της λειτουργίας του κειμένου ακόμη και σήμερα.

Η Πάπισσα Ιωάννα υπήρξε ίσως το μοναδικό αφηγηματικό κείμενο στο δέκατο ένατο αιώνα, που υπερέβη τον ορίζοντα των προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού. Μολονότι διαβάστηκε πολύ και μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες, δέχτηκε σφοδρές επιθέσεις από θεσμούς και πρόσωπα. Η ειρωνική ελευθεροστομία του Ροΐδη αναστάτωσε το αναγνωστικό κοινό και τον διέκρινε αισθητά από προγενέστερους και μεταγενέστερους ομοτέχνους του. Η προκλητική και έντεχνη ανυπακοή του προς την κοινή γνώμη δεν συγκρίνεται με την εφεκτικότητα άλλων συγγραφέων, όπως λόγου χάρη του ΙΙαπαδιαμάντη, που συμβιβάζεται με τον αναγνώστη του χωρίς να τον προκαλεί ή να τον αναστατώνει. Όπως γράφει απολογητικά στο διήγημα του Έρως Ήρως: «Πας συγγραφεύς υποτίθεται, ότι αντιπροσωπεύει την μέσην κρίσιν και το μέσον αίσθημα των αναγνωστών του». Ο ΙΙαπαδιαμάντης βρίσκεται στους  αντίποδες του Ροΐδη αποφεύγοντας να σοκάρει το κοινό του και προσπαθώντας να κρατήσει τους ήρωές του, με εξαίρεση ίσως τη Φόνισσα, μέσα στις συμβάσεις της χριστιανικής ηθικής και ευπρέπειας.

Συχνά κοινωνιολόγοι της λογοτεχνίας, όπως ο R. Εscarpit, επιδιώκουν να εναρμονίσουν το λογοτεχνικό έργο με την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει ο συγγραφέας του ή τουλάχιστον να δικαιολογήσουν την ασυμβατότητά τους. Αντίθετα οι θεωρητικοί της «αισθητικής πρόσληψης» υποστηρίζουν πως υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα, που τη στιγμή της δημοσίευσής τους δεν απευθύνονται σ' ένα συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό. Τέτοια κείμενα διασπούν τον οικείο ορίζοντα των λογοτεχνικών προσδοκιών και αρκετές φορές μαζί με τις αισθητικές αντιλήψεις των αναγνωστών κλονίζουν και τις ηθικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις. Αυτό συνέβη με κείμενα όπως η Μαντάμ Μποβαρύ, όταν ο Flaubert δικάστηκε για το περιεχόμενο της ή ο Οδυσσέας του Joyce, που προξένησε αρκετή δυσφορία και ντροπή στο Δουβλίνο. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Πάπισσα Ιωάννα. Αν και ο συγγραφέας της φαίνεται να λαμβάνει υπόψη του την ανεκτικότητα και τις προσδοκίες του κοινού στο οποίο απευθύνεται, εντούτοις σκόπιμα το προκαλεί στερώντας του τη θαλπωρή και την επιβεβαίωση, που του πρόσφερε το διάβασμα των ιστορικών μυθιστορημάτων της εποχής.

Τέτοια λογοτεχνικά κείμενα, ασυμβίβαστα με την τρέχουσα δεοντολογία και τις ισχύουσες συμβάσεις, φαίνεται ν' αντέχουν περισσότερο στο χρόνο. Άλλωστε, και η Μαντάμ Μποβαρύ και ο Οδυσσέας και η Πάπισσα Ιωάννα εξακολουθούν να στέκονται ψηλά στη λογοτεχνική ιεραρχία. Πιθανόν σ' αυτό να συντελεί και η «αισθητική απόσταση», δηλαδή η σχέση ανάμεσα στο δεδομένο ορίζοντα των προσδοκιών του κοινού μιας εποχής και την εμφάνιση ενός νέου λογοτεχνικού έργου, που η πρόσληψή του οδηγεί στην αλλαγή του ορίζοντα, γιατί είτε αρνείται τις γνωστές συμβάσεις ή προτείνει νέες. Συνοψίζοντας αυτή τη θέση ο Η. R. Jauss διατυπώνει ταυτόχρονα και το λογοτεχνικό του κριτήριο.

 

«Ο τρόπος με τον οποίο ένα λογοτεχνικό έργο ικανοποιεί, υπερβαίνει, απογοητεύει ή διαψεύδει τις προσδοκίες των πρώτων αναγνωστών του στη χρονική στιγμή που εμφανίζεται,συνιστά προφανώς το κριτήριο για τον καθορισμό της αισθητικής του αξίας. Η απόσταση ανάμεσα στον ορίζοντα των προσδοκιών και στο έργο, ανάμεσα στην οικειότητα των προηγούμενων αισθητικών εμπειριών και την ‘αλλαγή του ορίζοντα’,την απαιτούμενη από την ανταπόκριση σε νέα έργα, προσδιορίζει και την καλλιτεχνική φύση ενός λογοτεχνικού έργου. Σύμφωνα με την αισθητική της πρόσληψης: όσο μικρότερη είναι η απόσταση, πράγμα που σημαίνει πως δεν υπάρχουν αξιώσεις από την προσλαμβάνουσα συνείδηση ν' αλλάξει για να δεχτεί άγνωστες εμπειρίες, τόσο εγγύτερα το έργο πλησιάζει το χώρο των «συνταγών της μαγειρικής» ή του ελαφρού αναγνώσματος».

 

Έως σήμερα δόθηκε έμφαση στην αντιθρησκευτικότητα της Πάπισσας Ιωάννας και σχεδόν αγνοήθηκε η λανθάνουσα αμφισβήτηση των καθιερωμένων λογοτεχνικών τρόπων της εποχής. Όμως ακόμη και τώρα το ίδιο κείμενο διατηρεί την «αισθητική απόσταση» από τις οικείες εμπειρίες του αναγνώστη. Για το σημερινό ελληνικό κοινό εθισμένο περισσότερο σε λογοτεχνικά κείμενα γραμμένα στη δημοτική, στην εντοπιότητα και τη σχετική επικαιρότητα του λογοτεχνικού θέματος παρά σε υποθέσεις ξένες προς την ‘ελληνική πραγματικότητα’, η Πάπισσα  Ιωάννα αντιπροσωπεύει κάτι ανοίκειο και ξεχωριστό. Η αγχίνοια και η δεξιότεχνη σάτιρα του Ροΐδη διαφοροποιούν την αφήγησή του συνιστώντας μία από τις λίγες εξαιρέσεις στον πληκτικό και σοβαρό κανόνα της ελ ληνικής πεζογραφίας του δεκάτου ενάτου αιώνα. Τον πιο ανήσυχο και επαρκή αναγνώστη ίσως ελκύουν στην Πάπισσα  Ιωάννα και αλλοστοιχεία., όπως η παρώδηση της έμπνευσης και η «διακειμενικότητα» της αφήγησης, εφόσον ο  Ροΐδης αντιλαμβάνεται το συγγραφέα όχι ως εμπνευσμένο υποκείμενο, αλλά ως αναγνώστη και αμφισβητεί την ιδιαιτερότητα της ίδιας της λογοτεχνίας γράφοντας την Πάπισσα Ιωάννα με ανορθόδοξο λογοτεχνικό τρόπο.

Ωστόσο, όλοι σχεδόν οι κριτικοί της αντιμετώπισαν ως λογοτεχνικό έργο παρά τις αντιρρήσεις που ανακύπτουν από το ίδιο το κείμενο. Επιχείρησαν, λοιπόν, να την εντάξουν σε κάποιο λογοτεχνικό είδος εφευρίσκοντας όρους όπως ‘αντιμυθιστόρημα ιστορικό’ ή προσδιορίζοντάς την ως μυθιστορία. Ο ίδιος όμως ο Ροίδης απέφυγε να κατατάξει το κείμενό του στη λογοτεχνία και προτίμησε να το ονομάσει ένα είδος «διηγηματικής εγκυκλοπαίδειας του μέσου και ιδίως του ενάτου αιώνος» ή να το ορίσει ως ‘μεσαιωνική μελέτη’. Άλλωστε, η αφήγησή του προσποιείται ότι αποβλέπει στην ιστορική αλήθεια καθώς ο αφηγητής διαβεβαιώνει ότι η ιστορία του είναι αληθινή και επανειλημμένα αντιδιαστέλλει τη διήγησή του από τους αφηγηματικούς τρόπους των ποιητών ή άλλων συγγραφέων διακηρύσσοντας τη φιλαλήθειά του : «Άλλως δε γράφων αληθή ιστορίαν δεν δύναμαι να μιμηθώ τους ποιητάς ή συγγραφείς εκείνους, οίτινες σωρεύοντες παλμούς, δάκρυα, ερυθήματα και άλλα πλατωνικά εφόδια ζευγνύουσιν ανά δύο τους μελιρρύτους στίχους των, ως οι γεωργοί εις το άροτρον τους βόας, ή τορνεύουσι περιόδους στρογγύλας ως τους μαστούς της Αφροδίτης» (114). Σ' αυτό το απόσπασμα υποδηλώνεται πως οι λογοτεχνικοί τρόποι της εποχής απορρίπτονται, επειδή ακριβώς παραπλανούν τον αναγνώστη απομακρύνοντάς τον από την αλήθεια. Προβάλλεται, λοιπόν, έμμεσα η θετικιστική αντίληψη του κόσμου κυρίαρχη σ' ολόκληρο το βιβλίο - που αποστρέφεται την παραμυθία της θεολογίας ή της λογοτεχνίας και σ' αυτή την εμμονή για διαφοροποίηση από τις καθιερωμένες λογοτεχνικές αρχές μπορεί ν' αποδοθεί και η έμμεση κριτική της Νέας Σχολής και του Π. Σούτσου, που το όνομά του αναφέρεται κάμποσες φορές.

Ενδεικτικά στην αρχή του δεύτερου μέρους γίνεται σύγκριση ανάμεσα στην ειδυλλιακή εικόνα, που παρουσιάζουν τα μυθιστορήματα. του Μεσαίωνα, όπως τα Κατορθώματα του βασιλέως Αρθούρου ή οι Έρωτες του Λαγκελότου και της Γινέρβας και στη ζοφερή και γυμνή παρουσίαση της ίδιας εποχής από τα Χρονικά των συγχρόνων, τα Πρακτικά των Συνόδων και τα διατάγματα του Πάπα. Ενώ τα πρώτα θέλγουν και συγκινούν τον αναγνώστη με τη ρομαντική τους νοσταλγία, τα δεύτερα αφαιρούν το εξωραϊστικό περικάλυμμα του Μεσαίωνα. Ανάλογα περίπου μορφοποιείται και η θέση του βιβλίου, όπως δίνεται από τον αφηγητή: «Αίσχη μόνον ή γελοιογραφίας το βιβλίον τούτο περιέχει, αλλά ταύτα εισίν αι πισταί, αι φωτογραφικαί ούτως ειπείν εικόνες των τότε ανθρώπων, όσα δε λέγω δι' ακαταμαχήτων μαρτυριών υποστηρίζω, ως οι βασιλείς τα διατάγματα αυτών δια της λόγχης» (96). Η οργάνωση και η παρουσίαση της διήγησης ακολουθεί το θετικιστικό πνεύμα του δεκάτου ένατου αιώνα, που θερμά ασπάστηκε ο Ροΐδης και σ' αυτό μάλλον οφείλεται και το αίτημα για την πιστότητα της καταγραφής και την αξιοπιστία της ιστορικής μαρτυρίας. Με άλλα λόγια δεν επιδιώκεται στην Πάπισσα Ιωάννα η μυθοπλαστική ωραιοποίηση αλλά η ιστορική απογύμνωση. Η αλήθεια της ιστοριογραφίας φαίνεται να εκτοπίζει τη μυθοπλασία της λογοτεχνίας στη θετικιστική σκέψη του Ροΐδη ενώ παράλληλα η  επιστημονική απόδειξη αντιτάσσεται στη θεολογική πίστη.

Πέρα από τις άλλες λειτουργίες η επιμονή στην αλήθεια της ιστορίας έχει στόχο τον αναγνώστη. Ενώ ο Ροΐδης χρησιμοποιεί λογοτεχνικές στρατηγικές για να τραβήξει την προσοχή του και να τον απορροφήσει, παράλληλα υπονομεύει τη μυθοπλαστικότητα του κειμένου στην προσπάθεια του να τον πείσει για τη σοβαρότητα των προθέσεών του. Έτσι επιστρατεύεται το κύρος της ιστορίαςγια ν' αναπληρώσει το κενό που αφήνει η λογοτεχνία και η αδυναμία της να πείσει για την αυθεντικότητα των συμβάντων. Επιδιώκεται, επομένως, με πρόσχημα την αλήθεια της ιστορίας, η εξαπάτηση του αναγνώστη, αφού από την αποτελεσματικότητά της εξαρτάται και η τελική του αντίδραση στο όλο περιεχόμενο του κειμένου. Απ' αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίο ότι ο αφηγητής τονίζει όλο και περισσότερο τη φιλαλήθειά του όσο πλησιάζει το τέλος της διήγησης. Ιδιαίτερα στο τελευταίο μέρος, το πιο αποφασιστικό και για την πλοκή αλλά και για την αντίδραση του αναγνώστη, υπογραμμίζεται ο εξοβελισμός της φαντασίας και η Ιωάννα «καθίσταται ήρως ιστορικός». Αυτό το τελευταίο μέρος της διήγησης ανοίγει με την ακόλουθη δήλωση του αφηγητή: «Την ύλην της διηγήσεώς μου, αντί να λαμβάνω ως πρότερον εκ της κεφαλής μου, αναγκάζομαι ν' αρύωμαι παρά σεβασμίων Χρονογράφων αν δ' εύρης ανοστότερον το μέρος τούτο του βιβλίου, σ' ευχαριστώ, αναγνώστα, δια την προτίμησιν» (228). Και κλείνει παραπέμποντας σε τετρακόσιους σεβάσμιους και ρασοφόρους χρονογράφους:

 

 «Ταύτα, αναγνώστα μου, τα θαύματα διηγούνται ουχί τέσσαρες αλιείς, ως τα εν Ιουδαία, αλλ' υπέρ τους τετρακοσίους σεβάσμιοι και ρασοφόροι Χρονογράφοι, ημείς δε ενώπιον τοιαύτης χορείας πανσέπτων μαρτύρων κλίγομεν τον αυχένα εκφωνούντες μετά του Αγ. Τερτουλλιανού «Τα πιστεύομεν διότι είναι απίστευτα» (283).

 

Στην ιστορική τεκμηρίωση του βίου και της περιπέτειας της Ιωάννας συμβάλλει και η μακρά εισαγωγή, η οποία προτάσσεται του κυρίως κειμένου και αποσκοπεί στο να προετοιμάσει τον αναγνώστη προλαβαίνοντας τυχόν ερωτήματα του. Ο Ροΐδης μάλιστα δεν αποκρύπτει αυτή την πρόθεση, γιατί τονίζει σαφώς ότι στόχος του είναι να πείσει τον αναγνώστη: «Απάσας τας ανωτέρω εν βιβλίοις προχείροις εις έκαστον ρήσεις, ας ηδυνάμην να πολλαπλασιάσω, δεν παρέθηκα άνευ σκοπού ή απλής παιδιάς, αλλ' ίνα πείσω τον αναγνώστην» (14). Ο ιστορικός προσανατολισμός του βιβλίου διαφαίνεται και από τα προλεγόμενα, όπου ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να υποταχθεί στον ιστορικό κανόνα, να εκθέσει τα αίτια της ιστορίας του μιμούμενος τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη, τον Τάκιτο ή άλλους ιστορικούς και να βεβαιώσει ότι «Εκάστη εν τη Παπίσση Ιωάννα φράσις, πάσα σχεδόν λέξις, στηρίζεται επί τη μαρτυρία, συγχρόνου συγγραφέως» (ι').

Αυτή η ανάγκη για ιστορική ακρίβεια και αλήθεια δεν υπάρχει συνήθως στη λογοτεχνία, όπου υποτίθεται πως κυριαρχεί το φανταστικό στοιχείο και η μυθοπλασία. Δεν είναι μόνο αυτές οι ενδείξεις, που πιστοποιούν πως το κείμενο ακολουθεί κυρίως τα πρότυπα της ιστοριογραφίας και λιγότερο του μυθιστορήματος αλλά υπάρχουν και ενδοκειμενικά στοιχεία. Λόγου χάρη, η απουσία δια λόγου μαζί με την ευθύγραμμη, συμπυκνωμένη παρουσίαση των γεγονότων υπαινίσσονται την εξάρτηση του κειμένου από τον ιστοριογραφικό τρόπο αφήγησης καθιστώντας την αφηγηματική τεχνική της Πάπισσας Ιωάννας  λιτή και κάπως μονότονη, αφού η παρατακτική παρουσίαση των συμβάντων σπάνια διαταράσσεται. Απλώς οι άφθονες παρομοιώσεις και οι ρητορικές παρεμβολές του αφηγητή διανθίζουν την ξηρή έκθεση του βίου της Ιωάννας και συγκαλύπτουν την αδυναμία ή την αδιαφορία του Ροΐδη να δημιουργήσει πλοκή.

Το μόνο που διακόπτει τη γραμμικότητα της αφήγησης είναι μερικές «προλήψεις», δηλαδή υπαινιγμοί για την εξέλιξη του θέματος, που αποβλέπουν στο να προετοιμάσουν τον αναγνώστη για τη μελλοντική τύχη της Ιωάννας και την έκβαση της πλοκής:

 

«η δε ημετέρα ηρωίς η μέλλουσα εις το εκκλησιαστικόν σταδιον να διαπρέψη ουδέποτε τετάρτην ή παρασκευήν ηθέλησε να βυζάξη» (73).

 

«η Ιωάννα, καταπατήσασα μετ' ου πολύ υπό τους μικρούς πόδας της τα τε παραγγέλματα της Γραφής και την γυναικείαν αυτής στολήν, ενεδύθη το ράσον και υπεδέθη τα σανδάλια εκείνα, άτινα έμελλε μετά τινα έτη να τείνη προς ασπασμόν εις τους μεγάλους της γης, περί τον θρόνον της γονυπετούντας» (127).

 

«οι δε ελαφρά στέφανοι, δι' ων εστόλιζον της δεκαεπταέτιδος κόρης την ξανθήν κόμην, είναι ήδη ανάρμοστοι εις την κεφαλήν την μέλλουσαν μετ' ολίγον να κοσμηθή δια του τριπλού διαδήματος του Αγ. Πέτρου (228).

 

Αυτές οι προλήψεις προϊδεάζουν τον αναγνώστη για το τι έπεται, ώστε να μετριασθεί  κάπως η έκπληξή του και πιθανώς η αμηχανία του. Δηλώνουν έμμεσα την έγνοια του Ροΐδη για τους αναγνώστες και την τάση του να ελέγξει τις αντιδράσεις τους και ταυτόχρονα να αυξήσει την περιέργειά τους.

Ενώ λοιπόν η Πάπισσα Ιωάννα έχει αρκετά από τα γνωρίσματα ενός ιστοριογραφικού κειμένου και είναι προφανές πως στερείται ορισμένα άλλα γνωρίσματα, όπως ο διάλογος και η πλοκή, που θεωρούνται απαραίτητα συστατικά για μυθιστορηματικό κείμενο, κανείς δεν επεχείρησε να την κατατάξει στο χώρο της ιστοριογραφίας. Τότε τι ώθησε τους κριτικούς να θεωρήσουν το κείμενο λογοτεχνικό; Νομίζω η συνεχής πρόκληση του αναγνώστη που επιφυλάσσει το κείμενα σε κάθε του φράση. Ο αναγνώστης βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση αναμένοντας το απροσδόκητο και στην εξέλιξη της περιπέτειας αλλά και στην αφηγηματική του ρητορική. Το κείμενο στηρίζεται στη διαλεκτική σχέση ερεθίσματος και ανταπόκρισης και έτσι καλλιεργείται η αίσθηση της σταδιακής κορύφωσης. Για να λειτουργήσει και ν' αποδώσει όμως αυτή η σχέση, προϋποτίθεται πως ο αναγνώστης θ' αντιδράσει στα ερεθίσματα του κειμένου. Αν πάψει ν' ανταποκρίνεται, τότε αναπόφευκτα το κείμενο παύει να λειτουργεί. Η αφήγηση του Ροΐδη είναι οργανωμένη μ' αυτή τη λογική' κάθε στιγμή προκαλεί την παντοειδή αντίδραση του αναγνώστη, που διαρκώς κεντρίζεται είτε ιδεολογικά είτε θυμικά. Εδώ ακριβώς έγκειται η ιδιοτυπία της Πάπισσας Ιωάννας και έτσι κατορθώνει να παράγει ποικίλα ερεθίσματα διαφορετικές εποχές.

Όταν πρωτοδημοσιεύτηκε ξένισαν η αμφισβήτηση της θρησκείας, το ιδιάζον πλαίσιο της δράσης, το τολμηρό λεξιλόγιο και η σατιρική ελευθεροφροσύνη. Σήμερα, όπως ήδη ειπώθηκε, η διακειμενικότητα της Πάπισσας, η υποτίμηση της έμπνευσης, η στροφή προς τον αναγνώστη καθώς και η ιδιοτυπία της καθαρεύουσας συντελούν στο διαφορετικό παραξένεμα εκείνων που τη διαβάζουν. Αν πάψει, επομένως, το κείμενο ν' ανανεώνει τα ερεθίσματα του, που ορίζονται ως τέτοια πάντοτε σε σχέση με τον αναγνώστη, θα πάψει να μας ενδιαφέρει. Άρα η επιβίωσή του είναι συνάρτηση των ερεθισμάτων, τα οποία προκαλεί, και του αναγνώστη που τα αναγνωρίζει. Το κείμενο, λοιπόν, του Ροΐδη αποδεικνύει πως δεν είναι αποκλειστικά οι ιδιότητές του που το καθιερώνουν ως λογοτεχνικό αλλά και η στάση του αναγνώστη απέναντι του. Άλλωστε, οι μελετητές του συμφωνούν ότι το κείμενο δεν διαθέτει σπουδαία μυθιστορηματικά προτερήματα αλλά στηρίζεται στη σάτιρα και την έκπληξη, στοιχεία που προϋποθέτουν πάντοτε τη συνεργία του αναγνώστη.

Η ιστορία της Ιωάννας είναι σαφές πως γράφεται με βάση το τι ξέρει, τι πιστεύει ή τι προσδοκά ο μέσος Έλληνας αναγνώστης στα μισά του δεκάτου ένατου αιώνα. Εντούτοις, το κείμενο επιδιώκει να υπονομεύσει αυτές τις πεποιθήσεις πολλαπλασιάζοντας τα ερωτήματα των αναγνωστών και έτσι καθίσταται ερεθιστικό και ερωτηματικό. Γι' αυτό το λόγο η Πάπισσα Ιωάννα δεν είναι δυνατό να καταταχθεί στην ιστοριογραφία, αφού δεν αποφέρει γνώση ή φρονηματισμό αλλά οδηγεί στην αμφισβήτηση. Με τη διαρκή σύγκριση παρόντος και παρελθόντος επιδιώκεται ο ιστορικός σκεπτικισμός για την πορεία «του προοδεύοντος ή απλώς μεταβαλλομένου πολιτισμού» (ιδ') και τίθεται υπό αμφισβήτηση η άποψη πως η πορεία του πολιτισμού ξεκινάει από την αγνότητα και καταλήγει στη φθορά. Αντίθετα προκρίνεται η αντίληψη πως το έρεβος της θεοκρατίας το διαδέχεται τελικά το φως της επιστήμης. Πρόκειται για μια αισιόδοξη αντίληψη της Ιστορίας, αντίθετη προς τη χριστιανική θεώρησή της, που ο αναγνώστης πιέζεται με τις ακατάπαυστες συγκρίσεις και παρομοιώσεις να την ενστερνιστεί. Όλα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν τη νέα αντίληψη, αρκετά πρωτοποριακή για τη λογοτεχνία εκείνης της περιόδου, την οποία η Πάπισσα Ιωάννα προτείνει: το λογοτεχνικό κείμενο δεν επιβεβαιώνει ούτε διδάσκει αλλά ξενίζει και προβληματίζει.

Την εποχή που γράφτηκε η Πάπισσα Ιωάννα, η ιστορία τροφοδοτούσε πληθωρικά τόσο την ποίηση (π..χ. Βαλαωρίτης) όσο και την πεζογραφία (π..χ. Ραγκαβής, Σπ. Ζαιμπέλιος, Στ. Ξένος). Τα ιστορικά μυθιστορήματα επιδίωκαν να καθησυχάσουν τον αναγνώστη ή να τονώσουν το εθνικό του φρόνημα και η λογοτεχνία γενικά επικουρούσε την ιστοριογραφία στον εθνικό φρονηματισμό και την ηθική διαπαιδαγώγηση των Ελλήνων αναγνωστών. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες η Πάπισσα Ιωάννα διαφοροποιείται ριζικά από το ιστορικό μυθιστόρημα, το βασισμένο σε περιστατικά του Ελληνικού Μεσαίωνα (Ο Αυθέντης του Μωρέως) και της Τουρκοκρατίας ή της Ενετοκρατίας (Κρητικοί, γάμοι). Σε αντίθεση με τον κανόνα Ροϊδης φέρνει στην επιφάνεια το Δυτικό Μεσαίωνα, εποχή άγνωστη στους Έλληνες αναγνώστες τους εθισμένους στη θεματολογία του κλασικού παρελθόντος και των ηρωικών κατορθωμάτων της Τουρκοκρατίας, και αυτή η επιλογή του πρέπει να επισυναφθεί στη γενικότερη στρατηγική του να προσφέρει στον αναγνώστη ασυνήθιστες και πρωτόγνωρες παραστάσεις.

Με την Πάπισσα Ιωάννα ο Ροΐδης ανατρέπει την καθιερωμένη αντίληψη πως η λογοτεχνία διδάσκει ή απλώς τέρπει και προτείνει τη χρήση του λογοτεχνικού λόγου για τον αιφνιδιασμό και τον προβληματισμό του αναγνώστη. Αυτή η ιδιαιτερότητα του κειμένου του μας επιτρέπει να το δούμε περισσότερο ως συνεχή απομυθοποίηση του κλασικού αφηγηματικού λόγου παρά ως λογοτεχνικό ‘δημιούργημα’. Ο Ροΐδης, βέβαια, πρωτοτυπεί και ως προς ένα άλλο σημείο. Ενώ φιλοδοξεί να εξεικονίσει τη ζωή του Μεσαίωνα με ακρίβεια και πιστότητα., δεν καταφεύγει στα συνήθη μέσα της λεπτομερειακής περιγραφής και του ζωντανού διαλόγου, όπως τα περισσότερα μυθιστορήματα του δέκατου ένατου αιώνα. Την αίσθηση του φυσικού χώρου και της απτής σκηνής την αντικαθιστά η φαντασία της βιβλιοθήκης και η κατάχρηση των παραθεμάτων.

Με αυτούς τους όρους η Πάπισσα  Ιωάννα δεν μπορεί να θεωρηθεί ‘αναγνώσιμο’ κείμενο (lisible) - σύμφωνα με τη γνωστή διάκριση του Βarthes -   που προϋποθέτει την αδρανή μέθεξη του αναγνώστη στη μυθιστορηματική πλοκή. Ο αναγνώστης δεν χάνεται στη μαγεία του παρελθόντος αλλά συνεχώς αντιμετωπίζει την υπενθύμιση του παρόντος. Ο αφηγητής τον εκπλήσσει ακατάπαυστα στερώντας του ταυτόχρονα τις οικείες από άλλα μυθιστορήματα περιγραφές και διαλόγους. Εξετάζοντας, λοιπόν, το κείμενο μέσα από αυτό το θεωρητικό πρίσμα αντιλαμβανόμαστε την ιδιοτυπία του σε σχέση με άλλα κείμενα εκείνης της εποχής. Ουσιαστικά αντιτάσσεται στην αισθητική της αναπαράστασης και στη γοητεία της, που χαρακτηρίζουν το κλασικό μυθιστόρημα, και εμπλέκει τον αναγνώστη στη μυθιστορηματική διαδικασία.

Τελικά ο Ροϊδης δεν φαίνεται να έγραψε την Πάπισσα Ιωάννα για να  ‘δημιουργήσει’ αλλά για να σχολιάσει. Αν προσέξει κανείς το έργο του θα διαπιστώσει ότι δεν έγραφε τόσο για να εισάγει νέες ιδέες όσο για να κρίνει τις ήδη καθιερωμένες. Αυτός, εξάλλου, ήταν και ο στόχος των κριτικών του κειμένων: ‘ΙΙερί συγχρόνου εν Ελλάδι κριτικής’, ‘Περί συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως’ ή ‘Διατί δεν έχει η σημερινή Ελλάς φιλολογίαν’. Ανάλογη φαίνεται να είναι και η επιδίωξή του γράφοντας την Πάπισσα Ιωάννα. Επειδή όμως η κριτική του εδώ αφορά την πολιτεία της εκκλησίας και το θεολογικό βυζαντινισμό της, προσπαθεί να. την ενδύσει και να τη δικαιολογήσει λογοτεχνικά. Η προσποίηση του Ροΐδη μας φέρνει σ' ένα γενικότερο θέμα, δηλαδή τη χρήση της λογοτεχνικής μορφής για ν' ασκηθεί κοινωνική, πολιτική ή θρησκευτική κριτική. Αυτό δεν είναι γνώρισμα μόνο της Πάπισσας Ιωάννας το συναντούμε την ίδια περίπου εποχή και στο Θάνο Βλέκα του Π. Καλλιγά. Και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιείται η περιπέτεια του ήρωα για να ελκύσει την προσοχή του αναγνώστη και να μετριάσει τις τυχόν αντιδράσεις του στην κριτική, που ασκείται με αφορμή το μύθο του ήρωα. Το λογοτεχνικό προσωπείο διευκολύνει τους συγγραφείς να καταστήσουν πιο εύπεπτες ιδέες και επιχειρήματα, που πιθανόν ο αναγνώστης δεν θα μπορούσε ν' αποδεχτεί, εάν παρουσιαζόταν με τη μορφή δοκιμίου ή άρθρου. Πάλι καταλήγουμε στην αντίδραση του αναγνώστη και στην προσπάθεια του συγγραφέα άλλοτε να την οξύνει και άλλοτε να την αμβλύνει.

Προσεγγίζοντας την Πάπισσα Ιωάννα από αυτή την προοπτική διαπιστώνουμε ότι ενώ έχει το χαρακτήρα του roman à these δεν γίνεται προστακτικό ή κατηγορηματικό κείμενο. Αναμφισβήτητα, πρόκειται για κείμενο με θέση, γιατί αποβλέπει στο να κλονίσει τις θρησκευτικές προκαταλήψεις κι αυτό ο Ροΐδης το δηλώνει απερίφραστα στα προλεγόμενα του. Ωστόσο, αν και γράφεται με στόχο ν' αποκαλύψει την εκκλησιαστική υποκρισία και να καταδικάσει τη θεολογική αδιαλλαξία, κατορθώνει να ξεγελά τον αναγνώστη συγκαλύπτοντας έντεχνα το βασικό του κίνητρο. Παρόλες όμως τις ευφυείς υπεκφυγές και συγκαλύψεις τα ίχνη του κειμένου με θέση παραμένουν εμφανή.

Ένα βασικό γνώρισμα αυτού του μυθιστορηματικού είδους είναι, σύμφωνοι με την S. Suleiman, η πληθώρα πλεονασμών (redundancies), οι οποίοι δεν προωθούν την εξέλιξη του θέματος αλλά απλώς συμβάλλουν με την επανάληψη στην υπενθύμιση των βασικών στόχων και θέσεων του κειμένου. Στην Πάπισσα Ιωάνναέχουμε την κατάχρηση των παρομοιώσεων που ουσιαστικά αποτελούν πλεονασμούς, γιατί δεν αποσκοπούν στην εξέλιξη της πλοκής αλλά στην ενθάρρυνση του αναγνώστη να παραλληλίσει την εποχή του με το χρόνο του θέματος. Η κατάχρηση της παρομοίωσης συχνά οφείλεται και στην τάση του Ροΐδη να παρωδεί την ιερότητα και τη σοβαρότητα της μοναστηριακής ζωής παραλληλίζοντάς την με καθημερινές, συχνά φαιδρές εμπειρίες, όπως στα ακόλουθα παραδείγματα.

 

«Η Ιωάννα (...) υπέπεσε κατά τας πρώτας ημέρας εις την μοναστηριακήν εκείνην χαύνωσιν, ήτις καταλαμβάνει τας νεήλυδας εις τα κοινόβια, ως η ναυτίασις τους κατά πρώτον πατούντας επί πλοίου (105).

 

«Οι πανοσιώτατοι ωπισθοδρόμησαν εν αρχή έμπροσθεν του ιερού εκείνου προπυργίου, ως οι λύκοι προ των πυλών (102).

 

«Ταύτα πάντα παραλαβόντες οι χριστιανοί μετεσχημάτησαν οπωσούν προς χρήσιν των ως οι λογοκλόποι τας ξένας ιδέας, ονομάσαντες εκκλησίας τους ναούς, τους βωμούς θυσιαστήρια, τας πομπάς λιτανείας και τους θεούς Αγίους (...) εις τούτους προσήρτησαν οι ιερείς, ίνα τους καταστήσωσι σεβαστοτέρους, και μακράν γενειάδα, ως αι προαγωγοί της Ρώμης ξανθήν φενάκην εις τας υποτρόφους των, ίνα ελκύωσι πλείονας πελάτας» (183).

 

«οι μοναχοί, λέγω, αναχωρηταί, ερημίται και ασκηταί εκείνοι, ων μόνη η ανάμνησις διεγείρει σήμερον τον οίκτον ή την φρίκην, είχον μεγάλην υπόληψιν επί της βασιλείας της Εύσεβούς Θεοδώρας, ως οι αμαξηλάται επί Μιχαήλ του γ', οι πίθηκοι επί του Πάπα Ιουλίου και οι φοιτηταί των Χαυτείων επί της ημετέρας μεσοβασιλείας (190).

 

Σ' αυτά τα παραθέματα οι παρομοιώσεις εξυπηρετούν τη θέση του κειμένου, τη διακωμώδηση δηλαδή της μοναστηριακής ζωής και της μεσαιωνικής νοοτροπίας και μέσα απ' αυτές υποβάλλονται οι απόψεις του αφηγητή στον αναγνώστη. Αντί ο πρώτος να τις εκφράσει ρητά και προστακτικά με κίνδυνο ν' απωθήσει και τελικά να χάσει τον αιδήμονα και θρησκόληπτο μέσο αναγνώστη, τις υπαινίσσεται με το ρητορικό τρόπο της παρομοίωσης. Η κατάχρηση βέβαια της παρομοίωσης κουράζει κάποτε, γιατί οδηγεί μοιραία σε κοινοτοπίες, όπως το ακόλουθο παράδειγμα: «ουδόλως αναχαιτιζόμενος υπό των διαταγμάτων των Παπών και των Συνόδων, άτινα συμπαρέσυρεν εις τον ορμητικόν αυτού ρούν, ως οι χείμαρροι τα δένδρα» (100). Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε πως η κατάχρηση της παρομοίωσης δεν δηλώνει τόσο τη συγγραφική αδυναμία του Ροΐδη, όσο τη θέλησή του να διασκεδάσει τη θέση του κειμένου. Κι αυτή η λεπτή διαφορά ίσως δεν προσέχτηκε από όσους καταδικάσανε το φόρτο των παρομοιώσεων παραβλέποντας το λειτουργικό τους ρόλο. Για να φαιδρύνει ή να συγκαλύψει τη θέση του κειμένου ο Ροΐδης προτιμά συχνά την υπαινικτικότητα και την παραδοξολογία της παρομοίωσης από την άμεση προτροπή ή διδαχή και αποδεικνύει μ' αυτό τον τρόπο το σεβασμό του προς τον αναγνώστη.

Αν και ο φόρτος των παρομοιώσεων κουράζει, ωστόσο συντελούν στην πολυφωνία του κειμένου μέσω δύο επιπέδων δράσης, χρόνου και σκέψης. Το ένα αναφέρεται στη θεοκρατία του Μεσαίωνα και στην περιπέτεια της Ιωάννας ενώ το άλλο ανήκει στο παρόν του αφηγητή και στις απόψεις του, καθιστώντας σαφή τη διάκριση ανάμεσα στο μύθο ή το θέμα (story) και στην αφήγηση ή την εκφορά του (discourse). Ο αναγνώστης φαίνεται να έχει στη διάθεσή του δύο οπτικές γωνίες: εκείνη του θέματος και αυτή του αφηγητή. Βέβαιοι, οι συχνές παρεμβάσεις του αφηγητή και τα σχόλια στην εξέλιξη της δράσης - ένα άλλο γνώρισμα του ‘μυθιστορήματος με θέση’ - δείχνουν ότι   ο αφηγητής φιλοδοξεί να χειραγωγήσει τον αναγνώστη. Εντούτοις, η σύγκριση του τώρα με το τότε καλλιεργεί στον τελευταίο την αίσθηση πως μπορεί να διαμορφώσει μόνος του γνώμη. Ο αφηγητής στην Πάπισσα Ιωάννα, αν και παρεισφρύει συχνά, δεν γίνεται προτρεπτικός αλ λα απλώς συγκρίνει τις δυο εποχές, έστω και μέσα από δική του προοπτική, όπως στα παρακάτω παραθέματα:

 

«της δε Ιωάννας ο πατήρ διετάχθη να διευθυνθή προς νότον, ίνα κρημνίση το εν Ερισβούργη είδωλον του Ιρμινσούλ, περί το οποίον συνήρχοντο οι τότε επαναστάται, ως οι ημέτεροι εις τα Χαυτεία» (70).

 

«Οι τότε άνθρωποι ήσαν μεν διεφθαρμένοι, μέθυσοι, ασελγείς και απατεώνες, αλλά δεν είχον ακόμη καταντήσει ως οι σημερινοί να τρώγωσι κρέας κατά τας νηστησίμους ημέρας» (98).

 

«Αλλά κατά τον καιρόν εκείνον ο χορός, ον απαγορεύουσι σήμερον οι πνευματικοί ως εφεύρεσιν του Σατανά, ουδέν είχε το ασεβές ή αντίθρησκον, αλλ' ήτο απλώς προσευχή γινομένη δια των ποδών ως οι ψαλμοί δια των χειλέων" (134).

 

Το βασικό πλεονέκτημα της Πάπισσας Ιωάννας, που μετριάζει την εντύπωση του κειμένου με θέση, είναι η στάση του αφηγητή, ο οποίος δεν είναι σκληρός ούτε πιεστικός. Δεν προσπαθεί να επιβληθεί στον αναγνώστη αλλά έντεχνα μέσα από τη σάτιρα και τα έξυπνα σχόλιά του επιδιώκει ν' αποσπάσει την προσοχή του και να τον εξοικειώσει ευχάριστα με τις τολμηρές ιδέες του. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα περισσότερα μυθιστορήματα με θέση, ο αφηγητής εδώ συνδιαλέγετει με τον αναγνώστη ή μάλλον παίζει μαζί του δοκιμάζοντας την ανεκτικότητα και την ευθιξία του. Είναι φανερό πως δεν απευθύνεται γενικά και αόριστα σε κάποιον αναγνώστη αλλά σ' ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου με αυστηρές ηθικές και θρησκευτικές αρχές. Γι' αυτό ο αφηγητής δεν εμφανίζεται απαιτητικός, δογματικός ή ανατρεπτικός αλλά άλλοτε υπογραμμίζει ειρωνικά την ορθοδοξία του και άλλοτε δικαιολογεί την αθυροστομία του :

 

«Ταύτα σοι είπον, αναγνώστα, ίνα σε πείσω περί της ορθοδοξίας μου· ήδη επανέρχομαι εις τους ηρωάς μου» (152).

 

«Ενταύθα, αναγνώστα μου, ηδυνάμην, αν ήθελον, να δανεισθώ (...) ολίγην αισχρολογίαν, ίνα δι' αυτής κοπρίσω οπωσούν την διήγησίν μου» (260).

 

Βέβαια δεν λείπουν και οι στιγμές, όταν ο αφηγητής αιφνιδιάζει και ίσως διαψεύδει τις προσδοκίες του αναγνώστη.

 

«Το νέον ζεύγος, άμα έμειγε μόνον, γνωρίζον πόσον πολύτιμος είναι ο χρόνος, ανύψωσε τας χειρίδας των ράσων και ήρξατο αμέσως της εργασίας, της αντιγραφής δηλ. των επιστολών του Αγ.Παυλου» (112-113).

 

Στην Πάπισσα Ιωάννα είναι πρόδηλη η λειτουργία του ‘λανθάνοντος αναγνώστη’. Αν και αυτός ο όρος έχει συνδεθεί κυρίως με το όνομα του W. Iser και το ομώνυμο βιβλίο του, εδώ χρησιμοποιείται με την έννοια που του προσδίδει ο Chatman, ότι κάθε αφήγηση προϋποθέτει το κοινό της και κάθε κείμενο εμπεριέχει τον υποτιθέμενο δέκτη του. Οικοδομείται δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη ένα δυνητικό αναγνωστικό κοινό και ενσωματώνοντας την εικόνα εγός ιδεατού ατόμου για το οποίο γράφεται. Ο συγγραφέας ίσως να μην έχει αποκλειστικά στο νου του ένα συγκεκριμένο είδος αναγνώστη αλλά πάντοτε κάποιος δέκτης προϋποτίθεται από την πράξη της γραφής καθαυτής. Στην Πάπισσα Ιωάννα, βέβαια, αυτός ο 'λανθάνων αναγνώστης' είναι πιο σαφής και προσδιορισμένος. Δεν πρόκειται μόνο γιοι ένα απλό ενδοκειμενικό σχήμα αλλά για ένα υποτιθέμενο άτομο με αυστηρές ηθικές, θρησκευτικές και κοινωνικές αντιλήψεις στο οποίο ο συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας απευθύνεται, προσπαθώντας άλλοτε να το εξευμενίσει για την ελευθεροστομία του και άλλοτε να το πείσει για τη  θρησκευτική του ορθοδοξία. Ως εκ τούτου η ‘κατανάλωση’ ενός κειμένου συνιστά μέρος της διαδικασίας της παραγωγής του και η πρόσληψή του δεν αποτελεί αποκλειστικά εξωτερικό γεγονός καθορισμένο από τις βιβλιοκρισίες και τις πωλήσεις Υπάρχουν και ενδοκειμενικά στοιχεία, που υποβοηθούν ή αποθαρρύνουν την ανάγνωση ή μάλλον την ιδεολογική, ηθική και θρησκευτική αποδοχή του.

Συνολικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ροΐδης δεν εξαρτά την επιτυχία του κειμένου του από τη συγγραφική και δημιουργική του ικανότητα αλλά από την ανταπόκριση του αναγνώστη. Εκχωρεί με άλλα λόγια την προτεραιότητα σ' αυτόν και υποβιβάζει τη δημιουργικότητα του συγγραφέα. Ο αφηγητής, βέβαια, προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη με τη μόρφωση και την ερευνά του, τρέμει όμως ταυτόχρονα μήπως τον κουράσει με τη διήγησή του και την παρατήσει. Αυτή η ανησυχία διαφαίνεται στα λόγια του, όταν διακόπτει την αφήγηση και απευθύνεται στον υποτιθέμενο δέκτη του: «δις δε και τρις χασμηθείσα απεκοιμήθη τέλος μεταξύ των Αγίων Πέτρου και Μαρκελλίνου. Το ίδιον φοβούμενοι μη έπαθες και συ», αγαγνώστρια, παραπέμπομεν εις το επόμενον κεφάλαιον την εξακολούθησιν της φιλαλήθους ημών ιστορίας (92-93). Διακρίνει κανείς στο κείμενο του Ροΐδη την αίσθηση της βιασύνης, να κλείσει την αφήγησή του πριν εξαντληθεί η υπομονή του αναγνώστη και απ' αυτή την άποψη η Πάπισσα Ιωάννα αποτελεί πράγματι ένα συνεχές παιχνίδι με τον αναγνώστη. Άλλοτε ο αφηγητής τροφοδοτεί έντεχνα τις προσδοκίες του και άλλοτε προσπαθεί να συμβιβαστεί μαζί του ζητώντας τη συγκατάβαση και την επιείκειά του.

 

«Μη βιασθής να ερυθριάσης, σεμνή μου αναγνώστρια ο σιδηρούς κάλαμος, δια του οποίου γράφω την αληθή ταύτην ιστορίαν, είναι αγγλικής κατασκευής, εκ των εργοστασίων του Σμίθ, και ως εκ τούτου σεμνός ως αι ξανθαί εκείναι Αγγλίδες (101).

 

Σ' αυτή την πρόταση παρατηρεί κανείς πως ο αφηγητής, ενώ έχει πιθανώς παραβιάσει την ανεκτικότητα της αναγνώστριας, την κολακεύει κατόπιν έμμεσα τονίζοντας τη σεμνότητα της και δίνοντάς της έτσι διαβεβαιώσεις για να συνεχίσει την ανάγνωση. Παράλληλα όμως χαριτολογεί για ν' αποσπάσει αμέσως την προσοχή της και για να προκαλέσει τη θυμηδία της αποδυναμώνοντας την εντύπωση της προηγούμενης παραγράφου. Είναι επίσης αξιοσημείωτο το ότι απευθύνεται στην αναγνώστρια, γιατί οι γυναίκες εθεωρούντο εκείνη την εποχή πιο σεμνές και εύθικτες. Μ' αυτό το τέχνασμα ο Ροΐδης καλλιεργεί την εντύπωση πως αποδέχεται και τηρεί τα πρότυπα συμπεριφοράς, τις διακρίσεις και τις συνήθειες της εποχής του ενώ στην ουσία καταδικάζει με το βιβλίο του την ηθικολογία και τη σεμνότυφη υποκρισία.

Η αναφορά στον αναγνώστη ή την αναγνώστρια στην Πάπισσα Ιωάννα αποσκοπεί, ως ένα βαθμό, και στο να δημιουργήσει ο αφηγητής οικειότητα μαζί του, ώστε η καχυποψία και η αντίδραση του πραγματικού αναγνώστη ν' ανασταλεί ή τουλάχιστον να μετριασθεί Αν και ο αφηγητής προβάλλει και υποθάλπει την εικόνα του παντογνώστη, τα αυτοειρωνικά σχόλια και οι συχνές επικλήσεις στον αναγνώστη μειώνουν την αίσθηση της απρόσωπης και αντικειμενικής αφήγησης, που κυριαρχεί σε αρκετά ιστορικά μυθιστορήματα. Ο αφηγητής στην Πάπισσα Ιωάννα εμφανίζεται ευάλωτος και μετρημένος∙ συχνά μάλιστα υπονομεύει την παντογνωσία του προδίδοντας με τις άφθονες παραπομπές τις πηγές της γνώσης του. Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν πως η Πάπισσα Ιωάννα δεν μπορεί να θεωρηθεί προστακτικό η κατηγορηματικό κείμενο, κάτι που αναμένεται από κείμενα που χρησιμοποιούν τις τεχνικές του μυθιστορήματος με θέση. Αντίθετα, πρόκειται για ερωτηματικό κείμενο, που επιδιώκει ν' αμφισβητήσει καθιερωμένες αντιλήψεις αφυπνίζοντας και προκαλώντας τον αναγνώστη. Και εδώ ακριβώς έγκειται η αξία της: ενώ γράφεται με την τεχνική του roman  à thèse  δεν είναι διδακτικό κείμενο.

Σ' αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινίσω ότι η συχνά απαντώμενη στο κείμενο προσφώνηση με τη μορφή «αναγνώστα μου» ή «αναγνώστρια» είναι απατηλή. Δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ούτε ως

άμεση αναφορά στον πραγματικό αναγνώστη ούτε ως ένδειξη για το ‘λανθάνοντα αναγνώστη’. Αυτού του είδους ο ‘αναγνώστης’ αναλαμβάνει το ρόλο του δέκτη της αφήγησης, του narrataire, όπως

τον όρισαν οι αφηγηματολόγοι ή του πλαστού αναγνώστη (mock reader), όπως είχε χαρακτηρισθεί παλαιότερα. Διαμεσολαβεί ανάμεσα στον πραγματικό αναγνώστη και τον αφηγητή δίνοντας την

ευκαιρία στον τελευταίο να κάνει τις παρεκβολές του απευθυνόμενος υποθετικά σ' αυτόν ενώ στην κυριολεξία απευθύνεται στον πραγματικό αναγνώστη. Πρόκειται για ένα αφηγηματικό τέχνασμα, που διευκολύνει την ανάπτυξη εκ μέρους του αφηγητή ιδεών και επιχειρημάτων, ξένων προς το θέμα του μυθιστορήματος, απαραίτητων όμως για τη μετάδοση του ‘μηνύματος’ του κειμένου.

Υπάρχει όμως και μία άλλη, αρκετά ευλογοφανής, εξήγηση για τη συχνότητα με την οποία απαντά η προσφώνηση ‘αγαπητέ αναγνώστα’ στα μυθιστορήματα του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα. Σύμφωνα με τον Walter Ong, αυτού του είδους οι προσφωνήσεις πιστοποιούν την κειμενικότητα του μυθιστορήματος και τη σταδιακή μετάβαση από τον προφορικό στον κειμενικό λόγο. Μαρτυρούν την προσπάθεια των συγγραφέων να προσαρμοστούν στη νέοι σχέση τους με το αναγνωστικό κοινό και τη νοσταλγία τους για την παλαιότερη προφορική διήγηση και την προσωπική επαφή του αφηγητή με το ακροατήριό του.

Τέτοιες ρητορικές αναφορές στον αναγνώστη παραπέμπουν στη σχέση της Πάπισσας Ιωάννας με την αγγλική σάτιρα του τέλους του 17ου και του Ι8ου αιώνα. Η σάτιρα αυτής της περιόδου δεν είναι συνήθως άμεση και ευθύβολη ούτε επιχειρεί να μειώσει ή να διαβάλει το αντικείμενό της κατευθείαν αλλά ακολουθεί μάλλον παρακαμπτήριες οδούς και βασίζεται περισσότερο σε αφηγηματικές ή ρητορικές επινοήσεις. Συγκεκριμένα το σατιρικό κείμενο αυτή την εποχή υποτίθεται ότι εμπεριέχει αλήθειες και απόψεις που απαιτούν ευφυή και οξυδερκή αναγνώστη για να τις αποκωδικοποιήσει και να τις καταλάβει. Αν και στην άμεση σάτιρα (formal/direct satire) η σατιρίζουσα φωνή αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, απευθυνόμενη είτε στον εαυτό της, είτε στον αναγνώστη, είτε σε κάποιο πρόσωπο (adversarous), του οποίου η κύρια λειτουργία είναι να προκαλεί και να οδηγεί τα σατιρικά σχόλια του αφηγητή, συνήθως δεν καθοδηγεί ούτε προτείνει λύσεις. Μόνο υποβάλλει έμμεσα και ειρωνικά ορισμένες απόψεις και επιχειρεί να διεγείρει τη θυμηδία του αναγνώστη κάνοντάς τον να εξάγει μόνος του κάποια συμπεράσματα. Κάτι ανάλογο επεδίωξε και ο Ροΐδης όπως διευκρινίζει στις επιστολές του:

 

«Εις δε την ‘Ιωάνναν’ κάθαρσις των παθών είναι αυτός ο γέλως του αναγνώστου, αναγκαζομένου να περιπαίζη το κακόν (...) Η σκωπτική αύτη μετριοπάθεια, η εσκεμμένη αύτη αποχή από πάσης αποδοκιμασίας, η κορυφούσα την προς το κακόν αποστροφήν εν τη συνειδήσει του αναγνώστου, εθεωρήθη υφ' όλων των κριτικών ως το αριστούργημα της ηθικής και υγιούς ειρωνείας» (LIII).

 

Η Πάπισσα Ιωάννα κάλλιστα μπορεί να παραβληθεί με τη σύζευξη, που παρατηρείται το δέκατο όγδοο αιώνα στην Ευρώπη, ανάμεσα στη σάτιρα και το ανερχόμενο μυθιστόρημα, στη σκωπτική ειρωνεία και στην αντιρομαντική διάθεση. Οι μυθιστοριογράφοι του δέκατου όγδοου αιώνα, όπως ο Defoe στη Moll Flanders, ο Richardson στην Clarissa, o Fielding στον Tom Jones και ο Sterne στον Tristram Shandy, αντιλαμβάνονται την ανάγνωση ως συνομιλία. Αν και τείνουν να χειραγωγήσουν τον αναγνώστη, ωστόσο αντιμετωπίζουν το μυθιστόρημα ως συμπαραγωγή και όχι ως ολοκληρωμένο επίτευγμα του συγγραφέα. Ο αναγνώστης συμμετέχει ενεργά στη μυθιστορηματική εξέλιξη μεταφέροντας τις δικές του εμπειρίες ή προσδοκίες στο έργο και γι' αυτό δεν είναι ασήμαντο το γεγονός ότι αρκετοί μεγάλοι σατιρικοί συγγραφείς και μυθιστοριογράφοι, όπως ο Swift, ο Ροpe, ο Sterne, ο Defoe ή  ακόμη και ο Βύρων στο Δον Ζουάν, απευθύνονται στον αναγνώστη με τον τρόπο του Ροΐδη για να καλλιεργήσουν ίσως την αίσθηση της δραματικής φόρμας. Τέτοια κείμενα δεν πιέζουν τον αναγνώστη να υιοθετήσει μία στατική οπτική γωνία αλλ' απαιτούν απ' αυτόν διαρκή ευκινησία και προθυμία να μεταβάλει τη θέση του με ευκολία και ταχύτητα. Το συνεχές λοιπόν παιχνίδι με τον αναγνώστη στην Πάπισσα Ιωάννα αποκαλύπτει τους δεσμούς της με τους αφηγηματικούς πειραματισμούς και τη σατιρική τεχνική του δέκατου όγδοου αιώνα. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ροΐδης στο Επιστολαί ενός Αγρινιώτου μνημονεύει συχνά τους μεγάλους σατιρογράφους όλων των εποχών και ιδιαίτερα του προπερασμένου αιώνα.

Η έμφαση στον αναγνώστη απαιτεί, εντούτοις, ευρύτερη συζήτηση, γιατί το κείμενο του Ροΐδη είναι ίσως το πρώτο νεοελληνικό λογοτεχνικό κείμενο στο οποίο υπολογίζεται σημαντικά ο ρόλος του. Είναι χαρακτηριστική η επιμονή του στο να κρατήσει τεταμένη την προσοχή του αναγνώστη και αυτό αποτελεί μία από τις βασικότερες φιλοδοξίες της συγγραφής του, όπως δηλώνει ο ίδιος στα προλεγόμενα του βιβλίου του: «Ο δε προς τον αναγνώστην ούτος σεβασμός, όλως πρωτοφανής και ξένος ων παρ' ημίν, δικαιούται, νομίζω, να τύχη της υπό πάντων των εξευγενισμένων ανθρώπων απονεμομένης εις τους ξένους φιλόφρονος υποδοχής» (ι '). Βέβαια αυτή η υπόληψη του Ροίδη προς τον αναγνώστη δεν φαίνεται τυχαία. Σ' ένα βιβλίο, όπου το θετικιστικό πνεύμα μάχεται τη θεοκρατική δογματικότητα, η ενεργητικότητα του αναγνώστη αναμένεται πως θα αντιστρατεύεται την παθητικότητά του. Η πρώτη ανήκει στο χώρο της έρευνας και της επιστήμης ενώ η δεύτερη ανήκει στη δικαιοδοσία της θεολογίας. Άλλωστε, αρκετές αλλαγές στην αφηγηματική τεχνική είναι συνάρτηση ευρύτερων μεταβολών στη σκέψη.

Σύμφωνα με τον R.Scholes και τον R. Κellogg, ο αυταρχικός μονισμός του παντογνωστικού τρόπου αφήγησης υποχώρησε στη σύγχρονη εποχή ως αποτέλεσμα της σταδιακής απομάκρυνσης της Δυτικής σκέψης από το δόγμα, τη βεβαιότητα και τις απολυτότητες της μεταφυσικής, της ηθικής και της επιστημολογίας. Χωρίς να εγκαταλειφθεί τελείως, σχετικοποιήθηκε χάνοντας την πρότερη αίγλη του. Μέσα σε αυτή τη βαθμιαία μετάβαση από το εξουσιαστικό κύρος του αφηγητή στο δραστικό περιορισμό της παντογνωσίας του, μπορούν να ενταχθούν και οι δειλές παραχωρήσεις προς τον αναγνώστη, όπως εκδηλώνονται στην εξέλιξη του μυθιστορήματος από το ρεαλισμό στο μοντερνισμό, η οποία αντιπροσωπεύει την εντεινόμενη παρουσία του.

Το ρεαλιστικό μυθιστόρημα επιδιώκει να κάνει τους αναγνώστες ναι ξεχάσουν πως διαβάζουν και να τους υποβάλλει την αίσθηση ότι βρίσκονται ή δρουν σ' έναν κόσμο πέρα από τις σελίδες του βιβλίου. Δεν ‘αναγιγνώσκουν’ αλλά συμμετέχουν. Αντίθετα το αυτο-αναφορικό μυθιστόρημα υπενθυμίζει στον αναγνώστη πως δεν είναι ιστορία, όνειρο ή κινηματογραφική ταινία αλλά διαδοχή λέξεων και μ' αυτό τον τρόπο η προσοχή του κατευθύνεται προς το κείμενο ως κείμενο. Αυτού του είδους το μυθιστόρημα δεν καλλιεργεί στον αναγνώστη την ψευδαίσθηση ενός αναγνωρίσιμου κόσμου στον οποίο συνεχώς παραπέμπεται αλλά με τις συνήθεις εναλλαγές ή μίξεις στο χρόνο, τον αναγκάζει να επανέρχεται στις προηγούμενες σελίδες και να παραδέχεται ότι στα χέρια του κρατά ένα γραπτό κείμενο αντί για ένα ζωντανό κόσμο. Δεν απολαμβάνει τη δράση αλλά συνειδητοποιεί τη γραφή. Έχοντας υπόψη αυτές τις διακρίσεις είναι ίσως ευκολότερο να. επισημάνουμε τις καινοτομίες, που εισάγει το κείμενο του Ροΐδη, με το να προοιωνίζεται το μεταμοντερνιστικό τρόπο γραφής και τον ενεργό ρόλο του αναγνώστη. Οι εναλλαγές παρόντος-παρελθόντος ωθούν τελικά τον αναγνώστη στο να αναλογίζεται την απόστασή του από το θέμα του κειμένου, μιας και ο αφηγητής αρνείται να τον συγκινήσει εμπλέκοντας τον συναισθηματικά στην ιστορία της Ιωάννας, που μολονότι διαθέτει τα στοιχεία του ρομάντσου (romance), ο Ροΐδης δεν τα εκμεταλλεύεται μακρηγορώντας ή ακολουθώντας τα στερεότυπα του είδους. Η αφήγησή του είναι καίρια  και περιεκτική και ο ρυθμός της τόσο γοργός, ώστε η δράση δεν ανακόπτεται από περιττές σκηνές ή περιγραφές. Ο αναγνώστης μ' αυτόν τον τρόπο δεν επαναπαύεται απολαμβάνοντας ανυποψίαστος  ατέλειωτες περιγραφές δραματικών σκηνών αλλά βρίσκεται σε διαρκή πνευματική ετοιμότητα και ειρωνική - με την τροπολογική σημασία του όρου - απόσταση.

Καταλήγοντας, νομίζω πως η Πάπισσα Ιωάννα ανατρέπει την αντίληψη για την πρωτοτυπία και τη βιωματικότητα της λογοτεχνίας συγχέοντας κυριολεκτικά τα όριά της και υπογραμμίζοντας τη διακειμενικότητά της. Καταργεί την παντοκρατορία του συγγραφέα και την παθητιλότητα του αναγνώστη αναδεικνύοντας τη διαδικασία της συγγραφής και της ανάγνωσης. Η Ροϊδική αφήγηση προτείνει το ρόλο του συγγραφέα ως αναγνώστη∙ προσκαλεί διαρκώς τον πραγματικό αναγνώστη ερεθίζοντας και εκπλήσσοντάς τον ενσωματώνει τον ιδεατό αναγνώστη και αναθέτει το ρόλο του δέκτη της αφήγησης σ' ένα κειμενικό κατασκεύασμα που αποκαλείται ‘αναγνώστης’ ή ‘αναγνώστρια’. Στην Πάπισσα Ιωάννα ο αναγνώστης εκτοπίζει το συγγραφέα θέτοντας, έστω και σιωπηρά, το ζήτημα της αποδοχής και της ‘κατανάλωσης’ του λογοτεχνικού κειμένου. Με την ενοχοποίηση του συγγραφέα και την αποδέσμευση του αναγνώστη, υποδεικνύεται έμμεσα η θεσμικότητα της λογοτεχνίας και τα ερείσματα της. Επομένως η συμβολή του Ροΐδη στη νεοελληνική πεζογραφία δεν περιορίζεται απλώς στη διασκεδαστική αφήγηση ή στην προκλητική του ιδιοφυία αλλά επεκτείνεται και σε ευρύτερα ζητήματα, όσον αφορά τη λογοτεχνία, με το να αμφιβάλλει για την πρωτοτυπία της λογοτεχνικής γραφής και με το να κινεί υποψίες για τη λογοτεχνικότητα και την ανεύρεσή της μέσα στα κείμενα. Ωστόσο, το ‘νεανικόν αμάρτημα’ του Ροΐδη παρέμεινε χωρίς απογόνους στη νεοελληνική πεζογραφία πιθανώς εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, ίσως ένδειξη για προβλήματα και ανησυχίες που δεν την απασχόλησαν.