Tonnet Henri, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος
 
μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Αθήνα 1999, Πατάκης. Σσ. 130-137
 
 
 

Η Πάπισσα Ιωάννα (1866) και παρωδία του ρομαντικού ιστορικού μυθιστορήματος

 

Η Πάπισσα Ιωάννα είναι το αριστούργημα του Εμμανουήλ Ροΐδη (1836-1904), ένα έργο που η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας, ιδιαίτερα χάρη στις μεταφράσεις των Alfred Jarry και Lawrence Durrel. Ο Ροΐδης δεν έγραψε ποτέ άλλο μυθιστόρημα και η συμβολή του στον τομέα της μυθοπλασίας είναι περιορισμένη. Ωστόσο διαβάζουμε ευχάριστα τα πνευματώδη διηγήματά του, ιδιαίτερα την Ψυχολογία Συριανού συζύγου.

Ήταν άνθρωπος με ευρωπαϊκή κουλτούρα, λογοτεχνικός κριτικός πολύ ενημερωμένος και οξυδερκής, υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας, παρ' όλο που ο ίδιος έγραφε σε λόγια γλώσσα. Η σχετική αδιαφορία του απέναντι στο έργο του οφείλεται στην ερασιτεχνική του ενασχόληση με τη λογοτεχνία. Κατά την πρώτη περίοδο της ζωής του, καθώς ήταν πλούσιος, έζησε μια λαμπρή ζωή χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δουλεύει. Όταν καταστράφηκε οικονομικά κι έχασε την ακοή του, προσλήφθηκε βιβλιοθηκάριος στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας, κι έτσι βρισκόταν καθημερινά ανάμεσα στα αγαπημένα του βιβλία.

Η Πάπισσα έχει ψευτοϊστορική βάση. Ορισμένες όχι και τόσο έγκυρες πηγές ισχυρίζονται ότι τον 9ο αιώνα μια γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άντρα παρά λίγο να γινόταν πάπας. Η απάτη αποκαλύφθηκε όταν η «Πάπισσα» γέννησε μπροστά στους καρδινάλιους. Ο Ροΐδης συγκέντρωσε τις ιστορικές αναφορές για να δώσει λόγια όψη στη φανταστική του διήγηση.

Είναι ολοφάνερο ότι δεν επιδίωκε να επιδείξει τις γνώσεις του, ακόμα κι όταν δηλώνει επίσημα, αστειευόμενος: «εκάστη εν τη «Παπίσση Ιωάννα» φράσις, πάσα σχεδόν λέξις, στηρίζεται επί τη μαρτυρία, συγχρόνου συγγραφέως". Ακόμα λιγότερο ήθελε να διαφωτίσει ένα ιστορικό αίνιγμα ή να διηγηθεί μόνο μια αστεία ιστορία. Ο σκοπός του θυμίζει Βολταίρο. Κοροϊδεύει προκαταλήψεις, ωμότητες και παραλογισμούς μιας πολύ «χριστιανικής» εποχής, που άρεσε ιδιαίτερα στους ρομαντικούς. Η ιστορία διαδραματίζεται κυρίως στη Δύση (πριν το σχίσμα του 1854), αλλά η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας θεώρησε ότι θίχτηκε από το έργο και αφόρισε το Ροΐδη.

Το έργο είναι επίσης ενδιαφέρον από την άποψη της ιστορίας του ελληνικού μυθιστορήματος. Πρόκειται, στην ουσία, για ένα αντι-ιστορικό και αντι-ρομαντικό μυθιστόρημα.

Είναι αντι-ιστορικό όχι από έλλειψη τεκμηρίωσης -απ' αυτή την άποψη θα μπορούσαμε να παραπονεθούμε μάλλον για υπεραφθονία, αλλά γιατί ο Ροϊδης χρησιμοποιεί την ιστορία αντίθετα απ' ό,τι οι ιστορικοί μυθιστοριογράφοι. Δεν επιδιώκει καθόλου να αποδώσει πειστικά μια «ατμόσφαιρα εποχής» προκειμένου να παρασύρει σ' αυτήν τους αναγνώστες του 19ου αιώνα∙ αντίθετα, προσπαθεί συνεχώς, με αναφορές στην επικαιρότητα, να καταστρέψει τη γοητεία και να τους επαναφέρει στην εποχή τους.

«Ο ανώνυμος λοιπόν πατήρ της ηρωίδος μου ήτο Άγγλος μοναχός∙ εκ τίνος δε επαρχίας δεν ηδυνήθην να μάθω, μη ούσης ακόμη διηρημένης της Βρεττανίας εις κομιτάτα προς ευκολίαν των εισπρακτόρων. […] Ούτω εξέπεσεν η Γιούθα από της κλίνης του δεσπότου εις τας αγκάλας του καλογήρου ως και σήμερον εν Αγγλία οι υψηλοί πίλοι από των κροτάφων διπλωμάτου εις την κεφαλήν επαίτου∙ […]».

Ο Ροΐδης αναλαμβάνει επίσης να απομυθοποιήσει το Μεσαίωνα. Δεν είναι η ηρωική εποχή των άθλων και των ωραίων αισθημάτων -ο κόσμος του Λίβιστρος και Ροδάμνη ή του Αυθέντη του Μωρέως-, είναι μια περίοδος βαρβαρότητας και υποκρισίας∙ σκοτώνουν, βιάζουν και βαπτίζουν με τη βία. Αυτός ο πρώιμος Μεσαίωνας είχε το μεγαλείο του, αλλά ο Ροΐδης δεν αποδίδει τίποτα απ' αυτό. Πρόκειται εδώ για έναν ψεύτικο διάκοσμο. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν είναι σοβαρό. Παντού διαφαίνεται ο σκεπτικισμός του βολταιρικού δανδή. Η Πάπισσα μας θυμίζει τον Αγαθούλη και τον Πολυπαθή του Παλαιολόγου.

Το βιβλίο αποτελεί μια τέλεια αμφισβήτηση του ρομαντικού μυθιστορήματος. Αυτό φαίνεται κυρίως στο χαρακτήρα του βασικού ήρωα. Τα περισσότερα ρομαντικά μυθιστορήματα έχουν έναν κεντρικό ήρωα, ο οποίος ενσαρκώνει τις πεποιθήσεις του συγγραφέα∙ ο ήρωας δίνει το όνομά του στο μυθιστόρημα: Τα παθήματα του νεαρού Βέρθερου, Οι τελευταίες επιστολές του Ιάκωβου Όρτις, Ρενέ, Λέανδρος. Υπογραμμίζεται πάντα η ειλικρίνειά του και η ηθική του ακεραιότητα. Αν κατ' εξαίρεση ο ήρωας είναι ηρωίδα, τότε συνδυάζει την τέλεια αρετή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Κοραλίας στο Λέανδρο και της Ευλαλίας στην Ορφανή της Χίου, με μια πλήρη υποταγή στις «υποχρεώσεις» της, γεγονός που την κάνει εντελώς υποταγμένο θύμα.

Εδώ ο ήρωας είναι γυναίκα, που ούτε υποταγμένη ούτε ηθική είναι και δε δέχεται να είναι θύμα. Είναι ένα είδος θηλυκού «Δον Ζουάν», που οικοδομεί συνειδητά την καριέρα της πάνω στις ερωτικές της επιτυχίες κι εγκαταλείπει χωρίς ίχνος οίκτου εκείνους που έχει σαγηνεύσει (όπως ο μοναχός Φρουμέντιος). Ακόμα και η φυσική της όψη αμφισβητεί την εικόνα της ρομαντικής ηρωίδας: δεν είναι ούτε χλωμή ούτε φθισική, αλλά γεμάτη υγεία.

Ο έρωτας, που ο ρομαντισμός τον θεωρεί απόλυτο, εδώ έχει χάσει την ποιητική του υπόσταση και έχει υποβιβαστεί στην πιο απλή του έκφραση:

«Εις απεχούσας χώρας τοποθετούσιν οι ποιηταί και εις μυθώδεις εποχάς υποθέτουσιν οι μυθολόγοι παράδοξά τινα και τερατώδη του φυτικού ή ζωικού βασιλείου προϊόντα, […] αλλά και το «ηθικόν βασίλειον», αν συγχωρής, αναγνώστα, την έκφρασιν ταύτην, έχει την μυθολογίαν του, ηρωικάς αφοσιώσεις, ευσεβείς εκστάσεις, υπερανθρώπους θυσίας, αρρήκτους φιλίας και άλλα τοιαύτα τραγικά ή μυθιστορικά εφόδια.

Μεταξύ των χιμαιρικών τούτων προϊόντων των παρελθόντων χρόνων πρέπει, νομίζω, να κατατάξωμεν και τον έρωτα, όπως εννόουν αυτόν οι ιππόται του μεσαιώνος και του Πλάτωνος οι παρεξηγηταί, ενώ κατά την υγιά φιλοσοφίαν δεν είναι άλλο τι ειμή μόνον «πρόσψαυσις δύο επιδερμίδων»».

Οι περιπέτειες της Ιωάννας στην Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα, που δείχνουν το παράλογο του κόσμου και την ικανότητα προσαρμογής της ηρωίδας, δεν εγγράφονται καθόλου στη ρομαντική αντίληψη, αλλά μάλλον στο πικαρικό είδος∙ θυμίζουν κάπως το Moll Flanders (1772) του Daniel Defoe.

Έχει υποστηριχτεί, κάπως βιαστικά, ότι η Πάπισσα ήταν το πρώτο «σύγχρονο» μυθιστόρημα της Ελλάδας, εξαιτίας του αντιμυθιστορηματικού χαρακτήρα του, της «διακειμενικότητας» που υπάρχει σ' αυτό και του φεμινισμού που θεωρούν ορισμένοι ότι έχουν εντοπίσει.

Ο φεμινισμός όμως του Ροΐδη είναι αμφίβολος. Είναι αλήθεια ότι, χάρη στη μεταμφίεσή της, η ηρωίδα του καταφέρνει να βγει από το γυναικείο ρόλο της. Δε βρίσκουμε όμως πουθενά στο μυθιστόρημα την παραμικρή αμφισβήτηση της θέσης της γυναίκας στο Μεσαίωνα η στο19ο αιώνα. Η Ιωάννα είναι αριβίστρια, όχι μεταρρυθμίστρια ούτε επαναστάτρια.

Είναι βέβαιο ότι η «αίσθηση του πραγματικού», που αποτελεί συστατικό στοιχείο του μυθιστορηματικού είδους, καταστρέφεται από τις πολλές επεμβάσεις του συγγραφέα, όχι όμως περισσότερο απ' ό,τι στο Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντι, κυρίου από σόι του Sterne ή στο Ζακ ο μοιρολάτρης και ο αφέντης του του Diderot. Είναι αλήθεια επίσης ότι το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από σαφείς ή υπονοούμενες αναφορές σε διάφορα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που επιτρέπουν μια γόνιμη «ανάγνωση» του έργου.

Στην πραγματικότητα, ο Ροΐδης παρωδεί το ρομαντικό μυθιστόρημα με το χιούμορ και την ειρωνεία ενός συγγραφέα του 18ου αιώνα, σαν να ειρωνευόταν ο Βολταίρος το Σατωβριάνδο. Έτσι, στην ακόλουθη σκηνή ο Ροΐδης αναπαράγει με παράδοξο τρόπο, αντιστρέφοντας δηλαδή τους ρόλους, την κηδεία της Αταλά. Εδώ όμως η χριστιανή Ινδιάνα μεταμορφώνεται σε επικίνδυνο θηλυκό «Δον Ζουάν».

«Μετά τοσαύτας περιπλανήσεις απεδήμησε τέλος πάντων ο πολυπαθής γέρων εις τας αγνώστους εκείνας όχθας, άφ ων δεν υπάρχει επιστροφή. […] Η Ιωάννα, αφού έκλεισε τον οφθαλμόν του πατρός της έθαψεν αυτόν βοηθουμένη υπό του ασκητού παρά το χείλος του ποταμού, υπό ιτέαν, εις ης το στέλεχος ενεχάραξεν επιγραφήν ενθυμίζουσαν τας αρετάς του μακαρίτου. […] Αφού λοιπόν απέκλαυσε η Ιωάννα, έκυψεν επί του ύδατος ίνα δροσίση τους καίοντας οφθαλμούς. Πρώτην τότε φοράν ενέβλεψε μετά προσοχής εις την εν τω ύδατι εικόνα αυτής, του μόνου εις τον κόσμον πλάσματος όπερ τη απέμενεν ν' αγαπά. […] Η οπτασία εκείνη επράϋνεν οπωσούν της ηρωίδος μου τον πόνον, ήτις απλωθείσα επί της χλόης και στηρίξασα επί της χειρός την κεφαλήν, ήρξατο να σκέπτηται πως ήθελε μεταχειρισθή το κάλλος και την σοφίαν της∙ αν ήθελεν ενδυθή ράσον ή αναζητήσει άλλον αντί του πατρός προστάτην».

Τίποτα απ' όλα αυτά όμως δεν πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά. Η Πάπισσα δεν είναι κάποιο φιλόδοξο βιωματικό μυθιστόρημα, αλλά ένα μακροσκελές -ενίοτε υπερβολικά- λόγιο αστείο με τολμηρά υπονοούμενα. Μερικές φορές μάλιστα η φυσική κλίση του συγγραφέα για τη ζωηρή γελοιογραφία, που φτάνει ως το παράλογο, μας θυμίζει τα κόμικς:

 

«το έλαιον της λυχνίας και ο οίνος της λαγήνου εξηντλούντο και μόνη η έξαψις των ρασοφόρων

προέβαινεν αυξάνουσα ανά παν ποτήριον. Οι οφθαλμοί αυτών εσπινθηροβόλουν ως οι του Χάρωνος, εκ δε του στόματος εξήρχοντο άναρθροι μόνον ήχοι, βλασφημίαι και επικλήσεις εις την Παρθένον, τροπάρια και άσματα βακχικά. […] Διό λαβόντες, κατά την καλογηρικήν συνήθειαν, το άκρον του ράσου μεταξύ των οδόντων ώρμησαν κατά της πολυπαθούς ημών ηρωίδος. […] Η Ιωάννα διωκομένη υπό των τριών μοναχών έτρεχε περί τον θάλαμον, υπερπηδώσα τραπέζας και καθίσματα, και οτέ μεν πινάκιον, οτέ δε ρητόν της Γραφής εκσφενδονίζουσα κατ' αυτών. Αλλ' η ιερά αυτής ευγλωττία και τα σκεύη της τραπέζης συνετρίβονιο ματαίως κατά των μεθύσων εκείνων, ως τα κύματα κατά των βράχων. […] Ενθυμηθείσα τότε η Ιωάννα ότι δια σιαγόνος όνου    επάταξεν ο Σαμψών χιλίους Φιλισταίους, εδεήθη του Υψίστου, ίνα κραταιώση την δεξιάν της, ειτα δε δραξαμένη κακείνη μιας κνήμης του Αγ. Μαρκελλίνου ήρξατο δι' αυτής να κτυπά τους ασελγείς αυτής διώκτας»

 

Θα γραφτούν και άλλα ιστορικά μυθιστορήματα μετά την Πάπισσα -Οι έμποροι των εθνών (1882) και Η γυφτοπούλα (1884), του Παπαδιαμάντη είναι τα πιο γνωστά-, αλλά θα είναι πλέον λαϊκά μυθιστορήματα χωρίς λογοτεχνικές απαιτήσεις. Η «σοβαρή» λογοτεχνία επρόκειτο από δω και στο εξής να οδηγηθεί σε άλλες κατευθύνσεις.