Μουλλάς Παναγιώτης, «Η αθηναϊκή πανεπιστημιακή κριτική και ο Ροΐδης», Η κριτική στη νεότερη Ελλάδα
 
Αθήνα 1981, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής παιδείας, Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη, σσ. 71 - 76
 
 
 

Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΡΟΪΔΗ

 

Η ετοιμασία

 

Για κάθε συγγραφέα, πριν απ' την καίρια στιγμή της παρουσίας του, υπάρχει μια περίοδος ετοιμασίας. Και δεν πρόκειται εδώ για την άγνωστη προϊστορία του, για τη φάση εκείνη όπου σχεδιάζεται της τέχνης του η περιοχή μυστικά, μακριά απ το κοινό, με περισυλλογή και μελέτη. Πρόκειται για δημόσια φανερώματα που πιστοποιούν ένα προκαταρκτικό στάδιο ανιχνεύσεων πριν απ' την αποφασιστική καμπή. Έτσι για το Ροΐδη, αν η ώρα του έρχεται στα 1877, προετοιμάζεται, θα 'λεγες, με διαδοχικές προσεγγίσεις. Αρκεί να προσέξουμε τα (ελάχιστα, έστω) προηγούμενα κριτικά του δημοσιεύματα. Αφήνω για την ώρα το ύφος και το χιούμορ του, διαχρονικά στοιχεία της γραφής του που, εξάλλου, χαρακτηρίζουν το σύνολο του έργου του. Εδώ μας ενδιαφέρουν ειδικότερα τα θεματικά η/και μεθοδολογικά τεκμήρια που προοιωνίζουν την αναμέτρηση του 1877. Ας πούμε: η αλλεργία του «νέου κριτικού» για τους διαγωνισμούς ή ο ακλόνητος επιστημονισμός του. Η πρώτη εκδηλώνεται απ' τις αρχές του 1875 στον Ασμοδαίο με σαρκασμούς. Πρόσωπα και φαινόμενα διακωμωδούνται ο ίδιος ο ποιητικός θεσμός κατατάσσεται ανάμεσα σε ό,τι «δεν έχει πλέον πέρασιν εν Αθήναις». Ο επιστημονισμός του Ροΐδη εκφράζεται πειστικά, την ίδια χρονιά, στο άρθρο του «Ο αστήρ των μεγάλων ανδρών»: η χρεωκοπία του νεοεγελιανισμού αποτελεί γεγονός, «ο εξοστρακισμός της μεταφυσικής από του κύκλου της επιστήμης» είναι αναγκαίος, ο θετικισμός προχωρεί μπροστά απομυθοποιώντας, ανάμεσα σε άλλα, και το ρόλο του ατόμου μες στην ιστορία: «Τοιαύτη είναι η περί μεγάλων ανδρών νεωτάτη θεωρία, καθ’ ην ούτοι παρίστανται κατά τι όμοιοι προς κολοιούς, ως κοσμηθέντες δια [των] πτερών ανηκόντων εις ολόκληρον γενεάν ανθρώπων. Κατά τους οπαδούς της σχολής ταύτης, εν οις πρωταγωνιστούσι σήμερον ο Taine και ο Ρενάν, ου μόνον υπερφυσικόν τι φαινόμενον ουδαμού απαντάται εν τη ιστορία, αλλ’ ουδέ καν μέγα τι βήμα προς τα εμπρός κατωρθώθη ποτέ υφ’ ενός μόνου ανθρώπου». Όταν επίσης, αρχές του 1877, ο Ροΐδης παρουσιάζει τον Edgar Allan Poe στο ελληνικό κοινό, υπογραμμίζει χαρακτηριστικά τον αρμονικό συνδυασμό λογοτεχνίας και επιστήμης: «Η ακριβής του ποιητού κατοχή πάσης μαθηματικής και φυσικής γνώσεως παρείχεν αυτώ την ευκολίαν να ενδύη τα κυήματα της φαντασίας του δι’ επιστη­μονικού ενδύματος...». Έτσι προετοιμασμένος με θεωρία και μελέτη, ο «νέος κριτικός» ανεβαίνει στο βήμα του «Παρνασσού» (19 Μαρτίου 1877). Το περίεργο είναι πως, οπαδός της επιστήμης και του ορθολογισμού, ενερ­γεί στο κοινό του λιγότερο με την ήρεμη αποδεικτική επιχειρηματολογία του και περισσότερο με το δραστικό προκλητικό του λόγο.

 

Η διαμάχη με τον Άγγελο Βλάχο

 

Φυσικά, δεν πρόκειται ν’ αναπτύξουμε εδώ το τεράστιο αυτό και πολύπλοκο θέμα. Θα περιοριστούμε μόνο σε μερικές παρατηρήσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά την κριτική τοποθέτηση του Ροΐδη. Κι αρχίζουμε με την εισηγητική του έκθεση στον ποιητικό διαγωνισμό του «Παρνασσού». Διπλός ο στόχος της. Πρώτα πρώτα, να κατακεραυνωθεί η σύγχρονη ελληνική ποίηση, κυρίως η ποίηση των διαγωνισμών: αυτή αποδεικνύει την έλλειψη «περιρρεούσης ποιητικής ατμοσφαίρας», προσφέροντας μόνο «ή ψυχράς κλασικών μιμήσεις ή παιδαριώδεις βυρωνισμού παρωδίας». Ύστερα, ν’ αμφισβητηθεί στο σύνολό της η πανεπιστημιακή κριτική: αυτή θεώρησε ως έργο της επί δεκαετίες ν' ασχολείται με «τα περί την σύνταξιν και την γραφήν ακόμη των λέξεων παραπτώματα του ποιητού», ενώ «αν οι παρ’ ημίν διαγωνισμοί είναι όντως ποιητικοί, αι περί αυτών εκθέσεις πρέπει, ως πανταχού της οικουμένης, να περιστρέφωνται εις αισθητικός θεωρίας». Απολογισμός, με δυο λόγια, ολόκληρου του ποιητικού θεσμού, η εισηγητική έκθεση του Ροΐδη οφείλει την αποτελεσματικότητά της σε μια τριπλή και σοφή επιλογή: του κατάλληλου χρόνου, του κατάλληλου χώρου και του κατάλληλου τόνου. Ο χρόνος μας φέρνει στην καίρια στιγμή της επέμβασης, λίγους μήνες πριν απ' τον τελευταίο Βουτσιναίο: η επίθεση επισημαίνει κι επιταχύνει την κρίση του ποιητικού θεσμού. Ο χώρος μας οδηγεί έξω απ' την πανεπιστημιακή Αίθουσα Τελετών: ο Σύλλογος «Παρνασσός» δημιουργεί ένα παράλληλο κέντρο κριτικής εξουσίας. Τέλος ο τόνος του Ροΐδη ενεργεί σαν πυροδοτικός μηχανισμός: η αντίδραση του Βλάχου (και όχι μόνο του Βλάχου) αποβαίνει αναγκαία πράξη τιμής μπροστά σε μια προσβολή.

 

Αρνητής της σύγχρονης ποίησης γενικά; Ο Ροΐδης μετριάζει ασφαλώς την αρχική του οξύτητα. Αν κάτι εξακολουθεί ν’ αρνείται πάντοτε, είναι «τα υποβαλλόμενα εις τους διαγωνισμούς ξενοφωνήματα». Κατά τα άλλα, υπάρχουν αρκετές ποιητικές αξίες που ανταποκρίνονται στο ιδανικό του: δημοτικό τραγούδι, Σολωμός, Χριστόπουλος, Βηλαράς, Βαλαω­ρίτης, Παράσχος. (Ανάλογα και ο Κωνσταντίνος Ασώπιος είχε επιβάλει με τα Σούτσεια την ιεραρχία του: Ερωτόκριτος, δημοτικό τραγούδι, Βηλα­ράς, Σολωμός, Τερτσέτης). Αν προσέξουμε, όλες αυτές οι αξίες βασίζονται στη λαϊκή γλώσσα και στην επτανησιακή προσφορά. Ο Βαλαωρίτης είναι σχεδόν τραγική μορφή αφού «μη υπάρχοντος σήμερον παρ’ ημίν ζώντος ιδανικού, ηναγκάσθη να εκθάψη το κλέπτικον, να ταρίχευση το λείψανον δια ρομαντικών αρωμάτων και να στολίση αυτό δια ποικίλων πετραδιών». Δυο χρόνια αργότερα, νεκρολογώντας τον ποιητή, ο Ροΐδης εκθέτει αναλυτικότερα τις ιδέες του για την έλλειψη ιδανικού, για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση και για το Βαλαωρίτη. Ένα είναι βέβαιο, πως ο ρομαντισμός και ο κλασικισμός αποτελούν στα μάτια του δυο όψεις του ίδιου (παρα­χαραγμένου και άχρηστου πια) νομίσματος. Όταν στα 1890, επαινώντας τις Ποιήσεις του Δημ. Κόκκου, ανατρέχει στους ποιητές των διαγωνισμών, τονίζει άλλη μια φορά πως «το δήθεν κλασικόν ή ρομαντικόν άσμα αντηχεί εξ ίσου άσχετον προς αυτούς», ενώ, τελικά, τα γνωστότερα αθηναϊκά ποιήματα του παρελθόντος του φαίνονται ότι «ουδέν άλλο απ' αρχής έως τέλους είναι ή τρισύνθετον μείγμα δημοτικού άσματος, αρχαιολατρείας και φραγκισμού».

 

Κι ερχόμαστε στο κρισιμότερο ερώτημα: πού βρίσκεται μεθοδολογικά ο «νέος κριτικός»; Και σε τι ξεχωρίζει απ' τον αντίπαλό του; Σε προηγούμενες σελίδες είδαμε κιόλας μερικές σημαντικές οφειλές του. Ο τα'νισμός του και «ο νόμος του ποιητικού κατοπτρισμού» δεν είναι ασφαλώς πρωτάκουστα πράγματα στην Αθήνα του 1877. Τα βασικά θέματα της διένεξής του με το Βλάχο έχουν κιόλας τεθεί από πανεπιστημιακούς κριτές σαν τον Ορφανίδη, το Μιστριώτη κ.ά. Σε τι λοιπόν συνίσταται, αν υπάρχει, η πρωτοτυπία του; Πριν απ' όλα, ας σταθούμε στις εξομολογήσεις του. Ο μόνος Έλληνας λόγιος τον οποίο ονομάζει δάσκαλό του είναι «ο Φιλοποίμην της παρ' ημίν κριτικής αείμνηστος Ασώπιος». Αυτός τον έχει οδηγήσει στα πρώτα του βήματα διορθώνοντας τα νεανικά του γραφτά «και παντοίας επιδαψιλεύων πολύτιμους συμβουλάς». Τα Σούτσεια του Ασώπιου είναι «το κύκνειον άσμα της παρ' ημίν κριτικής», πράγμα που σημαίνει ότι απ' το 1853 ως το 1877, δηλ. σε όλη τη διάρκεια των διαγωνισμών και της πανεπιστημιακής κυριαρχίας, καμιά κριτική προσπάθεια στην Ελλάδα δεν αξίζει τον κόπο ν' αναφερθεί. Ότι τα Σούτσεια έχουν επηρεάσει βαθιά το Ροΐδη, είναι, θαρρώ, αναμφισβήτητο. Μια συστηματικότερη έρευνα θα έδειχνε ασφαλώς την επίδρασή τους όχι μόνο σε ιδέες, σε θέματα ή σε μεθοδολογικές αρχές, αλλά ακόμη και σε εκφραστικούς τρόπους: πρόχειρο παράδειγμα η συχνή παρομοίωση του κολιού με τα ξένα φτερά. Ωστόσο και τα Σούτσεια δεν αποτελούν τυπικό δείγμα πανεπιστημιακής κριτικής; Τα διαρκή παραθέματα, η καταφυγή στις αυθεντίες, η επίδειξη πολυμάθειας, ο εριστικός προσωπικός τόνος και τα επιχειρήματα που αντλούνται απ' τα λάθη του αντιπάλου είναι κι εδώ τα κυριότερα, αν όχι τα μόνα, κριτικά όπλα. Αυτά τα όπλα χρησιμοποιεί, μαζί με τον Ασώπιο, και η πανεπιστημιακή κριτική στο σύνολό ης. Τα ίδια μεταχειρίζονται και οι αντίπαλοι του 1877. Να η εξήγηση του Ροΐδη: «Ο σήμερον Έλλην έχει τοσαύτην προς τας γνώσεις και την κρίσιν του δυσπιστίαν, ώστε περί παντός πράγματος έστω και υποπίπτοντος εις την κοινήν πείραν, προτιμά της λογικής συζητήσεως την θεολογικήν, ζητών ονόματα και αυ­θεντίας αντί πραγμάτων (...)· Εις τον συρμόν τούτον υποτασσόμενοι και ημείς πρέπει να εξετάσωμεν ουχί αν η ανωτέρω θεωρία είναι ορθή ή εσφαλμενη, αλλά μόνον αν έχη ή δεν έχη υπέρ αυτής την ψήφον των κριτικών». Θυμίζω πως ο Ψυχάρης προχωρεί ως τον Παλαμά: «Του Παλαμά η μέθοδο πηγάζει απ' την εποχή όπου ο Ρωμιός για να πείσει το Ρωμιό είχε ανάγκη να βασιστεί απάνω στη γνώμη κανενός ξακουστού Ευρωπαίου».

 

Προέκταση λοιπόν της πανεπιστημιακής, και ειδικότερα του Ασώπιου, η μέθοδος του «νέου κριτικού»; Σε τεράστιο βαθμό. Αλλά και τα στοιχεία της πρωτοτυπίας της είναι ευδιάκριτα. Προσανατολισμένη «εις αισθητικάς θεωρίας», η μέθοδος αυτή ξεκόβει, θά 'λεγες, ή προσπαθεί να ξεκόψει απ' «της γραμματικής τα ακανθώδη και ολισθηρά χωρία». Έτσι η σχολαστική τριβή με το κείμενο υποχωρεί· ο δασκαλισμός υποτάσσεται στη θεωρία. Εξάλλου ο κώδικας του κλασικισμού (αυτός που κατευθύνει ολόκληρη την πανεπιστημιακή κριτική, επίσης και τα Σούτσεια) δεν είναι πια εδώ απαραβίαστος, κάθε άλλο. Ο διαφωτισμός υποσκελίζεται απ' τις θετικιστικές αξιώσεις. Κυρίως: υπάρχει ένα νέο ταμπεραμέντο κριτικού. Ένα νέο ύφος. Ως τώρα κριτική αποτελούσε η σάτιρα. Τώρα σάτιρα αποτελεί η κριτική.

 

Απομένει η πορεία του Ροΐδη· ας πούμε η εξέλιξή του. Από μιαν άποψη, η διένεξή του με τον Άγγελο Βλάχο είναι καθοριστική: αυτή συγκεκριμενοποιεί το κριτικό του στίγμα. Από εδώ και πέρα υπάρχει ένας διαμορφωμένος κόσμος ιδεών που αναπαράγεται, πλουτίζεται ή προεκτείνεται, χωρίς όμως να λησμονεί το παρελθόν του. Στα 1889: «Πολλάς προκαλέσαντες αντιρρήσεις και μομφάς επί παραδοξολογία, επειράθημεν προ δεκαετίας ήδη ν' αποδείξωμεν ότι κατά τα διδάγματα της τε επιστήμης και της πείρας έξοχοι ποιηταί και καλλιτέχναι απεδείχθησαν μόνοι οι κατορθώσαντες να εκφράσωσιν ολοκλήρου λαού τα αισθήματα και τας ιδέας». Ή στα 1890, όταν υπενθυμίζεται πάλι «ότι μόνον μέχρι τινός και ουχί μεγάλου βαθμού δύνανται να διαφέρωσι τα πραγματικά αυτού του ποιητού αισθήματα από τα περί αυτόν επικρατούντα». Επαναλήψεις βρίσκουμε και στο πεδίο της κριτικής συμπεριφοράς. Παράδειγμα η περιοδική τακτική της πρόκλησης. Στα 1899 η αποστροφή του Ροΐδη για την ηθογραφία μεταβάλλεται σε θαυμασμό για τις Σκηνές της ερήμου του Μεταξά Βοσπορίτη. Στα 1900 η απογοήτευσή του εκφράζεται με τον προκλητικό τίτλο «Διατί δεν έχει η σημερινή Ελλάς φιλολογίαν». Μπορούμε τώρα να ρίξουμε μια τελευταία ματιά, από μακριά, στη σύνολη κριτική του παρουσία.

 

Πανοραμική θέα

 

Ο Ροΐδης κορυφώνει μιαν ορισμένη παράδοση και ταυτόχρονα οδηγεί στο ξεπέρασμά της. Είναι το μεταβατικό σημείο ανάμεσα στην πανεπιστημιακή θέση των διαγωνισμών και στη μεταπανεπιστημιακή άρση της γενιάς του ‘80. Έλληνας του εξωτερικού, Ευρωπαίος και κοσμοπολίτης με προβληματική προσαρμογή. Αλλά με προγόνους και απογόνους.

 

Οι πνευματικές του ρίζες οδηγούν στο κλίμα της διασποράς, κυρίως εκεί όπου η κοραϊκή παράδοση διασταυρώνεται με τη σολωμική (Σούτσεια) παράγοντας τους «περί τον Ασώπιον» πανεπιστημιακούς που είναι ταυτόχρονα συνοδοιπόροι και αντίπαλοί του. Συντήρηση και αλλαγή: ο διαφωτισμός συνδέεται με το θετικισμό. Έτσι ετοιμάζεται ο δρόμος του Παλαμά. Το κομπολόι έχει και παράταιρες χάντρες.

 

Πώς δημιουργείται ένας κριτικός σαν το Ροΐδη; Φαντάζομαι όπως και κάθε άλλος λόγιος: συνδέοντας τα προσωπικά βιώματα με τις συλλογικές εμπειρίες και σμίγοντας τη χαρακτηρολογία με την ιστορία, δηλ. την τύχη με την ανάγκη. Προσωπικά βιώματα: τα παιδικά χρόνια της Σύρας, η αστική ζωή του εξωτερικού, η πτώχευση, η βαρηκοΐα, Χαρακτηρολογία: η σάτιρα, το ύφος. Συλλογικές εμπειρίες: το 1848 και άλλα, κυρίως η πρόκληση, ρομαντική ανάγκη ολόκληρης της γενιάς του Ροΐδη (της γενιάς του 1860). Έτσι όμως παράγεται ένας άνθρωπος-αντίφαση. Εγκεφαλικός θαυμαστής της επιστήμης αλλά με θυμικές αντιδράσεις. Εφημεριδογράφος αλλά στυλίστας. Η αρετή του εκδηλώνεται κυρίως ως αίσθηση του χρόνου. Είναι καίριος: ξέρει να επεμβαίνει στην κατάλληλη στιγμή.

 

Αρνητής, τρέφεται με τον ψόγο και το σαρκασμό, όχι με την κατάφαση και την αγάπη. Ακόμη κι όταν επαινεί, επαινεί ενάντια σε κάποιον ή σε κάτι. Αγωνιστής; Αλλά δεν έχει επιμονή και δε θυσιάζει εντελώς το ύφος του στα σημαινόμενα. Γεννημένος συγγραφέας, καλύπτει ή διευρύνει το γύρω του κενό με τη γραφή του. Ωστόσο γκρεμίζει, αν όχι πάντα με πάθος και μ’ ελπίδα, τουλάχιστο όμως με ψύχραιμο υπολογισμό ή μ' ένα πικρό και περιφρονητικό χαμόγελο. Ίσως δεν περιμένει ριζικές αλλαγές. Ίσως δεν αγνοεί αυτό που ξέρει κι ο Παλαμάς, ο σύγχρονος του Νίτσε: πως οι ρήξεις είναι συχνά μεταμορφωμένες συνέχειες.

 

5 και 6 Φεβρουαρίου 1981