Καρβέλης Τάκης, Δεύτερη ανάγνωση. Δοκίμια
 
Αθήνα 1984, Καστανιώτης, «Τάκης Σινόπουλος. Συλλογή Ι (1951-1964)», σσ. 71-75
 
 
 

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΥΛΛΟΓΗ I

(1951-1964)

 

Η ΣΥΛΛΟΓΗ I του Τάκη Σινόπουλου περιλαμβάνει τις ποιητικές συλλογές, που κυκλοφόρησαν απ’ το 1951 ως το 1964: Μεταίχμιο (1951), Άσματα (1953), Η γνωριμία με τον Μαξ (1956), Μεταίχμιο Β' (1957), Ελένη (1957), Η νύχτα και η αντίστιξη (1959), Το άσμα της Ιωάννας και τον Κωνσταντίνου (1961) και  Η ποίηση της ποίησης (1964).

Η πρώτη διαπίστωση που αβίαστα ανακύπτει απ' τη μελέτη της ποίησης του είναι ο αδιάκοπος προβληματισμός του στη γραφή, που κινείται ανάμεσα σε δύο εστίες έλξης, τη λυρική του ιδιοσυγκρασία και την ποιητική γραφή παλαιών και σύγχρονων ομοτέχνων του. Απ' την άποψη αυτή, η Συλλογή I εκφράζει βασικά τις μεταμφιέσεις του λυρισμού του, ενώ οι υπόλοιπες συλλογές (Πέτρες, Νεκρόδειπνος, Το χρονικό) καταγράφουν τις βαθμιαίες αποφλοιώσεις του. Στη Συλλογή I η πραγματικότητα θα περάσει στην ποίηση μέσα από ένα λαβύρινθο σκοτεινών συμβόλων και προσωπείων, στις κατοπινές συλλογές τα προσωπεία και τα σύμβολα θα υποχωρήσουν και η μεταφυσική τους πραγματικότητα θα πάρει τις διαστάσεις της φυσικής.

Ο Τ. Σινόπουλος έζησε τα εφηβικά και μετεφηβικά του χρόνια στην πιο κρίσιμη περίοδο της εποχής μας: μεταξική δικτατορία μέσα σ' ένα κλίμα διεθνούς αγωνίας κι αβεβαιότητας. Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, πόλεμος του '40· Κατοχή, εμφύλιος πόλεμος με τις εκβλαστήσεις του στη δεκαετία του '50 με '60. Όλη αυτή η εφιαλτική ατμόσφαιρα των ήμερων του θα περάσει στην ποίησή του σαν απόσταγμα κατεργασίας καθαρά αισθητικής. Με έμπειρη εκμετάλλευση των παραδοσιακών στοιχείων, η λυρική του ιδιοσυγκρασία θα φορτίσει τους στίχους του απ την πρώτη ποιητική του συλλογή με λόγο πλούσιο και σφριγηλό, θ’ ανανεώσει το επίθετο και θα το αναδείξει σε στοιχείο λειτουργικό. Η αναστροφή του εξάλλου με σύγχρονους και παλαιούς ποιητές θα διοχετεύσει στην ποίησή του ένα πλήθος συμβόλων και προσωπείων, που θα κινηθούν μες στον εφιαλτικό και ονειρικό τους κόσμο. Οι πρώτες σταθερές του είναι ήδη εμφανείς ταλάντευση ανάμεσα στη λιτότητα και τη συναισθηματική αμεσότητα («Εκείνος ο Φίλιππος») και την πληθωρικότητα ενός λόγου αφηγηματικού, όπου τα πρόσωπα ζουν τη δική τους ζωή κι ο ποιητής συνεχώς μονολογεί ή διαλέγεται μαζί τους. Τα πρόσωπα αυτά θα επανέλθουν και στις άλλες συλλογές και θα γίνουν σύμβολα των ψυχικών καταστάσεων και των προβληματισμών του. Είναι ο Ελπήνωρ, η Ελένη, ο Ιάκωβος, ο Φίλιππος, η Λεονώρα. Οι εμφανίσεις τους του δίνουν την ευκαιρία να γράψει την ιστορία της εποχής του και τη δική του. Δημιουργούν, μπορούμε να πούμε, τη δική τους πραγματικότητα, που στέκει ανάμεσα στον ποιητή και την κοινωνική πραγματικότητα, μόνιμο υπόβαθρο της.

Ο Τ. Σινόπουλος έζησε μακριά απ' τα στενά κομματικά και ιδεολογικά ρεύματα του καιρού του, η ευαισθησία του όμως τον έφερε πάντοτε αντιμέτωπο με τα αιώνια και καυτά προβλήματα της πατρίδας του και του ανθρώπου. Η σύγχρονη βαρβαρότητα με τις διάφορες μορφές της, ο έρωτας στη διαλεκτική του σχέση ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, η ζωή κι ο θάνατος, οι ιστορικές περιπέτειες του λαού μας απ΄ την Κατοχή ως τις μέρες μας, η μοναξιά και η αγάπη, θα περάσουν στην ποίηση του σε εικόνες χαοτικές, θα σφηνωθούν υπαινικτικά στους στίχους ή τις λέξεις, θ αρθρωθούν σε πρόσωπα που μιλούν ή κινούνται πάντοτε πίσω απ’ τα σύμβολα τους· Πρόσωπα με διπλή πολλές φορές υπόσταση, όπως ο Ελπήνωρ και η Ελένη, θα φέρουν στην επιφάνεια την ιδιωτική τους ιστορία. Ο ομηρικός Ελπήνωρ λ.χ. μεταμορφώνεται στον Μπίλια του μετώπου. Και οι δυο τους εκφράζουν μιαν ολόκληρη εποχή, αιωρούνται στην ψυχή του ποιητή σαν βασανιστική τύψη και ζητούν δικαίωση. Θα πλάσουν το δικό τους κόσμο, όπου η σκηνογραφία είναι περίπου η έξης: αδυσώπητος ήλιος, φως που σκάβει ακατάπαυστα και βαθουλώνει τη γη, σιγή απέραντη, αρυτίδωτη, πηχτή και η νύχτα «η πιο φριχτή που γνώρισα ως τα σήμερα / γιομάτη από ρωγμές που κόβανε τα χέρια μου / σκέπαζε την εφήμερη όψη των πραγμάτων / κι άγγιζε το φανταστικό» («Ελένη»). Αυτά τα σύμβολα και τα προσωπεία θα περάσουν και στις υπόλοιπες συλλογές, για να δώσουν τελικά τη θέση τους στα ίδια τα πράγματα και τα πρόσωπα.

Στη δεύτερη συλλογή του η ατμόσφαιρα θα βαρύνει περισσότερο και η πληθωρικότητα του λόγου θα φορτιστεί,

 

Ο ήχος ακούστηκε μέσ' απ τις φυλλωσιές που ανάδευαν ώρα πρωινή μονάχος ήχος λαμπερός σε κοιμισμένη ακοή.

Ο ήχος δυνάμωνε κι ερχότανε μ’ όλη την ασυνήθιστη ευωδιά της γέννας του πάνω από την αιθέρια βλάστηση που συνεχώς ανέβαινε.

(«Άσμα», III)

 

Από δω και πέρα ο λυρισμός του Τ. Σινόπουλου θα δώσει όλες τις αποχρώσεις του. Στη συλλογή Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου πολλές φορές θα γίνει δροσερός κι αβρός:

 

Ποια έρχεται; Ποια άρχεται κρατώντας δροσερό

κλωνάρι; Η πολυαγαπημένη μου έρχεται

σε τούτο το μεγάλο σπίτι το σκοτεινό. Έρχεται αύτη

με τα φωνήεντα στ’ όνομα με την αοριστία στα βλέμματα

ανεβαίνοντας την παλιά πελώρια σκάλα που τρίζει

(«Άσμα Ασμάτων»)

 

Πολλές φορές όμως ο λόγος του θ' αποφορτιστεί από το λεκτικό του ένδυμα και θα βρει τη συστοιχία του με το αντικείμενο του και είτε θα περιοριστεί στο ακριβές του περίγραμμα (λ.χ. «Ποτάμι»), ή θα διαποτίσει τους στίχους μ' εκβλαστήσεις λυρικών φλεβών: «Έτσι μιλούσε ο Μαξ και γινόταν δροσερός σαν εσωτερικό καρπού. / Μες στη φωνή του υπήρχε ένα μικρό φαναράκι που πιτσίλιζε τα λόγια του με σταλαγματιές ησυχίας», ή «Έτσι ο Μαξ είχε μες στο λαρύγγι του κρυμμένο έναν κορυδαλλό για να γλυκαίνει τον πόνο των ανθρώπων που αγαπούσε μια φούχτα τριζόνια στην τσέπη του για τις νύχτες των ερωτευμένων» γνωριμία με τον Μαξ).

Ο Τ. Σινόπουλος βρέθηκε ως τα σήμερα στην πρωτοπορία της μεταπολεμικής μας ποίησης. Ανήκει στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της. Δεν κατέφυγε σε κραυγαλέα συνθήματα, αλλά στον ποιητικό κόσμο των συμβόλων, που έγινε το μεγεθυντικό αντιφέγγισμα του πραγματικού. Μπορεί σήμερα να 'χει φτάσει στον αντίποδα της γραφής των νεανικών του χρόνων. Για να φτάσει όμως εκεί, δημιούργησε ένα ολόκληρο δάσος που πολύ μοιάζει με την κόλαση του Δάντη. Η περιδιάβασή του μέσα σ αυτή την κόλαση συμβολίζει την ανθρώπινη και τη δική του περιπέτεια, τα διαψευσμένα όνειρα:

 

Εδώ στοχάζομαι δε θα ξαναέρθει ο Φίλιππος

σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα.

Πολλά τον τάξαμε από λάφυρα κι από σειρήνες.

Μα κείνος ήτανε στραμμένος σ’ άλλα οράματα.

Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε. Που είναι το πρόσωπό σας

το αληθινό σας πρόσωπο; μου φώναξε.

Έφυγε κλαίγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.

(«Φίλιππος»)