Δημήτρης Πλατανίτης, Τρία δοκίμια για τον Τάκη Σινόπουλο
 
Αθήνα 1989, Σμίλη, σσ. 55-75
 
 
 

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

Ο έρωτας, η μοναξιά και ο θάνατος είναι οι περισσότερο ευνοημένοι κοινοί τόποι της ποίησης. Έχοντας πολλαπλές σχέσεις μεταξύ τους, άλλοτε συμπλέκονται και διαχέονται ισοδύναμα στο ποιητικό σώμα και άλλοτε προβάλλεται και κυριαρχεί ο ένας μόνο απ' αυτούς. Στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου τα τρία αυτά θεματικά κέντρα προσφέρουν το υλικό τους σχεδόν ισοδύναμα.

Το υλικό αυτό επιλέγεται, διασπάται και ανασυνθέτεται, για να υπηρετήσει την ονειρική ατμόσφαιρα του παραλόγου. Το ανθρώπινο πρόσωπο που τοποθετεί ο ποιητής μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα, νιώθει τη μαγεία ενός κόσμου οικείου και ταυτόχρονα εχθρικού, γνώριμου και μαζί πρωτοφανέρωτου.

Ο κόσμος αυτός του ποιητικού ονείρου χτίζεται από σπαράγματα του έρωτα, της μοναξιάς και του θανάτου. Πρόκειται για έναν κόσμο με ακραίες αντιφάσεις: κόσμο άρνησης και κατάφασης, έλξης και απώθησης. Συμπιεσμένος μέσα σε ασφυκτικά πλαίσια που ορίζει ένας τέτοιος κόσμος αδήριτης νομοτέλειας, ο άνθρωπος -το ποιητικό του υποκατάστατο- παρουσιάζεται να νιώθει διχασμένος σε ετερώνυμες δυνάμεις, που αντιμάχονται η μια την άλλη. Είναι ο κόσμος του παραλόγου: ρευστός, πολύμορφος, πολύσημος και αντιφατικός. Επιπλέον όμως, θελκτικός και αλλόκοτος. Χάρη στη σκηνοθετική δεξιοτεχνία του ποιητή1, το ποιητικό υλικό κατανέμεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις ενός τέτοιου κόσμου.

Παρ' όλα αυτά, δε θα ήταν υπερβολικό, αν λέγαμε ότι η πιο δυναστική παρουσία στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου είναι ο θάνατος. Συχνά η παρουσία του, είτε ως βιολογικό γεγονός είτε γενικότερα με την έννοια του οριστικού και ακατάλυτου τέλους, υπερφαλαγγίζει τον έρωτα και τη μοναξιά της ψυχής, περιέχεται σ' αυτά ή τα περιέχει: είναι ο σταθερός παρονομαστής τους. Έτσι, η ποίηση του -και μ' αυτήν τη διευρυμένη έννοια που λαμβάνει ο θάνατος- γίνεται απέραντη τοπιογραφία θανάτου. Ενός θανάτου που αναπλάθεται σε όλες τις δυνατές εκφάνσεις του:

 

"Το παιχνίδι των ίσκιων με δαιμόνιζε τότε όπως τώρα οι νεκροί δύο δύο στη μνήμη. Κάθε ποίημα συναξάρι νεκρών και γνωστών και αγνώστων".

 

Η ομολογία αυτή του ποιητή -προφανώς περιττή- δεν εξαντλεί το θέμα του θανάτου στο ποιητικό του έργο: είναι η απτή, η ορατή ή, καλύτερα, η υλική όψη του θανάτου. Πραγματικά, ο βιολογικός θάνατος περιέχεται σαν πρώτη ύλη στη μεγαλύτερη έκταση του ποιητικού του έργου. Πέρα όμως απ’ αυτόν, ο θάνατος με όλες τις μορφές της φθοράς και του τέλους διαποτίζει κάθε εικόνα ζωής που προβάλλει η ποίηση του, ακυρώνει την ομορφιά, καταλύει τη διάρκεια -ή την επιθυμία της διάρκειας- και αναμοχλεύει ακατάπαυστα το πιο εξουσιαστικό πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης: το πρόβλημα του χρόνου.

Οπωσδήποτε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το πρώτο ποίημα της πρώτης ποιητικής συλλογής του Τάκη Σινόπουλου αρχίζει με τη φράση "Τοπίο θανάτου...". Με το εισαγωγικό αυτό ποίημα ο ποιητής καταθέτει από μιας αρχής την ταυτότητα της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας του. Είναι ανάγκη όμως να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα από την αρχή: όπως ήδη σημειώσαμε, στην ποίηση του Τ.Σ. ο θάνατος δεν είναι απλώς η μονοδιάστατη λύση της συνέχειας της βιολογικής λειτουργίας. Πάμπολλοι, βέβαια, βιολογικοί θάνατοι διατρέχουν τις ποιητικές συλλήψεις, είτε ως εφιαλτικά όνειρα είτε ως απειλητικές παραισθήσεις είτε ως προαισθήματα θανάτου. Και είναι οι θάνατοι αυτοί συνήθως βίαιοι και απρόοπτοι. Ο ποιητής μάλιστα δεν αρκείται στις προσωπικές του εμπειρίες, που είναι πλούσιες και εντυπωσιακές. Δανείζεται μορφές και σύμβολα από τη μυθολογία. Από την άποψη αυτή, η πιο χαρακτηριστική μορφή, που επανέρχεται με μεγάλη συχνότητα, είτε αυτούσια είτε μεταμφιεσμένη, είναι ο Ελπήνωρ. " Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της προσέγγισης του Σινόπουλου στο μύθο του Ελπήνορα (...)", παρατηρεί ο Γ. Σαββίδης, "είναι η βαθμιαία διεύρυνση της σκοπιάς του, από ατομική σε συλλογική εμπειρία, έτσι ώστε ο δικός του Ελπήνωρ να μην αλλάζει μόνο όνομα, μορφή, φύλο και σκηνικό, αλλά να διαμελίζεται βακχικά και να μετουσιώνεται σε μια πολυάριθμη Νέκυια "αφανών". Έτσι, ο μυθικός Ελπήνορας, αλλάζοντας "όνομα, μορφή [και] φύλο", εμφανίζεται ως Ιάκωβος, Φίλιππος, Μπίλιας, Ελένη, Λεωνόρα, Σκίλα, Άλμα, Λάουρα, αλλά και Πάρνελ-Νάρκισσος κ.ά.

Ο κατάλογος των νεκρών είναι μακρύς, οι αναφορές σ' αυτούς πυκνές, στις μικρές και τις μεγάλες συνθέσεις. Αλλά πίσω από τους επώνυμους νεκρούς σαλεύει ένας ολόκληρος λαός από ανώνυμους, που συνωθούνται στα κράσπεδα του ποιητικού χώρου, αγωνίζονται να σπάσουν το φράγμα της ανωνυμίας, να αποκτήσουν ποιητικό πρόσωπο:

 

"Κάπου ιδωμένα πρόσωπα μορφές απαντημένες

στης ζωής το κύλισμα στα πιο δύσκολα χρόνια

σε καταχνιές σε υπόγεια σε φονιάδων δρόμους

στο αίμα επιδέξια στο μαχαίρι στο βιασμό.

... Αμέτρητες μορφές

καρτέραγαν εκεί κι ασάλευτες με κοίταγαν.

Από τ' ανοιχτά παράθυρα ο αγέρας σιγανός

με μια μουρμουρά υπόκωφη τις αύξαινε

γύρα και συνωθούντανε ακατάπαυστα στην κάμαρη"

("Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα")

 

Στο συνθετικό έργο "Νεκρόδειπνος" όλο αυτό το πλήθος των νεκρών βρίσκει το βασίλειο του, σ' ένα προσκλητήριο που φιλοδοξεί να εξοφλήσει τις οφειλές του ποιητή και να τον απαλλάξει από την τυραννική παρουσία τους. Βέβαια, τέτοια λύτρωση δεν πρόκειται να έρθει ποτέ. Στη μεταγενέστερη σύνθεση "Το Χρονικό", ο χορός των νεκρών εισβάλλει ξανά απαιτητικότερος. Εκεί ο ποιητής ξεσπάει:

"Και τέλος πάντων πρέπει να τελειώνω κάποτε μ' αυτούς τους νεκρούς έτσι που συνεχώς αυξαίνουν κατάντησα σωστό νεκροταφείο".

 

Σ' αυτό το παρατεταμένο μνημόσυνο συναντούμε και την πιο ωμή εκδοχή του βιολογικού θανάτου, τη βία γυμνή και απροσχημάτιστη:

 

"Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη παντού,

καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες

ένα μαύρο Χ και το 'ξερες εδώ

πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες

με τα πολυβόλα που θερίζαμε

κι άκουγες ωχ και τίποτ' άλλο. Κι ήρθανε

πολλοί".

 

Ακόμα και σκηνές αποτρόπαιης φρίκης:

 

"Βρήκανε το παιδί μονάχο κι όπως εκείνο από το φόβο εστέκονταν έτσι η ψυχή του σκοτεινή του χώνουνε με δύναμη εκείνο το σύρμα και το σύρμα βγήκε από το στόμα του πετάχτηκαν νερά και σάλια κι αίματα".

 

Ο βιολογικός θάνατος, λοιπόν, είναι συνήθως ο θάνατος συντρόφων στο στρατό ή ο θάνατος αγαπημένων προσώπων. Πέρα όμως απ' αυτόν, σε όλη την έκταση του ποιητικού έργου του Τ. Σ. σχεδόν κάθε στιγμή ψηλαφεί κανείς το θάνατο, αμέτρητους άλλους θανάτους, που ενεδρεύουν φορώντας σειρά από προσωπεία. Ο θάνατος σε όλες τις εκδοχές του υφαίνει πυκνό πλέγμα, από όπου, τελικά, ο ποιητής δεν κατορθώνει να ξεφύγει. Και είναι έκδηλη η αγωνία του Σινόπουλου να υποτάξει ποιητικά το θάνατο, να τον εξαντλήσει θεματικά, να διερευνήσει και να διερμηνεύσει κάθε εκμεταλλεύσιμη πτυχή του, να τον διυλίσει και να απαλλαγεί οριστικά από κάποιο τυραννικό αίσθημα ενοχής απέναντι στους νεκρούς συντρόφους. Η αγωνία του μάλιστα έχει ευρύτερο στόχο: να τον λυτρώσει από το σύμπλεγμα του θανάτου που τον ταλανίζει:

 

"Μια μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα στις πέτρες του σπιτιού. Έχω πεθάνει, θα πεθάνω, συλλογίστηκε". Σημειώνει στο Νυχτολόγιο: "Η σιγανή, ασταμάτητη, απροσδιόριστη καθημερινή φθορά. Που την ακούς και δεν την ακούς, τη βλέπεις και δεν τη βλέπεις. Η ανάλωση και η λεηλασία. Καλύτερα να μη φωνάξεις".

 

Και για τους νεκρούς συντρόφους, που τροφοδοτούν ακατάπαυστα την ποίηση του, στο ίδιο βιβλίο: " Όμως τα πρόσωπα έμοιαζαν ζωντανά (...) χωρίς να μου μιλάνε άκουγα τον ψίθυρο καθαρά, που μου έλεγαν πως αυτοί μεν είχανε σκοτωθεί, εγώ όμως να μην πετάξω τίποτα από τα χαρτιά μου, να μην ξεχάσω τίποτα, όλα να τα κρατήσω για πάντα στο μυαλό μου, κάποτε θα χρειαστούν".

Με εικονοκλαστική τεχνική εξαρθρώνει το επίβουλο φάσμα του θανάτου και πραγματώνει συμβολικά, θα λέγαμε, την υποσυνείδητη επιθυμία του να τον εκμηδενίσει. Εξάλλου, ποτέ στην ποίηση του Σινόπουλου οι εικόνες του θανάτου δεν παραγκωνίζουν τις εικόνες της ζωής. Αυτές οι τελευταίες μοιάζουν πάντα νεόκοπες κι εξασφαλίζουν ισορροπία, δρώντας σαν αντίβαρο στο θάνατο. Γιατί ο ποιητής αγαπάει με πάθος τη ζωή, ανακαλύπτει με τις κεραίες της ευαισθησίας του την ομορφιά της κι εκεί όπου ο κοινός άνθρωπος την προσπερνάει ανύποπτος. Είναι ο κατ' εξοχήν Νεοέλληνας ποιητής του θανάτου, αλλά καταφάσκει με πάθος τη ζωή και την ομορφιά της, που την αντιπαραθέτει στο θάνατο.

Καιρός όμως να προσεγγίσουμε τις ποικίλες μορφές - εκδοχές του θανάτου στο Σινόπουλο. Οι μεταμφιέσεις του θανάτου είναι πολυάριθμες. Οι θεματικές ανάγκες κάθε φορά προσφέρουν τη μάσκα που θα υπηρετήσει την έμπνευση. Οι όψεις και οι περιστάσεις της ζωής διατέμνονται από τον ποιητή, για ν' ανιχνευθεί η εκδοχή του θανάτου, η άλλη πλευρά του νομίσματος της ζωής. Χάρη σ' αυτές τις χωρίς τέλος μεταμορφώσεις, η ποίηση του Σινόπουλου κατορθώνει σε κάθε βήμα της να ξεπερνάει τις συμπληγάδες της αυτοεπανάληψης και της κοινοτοπίας. Θα αναφέρουμε ,όσες παρουσιάζονται με μεγαλύτερη συχνότητα: είναι, λοιπόν, ο θάνατος - έρωτας, ο θάνατος - μοναξιά, ο θάνατος χωρισμός και εγκατάλειψη, ο θάνατος - νοσταλγία, ο θάνατος - πόνος και απειλή, ο θάνατος - ηδονή και φθορά, ο θάνατος - έλλειψη επικοινωνίας, ο θάνατος - στέρηση.

Είναι από τα καίρια χαρακτηριστικά του Σινόπουλου -αλλά όχι, βέβαια, μόνο του Σινόπουλου- ότι σε καμιά περίπτωση δε συναντούμε στο έργο του θεωρητικές συλλήψεις ποιητικά αμετουσίωτες. Όλες οι εκδοχές του θανάτου υποβάλλονται με σύμβολα. Αφθονούν τα ποιητικά "πράγματα" που παίρνουν υπόσταση συμβόλου και παραπέμπουν στις ποικίλες απόψεις για το θάνατο. Σημειώνουμε τα ευχρηστότερα:

— άγονοι και έρημοι τόποι ["Στρατόπεδα ξερά νησιά και φυλακές" - Το Χρονικό, σ. 25]

— η σιωπή ["γύρνα και πάρε με από τη σιωπή" - Σεπτεμβριανό φως, (Η Νύχτα και η Αντίστιξη), Συλλογή 7, σ. 163]

— άχρηστα αντικείμενα ["αποτσίγαρα... έπιπλα και κουφώματα για πέταμα / σανίδωμα παλιό"- ό.π.]

— το σκοτάδι ["κατεβαίνει ολοένα / το σκοτάδι / χλομό / τυφλό / ασφυκτικό / αδιαπέραστο" - Μέθη, Συλλογή /, σ. 171]

— η νύχτα [" Όπως τα χώματα / για το νεκρό / είναι για μένα / η νύχτα" - ό.π.]

— το φθινόπωρο ["Μια ξέρα η γη / στο σεπτεμβριανό φως" - Σεπτεμβριανό φως, ό.π.]

— νεκρά η μαύρα πουλιά ["Απόψε μια αυτοκρατορία νεκρών πουλιών / μετακινεί τη νύχτα" -

Μέθη, ό.π.]

— η άδεια κάμαρη ["Τώρα το γύρισμα δείχνει έρημη την κάμαρη / κανείς δεν μπαίνει η πόρτα

εντούτοις   ανοιχτή"   -   Σεπτεμβριανό   φως, ό.π.]

— ο αέρας ["Μέρα που το κακό μου χέρι καίγεται / και το ξερό χαμόγελο / το τρώει ο αγέρας"

- Σκοτεινή μέρα, (Η Νύχτα και η Αντίστιξη), Συλλογή 7, σ. 216]

— ερείπια ["Αργότερα σκάβοντας ερείπια / θα βρίσκονταν οπωσδήποτε μια στάμνα δίχως νερό" - Μοναχικός περίπατος στην πολιτεία, (Η Νύχτα και η Αντίστιξη), Συλλογή7, σ. 239]

— γέρικα δέντρα ["Τα παλιά τα σπίτια είναι το εσωτερικό γέρικων δέντρων" - Μοναχικός περίπατος, Συλλογή 7, σ. 238]

— η λάμπα ["... η θαμπή συντρόφισσα της μοναξιάς / η λάμπα" - Μοναχικός περίπατος, ό.π., σ. 238] κ.ά.π.

Η ποιητική ύλη είναι πάντοτε προσιτή στις αισθήσεις. Η φαντασία οργιάζει, φαίνεται να παραλογίζεται, ο ρυθμός γίνεται ξέφρενος. Το τρίπτυχο έρωτας - μοναξιά - θάνατος παρουσιάζεται αδιαίρετο και καλύπτει όλα τα σύμβολα, που κάποτε λειτουργούν συσσωρευτικά, ακόμα και μέσα στο ίδιο ποίημα.

Ο έρωτας, όσο κι αν αντιμάχεται τη μοναξιά και το θάνατο, δεν κατορθώνει ποτέ να υπερβεί τα όρια τους. Απλώς αμβλύνει την αγωνία της ήττας, που είναι πάντοτε η κατάληξη της πάλης του ανθρώπου με τη μοναξιά και το θάνατο. Η μοναξιά του ανθρώπου παραμένει ως προανάκρουσμα -μακρόσυρτο ή σύντομο- της τελικής πράξης του θανάτου. Και ο θάνατος παίζει διαρκώς το παιχνίδι του, με τη σιγουριά του παίκτη που γνωρίζει από την αρχή το θρίαμβο του. Έτσι, οι πράξεις της ζωής παίζονται σ' αυτά τα τρία επίπεδα, που εναλλάσσονται αδιάκοπα και, πολλές φορές, συμφύρονται αξεδιάλυτα. Κάποτε, ασφαλώς, ο έρωτας αποδεικνύεται απατηλός ευεργέτης, αλλά μάλλον κανένας δε μετανιώνει για το μερίδιο της εύνοιας που απόλαυσε απ' αυτόν.

Η ανθρώπινη μοναξιά, σαν υπαρξιακή μοίρα, διατηρείται άτρωτη πάντοτε, δεν καταλύεται με τίποτα. Αλλά κι αυτή, μπροστά στην παντοδυναμία του θανάτου, αποδεικνύεται ανοχύρωτη. Τελικά, έρωτας και ανθρώπινη μοναξιά συναιρούνται και χωνεύονται στο χωνευτήρι του θανάτου, που παραμένει η μόνη βεβαιότητα.

Ο θάνατος - έρωτας, δηλ. η ερωτική οδύνη, παίρνει συχνά τη μορφή επώνυμων γυναικών, που υψώνουν το ερωτικό τους πάθος κατακόρυφα και κατακόρυφα ύστερα το γκρεμίζουν:

 

"Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο...

Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα

χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος..

Και τελευταία η Λάουρα. Εσμίξαμε γυμνοί

στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.

Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα

δοθήκαμε στον ίδιο πυρετό.

Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χάθηκαν κι ιδού γυμνός

σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό...".

 

Ελένη, Ιωάννα, Μαρία: οι κορυφαίες στο χορό των γυναικών - συμβόλων του ερωτικού θανάτου. Ακολουθούν η Μάγδα, η Σοφία, η Λεονώρα, πολλές άλλες. Αντικείμενα φλεγόμενου ερωτικού πάθους, ηδονής και οδύνης, οι γυναίκες στο Σινόπουλο ενσαρκώνουν εκείνη τη μεγαλειώδη και συγκλονιστική αντίθεση που συνοψίζει επιγραμματικά ο Σεφέρης στους στίχους:

 

"Αγγελικό και μαύρο, φως".

 

Στίχους, που ο Σινόπουλος χρησιμοποιεί αρκετές φορές ελαφρά παραλλαγμένους: "μεγάλο μαύρο εμπλέκεται σ' αυτή την αγωνία νιώθει τη γεύση, θα μπορούσαμε να πούμε, μιας προκαταβολής του θανάτου. Είναι τέτοια η περίπτωση του έρωτα, μιας έννοιας τραγικής, που εγκλείει δηλ. τα χαρακτηριστικά της αντινομίας και της μάταιης πάλης κατά της μοίρας. Ο έρωτας, πράγματι, γεμίζει και αδειάζει ακατάπαυστα τη ζωή, υπόσχεται να καταλύσει τη μοναξιά και το θάνατο με όλα τα προσωπεία του, το θάνατο σε κάθε έκφανση του. Τελικά, αναπαράγει αυτά τα ίδια χωρίς τέλος, όσο χωρίς τέλος αναπαράγεται η ζωή. Γιατί το τέλος του έρωτα βιώνεται από τον άνθρωπο ως μυστήριο και οδύνη, σαν τη μοναξιά και το θάνατο. Το θάνατο, που ο ποιητής τον βλέπει σαν την πιο άγρια μοναξιά. Και τη μοναξιά, που είναι ο προθάλαμος του θανάτου ή του θανάτου η αίσθηση σε διάρκεια. Καθώς, λοιπόν, ο έρωτας είναι γεγονός και έχει διάρκεια, ορίζεται από χρονικά όρια, μένει πάντοτε απειλή μοναξιάς και θανάτου. Γι' αυτό το λόγο το ερωτευμένο άτομο, από εγωισμό και για αυτοπροστασία, βαυκαλίζεται με την ελπίδα ότι ο δικός του έρωτας αποτελεί εξαίρεση και τέλος δεν έχει. Και όταν, αργά ή γρήγορα, σημάνει το τέλος, αναπηδάει σαν παράπονο η απορία για την αιτία που το προκάλεσε:

" Ήταν μια απειλή που δεν την έγραφε ο κανόνας".

Στην ποίηση όμως ο έρωτας έχει και την αντισταθμιστική του πλευρά. Η ερωτική περιπέτεια, και περισσότερο οι απώλειες της ερωτικής περιπέτειας, εμπνέοντας δημιουργικά τους ερωτόπληκτους ποιητές, μετουσιώνεται συχνά σε καλλιτεχνικά έργα. Έτσι η αθανασία της Τέχνης μεταγγίζει το ελιξίριο της αιώνιας νεότητας μέσω των ποιητών και σε κοινούς θνητούς, όσους ευνοεί. Και στην περίπτωση μας, οι γυναίκες που αγάπησε ο ποιητής νικούν το χρόνο και ανατρέπουν το θάνατο, περνώντας στο χώρο της Τέχνης. Η Ελένη π.χ., μέσα από το ομότιτλο ποίημα, αναδύεται στο επίπεδο μιας άλλης ζωής, της Τέχνης, με ρυθμούς και νόμους μάλλον ανεξάρτητους από το χρόνο και το θάνατο. Αλλά η αναβίωση αυτή αγαπημένων προσώπων στο χώρο της Τέχνης, από άλλη οπτική γωνία θα λέγαμε ότι αποτελεί απελπισμένη προσπάθεια, που υπογραμμίζει την πίκρα του δημιουργού για τον εκ προοιμίου θάνατο τους. Έχουμε, λοιπόν, κι εδώ ένα ακόμα προσωπείο θανάτου: την αγωνία και το σπαραγμό για το θάνατο, που καλύπτεται πίσω από την Τέχνη. Στη σύνθεση "Το Χρονικό" μια γυναικεία μορφή ρωτάει ανήσυχη τον ποιητή:

 

"... Κάτι είχες πει πως έγραψες για τότε και για μας

κάτι για μένα. Πες μου το 'γραψες; Τί το 'κανες;

Δεν πέθανα μη με κοιτάζεις έτσι.

Γυρεύω ένα σανίδι ν' αρπαχτώ.

Θέλω να ζήσω το κατάλαβες;"

 

Εκτός από τη στέρηση - θάνατο του έρωτα ο ποιητής βιώνει συναισθηματικά σαν θάνατο και τη γενικότερη στέρηση, την ένδεια κάθε μορφής, την άγρια βιοπάλη, την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τη φθορά της ζωής. Σε ένα σύντομο απόσπασμα από "Το Χρονικό" ο λόγος του ποιητή, λιτός, ελλειπτικός και συνοπτικός, εκλύει όλη την πίκρα της ζωής που φθείρεται άδικα και αδυσώπητα από κάποια παράλογα συσσωρευμένη δυσμένεια της τύχης:

"Και πάλι ο Φίλιππος αγέλαστο χαμόγελο. Παιδί που φαρμακώθηκε στα μικρομάγαζα της επαρχίας. Το αφεντικό ένα Σάββατο απόγιομα στο πίσω μέρος μισοφώτιστα και τότε ο Φίλιππος κατάλαβε χίμηξε απάνω του τον έσκισε τον έγδαρε".

Συγγενική, αλλά σε άλλο επίπεδο, είναι και η οικολογική καταστροφή, που σημειώνεται τις τελευταίες δεκαετίες, αποτρόπαιος, αργός θάνατος κι αυτή και μαζί απειλή μαζικού θανάτου. Ο Σινόπουλος επιλέγει έναν οικείο χώρο, το μικρό ποτάμι Ντοάνα:

"... Περνάς τα χώματα περνάς τις πέτρες

μα δε θα βρεις τ' άσπρο ποτάμι.

Ξέρες μονάχα κι άμμους κι ερημιά

θάμνα στον ήλιο κόκκινα

κορμούς και βράχια κόκκινα

πιο πέρα σίδερα και ξύλα...".

 

Την εικόνα ενός ποταμίου οριστικά αφανισμένου περιγράφει με ανελέητα λιτό ρεαλισμό ο ποιητής. Η απογοήτευση και η θλίψη που προκαλεί, ισοδυναμεί με τον πόνο από το θάνατο αγαπημένου προσώπου.

Τέλος, ο θάνατος - μοναξιά καιροφυλακτεί παντού, με όλες τις μορφές, σε κάθε περίσταση, σε κάθε πτυχή της ζωής:

"Η Ελένη εμπρός στη θάλασσα θέλω να ζήσω συλλογίστηκε

με δύναμη. Μα εσείς ανάμεσα στην πυρκαγιά και την κραυγή

κρατήστε με να μη βουλιάζω με την αίσθηση

τούτης της μοναξιάς.

... Εκύλησε η φωνή

σβήνοντας χαμηλά. Κύκλοι σιωπής".

 

Θα περίμενε κανείς, βέβαια, η ζοφερή επικράτεια του θανάτου σε μια τέτοια ποίηση να στοιχειοθετείται από μονοσήμαντα ποιητικά σύμβολα, που παραπέμπουν αποκλειστικά στο θάνατο και στις μεταμφιέσεις του. Κι όμως -το υπαινιχθήκαμε ήδη- όλη η ποίηση του Σινόπουλου είναι μια συνεχής αντιπαράθεση ανάμεσα στη ζωή που σφύζει και στο θάνατο που την υπονομεύει. Και ακόμα, αντιπαράθεση ανάμεσα στη λαχτάρα για τη ζωή και στον αποτροπιασμό για το θάνατο. Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο ποιητής διψάει για ζωή, ανακαλύπτει την ομορφιά και τη χάρη της σε κάθε όψη και σε όλες τις λεπτομέρειες της. Την ίδια στιγμή νιώθει το ρίγος του θανάτου σε όλη την κλίμακα των μορφών του και η αγάπη για τη ζωή μετατρέπεται σε αγωνία ακατασίγαστη. Ο ίδιος ρητά ομολογεί: "Καιρό προσπάθησα να εξοικειωθώ με τις διαδοχικές εκείνες καταστάσεις που θα μπορούσα να τις ονομάσω Κλίμακα Θανάτου. Γιατί αρνούμαι το θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται πριν το καταλάβουμε και τελειώνει -τελειώνει;- πολύ αργότερα απ' ό,τι υποθέτουμε. Σε τούτο το Μεταίχμιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα".

Η τεχνική της γραφής διαμορφώνεται ανάλογα. Η αντίθεση και η αιφνίδια μεταμόρφωση προσώπων, ζώων, πραγμάτων, καταστάσεων είναι τεχνικές που τις χειρίζεται με εκπληκτική δεξιοτεχνία και έμπνευση ο Σινόπουλος. Ο θάνατος, δύναμη ασύλληπτη και ατιθάσευτη, πλημμυρίζει τον ποιητικό χώρο, μετακινείται σαν μάζα ανοικονόμητη και παίρνει ποικίλες μορφές χάρη σε μια μεταμορφωτική φαντασία, ίσως μοναδική για την ένταση και τον πληθωρισμό της στην ελληνική ποίηση.

Η αντίθεση είναι άλλοτε απλή, ανάμεσα σε καίριες λέξεις, και άλλοτε ανάμεσα σε σύνθετες απεικονίσεις. Το φως, τα χαρούμενα χρώματα, τα διάφανα νερά, το θάλπος του ήλιου, η θαλερότητα του φυσικού και το σφρίγος του ζωικού κόσμου, το χαμόγελο και το τραγούδι της ζωής, όλα αυτά και άλλα ακόμα, πλάι στο σκοτάδι, στις αποχρώσεις του γκρίζου, στους άνυδρους και βραχώδεις τόπους, στον ψυχρό και σκοτεινό ήλιο, στο μαραμένο και φθαρμένο κόσμο, στον πόνο, στη σιωπή και στο κλάμα. Στο "Νεκρόδειπνο" προπάντων είναι αλλεπάλληλες οι εναλλαγές εικόνων και σκηνών βίας και θανάτου με νοσταλγικά και ειρηνικά στιγμιότυπα ζωής, που τροφοδοτούν την ευτυχία της καθημερινότητας.

"Κι ένα πρωί το δέντρο το πρωί που ξύπνησα ήταν όλο πράσινο, τόσο πολύ τ' αγάπησα που ανέβηκε στον ουρανό. Κι ήρθαν πουλιά, της ευφροσύνης, του ήλιου, γιόμισαν τον τόπο με φτερά και χρώματα... δώρα του θεού, χαρούμενα πουλιά, σπαθίζοντας συνεχεία το γλαυκό. Κι ανάμεσα τους ήρθαν ο Γιάννης ο Μακρής, ο Πέτρος ο Καλλίνικος, ο Γιάννης ο κουτσαίνοντας. ...Κι ερχόταν άνοιξη, την άκουγες. Μια πόρτα και το ξύλο της εμύριζε ουρανός".

Η πιο εμπνευσμένη ποιητική αντίθεση, στα πλαίσια του θέματος μας, συμπυκνώνεται στη φράση "μαύρο φως" ή "μεγάλο μαύρο φως" και στην παραλλαγή της "χρυσό, σκοτεινιασμένο φως". Σεφερικής καταγωγής οι φράσεις, ο Σινόπουλος τους έδωσε βαθύτερη διάσταση: ένα νόημα που παραπέμπει σε κάποιο μυστικό δεσμό ζωής και θανάτου, σε κάποιαν ασύλληπτη ουσία που χωρίζει, και ενώνει ταυτόχρονα αυτούς τους αιώνια ασυμφιλίωτους αντιπάλους.

"Και τότε πίσω από το μαύρο

φως τον Άδη ο Γέροντας με το χρυσό ραβδί:

- Δεν έχεις κούφιο νου. Τι σέρνεσαι γύρα απ' το θάνατο;

... Κοίτα

ξαναγυρίζει η Ελένη αστραφτερή

σταφύλι ήχος αυλού και σμάλτο".

 

Οι ποιητικές αντιθέσεις, λεκτικές και εικονιστικές, αφθονούν. Η πληρωρική τους εκφορά μας υποχρεώνει να περιοριστούμε σε μια τυπική καταχώριση περιπτώσεων που παρουσιάζονται με μεγάλη συχνότητα. Εκτός από τη θεμελιακή αντίθεση ζωής - θανάτου, που ρητά και έκτυπα προβάλλει ο ποιητής, συναντούμε και μια σειρά αντιθέσεων, όπου υπολανθάνει μεταμορφωμένη η ίδια κατά βάσιν αντίθεση. Παρατηρούμε, λοιπόν, αντίθεση ομορφιάς και ασχήμιας, φωτός και σκοταδιού, κίνησης και ακινησίας, υγρού στοιχείου και άνυδρης γης (θάλασσας, λίμνης, ποταμού κ.τλ. - χέρσας γης, βράχων κ.τλ.), ήχων και σιωπής, προσώπων ομιλητικών και προσώπων σιωπηλών, συντροφιάς και μοναξιάς ή πλήθους προσώπων και ερημιάς, αφθονίας (κάθε είδους) και ένδειας (κάθε είδους επίσης), ερωτικής ευτυχίας και ερωτικής θλίψης, νέου και παλιού κ.ά.

Τελικά, αυτό το ατέλειωτο μνημόσυνο του θανάτου, τούτη η έντεχνη μεταμφίεση του, η χωρίς τέλος εναλλαγή των προσωπείων του, δεν προδίδει τίποτα άλλο παρά τη φρίκη του ποιητή μπροστά στο κενό και την ασχήμια του θανάτου. Γιατί η ίδια η ζωή, με όλα τα στρατηγήματα της, του υπενθυμίζει κάθε στιγμή το ανελέητο τέλος του παιχνιδιού της. Η Τέχνη προσκαλείται να συνεχίσει το παιχνίδι σε άλλο επίπεδο, υπαγορεύοντας τους δικούς της όρους, που αποβλέπουν στη συνέχεια. Τα μυστικά που αυτάρεσκα πιστεύει ο ποιητής, ο κάθε ποιητής, πως αποσπάει από τη ζωή και τα μεταπλάθει με τα μάγια της Τέχνης σε ελιξίριο αιώνιας νεότητας, αυτά είναι που κρατούνε ζωντανό τον παλμό στο παιχνίδι της Τέχνης.

Εκεί, λοιπόν, ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, θάλλει το λουλούδι της Ποίησης. Ο Σινόπουλος παρακολουθεί με αποτροπιασμό το θάνατο, τα προσωπεία και τις μεταμφιέσεις του, μέσα στο μαγικό καθρέφτη της ζωής.