Αλεξιάδου Θεοδούλη, «Το κορμί και το ποίημα στο έργο του Τάκη Σινόπουλου», Le corps dans la langue, la littérature, l’histoire, les arts et arts du spectacle
 
XVIIe Colloque International des Néohellénistes des Universités francophones, Nanterre, 15-17 Μαΐου 2003, Société Culturelle Néo-hellénique, Παρίσι 2005, σσ. 323-333
 
 
 

«Η θεματική του σώματος ή του κορμιού αποτελεί κεντρικό συστατικό της ποιητικής του Σινόπουλου, το οποίο συχνά λειτουργεί σε άμεση σχέση με τον προβληματισμό του δημιουργού ως προς το υλικό της γραφής του.

Σε γενικές γραμμές, το σώμα παρουσιάζεται στο έργο του Σινόπουλου μέσα από λεπτομερείς περιγραφές στις οποίες κυριαρχεί ο αισθησιασμός του γυναικείου κορμιού καθώς και η ανάμνηση του πληγωμένου, ακρωτηριασμένου ή βασανισμένου από τον πόλεμο ανδρικού σώματος. Η φθορά και η απουσία σημαδεύουν τελικά όλα αυτά τα παρελθόντα πρόσωπα και σώματα, εξιδανικευμένα ηθικά ή αισθητικά, που επισκέπτονται τη μνήμη του ποιητή.

Στον τόμο Συλλογή Ι (1951-1964), η λέξη «σώμα» συναντάται με μεγαλύτερη συχνότητα απ’ ό,τι η λέξη «κορμί». Το σώμα συχνά εξιδανικεύεται και περιγράφεται κυρίως σε σχέση με τη φύση, ως πρώτος ή ως δεύτερος όρος της μεταφοράς. Πιο συγκεκριμένα:

α) το σώμα συγκρίνεται με τα φυσικά στοιχεία

(«Ο αυχένας σου είναι δροσερός σαν το ποτάμι / Το στόμα σου είναι ένα πουλί […] οι φλέβες σου είναι δέντρα με καρπούς […]», Ι 261-262) ή, αντιστρόφως,

β) η φύση συγκρίνεται με σωματικά στοιχεία

(«η νύχτα κρατάει τα στήθια της που στάζουν σκοτάδι / η νύχτα γεμάτη εγκαύματα […]», Ι 174).

Στον τόμο Συλλογή ΙΙ (1965-1980), η λέξη «κορμί» επικρατεί έναντι του «σώματος», φανερώνοντας την περισσότερο εύθραυστη και γήινη εκδοχή της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτή που απειλείται από την αρρώστια, τη φθορά, το θάνατο. Η φύση, κι αυτή, μεταμορφώνεται, απογυμνώνεται, βουλιάζει ή νοσεί, συμμετέχοντας στην περιπέτεια της ανθρώπινης ύλης («Λίγον καιρό μετά από τη γραφή, το ποίημα που είχε φτιάξει για τη θάλασσα, ήταν γεμάτο βρώμικα νερά και πεθαμένα ψάρια.»).

Η συνολική εξέταση της θεματικής του σώματος ή του κορμιού στην ποίηση του Τ. Σινόπουλου απαιτεί, το δίχως άλλο, εκτεταμένη και αναλυτική μελέτη και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ο Σινόπουλος, γιατρός στο επάγγελμα, όχι μόνο περιγράφει τα επιπολής, αλλά ακτινογραφεί και τα εν τω βάθει σωματικά συστατικά, παρατηρεί όχι μόνο όσα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις αλλά και τα κρυμμένα: τα κόκαλα, τα σπλάχνα, το αίμα και, πιο βαθιά ακόμα, τα «εσωτερικά νερά», το πρόσωπο μες στο πρόσωπο, το μάτι μες στο μάτι, το διάφανο χέρι, τον πυρετό. Μία από τις πτυχές της πλούσιας αυτής θεματικής αποτελεί και η «σωματοποίηση» του ποιήματος και των λέξεων, του ποιητικού δηλαδή υλικού με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος και, στην περίπτωση του Σινόπουλου, με το οποίο παλεύει ο ποιητής. Στο θέμα του ποιήματος ως κορμί και στη σωματική σχέση του δημιουργού με το έργο του θα επικεντρωθεί στο εξής η παρούσα μελέτη.

Οι περισσότερες αναφορές εντοπίζονται προς το τέλος του πρώτου τόμου, στη συλλογή Η ποίηση της ποίησης, και στο δεύτερο τόμο, πρωτίστως στις συλλογές Το Χρονικό, Ο Χάρτης και Νυχτολόγιο. Παρατηρούμε ευθύς εξαρχής, όπως είναι αναμενόμενο, ότι η συχνότητα των αναφορών πυκνώνει στις συλλογές εκείνες όπου ο ποιητής αυτοσχολιάζεται, εκφράζοντας σκέψεις πάνω στην ποιητική διαδικασία και στη σχέση ποίησης και μνήμης.

Το υλικό που συγκεντρώνουμε όσον αφορά τη σχέση σώματος / κορμιού και ποίησης σχηματίζει, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, δύο ομάδες αναφορών:

1)                   Το ποίημα και οι λέξεις παρουσιάζονται ως ανεξάρτητοι ζωντανοί οργανισμοί, που εκτελούν σωματικές ενέργειες και πάσχουν από σωματικές αδυναμίες.

2)                   Ο ποιητής, σε άμεση σωματική εξάρτηση από το ποίημα και τη γραφή, πάσχει και παλεύει για να μπορέσει να ελέγξει το δημιούργημά του.

Τα ποιήματα και οι λέξεις πολύ συχνά τοποθετούνται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Σινόπουλου, καθώς έχουμε να κάνουμε με έναν ποιητή-τεχνίτη, που προβληματίζεται πάνω στο υλικό του, επεξεργάζεται επίμονα το ύφος του και αγωνιά να προσδώσει μια νέα διάταξη στον ποιητικό λόγο, κάποτε πέραν των καθιερωμένων σχέσεων σημαίνοντος και σημαινόμενου. Γράφει στο Νυχτολόγιο σχετικά:

«Γιατί δεν γκρεμίζεις αυτό το καλοστημένο (ή δήθεν) γλωσσικό σου οικοδόμημα, γιατί δεν το ξαναφτιάχνεις απ’ την αρχή, με άλλη γραμματική, με άλλη σύνταξη, άλλες λέξεις, (ακόμα κι αυτό) άλλες σχέσεις, συναρτήσεις, δομές; Γιατί δέχεσαι υποταγμένος το κοινώς αποδεχτό νόημα, τη σημασία που σου έχει επιβληθεί αυτών ή εκείνων των λέξεων; Γιατί δεν τις τορπιλλίζεις; γιατί φοβάσαι; […]». Ωστόσο, στην ίδια συλλογή καταλήγει: «Σ’ έχω τσακώσει αρκετές φορές να επινοείς, να κατασκευάζεις. Άσε τα πράγματα να έρθουν μόνα τους, σου το είπα κι άλλοτε. Ό,τι και να κάνεις το κάλπικο προδίνεται, φωνάζει. Ενώ το αληθινό, το γνήσιο, λάμπει από μόνο του, είναι μέσα στα κείμενά σου, συνεννοηθήκαμε;».

Το κορμί του ποιήματος, ανθρώπινο ή ζώου, έχει αυθύπαρκτη ζωή. Οι λέξεις και τα ποιήματα κυοφορούνται, γεννιούνται, ανασαίνουν, αρρωσταίνουν, πονούν, ματώνουν, σακατεύονται, περπατάνε, σκέφτονται, πεισμώνουν, κραυγάζουν, βρίζουν, παλεύουν με τον ποιητή, τον λιθοβολούνε, έχουν χέρια, ουρά, κόκαλα, κομμένο λαιμό.  Στις «Σημειώσεις, VIII» του δεύτερου τόμου, για παράδειγμα, ο αφηγητής-ποιητής περιγράφει τις δυσκολίες της γραφής και τη γέννηση ενός ποιήματος μέσα στο ποίημα:

«Στο μάκρος του παρόντος κειμένου ένας ανάποδος πάει κι έρχεται δαιμονισμένος πυρετός. Μια πάνω και μια κάτω είπα στο τέλος τελικά θα σπάσει το θερμόμετρο. Βγάζεις μια λέξη και το ποίημα τρίζει κάποτε σωριάζεται στο πάτωμα / Η γραφή περπατώντας τώρα δύσκολα, στραβά, πότε χωνεύει το θεματικό υλικό πότε ταράζεται από σκέψεις απειθάρχητες παραστρατήματα παρεκτροπές της μνήμης. […] Μέσα στο ποίημα που παλεύω σήμερα κρύβεται ένα άλλο ποίημα κινείται πίσω από τον ίσκιο του κι αγέννητες – τώρα γεννιούνται οι λέξεις.»

Στην Ποίηση της ποίησης ο Σινόπουλος δίνει επίσης την εικόνα των νεογέννητων λέξεων:

«Οι λέξεις ματωμένες γεννηθήκανε ταίριαξαν τρέμοντας κοιτάζοντας η μια την άλλη»,

αλλά και της επικείμενης ανάστασής τους:

«Κανείς δεν ξέρει ποια τρομαχτική ανάσταση σχεδιάζουν αυτά τα νέα ποιήματα. Το αίμα τους καίει τα δάχτυλα και στάζει τώρα στα χώματα. Από τις πέτρες βγάζουν το κεφάλι τους ανεξήγητες εκκωφαντικές κραυγές.»

Στα παραπάνω παραδείγματα, το ποιητικό υλικό δεν πειθαρχεί στον έλεγχο του δημιουργού, που παρατηρεί το φαινόμενο της γέννησης και της διαμόρφωσης του ποιήματος ως μια διαδικασία αποκάλυψης στην οποία αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να παρέμβει. Ωστόσο, η αποκαλυπτική αυτή θεώρηση της ποιητικής δημιουργίας έρχεται σε αντιδιαστολή, τουλάχιστον φαινομενικά, προς την ιδιότητα του τεχνίτη-ποιητή που διαφαίνεται στην ποίηση του Σινόπουλου και μάλιστα δηλώνεται και από τον ίδιο και προς την έκδηλη προσπάθειά του να ελέγξει το περιεχόμενο της μνήμης, προκειμένου να καταγράψει την Ιστορία και τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα, πέρα από τις λέξεις και τα σημαίνοντα, ο Σινόπουλος αγωνιά για το «μύθο» και τις «σημασίες», για τα σημαινόμενα, τα οποία λείπουν («σ’ ένα κόσμο άδειων σχημάτων») ή αντιστέκονται στην καταγραφή τους:

«Σε τούτο το έργο, αν καλοκοιτάξεις, υπάρχει αυτή η υπόγεια συνέχεια, κρυφή αλυσίδα, κάτι αφανέρωτες ανταποκρίσεις, δίχτυ πολύπλοκο ή αθόρυβος μηχανισμός. Στο πάνω πάτωμα κινούνται ρυθμικά τα επιπολής στοιχεία, λέξεις, δεσίματα κι αναφορές, στιβάδες, στρώματα της γλώσσας. Στο κάτω πάτωμα χωνεύει ο μύθος. Μην προσπαθήσεις να τον βγάλεις από τη φωλιά του, δεν εξαγοράζεται. Είναι ένα ζώο ογκώδες και κακό, δε θέλει φως, δαγκώνει τη σιωπή του.»

«[…] Φρικιαστικές ανταποκρίσεις φρικιαστικές σημασίες. / Τα σιδερένια συνθήματα το κατακάθι του σκοταδιού στο σκυλίσιο κεφάλι σου. / Το κατακάθι του έρωτα καθώς οι λέξεις / όπως οι λέξεις / σ’ αυτό το ποίημα το πικρό που γυρίζει ξαφνικά και δαγκώνει την ουρά του.»

Η μεταφορά του ποιήματος ως παράξενου «ουροβόρου» ζώου, ερπετού ή αμφίβιου, που αυτοτραυματίζεται δαγκώνοντας την ουρά του, υποδηλώνει τη μυστηριώδη και ανεξέλεγκτη λειτουργία της ποιητικής ύλης, που ταυτίζεται με τη μνήμη η οποία προβάλλει εμπόδια στην ποιητική διαδικασία και στη μετατροπή του παρελθόντος βιώματος σε γραφή του παρόντος. Το σώμα του ποιήματος σχηματίζει έναν κλειστό κύκλο διαφυλάσσοντας την αυθυπαρξία του, τονίζοντας την αυτοδημιουργία του και αποκλείοντας συχνά τον δημιουργό από την κατανόηση, ακόμα και από την κατασκευή, του έργου του. Ωστόσο, το «ουροβόρο ποίημα» συνεπάγεται ταυτόχρονα και την αποσπασματικότητα, το κομμάτιασμα ή τον αυτο-ακρωτηριασμό του ποιητικού κειμένου, του οποίου το τέλος (η ουρά του ζώου) δεν ολοκληρώνεται και βυθίζεται στη σιωπή. Η ελλειπτική γραφή, το ατελείωτο κείμενο, η φράση ή το ποίημα που απομένουν μετέωρα χωρίς να ολοκληρωθούν, αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία ύφους της ποίησης του Σινόπουλου και, σε συνδυασμό με την ιδέα της αυτάρκειας του ποιήματος, ανατρέπουν  την ιδέα της παντοδυναμίας του ποιητή απέναντι στο υλικό του («Οι πρώτες λέξεις μέσα στο ποίημα κραυγάζανε απειθάρχητες λες και βρισκότανε σε διαδήλωση. Οι τελευταίες γονάτιζαν χαμένες στη σιωπή και την έκσταση.»).

Εξάλλου, η ταύτιση ποίησης και μνήμης καθώς και η εκτεταμένη αναφορά κυρίων ονομάτων και προσώπων από το τραυματικό παρελθόν, σταθερές της ποίησης του Σινόπουλου, μας οδηγούν στην υπόθεση ότι τα ποιήματα και οι λέξεις, που έχουν το δικό τους ευάλωτο κορμί, που ξεπηδούν απ’ το αίμα, που κρατούν στα χέρια τον κομμένο τους λαιμό, που κραυγάζουν, δεν είναι παρά μια μεταφορά όλων αυτών των νεκρών προσώπων και κορμιών που στοιχειώνουν τον ποιητικό λόγο και αγωνίζονται να αναδυθούν από τη λήθη της σιωπής και του χρόνου.

Ο ποιητής, περιγράφοντας τα σώματα των νεκρών, είτε στην ακμή της ομορφιάς τους (περιγραφές γυναικών) είτε τη στιγμή της φθοράς τους (περιγραφές ανδρών), λόγω όχι του χρόνου αλλά του πολέμου, επιχειρεί μια δική του Νέκυια, προσπαθώντας να μεταφέρει σε μια κενή περιεχομένου πραγματικότητα όχι απλά τα ονόματα αλλά και τα σώματα, όχι απλά τα σημαίνοντα και τους ήχους των λέξεων αλλά και τα σημαινόμενα, τις λέξεις με σάρκα και οστά, το ποίημα μέσα στο ποίημα:

«Στη γλώσσα της ποίησης σημασία έχει όχι μόνο αυτό που βλέπεις (διαβάζεις) γραμμένο αλλά και το άλλο που δεν βλέπεις γραμμένο. Αυτό που κάποτε ακούγεται σα δεύτερος ήχος στα ενδιάμεσα των συλλαβών και των λέξεων – δεν είναι η σιωπή, μη βιάζεσαι – είναι ο ήχος που αφήνουν οι λέξεις όταν οι συλλαβές κι οι λέξεις τρίβονται – τα κόκαλά τους τρίβονται –  η μια με την άλλη […] Καμιά φορά – σπάνια – πίσω από ένα ποίημα ή στα ενδιάμεσά του ακούς καθαρά κάτι σαν ένα δεύτερο ποίημα – η αίσθηση είναι παράξενη, ταράζεσαι τότε. Κι αυτό φυσικά δεν είναι ο αντίλαλος του πρώτου ποιήματος. Είναι ένα άλλο ποίημα, με μια δική του συναρμογή συλλαβών και λέξεων, διαφορετικό απ’ το πρώτο.»

Επόμενο είναι ο ποιητής που θεωρεί πως το ποίημα έχει μια ανεξέλεγκτη και αυθύπαρκτη ενέργεια να βιώνει σωματικά την καθημερινή σχέση με την ποίησή του σαν μια πάλη, έναν αγώνα για να τακτοποιήσει και να πειθαρχήσει το υλικό του. Η σωματική σχέση με τον ποιητικό λόγο αποτελεί κοινό θέμα για πολλούς ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, όπως για τον Καρούζο, τον Σαχτούρη, τον Κύρου, τον Δάλλα και άλλους. Πρόκειται στην ουσία για μια παθολογία που περιλαμβάνει συγκεκριμένα συμπτώματα και παθήσεις, όπως ο πυρετός, το ρίγος, ο πόνος, η πληγή, το έγκαυμα, ο ακρωτηριασμός, η αναπηρία, η αναρθρία, η δύσπνοια, η υπνηλία, η νεύρωση, η παραίσθηση, αλλά και άλλες, επινοημένες ασθένειες, όπως η «αφλογιστία ψυχής» στον Δάλλα, το «πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή» στον Σαχτούρη, η «νεύρωση της αμφιλεξίας» στον Καρούζο.

Στην περίπτωση του Σινόπουλου, οι δυσκολίες της γραφής και της επικοινωνίας εκδηλώνουν, κατ’ αρχάς, σωματικά συμπτώματα και παθολογικές καταστάσεις που εμποδίζουν την ομιλία:

-                      άσθμα

(«Είμαι γνωστός ασθματικός. Λοιπόν είναι δικό μου το λαχάνιασμα, όπου τ’ ακούτε.»),

-                      κόμπιασμα

(«Θα σου σσπάσω τα μούτρα σου, θα σε σσκίσω, θα σε σκα(ο)τώσω…Πσοφίμι!»), ακόμα και

-                      γαύγισμα

(«Το σκοτεινό φως της πατρίδας μου σα φίμωτρο, εμποδίζει τους ψεύτες να γαυγίζουν. Εγώ γιατί γαυγίζω;»).

Ο ποιητής επηρεάζεται σωματικά από τη γραφή και συνήθως πάσχει ή νοσεί στην προσπάθειά του να χειριστεί το υλικό του, σε μια πάλη που διεξάγεται σώμα με σώμα. Οι λέξεις προκαλούν πόνο ή αρρώστια και συχνά πεισμώνουν και εκδικούνται το δημιουργό τους, διεκδικώντας την παρουσία τους μέσα στο ποίημα:

«Οι λέξεις που έμειναν έξω από το ποίημα συνεπαρμένες από μιαν ατέλειωτη παραφορά σωστές μαινάδες παίρνανε πέτρες και λιθοβολούσανε βρίζοντας ακατάπαυστα και τον ποιητή και τους διαβάτες.»

«Μια γλώσσα, ερχόταν δύσκολη από το μισοφώτιστο εσωτερικό, είχε ένα πάθος, είχε ένα πόνο, δε σ’ άφηνε στιγμή να πάρεις ανάσα, λαχάνιαζες καθώς περπατούσες, μια λέξη σφήνωσε στο λαρύγγι, μια λέξη την έφαγες, αχώνευτη σα μολυβόπετρα, μια λέξη ακίνητη φράζει πεισματικά το πέρασμα και δε μπορείς να συνεχίσεις. Δυσκολίες.»

Βασικό μέλημα της ποίησης του Σινόπουλου αποτελεί η αναζήτηση της αλήθειας, της αποκάλυψης της άλλης πλευράς των πραγμάτων, την οποία ο ποιητής εντοπίζει πολλές φορές στο χώρο του ονείρου. Αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα συχνά κρίνεται ως παραίσθηση ή ως «τίποτα», σε αντίθεση με τη διάσταση της μνήμης και του ονείρου, που λειτουργούν ως μεσολαβητές ανάμεσα στον ποιητή και το παρόν και ως αναγκαία προϋπόθεση της ποιητικής διαδικασίας.

Στόχος του Σινόπουλου είναι ν’ αναπαραστήσει με τις λέξεις του, δηλαδή με στοιχεία του πραγματικού, αυτό που αντιστέκεται στις αισθήσεις και παραμένει κρυμμένο και ανέκφραστο. Στην προσπάθειά του να φανερώσει την αλήθεια πέρα από τα φαινόμενα και την απατηλή αναπαράσταση, ο ποιητής αποζητά μια νέα χρήση των λέξεων και των ήχων, διαπιστώνει όμως τη δυσκολία του εγχειρήματός του, η οποία επηρεάζει ακόμα και τη φυσική του ύπαρξη και βιώνεται ως σωματικός πόνος.

Παρόλο που επιδιώκει να διασώσει την ανάμνηση των «άλλων», των νεκρών, το ποιητικό υποκείμενο είναι και παραμένει τελικά κεντρικό πρόσωπο ενός εξίσου αυτοαναφορικού όσο και «ετεροαναφορικού» λόγου. Υπάρχει σωματικά μέσα στη γραφή του και μέσα απ’ αυτό υπάρχουν και οι λέξεις και τα πρόσωπα, αποκτούν σάρκα και φωνή, τρέφονται από τα κύτταρα του δημιουργού τους και, όχι σπάνια, ξεφεύγουν από την κηδεμονία του, συνθήκη που ο ποιητής δείχνει να αποδέχεται προκειμένου να οδηγηθεί στη βαθύτερη ουσία της έκφρασης.

«Τρίβοντας με δύναμη κάτι στραβές κακομούτσουνες λέξεις για ν’ ανάψει μέσα στο ποίημα μια αληθινή φωτιά, έτσι έκαψε ασυλλόγιστος τα χέρια του κι έτρεχε στους γιατρούς.»

 «Η αναζήτηση της αλήθειας ή του θαύματος πέρα από την τυπική χρήση των λέξεων σε ωθεί σ’ αποκαλύψεις που ποτέ δεν υποπτεύθηκες σχέσεις της μνήμης και του χρόνου με το σώμα σου αναγκαιότητες των σπλάχνων σου ξεριζώματα απ’ την ίδια σου την ύπαρξη τόσο οδυνηρά που τότε μόνο νιώθεις πως οι λέξεις και τα πράγματα ζούνε μιαν αυθύπαρκτη ζωή και σε πείσμα της νομιμότητας αναζητούν μια καθαρότερη έκφρασή τους.»

Χαρακτηριστικό της ποίησης του Σινόπουλου είναι και το μοτίβο ενός «εσωτερικού ματιού», ακίνητου και άγρυπνου, που δεν κλείνει ποτέ και βλέπει μέσα στο σκοτάδι. Πρόκειται για ένα μάτι που βρίσκεται στο εσωτερικό του ποιητή, μέσα στο δικό του μάτι. Συχνά αποκαλείται το «μαύρο μάτι», προφανώς όχι μόνο γιατί βλέπει μέσα στη νύχτα, αλλά και γιατί σχετίζεται με τη σκοτεινότητα του θανάτου. Το γεγονός ότι είναι μοναδικό και ακίνητο υποσημαίνει μια σφαιρική θεώρηση των πραγμάτων και ένα βλέμμα που ενοποιεί τη δυαδικότητα της ανθρώπινης όρασης, των δύο φυσικών ματιών.

Πρόκειται ίσως για το «μάτι της ψυχής» που επιτρέπει στον ποιητή να κοιτάζει τον εαυτό του από μια απόσταση, να προβαίνει σε ενός είδους ενόραση, σ’ ένα κοίταγμα του εσωτερικού του κόσμου και της αθέατης πλευράς των πραγμάτων, που παραμένει αξεδιάλυτη και κρυμμένη μέσα στο σκοτάδι. Αλλά και για το μάτι του ονείρου, που συχνά στην ποίηση του Σινόπουλου θεωρείται ως μια άλλη, ίσως και περισσότερο αξιόπιστη, πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, θα λέγαμε ότι αυτό το άυπνο «τρίτο» μάτι, απ’ τη μια πλευρά, παραπέμπει στην αναπόφευκτη δέσμευση του ποιητή στον εξωτερικό κόσμο, δηλαδή στα φαινόμενα, υποδηλώνει όμως, από την άλλη πλευρά, και μια κατάσταση επαγρύπνησης απέναντι στην αισθητή πραγματικότητα: 

«Το μάτι αυτουνού του αγνώστου με κοιτάζει, με παραμονεύει ακοίμητο. Και δε μπορώ να γράψω τίποτα να διαβάσω τίποτα. Το μάτι του μπαίνει μέσα στο δικό μου το μάτι κι ανάβει το φακό του, ψάχνει, κατεβαίνει τις σκάλες ψάχνει μέσα στο σκοτάδι, σκαλίζει ψάχνει.»

«Στο βάθος στα μάτια του είχε ακόμα ένα μάτι, που κοίταγε προς τα μέσα, εκεί καρφωμένο, ποτέ νυσταγμένο. […]»

Το θεματικό συστατικό του εγκιβωτισμού – το μάτι μέσα στο μάτι, το πρόσωπο μέσα στο πρόσωπο, το ποίημα μέσα στο ποίημα – συνδέεται με το θέμα της εσώτερης ύπαρξης και της εσωτερικής περιοχής του κορμιού. Το κορμί του ποιητικού υποκειμένου στον Σινόπουλο είναι διάτρητο, αφήνοντας να φανεί μέσα από τις τρύπες ο ίδιος ο ποιητής, έχει χαραματιές που φράζει ο ποιητής για να μην μπαίνουν τα νερά και το κρύο, έχει πληγές που ξεκινούν από το μυαλό και διαπερνούν το σώμα, είναι γεμάτο «εσωτερικά φαρμακερά νερά» που τρέχουν μετά το θάνατό του, είναι διχοτομημένο, έχει χώματα στο στόμα. Ο ποιητής, σαν ανατόμος, παρατηρεί και περιγράφει τον εαυτό του διαπερνώντας την επιφάνεια της σάρκας, κοιτάζοντας το σώμα μέσα στο σώμα. Είναι ίσως αυτός ένας τρόπος για να απομονώνεται και να παραμένει προσηλωμένος στο ψάξιμο της μνήμης, απερίσπαστος ως προς τα εξωτερικά ερεθίσματα που, από ένα σημείο και πέρα, αδυνατεί να βιώσει η φθαρμένη από την ηλικία σάρκα του. Γράφει στο Νυχτολόγιο, την τελευταία συλλογή του:

«Από αρκετόν καιρό έχω κουφαθεί (ή μισοκουφαθεί) από το δεξί μου αυτί […] Στο διάστημα της ημέρας δεν ξεχωρίζω τα λόγια της Μαρίας, όταν μου μιλάει από το άλλο δωμάτιο. Ωστόσο μου φαίνεται πως τώρα ακούω καλύτερα από πριν τις λεγόμενες «εσωτερικές» φωνές. Φαίνεται πως στο κορμί μου ανοίγονται καινούργιες διαρκώς / στοές ακοής. Έτσι το λέει κάπου η Ελένη Βακαλό.»

Εάν στις προηγούμενες συλλογές του ο Σινόπουλος χρησιμοποιεί το θέμα της σωματικής κόπωσης και φθοράς σαν μια μεταφορά της βιωματικής σχέσης του ποιητή με το ποίημα, στο ύστερο Νυχτολόγιο, η αρρώστια και η αδυναμία του κορμιού να αναμετρηθεί με την ποίηση, ή απλώς να την απολαύσει, ανταποκρίνονται στην πραγματική πλέον φυσική του κατάσταση. Δεν είναι πια η τριβή με τις λέξεις που εξουθενώνει το δημιουργό, αλλά η φυσική κατάπτωση, η απώλεια της νεότητας και της ευρωστίας που επέρχονται στην καθημερινή πραγματικότητα του Σινόπουλου και επιδρούν τόσο στο σώμα όσο και στη ψυχή του. Οι αισθήσεις, μέσω των οποίων παλαιότερα εγγράφονταν στη σάρκα του ποιητή η ζωή και η τέχνη, εξασθενούν, το ίδιο και η μνήμη, που υπήρξε η γενεσιουργός αιτία και ο πυρήνας της γραφής του:

«[…] Βέβαια εσύ και σήμερα διαβάζεις, προσπαθείς να διαβάσεις, επιμένεις, βασανίζεσαι. Όμως καμιά δυνατή χαρά, καμιά ερεθιστική έκπληξη. Κανείς δε βγάζει με το μαχαίρι του φλούδες από το κορμί σου, όπως γινότανε παλιά, όταν ανακάλυπτες και τούτο και κείνο και το άλλο και ξενύχταγες και μεθυσμένος, μεταρσιωμένος και πήγαινες ως τα χαράματα.

Τώρα έχασες το ενδιαφέρον σου ακόμα και για την ποίηση, όπως χάνει κανείς – ας πούμε απ’ τα σαράντα κι ύστερα – σιγά σιγά τα μαλλιά του, τα δόντια του ή τη μνήμη του […]».

Εφόσον σε πολύ σπάνιες μόνο περιπτώσεις η ποίηση λειτουργεί στον Σινόπουλο ως φάρμακο «κακών επίληθον απάντων» και «νάρκη του άλγους» ή ως λυτρωτική, αναστάσιμη αξία, η επίκληση της «Τέχνης της Ποιήσεως» δεν μπορεί να ανακουφίσει τον ποιητή, όπως συμβαίνει με τον καβαφικό Ιάσωνα Κλεάνδρου: «Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου / είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι […] Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάμνουνε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή.». Η σωματική αλλά και αυτοαναφορική θεώρηση της ποίησης στον Σινόπουλο, θέλει το έργο να γερνά και να φθείρεται μαζί με το δημιουργό του, για έναν λόγο παραπάνω, ότι η ποίηση ταυτίζεται με την ανάμνηση, η οποία ξεθωριάζει με το πέρασμα του χρόνου και το γήρας.

Όπως έχει υποστηριχτεί, η συνδήλωση της ποιητικής τέχνης με τροπικά σχήματα αποτελεί έναν από τους κοινότερους τόπους στην ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η συνδήλωση αυτή επικεντρώνεται σε μια παθολογία της ποίησης, δηλαδή στην καταγραφή σωματικών συμπτωμάτων ή παθήσεων που εκδηλώνονται λόγω της αδυναμίας που αισθάνεται ο ποιητής να επικοινωνήσει με τους άλλους μέσω του ποιητικού λόγου αλλά και λόγω της «οδυνηρής μέθεξής» του στα γεγονότα που περιγράφει. Η γραφή του Σινόπουλου έχει επιπλέον και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σωματικής αυθυπαρξίας των λέξεων, που εκφράζουν τα δικά τους συναισθήματα και τα δικά τους πάθη και συχνά αντιστέκονται στην ποιητική βούληση. Φαινόμενο το οποίο τελικά όχι μόνο δεν ανατρέπει την εικόνα του τεχνίτη-ποιητή στην οποία αναφερθήκαμε, αλλά μάλλον την επιτείνει, παραπέμποντας σε μια κατάσταση αντι-έμπνευσης και διαρκούς σύγκρουσης του δημιουργού με το εκφραστικό του υλικό».