Αργυρίου Αλέξανδρος, Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών
 
Αθήνα 1983, Γνώση, Σσ. 225-231
 
 
 

Αν προσέξατε, όσοι ακούτε για πρώτη φορά Σαχτούρη, ή ξέρετε αποσπασματικά την ποίησή του, θα αντιληφθήκατε ότι δεν εξέχει καμιά λέξη του, είτε φωνητικά είτε εννοιολογικά. Είναι όλες βγαλμένες από ένα καθημερινό σχεδόν λεξιλόγιο. Σπάνια συναντάμε υπογραμμίσεις, και είναι συνήθως φράσεις που επαναλαμβάνονται, όπως: "μέσα στο φόβο / μέσα στο φόβο".

Αλλά το χαρακτηριστικά ιδιαίτερο της ποιητικής ατμόσφαιρας του Σαχτούρη οφείλεται στην εκλογή των στοιχείων που κάνει για να αποδώσει μια κατάσταση. Γίνεται περιγραφικός. Η φαντασία του δηλαδή δεν φαίνεται να έχει οικοδομηθεί επάνω σε λέξεις άλλα σε παραστάσεις. Από  την πλευρά της λεκτικής του λιτότητας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο λιγότερο ρητορικός από όλους τους άλλους Έλληνες υπερρεαλιστές, ορθόδοξους και αιρετικούς. Ωστόσο το πεδίο που επικαλύπτουν οι λέξεις του είναι επαρκές  ώστε να μας δοθεί η παράσταση ενός κόσμου: εφιαλτικού  (χωρίς έμφαση), τερατώδους (χωρίς να είναι ανυπόστατος).  Τελικά δηλαδή ο κόσμος του Σαχτούρη αναγνωρίζεται. Αποτελείται από θραύσματα του υπαρκτού κόσμου, αντανάκλαση μιας πραγματικότητας που γεννήθηκε μέσα και μετά το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπως, αίφνης, τρομακτικός,  παραμορφωμένος, ανάκατος (άνθρωποι, ζώα και αντικείμενα) είναι ο κόσμος στην "Γκέρνικα" του Picasso. Δεν  ανέφερα τυχαία τον Picasso. Νομίζω ότι μέσα στα εμπειριακά δεδομένα του Σαχτούρη ανήκει και η ζωγραφική της  avant-garde.

Ας προσέξομε, για να το διαπιστώσομε, τη σύνθεση του ποιήματος που θα διαβάσω σε λίγο. Πριν όμως θέλω να παρατηρήσω ότι ο έρωτας και άλλες παρηγορίες της ζωής απουσιάζουν από την ποίηση του Σαχτούρη. Σαν να μην μπορεί τίποτε να θίξει τη μοναξιά του, να τον απομακρύνει από μια κατάσταση που διάλεξε ή του επιβλήθηκε: Ενός παρατηρητή που με φοβισμένα μάτια κοιτάζει τον κόσμο. Βρίσκεται: μέσα στον κόσμο (γιατί τον υφίσταται), αλλά αισθάνεται ότι παραμένει και έξω από τον κόσμο (επειδή δεν μετέχει ως ενεργό άτομο αλλά ως ενεργούμενο). Αυτό ισοδυναμεί ίσως με μια έμμεση άρνηση του κόσμου: ως κοινωνικού φαινομένου, ως χώρου συμβίωσης. Από αυτή τη σκοπιά μού φαίνεται περίεργο ένα από τα τελευταία του ποιήματα (που το προκάλεσε η αυτοκτονία ενός φίλου του, του Γιώργου Μακρή) στο οποίο ομολογεί ότι "έζησε και αγάπησε τους ζωντανούς ανθρώπους" (ενώ τόσο συχνά μιλά για νεκρούς, κατατάσσοντας στους νεκρούς και τον εαυτό του πολλές φορές). Η αντίφαση είναι φαινομενική.

Στη συνέχεια του ποιήματος (από το όμως και έπειτα) αναιρείται η αρχική δήλωσή του που φάνηκε να μας μπερδεύει:

 

Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους

αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους

όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά

στους άγριους άρρωστους με τα φτερά

στους μεγάλους απεριόριστους τρελούς

κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους.

     

(Αυτό το τελευταίο μοιάζει σαν η αυτοκτονία να είναι: ένας "θαυμάσιος θάνατος"· όχι περίεργο για μια ποίηση που τα δάνεια της από τον εξωτερικό κόσμο είναι οι εφιαλτικές του εικόνες).

Αλλά καιρός είναι να διαβάσω το ποίημα που υποσχέθηκα πριν από λίγο. Είναι "Η σκηνή" από τη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο. Πρόκειται για ένα από τα πιο βατά ποιήματα του Σαχτούρη. Χώρος του: ένα δωμάτιο. Το οποίο στολίζεται: για μια υποδοχή, υποτίθεται. Στο τραπέζι: στήσανε ένα κεφάλι από πηλό. Το διακοσμητικό αυτό στοιχείο υποβάλλει και το αίσθημα του εύθραυστου (κεφάλι: από πηλό). Οι τοίχοι: στολίστηκαν με λουλούδια. Το απροσδιόριστο: "λουλούδια", που είναι ουσιαστικά τόσο αφηρημένο, μας υποβάλλει το αίσθημα ότι η διακόσμηση είναι συμβατική. Είπαμε: Στο τραπέζι - το κεφάλι από πηλό. Στους τοίχους - τα λουλούδια. Στο κρεβάτι τώρα: "είχανε κόψει από χαρτί / δυο σώματα ερωτικά". Είναι υποτίθεται ο λόγος που έγινε η διακόσμηση. Έτσι όμως που τα ερωτικά σώματα είναι από χαρτί, περνάνε κι αυτά μέσα στη διακόσμηση. Αλλά άραγε να είναι, μέσα στη διακόσμηση του δωματίου, και τα άλλα δυο ετερόκλητα στοιχεία που ακούμε ότι βρίσκονται: "στο πάτωμα τριγύριζαν φίδια / και πεταλούδες"; Υπογραμμίζω και εξηγώ: Συνυπάρχουν: Φίδια (ζώα, ερπετά, που σέρνονται στη γη, στο έδαφος - εδώ στο πάτωμα αλλά και περιτυλίγονται στο ανθρώπινο σώμα – Λαοκόων - και πιθανώς μας ανακαλούνται συναισθήματα ανατριχιαστικά, αηδίας, ασφυξίας, ενώ λανθάνει ο φόβος· το φίδι είναι επικίνδυνο) και πεταλούδες. Η συνύπαρξη είναι τερατώδης. Τα μεν έρπουν, τα δε πετούν. Τα πρώτα είναι ύπουλα, τα δεύτερα είναι αθώα - θυμηθείτε ότι συμβολίζουν τις Ψυχές. Και τον σολωμικό στίχο: "έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα". Ας πάμε όμως παρακάτω: "ένας μεγάλος σκύλος φύλαγε / στη γωνιά". Αυτό το στοιχείο νομίζω πως δρα προσθετικά, συμπληρώνοντας τη διακόσμηση του σπιτιού. Σπίτι-σκύλος-φύλακας. Από μια άλλη πλευρά, το ότι ο σκύλος είναι μεγάλος, συνεπώς διαφοροποιείται από το οικιακό σκυλί, μπορεί να είναι αμυδρά και ένα είδος Κέρβερου του Άδη. (Σκέπτομαι το δωμάτιο στο Κεκλεισμένων των θυρών του Sartre).

Παύση και περνάμε σε μια άλλη περιγραφή: "Σπάγκοι διασχίζαν το δωμάτιο απ' όλες / τις πλευρές". Και πηδώντας προσωρινά δυο στίχους, βλέπομε σε τι χρησιμεύουν αυτοί οι σπάγκοι: "ένας από τους σπάγκους έσπρωχνε τα σώματα / στον έρωτα". Επομένως από τους σπάγκους εξαρτώνται οι κινήσεις των δυο ανθρώπινων ομοιωμάτων, των δυο σωμάτων από χαρτί, που έχομε συναντήσει προηγούμενα. Δηλαδή οι κινήσεις τους δεν είναι ελεύθερες αλλά καταναγκασμένες. Οι δυο ενδιάμεσοι στίχοι που παρέλειψα, λένε (για τους σπάγκους που έσπρωχναν τα σώματα στον έρωτα) "δε θα 'ταν φρόνιμο κανείς / να τους τραβήξει". Προσέξτε τι διάσταση έχει η κοινή λέξη "φρόνιμο" μέσα στην παρακλητική φράση: "δε θα 'ταν φρόνιμο". Αν παρατηρήσομε τώρα τις λέξεις "κανείς" (να τους τραβήξει) "τους σπάγκους", μπορούμε να αναρωτηθούμε: Ποιος μπορεί να είναι εκείνος που τραβάει τους σπάγκους; Μαζί με το ότι το ποίημα αρχίζει: "Απάνω στο τραπέζι είχανε στήσει", η απορία επεκτείνεται στο: Ποιοι "είχανε στήσει" "απάνω στο τραπέζι"; Δεν ξέρω, αλλά υποθέτω ότι με όλο το ποίημα υποβάλλεται μια ανθρώπινη κατάσταση. Ότι κάποιοι άλλοι (έξω από τους ανθρώπους - οι θεοί; η μοίρα; το ένστικτο;) ρυθμίζουν την ανθρώπινη ζωή και οι άνθρωποι είναι έρμαια, ακόμη και στις πιο ιδιωτικές τους συμπεριφορές.

Και το ποίημα έχει κατακλείδα τους στίχους: "Η δυστυχία απ' έξω" (προφανώς από το σπίτι) "έγδερνε τις πόρτες". Το "έγδερνε", πάλι ένα κοινό ρήμα, μας δίδει ανάγλυφη την παράσταση μιας ανατριχιαστικής κατάστασης.

Όλα τα ρήματα του ποιήματος είναι σε παρωχημένο χρόνο. Στο παρόν βρισκόμαστε μόνο με την άμεσα μελλοντική και πιθανή πράξη: "δε θα 'ταν φρόνιμο κανείς /να τους τραβήξει" (που υποβάλλει την απόκριση-έκκληση: Μην τραβήξετε τους σπάγκους) έτσι που η φράση αποκτά, και γι' αυτό το λόγο, μια ιδιαίτερη έμφαση. Είναι σαν να αποτελεί το κέντρο βάρους του ποιήματος, όχι από την πλευρά του νοήματος, αλλά διότι αποτελεί το μόνο συνειδητό μέρος του ποιήματος, που είναι, πιθανώς, και η θέση του ποιητή. Κι εδώ μπορεί κανείς να δει ότι το ενδεχόμενο (το να κάνουν - σπρωγμένα τα σώματα έρωτα) που θα καταλήξει στην άβυσσο η οποία έρχεται μετά, έχει μεταφυσική, ας το πούμε, διάσταση και όχι φυσική, όπως η "ωχρά σπειροχαίτη" του Καρυωτάκη. Θυμίζω το τέλος του ποιήματος του Καρυωτάκη, για να δούμε τη διαφορά:

 

...Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,

   στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,

   γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη

   κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.

 

Και τώρα, μετά την αποσύνθεση του ποιήματος που έκανα, ιδού το ίδιο το ποίημα, που ενδεχομένως μπορεί να σας πει περισσότερα ή διαφορετικά απ' όσα αντιλήφθηκα εγώ. Κι αυτή η άλλη εκδοχή του ποιήματος, αν ίσως δεν μπορέσετε να την κάνετε τώρα, που το ακούτε μόνο μια φορά, μπορεί να γίνει από τον καθένα σας όταν το διαβάζει για λογαριασμό του) και μάλιστα μαζί και μέσα στα άλλα ποιήματα του Σαχτούρη που δημιουργούν τα απαραίτητα συμφραζόμενα.

 

Η ΣΚΗΝΗ

Απάνω στο τραπέζι είχανε στήσει

ένα κεφάλι από πηλό

τους τοίχους τους είχαν στολίσει

με λουλούδια

απάνω στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτί

δυο σώματα ερωτικά

στο πάτωμα τριγύριζαν φίδια

και πεταλούδες

ένας μεγάλος σκύλος

φύλαγε στη γωνιά

 

Σπάγκοι διασχίζαν το δωμάτιο άπ' όλες

τις πλευρές

δε θα 'ταν φρόνιμο κανείς

να τους τραβήξει

ένας από τους σπάγκους έσπρωχνε τα σώματα

στον έρωτα

Η δυστυχία απ' έξω έγδερνε τις πόρτες

 

   Όπως μπορούμε να παρατηρήσομε στα ποιήματα του Σαχτούρη (που είναι γραμμένα μέσα σ' ένα χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα 25 χρόνια) ο ποιητικός του ορίζοντας δεν μεγαλώνει· καταλαμβάνει την ίδια έκταση που είχε από την αρχή, αλλά τα σημεία που εξερευνά πολλαπλασιάζονται, έτσι που τελικά ο κόσμος του να μας προσφέρεται με πολλά σημεία αναφοράς και να μας γίνεται οικείος και αναγνωρίσιμος.

Όσο περνάνε τα χρόνια ο λόγος του Σαχτούρη γίνεται πιο κρυπτικός, περιορίζονται τα έκδηλα στοιχεία από την πραγματικότητα και μετασχηματίζονται σε "στίγματα" (για να δανειστώ μια λέξη του-κλειδί), που λειτουργούν υπαινικτικά. Ωστόσο μέσα από την υποκειμενική όραση του ποιητή, οι καταστάσεις έχουν μια αντικειμενική υπόσταση, επειδή είναι "φάσματα" (άλλη λέξη-κλειδί) του υπαρκτού κόσμου. Νομίζω ότι η πραγματικότητα στην ποίηση του Σαχτούρη περνάει από δυο κατεργασίες. Με την πρώτη κατεργασία βλέπεται: ως μνήμη, ως όνειρο ή ως εφιάλτης. Με τη δεύτερη κατεργασία: ως βιωμένα γεγονότα, που γι' αυτό φορτίζονται με μια φιλοσοφημένη στάση η οποία οδηγεί στο αίτημα: επιλογής των στοιχείων της πραγματικότητας, ώστε να επαληθεύεται το έσχατο συμπέρασμα του Σαχτούρη, που δεν βρίσκω να είναι θετικό για τη ζωή, έτσι όπως τη βιώνει μέσα στη σύγχρονη κοινωνία. Ο Σεφέρης έλεγε ότι στο βάθος κάθε ανθρακωρυχείου υπάρχει πάντα ένα άσπρο άλογο. Στην ποίηση του Σαχτούρη το μόνο άσπρο είναι: λίγο χιόνι, δηλαδή: το λιγοστό άσπρο / και το κρύο συνυφασμένα. Ένα είδος ανατριχιαστικής αίσθησης της ζωής.