Αλεξιάδου Θεοδούλη, «Η έννοια του άλλου στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη. Ποίηση και πραγματικότητα», στο Ο ‘Άλλος’ στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα
 
1-3 Δεκεμβρίου 2000, Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση (ΠΑ.ΠΟ.Κ), Φιλολογική, Αφιέρωμα Μίλτος Σαχτούρης, έτος 23, τχ. 92, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2005, σσ. 56-60
 
 
 

«Η έννοια του άλλου εκτείνεται σε ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο, όπου συνδιαλέγονται, μεταξύ άλλων, η κοινωνιολογία, η ψυχανάλυση, η φιλοσοφία – ηθική, μεταφυσική, οντολογία. Προκειμένου να ορίσουμε, ως ένα βαθμό, τα πλαίσια  της ετερότητας, διακρίνουμε ορισμένες κατηγορίες που προκύπτουν από τη συνολική μελέτη της σκέψης σχετικά με τον άλλο και λαμβάνουν πάντα υπόψη τις αχνές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των επιμέρους εννοιών:

Ο φυσικός ή ο κοινωνικός άλλος: ο πλησίον, δηλαδή ο άλλος που επωμιζόμαστε, και ο ξένος.

                Ο μεταφυσικός ή ο απόλυτος άλλος: το απόλυτο μυστήριο που αδυνατούμε να κατανοήσουμε, ο θάνατος και ο χρόνος.

                Ο ψυχολογικός άλλος : ο «ξένος εαυτός» ή το «εγώ ως άλλος».

                Το αυτό και το άλλο: η πτώση και η ανύψωση, η δέσμευση στην ανθρώπινη συνθήκη και η πορεία προς την υπέρβαση του εαυτού, προς το απόλυτο.

Στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, η θεματική της ετερότητας ακολουθεί μια πορεία που, από ένα σημείο και πέρα, παραμένει σταθερή και δεν παραλλάσσει  ως προς τον τρόπο που ο ποιητής βιώνει τη σχέση του με την πραγματικότητα και με την τέχνη του, μέσα και έξω από την πραγματικότητα. Ο Σαχτούρης δεν επιδιώκει ανατροπές όσον αφορά τις βασικές συντεταγμένες του προσωπικού του μύθου, ωστόσο, αυτή η θεματική σταθερότητα δεν συνεπάγεται ότι ο ποιητής παραμένει τελικά ανεξέλικτος.

                Στη σαχτουρική ποιητική, η στάση του δημιουργού απέναντι στον κόσμο αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό δεν είναι δογματική ή μονόπλευρη. Ο ποιητής δεν έπαψε ποτέ να αντιμετωπίζει τα πράγματα με απορία και να πηγαινοέρχεται ασταμάτητα ανάμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο και τον άλλο, στους ζωντανούς και τους νεκρούς, το παρελθόν και το παρόν, την αποδοχή και την αμφισβήτηση της ποίησης, τη φρίκη και την προοπτική, τα τέρατα και τους αγίους και, τέλος, ανάμεσα σ’ αυτόν τον ίδιο και τον εαυτό του.

                Η προσέγγισή μας επικεντρώνει το ενδιαφέρον σε ορισμένα βασικά σημεία της θεματικής της ετερότητας που δεσπόζουν στην ποίηση του Σαχτούρη:

  1. Ο ποιητής και οι άλλοι. Ο εχθρική πραγματικότητα και ο κοινωνικός περίγυρος. Η διατήρηση της ποιητικής ταυτότητας.
  2. Ο διχασμός του ποιητικού εγώ. Ο «ξένος εαυτός» και το «εγώ ως άλλος».
  3. Ο ποιητής ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Οι εκλεκτικές συγγένειες.
  4.  Η στιγμή της ποιητικής έμπνευσης ως δικαίωση και απελευθέρωση της ποιητικής φωνής. Η ποίηση, φυγή από την πραγματικότητα.
  5.  Η δέσμευση του ποιητή στο καθήκον του. Η συνάντηση με τον εαυτό.

Τα σημάδια της Κατοχής και του Εμφυλίου, η απανταχού παρουσία του θανάτου και η κοινωνική διάβρωση που επακολούθησε, συνθέτουν ένα κλίμα σήψης και φθοράς που αποδίδεται στο έργο του Σαχτούρη με εφιαλτικές εικόνες: τέρατα και θηρία που κυκλοφορούν ανάμεσα στους ανθρώπους, πουλιά που δείχνουν τα δόντια τους και άλλα που φεύγουν τρομαγμένα, κόκκινο, άσπρο και μαύρο χρώμα, νεκροί και φαντάσματα, πυρετός, χιόνι που σκεπάζει τα πάντα. Ο ποιητής αντιμετωπίζει μια καθημερινότητα εχθρική, βιώνει την απόλυτη μοναξιά και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. Ωστόσο, επιμένει να είναι ποιητής.

ΚΑΤΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ

 

Κάτι επικίνδυνα κομμάτια

χάος

είν’ η ψυχή μου

που έκοψε με τα δόντια του

ο Θεός

 

άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια

τα δείχνουν

τα πουλάνε

τ’ αγοράζουν

 

εγώ δεν τα πουλώ

 

οι άνθρωποι

τα κοιτάζουν

με ρωτάνε

άλλοι γελάνε

άλλοι προσπερνάνε

 

εγώ δεν τα πουλώ

 

Η επιμονή στη διατήρηση της ποιητικής ταυτότητας έναντι της κοινωνικής ετερότητας αποτελεί έναν από τους τρόπους άμυνας για την ηθική και πνευματική επιβίωση του ποιητή. Ακόμα και στις περιπτώσεις που το ποιητικό υποκείμενο εξαναγκάζεται στην πράξη του αυτοακρωτηριασμού ή του τεμαχισμού του εγώ και της φυσικής παρουσίας, προκειμένου να λυτρωθεί από τη βασανιστική, για την ανθρώπινη φύση του, ποιητική ιδιότητα, οδηγείται τελικά στη συνειδητοποίηση του μάταιου εγχειρήματος και στην αποδοχή της ιδιαίτερης συνθήκης του καλλιτέχνη.

Δεν είναι, όμως, μόνο η κοινωνική αλλοτρίωση που οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο στην απομόνωση και του προκαλεί την αίσθηση του ανοίκειου και της αποξένωσης, ακόμα και προς τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι και η ίδια η ποίηση, που ωθεί τον ποιητή εκτός εαυτού (έξαλλος) και τον κάνει όχι μόνο να φαίνεται στους άλλους αλλά και να αισθάνεται σαν ένα παράξενο πλάσμα, ένα απόκοσμο τέρας, όπως αυτά που περιγράφει στους στίχους του, που προκαλεί κι αυτό με τη σειρά του συναισθήματα «διανοητικής αβεβαιότητας» στους ανθρώπους. Η ποίηση είναι για τον Σαχτούρη μια υπόθεση δύσκολη, τυραννική, στιγμή προσωπικού μαρτυρίου και αλλοφροσύνης, αρρώστια και λύτρωση μαζί.

ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

 

Έκοψα το κεφάλι μου

τό ’βαλα σ’ ένα πιάτο

και το πήγα στο γιατρό μου

 

─ Δεν έχει τίποτε, μου είπε,

είναι απλώς πυρακτωμένο

ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε

 

τό ’ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους

τότε είναι που χάλασε τον κόσμο

άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια

να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει

 

το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου

 

γύριζα έξαλλος τους δρόμους

 

με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή

 

                Το θεματικό μοτίβο του «εγώ ως άλλος» είναι κυρίαρχο στο έργο του Σαχτούρη. Η μόνιμη απειλή του θανάτου, η σχέση με την ποίηση, η μοναξιά και η απουσία του έρωτα, ο διχασμός ανάμεσα στο εδώ και το αλλού, ωθούν το ποιητικό υποκείμενο σε μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων, που συνοψίζονται στις ακόλουθες κατηγορίες:

Ø       αμφισβήτηση της ταυτότητάς του ως ποιητή:

«Δεν έχω γράψει ποιήματα / δεν έχω γράψει ποιήματα / μόνο σταυρούς / σε μνήματα καρφώνω» (Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, Ποιήματα, σ. 134)

αμφισβήτηση της ίδιας του της ύπαρξης:

«ποτέ μου / ποτέ μου / δεν είχα γεννηθεί» (Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΎ, Ποιήματα, σ.155)

«Το καφενείο που πίνω τον καφέ μου / είναι άδειο / μόνο εγώ υπάρχω / έτσι το καφενείο είναι τελείως άδειο / γιατί ούτε εγώ υπάρχω.» (Η ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, Εκτοπλάσματα, σ.20)

 

Ø        έξοδος από το εγώ και παρατήρηση του εαυτού από απόσταση:

«Καθόμουνα στο καφενείο και κοίταζα / από τη βιτρίνα /[…]/ ήτανε όλα τόσο άσχημα, φριχτά / που άρχισα να γελάω / να γελάω / να γελάω // είδα και τον εαυτό μου να περνάει / έξω από τη βιτρίνα // ήταν απέραντα θλιμμένος και σκεφτικός» (ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ, Ποιήματα, σ.254)

 

Ø       σκηνοθεσία θανάτωσης του εαυτού:

«Άραγε ο πνιγμένος / με το ριγέ άσπρο κοστούμι στη γωνία / να είμαι εγώ; /[…]/ άπλωσα την καρδιά μου πάνω στο τραπέζι / την έκοψα στα δύο μ’ ένα ψωμομάχαιρο // ύστερα ξάπλωσα λουλούδια μέσα στην μπανιέρα // ύστερα έπεσα να κοιμηθώ» (Ο ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ, Ποιήματα, σ.244)

 

Ø       διχασμός του εγώ σε περισσότερα υποκείμενα:

«Το φάντασμά μου τώρα αναζητώ // κλεμμένο απ’ το σκελετό μου /[…]/ αυτό το φάντασμα εγώ / κλεμμένο απ’ το δικό μου σκελετό / αναζητώ /[…]/ δίχως το γέλιο / με το γέλιο / τελειωμένο / με τη φωνή μου που πάει τώρα να χαθεί / εγώ το φάντασμά μου εγώ […]» (Η ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΟΣ, Ποιήματα, σ.214)

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι στην πλειονότητα των ποιημάτων στα οποία επισημαίνεται η θεματική του «άλλου εαυτού» ο ποιητής μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, αφήνοντας να διαφανεί μια συνειδητή τάση αποστασιοποίησης από τον εαυτό, με σκοπό την αυτοπαρατήρηση αλλά και την υπέρβαση της φαινομενικής πραγματικότητας. Εξάλλου, από τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία που διαθέτουμε για τον Σαχτούρη, γνωρίζουμε την εμμονή του σ’ ένα βίο μοναχικό και ολωσδιόλου ασκητικό, γεγονός που και αυτό εξηγεί, από μια ψυχαναλυτική σκοπιά, τη διαδικασία αναζήτησης ή διαίρεσης του εγώ ως αποτέλεσμα της έλλειψης σημείων αναφοράς στον αλλοτριωμένο κοινωνικό περίγυρο.

                Ωστόσο, το ποιητικό υποκείμενο του Σαχτούρη επιλέγει κάποιες φιλίες και «συναναστροφές» που αφορούν εκλεκτικές συγγένειες και συνθέτουν ένα παρουσιολόγιο απόντων δημιουργών. Μέσα στον κλειστό χώρο του δωματίου του, συναντιέται και συνομιλεί κυρίως με ποιητές ή συγγραφείς (Εμπειρίκος, Καρούζος, Ντύλαν Τόμας, Κάφκα) που έχουν πεθάνει  και έχουν αναχθεί στη συνείδησή του σε ποιητές-ήρωες ή προφήτες, με κριτήριο όχι μόνο το πρωτοποριακό έργο αλλά και την αντισυμβατική ζωή τους και, σε αρκετές περιπτώσεις, το «θριαμβικό» τους θάνατο («Στις δώδεκα και μισή / τη νύχτα / την ίδια ώρα και συγχρόνως / φάνηκε στο μεγάλο καθρέφτη και στο παράθυρό μου / ο Ντύλαν Τόμας μ’ ένα αναμμένο κόκκινο κερί / στο στόμα // νεκρός βέβαια / κι άγιος / και τρελός / όπως το έχω ξαναπεί […]»).

Στην ιδιότυπη αυτή πραγματικότητα εντάσσονται, σύμφωνα με τα ίδια πάντα κριτήρια, άγιοι, αγίες, μάρτυρες και τρελοί, οι οποίοι όχι μόνο συνυπάρχουν με τους νεκρούς ποιητές αλλά και κυκλοφορούν ανάμεσα στους ζωντανούς. Έτσι, ό,τι θα χαρακτηριζόταν ως ανοίκειο ή ετερότητα, δηλαδή ο πεθαμένος που επιστρέφει με μορφή φαντάσματος, ο τρελός ή ακόμα και ο αυτόχειρας, στο ποιητικό σύμπαν του Σαχτούρη παρουσιάζεται σαν καταφύγιο, σαν κάτι οικείο ή αγαπημένο, ίσως και όμοιο του ποιητή. Δεν είναι εξάλλου λίγες οι φορές που και το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο κυκλοφορεί ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και στη χώρα των νεκρών. Η απόσταση ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό ακυρώνεται. Ο ποιητής συνευρίσκεται με τα πρόσωπα αυτά σε μια ζώνη ουδέτερη, δημιουργώντας μια δεύτερη πραγματικότητα, ένα άλλο παρόν, στο οποίο συμμετέχει, μαζί με τους πεθαμένους, που μεταμορφώνονται κι αυτοί με τη σειρά τους σε νεκρούς-ζωντανούς.

                Στο ποίημα που ακολουθεί και είναι αφιερωμένο στη μνήμη του αυτόχειρα ή του «θαυμάσια πεθαμένου» Γιώργου Μακρή, ο ποιητής κάνει τον απολογισμό του:

                 ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ

                             

                                       μνήμη Γιώργου Μακρή

Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους

κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους

όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά

στους άγριους αρρώστους με τα φτερά

στους μεγάλους απεριόριστους τρελούς

κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους

Στο έργο του Σαχτούρη, η ποιητική δημιουργία συνδέεται άρρηκτα με τη στιγμή της έμπνευσης,  ως υπέρβασης των ανθρώπινων ορίων και φυγής από την πραγματικότητα. Η κάθετη αντίληψη του κόσμου και η αρχετυπική αντίθεση ανάμεσα στο κάτω και το επάνω συνιστούν βασικά θεματικά συστατικά της σαχτουρικής ποιητικής. Στο παρακάτω ποίημα, ο ποιητής αποσπάται από την ανθρώπινη συνθήκη και τις γήινες καταστάσεις, μέσω της μηχανής ή του μαρτυρίου του τροχού, και εκτοξεύεται μακριά από τις εφιαλτικές και απειλητικές εικόνες της μεταπολεμικής καθημερινότητας, διακινδυνεύοντας ωστόσο ανά πάσα στιγμή να πέσει και να τσακιστεί. Η στιγμή της έμπνευσης συμπίπτει με την έξοδο από τον εαυτό και αποτελεί συγχρόνως μαρτύριο που εμπεριέχει τον κίνδυνο αλλά και απελευθέρωση.

 

                    ΤΟ ΑΝΕΒΑΣΜΑ

 

                                           Στον Kυριάκο Pόκο

Στριφογυρίζει ο ποιητής επάνω στον τροχό του

στριφογυρίζει ο ποιητής δαιμονισμένα

ένα κεφάλι αλόγου σπασμένο μέσ' στα πόδια του

μια γυναίκα ανοίγει τ' άσπρο στόμα να δαγκάσει

φίδια φαρμακερά τον τριγυρίζουν

χάμω κυλάνε κέρματα

καύκαλα τσακισμένα ριγμένα μέσ' στη λάσπη του

και στρογγυλά χαλύβδινα λουλούδια να σφυρίζουν

 

καθώς στριφογυρνάει ο ποιητής

αρχίζει ν' ανεβαίνει

όπως γυρίζει φρενιασμένα

κι όπως γυρίζει φρενικά

αρχίζει ν' ανεβαίνει

 

το ένα του χέρι είναι σβηστό

στο άλλο να κρατάει ένα αναμμένο κάρβουνο

 

                Όσο, όμως, κι αν ο δημιουργός μεταμορφώνεται την ώρα της έμπνευσης σε δαιμονική και φρενιασμένη φιγούρα που στριφογυρίζει και αποσπάται από το έδαφος και από τα ζοφερά γήινα δεσμά, υπάρχουν και λίγες στιγμές στο έργο του Σαχτούρη που ο ποιητής δεσμεύεται να καταγράψει τη φωτεινή πλευρά της πραγματικότητας, αυτή που αντιπροσωπεύει  την ομορφιά, το φως και τον έρωτα · με μια λέξη, τη ζωή. Τότε είναι που η ποίηση δεν νοείται ως φυγή ή κατάσταση τρέλας, τότε είναι που η λέξη Ποιητής γράφεται με Π κεφαλαίο και ο δημιουργός απευθύνεται εις εαυτόν, χωρίς ωστόσο να διχάζεται ή να αυτοπαρατηρείται. Αφήνει για λίγο τον κόσμο των ζωντανών-νεκρών, των «θαυμάσια πεθαμένων» και των φαντασμάτων, το κλίμα της ετερότητας και της αντεστραμμένης πραγματικότητας και στρέφεται προς έναν άλλο που δε φοβίζει ούτε ξενίζει, αναλαμβάνοντας το καθήκον να τον διασώσει από την εξαφάνιση, μέσω της ποίησης.

ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ

 

Όμως υπάρχουν ακόμα

λίγοι άνθρωποι

που δεν είναι κόλαση

η ζωή τους

 

υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης

η Fräulein Ramser

και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες

οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι

 

ψάξε καλά

βρες τους, Ποιητή!

κατάγραψέ τους προσεχτικά

γιατί όσο παν και λιγοστεύουν

 

λιγοστεύουν

                Συλλέκτης σπανίων ειδών ο ποιητής, είτε πρόκειται για ξεχωριστές καλλιτεχνικές προσωπικότητες, είτε για τον πλησίον που αντιμετωπίζει τη ζωή με ένα τρόπο «ποιητικό», δηλαδή δημιουργικό. Στην τελευταία περίπτωση, της καταγραφής μιας καθημερινότητας «ανθρώπινης» που τείνει να χαθεί (Όμως υπάρχουν ακόμα / λίγοι άνθρωποι…), η αποδοχή του ρόλου του ως ποιητή αποτρέπει την αμφισβήτηση του εαυτού και την κρίση ταυτότητας εξαιτίας της έλλειψης σημείων αναφοράς. Το ποιητικό εγώ γίνεται τότε εξωστρεφές και εξοικειώνεται με τον κοινωνικό του ρόλο. Και για να επανέλθουμε στις κατηγορίες της ετερότητας όπως τις ορίσαμε  στην αρχή αυτής της μελέτης, στις σπάνιες περιπτώσεις που ο φυσικός ή κοινωνικός άλλος δεν προκαλεί φόβο ή αποστροφή, ο μεταφυσικός και ο ψυχολογικός άλλος παύουν να ορίζουν την ποιητική λειτουργία και ο ποιητής «επιστρέφει» για λίγο στην πραγματικότητα των ζωντανών».