Μπαλούρδος Χ. Γιώργος, «Η παράξενα τραγική ζωή και ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού»
 
Οδός Πανός, Μάιος – Αύγουστος 1999, έτος 19ο, τεύχ. 103-104, σσ. 49-54
 
 
 

στον Νίκο Λαγκαδινό

 

Παράξενα τραγική και αντιφατικά δραματική, η προσωπικότητα και ο βίος του ποιητή που φιλοδόξησε να «Κάνει τη ζωή των Ελλήνων με λέξεις», δύσκολα και παρακινδυνευμένα σκιαγραφείται. Ο μοναχικός λεξιστής των ονείρων μας αρνήθηκε πεισματικά τον ενδιάθετο εωσφορισμό των Γάλλων Παρακμιακών, κρατήθηκε μακριά από τη φιλήδονη μεγαλομανία των Υπερρεαλιστών, ερωτοτρόπησε περισσότερο μάλλον με την πουριτανική πολλές φορές πομπώδη ακρότητα των Φουτουριστών. Υπήρξε ένας πληγωμένος άγνωστος στους πολλούς ιδεολόγος. Ένας φυγάς θεόθεν και αλήτης της Τέχνης. «Και να 'μαι εγώ αυτός που τον μισεί/ και να 'μαι εγώ αυτός που τον καλεί/ τον ωραίο τον αργυρό τον θούριο/ τον καλό τον αρσενικό και γυναίκα.»

Ένας διαλυμένος ψυχικά πρίγκηπας που εγκιβωτίστηκε στην Οραματική μοναξιά του και αυτοπαγιδεύθηκε στους ονειροπόλους δαιδάλους του ανήσυχου μυαλού του, τρομαγμένος και μάλλον ανήμπορος να εξηγήσει πως γίνεται και περισσεύει στη ζωή πάντα το άδικο. «Από την πρώτη φορά που τον είδα τον Κατσαρό κατάλαβα πως είχα να κάνω με έναν πρίγκιπα των Τεχνών - των ευτελών Τεχνών - και με έναν βαθιά πληγωμένο βαθυστόχαστο διαλυμένον άντρα» σημειώνει ο Γιώργος Χρονάς.

Η ανειρήνευτη αντινομία που ταλάνιζε τον ποιητή, η ασίγαστη αυτή πάλη της ψυχής του νοτίζει και οριοθετεί ολόκληρη σχεδόν την ποιητική του δημιουργία . Η ποίηση του δεν μας μιλά για τη ζωή, είναι η ίδια η περιπετειώδης ζωή του που ρυτιδώθηκε από την ακοσμία του εξωτερικού της χώρου. Η δημιουργία του είναι το είπωμά του, η υπόσταση του, μεταλλαγμένη σε μνημονική θέα, σε λεκτικό θάμβος. «Τώρα που όλα είναι νωπά στην μνήμη μου φαίνονται ακόμα πιο παλιά.» Ο Κατσαρός αρνήθηκε τα ευπρεπή ποιητικά τεχνίδια πολλών δημιουργών της γενιάς του, απέρριψε τους νωχελικούς περιπάτους στους κήπους της Αδωνιάδος ποίησης, γύρισε την πλάτη στις περισπούδαστες ποιητικές ευωχίες της εποχής του. Δεν καταδέχτηκε να μετατραπεί σε ένα ωραίο και ένδοξο ακροκέραμο, τοποθετημένο στο πάνθεο των καλλιτεχνικών σαλονιών. Συνειδητά και πεισματικά κατασκυβάλισε την ίδια του την ποίηση, αποδιοργάνωσε τη φόρμα της, έσπασε τους ιστούς της επιδιώκοντας να μας δώσει μια γραφή όχι τόσο αμυντική, όσο επιθετική. Η ποιητική πρόταση του Μιχάλη Κατσαρού είναι μια πράξη επίθεσης ενάντια στην κοινωνία, στον πολιτισμό της, στις αξίες της, στις σαθρές αναφορές της, στις συντηρητικές επιλογές και ιδεολογίες της, είναι μια επιθετική γραφή ενάντια στον συλλογικό, θεοληπτικό υπνοβατισμό των πολιτών της. Και αυτό δεν διακρίνεται μόνο: στο «Κατά Σαδδουκαίων», «Χρονικό του Μορέως», «4 Μαζινό», κ.λπ. αλλά και στις πεζολογικές επαναστατικές μπροσούρες που έγραψε, εκθέτοντας τις απόψεις του για τις εργασιακές και όχι μόνο σχέσεις. Ο αναγνώστης της ποίησης του υποχρεώνεται η να αντιδράσει βίαια η να γίνει συνένοχος. Ο Κατσαρός δεν είναι ο ποιητής μόνο του «Αντισταθείτε» όπως τεχνιέντως θέλησαν πολλοί να μας τον παρουσιάσουν. Το «Αντισταθείτε» δεν είναι το «Εάν» του Κίπλινγκ. Ο Κατσαρός αποπειράται να γράψει τους Θούριους της εποχής του, πέρα και πάνω από την εποχή του. Άλλοτε το επιτυγχάνει, άλλοτε όχι, όμως το αποπειράται. Εκείνο που διέλαθε, της τέχνης, μάλλον παρά της ζωής του, του Κατσαρού είναι ότι δεν αρκεί να είναι κανείς μόνο κομιστής νέων ιδεών η ξενιστής παλαιών επαναστατικών τάσεων, επιβάλλεται να δημιουργήσει και μια νέα μυθολογία. Ο «νεόγλωττος» ποιητής όπως ο ίδιος γράφει «Διασκοπεί»  μάλλον με την σαρκαστική του σαλότητα τον κόσμο παρά «Μυθολογεί» γι' αυτόν για να θυμηθούμε και τον Θείο Πλάτωνα. Ο «Εν πλήρει συγχύσει αθώος» ενώ θα λέγαμε ότι «συμπλήρωσε» μάλλον τους όποιους ποιητικούς οραματικούς στόχους των ποιητών της α' μεταπολεμικής γενιάς στην οποία και ο ίδιος ανήκει με το «Κατά Σαδδουκαίων» κ.λπ. απεμπόλησε κατόπιν τον «καθοδηγητικό» ρόλο στον χώρο της ποίησης και μετατράπηκε σε έναν αχθοφόρο εκρηκτικών ιδεών και ακατέργαστων νοημάτων. (Τον ρόλο αυτό τον έπαιξε αργότερα ο Ελύτης με το «Άξιον Εστί»). Και ενώ ο ίδιος παρέμεινε ένας μοναχικός επαναστάτης και μοιραίος αναρχικός, η ποίηση του εξακολούθησε να γεωργεί από έναν καφκικό και χαώδη κόσμο. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο κόσμος δεν εξακολούθησε να παραμένει έτσι. Αντίθετα από τον Μανόλη Αναγνωστάκη που ενώ αποδέχτηκε την ήττα της γενιάς και της παράταξης του, συνέχισε να αγωνίζεται μέσα από άλλες ποιητικές πρακτικές. Ο Δημήτρης Παπαδίτσας πάλι κατέφυγε σε έναν μάλλον ακανθώδη μεταφυσικό «ρεαλισμό» πράγμα που έκανε την ποίησή του δυσκολονόητη, μια που η ανάγνωση της θέτει περισσότερα ερωτήματα από όσα η ίδια επεδίωκε να λύσει. Ο Τάκης Σινόπουλος επίσης δόθηκε στην εφιαλτική μοναξιά και παραδόθηκε στο υπαρξιακό του χάος, πέρα από τις αναλαμπές της προσωπικής του πορείας, ασφαλώς και πέρα από το κριτικό και δοκιμιακό του έργο. Ο Μίλτος Σαχτούρης εξακολουθεί να δημιουργεί ακόμα, επαναλαμβάνοντας τους γλυκόγλωσσους «νευρωτικούς» του παραλογισμούς θανάτου. Τέλος για να περιοριστώ σε έναν ακόμα ποιητή της γενιάς του, η ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου συγγενεύει ως προς την σαρκαστική και επαναστατική του διάθεση με αυτή του Κατσαρού. Ο Αλεξάνδρου όμως είναι πιο λυρικός, πιο ρυθμικός, πιο άμεσος. Ο Αλεξάνδρου διατήρησε την επαναστατική του αναρχικότητα και χωρίς να αποδεσμευτεί από τους ποιητικούς κανόνες ιχνογράφησε ένα πιο άμεσο και οικείο, περισσότερο, προσωπικό όραμα.

Ο Κατσαρός μέχρι το τέλος της ζωής του εξακολούθησε να παλεύει με τις σκοτεινές δυνάμεις της κοινωνίας όπως οι Λάπηθες με τους Κενταύρους, καθώς και τον μικρό δαίμονα του μυαλού του που τον «δυνάστευε».

Αυτή η παρ' ολίγον «οριακή προσωπικότητα» κατανόησε περισσότερο κατά την δεύτερη ποιητική του περίοδο ότι η γλώσσα όχι μόνο εξελίσσεται και μαγνητίζει όποιον την χρησιμοποιεί αλλά ταυτόχρονα μεταφέρει μέσα της έναν συμβατισμό και μια άκαιρη πολλές φορές σχηματικότητα. Έτσι χρειάζεται να θραύσουμε τη φόρμα της για να εκτιναχθούν οι όποιες εσωτερικές φωνές, να ξεπηδήσουν οι εύηχοι ήχοι, να βρουν διέξοδο οι πάμπολλες ευαισθησίες των λεκτικών σημάτων, να κρυσταλλωθούν οι ενδόμυχοι κώδικες της, να αποκαλυφθούν οι έννοιες της πέρα από τις όποιες παραπεμπτικές της αναφορές, να λειανθεί ο λεκτικός χαρακτήρας και τρόπος της γλώσσας. Να ολοκληρωθούν οι συνειρμικές προτάσεις, να ερευνηθούν οι περιγραφικές νύξεις, να πάψει τέλος, το κατά όποια πολιτιστική συνθήκη αλφάβητο να καταδυναστεύει την απόπειρα γραφής.

Γιατί αν «Εν αρχή ην ο Λόγος...» τότε «το Πνεύμα (μέσο της γλώσσας) αποκαλύπτει καθ' όσον εστί τη ανθρωπινή φύσει ληπτόν τοις παρασκευακόσιν εαυτοίς επιτηδείως δ' έξεσθαι την εκ της Θεογνωσίας αυγήν» όπως γράφει ο Μέγας Φώτιος. Για να μετατραπεί όμως η γλώσσα σε Πνεύμα δηλαδή σε συλλογική μνήμη χρειάζεται ο Μύθος. Η κοινή λεκτική παραμυθία, αυτή που θα συνενώσει τις σκόρπιες δυνατότητες της σκέψης, τους αντίρροπους συλλογισμούς, και θα οδηγήσει την ποίηση από την ανάγκη στην ελευθερία, έτσι ώστε ο εκφερόμενος ποιητικός λόγος να είναι μάλλον μια ενέργεια παρά μια κατάσταση. Κάτι που ο Μιχάλης Κατσαρός δεν κατανόησε. Γι’ αυτό και ένας υφέρπων λαπαλισμός στο έργο του, καθηλώνει την ποιητική του πνοή. Το πρόβλημα δεν είναι αν ο ποιητής συνέχισε να απιστεί στους γλωσσικούς κανόνες τόσο, να στρεβλώνει με επιμέλεια τις λέξεις, να συνθλίβει με βία την φράση στο όνομα μιας επιτηδευμένης μάλλον απογοήτευσης, να προχωρεί «στην περιφρόνηση του ίδιου του υλικού της γλώσσας» όπως εύστοχα σημειώνει ο Παντελής Μπουκάλας. Ούτε να αποσυναρμολογεί την συντακτική της δομή, και να κάνει τις λέξεις να μοιάζουν με λαμπερά ξεφτίδια μιας ποιητικής τουαλέτας. Τέτοιου είδους πειραματισμούς εύστοχους η μη τους επεχείρησαν και οι Φουτουριστές, - αν μελετήσει κανείς το Μανιφέστο του Μαρινέττι θα κατανοήσει τους πειραματισμούς του Μιχάλη Κατσαρού - και οι Υπερρεαλιστές και όσοι μεταγενέστερα χρησιμοποίησαν την Αυτόματη γραφή. Από την άλλη η λεγόμενη γενιά των Μπητ και οι Ψυχεδελικοί αντιμετώπισαν άλλου είδους προβλήματα. Το πρόβλημα κατά την γνώμη μου βρίσκεται αλλού, όλοι αυτοί οι θεμιτοί πειραματισμοί μπορούν να προσφέρουν κάτι στον όποιο αναγνώστη ενός ποιητικού έργου από την στιγμή που θα ενταχθούν σε έναν μυθοποιητικό σχηματισμό, θα αποκτήσουν μια οραματική προοπτική. Ο μεγάλος Αμερικάνος ποιητής, ο Έζρα Πάουντ, εξακολουθεί να μας υποδεικνύει το τι θα πρέπει να αποφύγουμε, και δυστυχώς παρ' ότι ο Κατσαρός γνώριζε και μιμήθηκε τον Έζρα Πάουντ, σαν υπνωτισμένος επανέλαβε το αδιέξοδο του. Γιατί ασφαλώς με τα : «Ταραελπίζω ποθόπλαχτε αφέτη/ ταραμπουρδούμπάλα κύριε Ίβο.» και πάμπολλους τέτοιους στίχους που είναι γεμάτο το έργο του ποιητή ασφαλώς δεν κάνουμε ποίηση. Ο λόγος και πάλι στον Παντελή Μπουκάλα που εύστοχα γράφει: «Η πρόσκληση του πλέον είναι αυτή ακριβώς, να εκτίθεται μέσα στην οδύνη της αδυναμίας του να αρθρώσει πλήρη Οραματικό λόγο και να παρηγορήσει μ' αυτόν τους άλλους και τον εαυτό του. Οι στίχοι του βρίθουν ανανταπόδοτοι και εκκρεμούν ανολοκλήρωτοι...». Ακόμα και ένας οριακός λόγος, ένας λόγος που φιλοδοξεί να απελευθερωθεί από τα δεσμά της παραδεδεγμένης και πατροπαράδοτης γλωσσικής φόρμας, που ρέπει προς την αμφίβολη έστω δημιουργική αστάθεια, οφείλει να είναι ένας λόγο απτός, οικείος, να έχει ένα επικοινωνιακής ζεστασιάς συναίσθημα πέρα από την χαώδη πρόθεση του συγγραφέα. Και αυτό συμβαίνει μάλλον μόνο όταν ο λόγος είναι παραμυθιακός και μυθοποιητικός - μυθοπλαστουργός, η αν θέλετε ψυχοπλαστουργός, όπως είναι ο λόγος των διαφόρων θρησκειών, η της λαϊκής Δημοτικής ποίησης.

«Πιστεύω στην μυθοποίηση των πραγμάτων, όχι μόνο στον χώρο της Τέχνης, αλλά γενικά όσον αφορά την -ψυχολογική επιβίωση ενός ανθρώπου. Δεν βλέπω άλλον τρόπο έξω από έναν αναγκαίο μηχανισμό μυθοποίησης των πραγμάτων. Αν λείψει αυτή η μυθοποίηση στην κοινή μας ζωή, δεν επιβιώνουμε ψυχολογικά...» γράφει ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς και μελετητής της εκφοράς της γλώσσας, αλλά και « αποδομητής της», ο Γιώργος Χειμώνας. Εδώ έγκειται το «εκούσιο» λάθος του πρίγκιπα συνωμότη όπως αποκαλεί τον ποιητή ο Μισέλ Φάις - που αποψίλωσε την ποιητική του γλώσσα από την επαναστατική της δυναμική και την ενέταξε μάλλον σε μια συλλαβιστική συνθηματολογία που μόνο εκείνος κατανοούσε. Ο κρυπτικός του λόγος θυμίζει, κάτω ασφαλώς από μια άλλη προοπτική, τις αλχημικές προθέσεις του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, μόνο που η ποίηση του Πεντζίκη είναι πιο ισχνή σε σχέση με το δαιδαλώδες πεζογραφικό του έργο.

Η ποιητική αυτή επιλογή του Κατσαρού πρόσφερε την ευκαιρία σ' αυτούς που δεν συμφωνούσαν με τον αναρχικό τρόπο ζωής του, να τον αποκλείσουν και ποιητικά. Έτσι λίγα, πολύ λίγα έχουν γραφεί για το σύνολο δημιουργικό του έργο. Εξαίρεση από όσο γνωρίζω αποτελεί ο Παντελής Μπουκάλας, ο Ανδρέας Μπελεζίνης, και μια ομάδα συγγραφέων που έγραψαν περισσότερο για την γνωριμία τους μαζί του στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού Τομές τ. 49/1979. Αντιθέτως είναι περισσότερες οι συνεντεύξεις που κατά καιρούς έχει δώσει ο ίδιος σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο κύριος Παναγιώτης Καραβασίλης ο οποίος υπήρξε όχι μόνο μαθητής αλλά και φίλος του ποιητή. Οι άλλοι μελετητές της γενιάς του από όσο γνωρίζω, ενδεικτικά αναφέρω τους: Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, Μιχάλη Μερακλή, Αλέξανδρο Αργυρίου, Δημήτρη Τσάκωνα κ.λπ ελάχιστα τον αναφέρουν, και οι περισσότεροι εστιάζουν την προσοχή τους στις πρώτες του ποιητικές συλλογές.

Είναι άραγε δύσκολη περίπτωση ο Μιχάλης Κατσαρός για τους αναγνώστες του έργου του και τους μελετητές του; Αν δεχθούμε βέβαια ότι η επιλογή του κάθε ανθρώπου είναι τελικά και η μόνη κρίση του. «Όσο και να φανεί παράδοξο οι νεοσσοί της ποίησης του ιδιωτικού οράματος θα μπορούσαν να βρουν στον Μιχάλη Κατσαρό, ελεύθερο κομμουνάριο έναν πρόγονο» γράφει ο Ανδρέας Μπελεζίνης.

Αλλά ο Μιχάλης Κατσαρός αυτός ο σαλός της ποίησης ήταν κάτι πέρα ίσως και από αυτό. Ήταν ο ίδιος μια σαλή ελευθερία αφού κάτω από άλλους ατραπούς και άλλες συνθήκες έκανε στάση ζωής αυτό που δίδαξε ένας άλλος ποιητής, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο οποίος γράφει: «Μάθωμεν κτήσασθαι κτήμα τα άπερ συμπαραμένει ημίν».

Και πράγματι ο Μιχάλης Κατσαρός δεν έζησε μόνο για, αλλά και μόνο από τα όνειρά του.

 

Πειραιάς