Μέντη Δώρα, Μεταπολεμική Πολιτική Ποίηση: Ιδεολογία και Πολιτική
 
Αθήνα 1995, Κέδρος. Σσ. 245-254
 
 
 

Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο Λόγος και η Πράξη της ιδεολογικής ηθικής

«Στα λιγοστά ποιήματα που, μέσα σε είκοσι πέντε και παραπάνω χρόνια, έγραφα, αν εξαιρέσω το πρώτο κι ένα μέρος από το δεύτερο βιβλίο μου, σε πόσα από τα υπόλοιπα δεν έσβησα την τελευταία στιγμή λέξεις, δεν αλλοίωσα έννοιες, δεν αφαίρεσα ολόκληρους στίχους, γιατί, υπήρχαν εκεί ίσως μερικά πράγματα που δεν έπρεπε ακόμα να ειπωθούν» (Μ. Αναγνωστάκης, Περιθώριο ’68-’69).

Ο ουσιαστικός κοινωνικός προβληματισμός της ποιητικής λειτουργίας, σε συσχετισμό με την ιδεολογική συνείδηση της ποιητικής ηθικής, αποτελούν το πραγματικό σημείο αναφοράς, αλλά και το στόχαστρο της πολιτικής γραφής, στον ποιητικό και στον κριτικό λόγο του Μ. Αναγνωστάκη. Η κριτική που ασκείται και στις δυο περιπτώσεις αναφέρεται κυρίως στους παράγοντες που εξ αντικειμένου συνδέονται στενά με την κοινωνική δραστηριότητα και με την πολιτική πράξη: στα ήθη και στους θεσμούς, στην αγωγή του πολίτη μέσα στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι.

Όπως παρουσιάζονται από το ιδεολογικό στόχαστρο της ποιητικής:

I. Το περιβάλλον και η εποχή

- μεταμόρφωση και κρίση {επιζώντες/ επίγονοι, δρώντες / θεατές),

- ιδιωτικές περιπέτειες και ιστορία,

- προϋποθέσεις για την αναζήτηση νέων κατευθύνσεων.

II. Κοινωνικές δυνάμεις και ιδεολογία

- επίγνωση του τερματισμού μιας Εποχής, ενώ αρχίζει να διαγράφεται μια νέα ιστορική πραγματικότητα,

- ιδεολογικές αναζητήσεις και πολιτικοί στόχοι.

Ο κοινωνικός προβληματισμός και οι κριτικές επισημάνσεις της ποιητικής έχουν ως πρωταρχικό τους στόχο το αντικείμενο, το οποίο ορίζεται σε υποκειμενική βάση μέσα στην εποχή: Μέρα με τη μέρα η ζωή μου, πού πήγα, τι είδα, τι σκέφτηκα, τι πόνεσα, τι αγάπησα, τι είπα -ένα θέμα για άλλο ποίημα, Περιθώριο '68-'69. Τα θέματα της ποιητικής απηχούνται στη βιοθεωρητική στάση της πολιτικής ηθικής, σε σχέση με τις ποιοτικές μεταβολές τόσο των πραγμάτων, όσο και της ιδεολογικής οπτικής απέναντι στη σύγχρονη ιστορικοπολιτική εξέλιξη:

α) Εκφράζουν γενικούς προβληματισμούς.

β) Επικεντρώνονται στην περιοχή της ενεργητικής δράσης του υποκειμένου.

γ) Αναφέρονται σε ιδεολογικές επιλογές και στάσεις.

δ) Εκδηλώνονται σε προσωπικό επίπεδο, εκφράζοντας κυρίως τον ατομικό προβληματισμό και τον κοινωνικό πόνο των πραγμάτων.

Ο δραματικός χαρακτήρας της ποιητικής προσδιορίζεται ουσιαστικά από την αισθηματική σχέση που συνδέει το υποκείμενο με το αντικείμενο του λόγου του. Μια σχέση που ολοένα και βαθύτερα βουλιάζει και ναρκώνεται μες στα αντικείμενα, έτσι που εγκαταλείπεται βαθμιαία ως ποιητική γλώσσα και βουλιάζει μέσα στο άρρητο σώμα της, ως ποιητική της σιωπής. Ωστόσο, τόσο οι καταβολές όσο και η ποιητική λειτουργία της αισθηματικής σχέσης παρουσιάζουν μια αναδίπλωση, από τη στιγμή που με ρητό ή άρρητο τρόπο εσωτερικεύονται στην ποιητική έκφραση. Από τη μια μεριά οι ιστορικές ρίζες της έκφρασης και από την άλλη ο δραματικός χαρακτήρας της ποιητικής, μορφοποιούν το ποιητικό αποτέλεσμα, το οποίο, «όντας φαντασία που έχει ξεφύγει από τη διάχυση και την αοριστία του συναισθηματισμού για να γίνει πράξη, και όντας πράξη καταληκτική και τελειωτική (μορφοποιημένος κόσμος), παρουσιάζεται ως η άλλη όψη της κοινωνίας και της κοινωνικής δράσης των ανθρώπων». Η ποιητική έκφραση λοιπόν πρέπει να συσχετιστεί με την ειδική σημασιοδότηση της ποιοτικής της σύνθεσης προκειμένου να εξεταστεί ως μορφοποιημένη ενότητα ιδεολογίας και ποιητικής, και όχι ως απλό σημαίνον της κοινωνικής πραγματικότητας ή ως ιδεολογικός μηχανισμός της πολιτικής. Με αυτά τα δεδομένα ο ποιητικός λόγος του Μ. Αναγνωστάκη αποτελεί έκφραση κοινωνικού πόνου και αγωνίας σχετικά με την πράξη του ιδεολογικού προβληματισμού. Η ιδεολογική αντιμετώπιση μπορεί να αναφερθεί σύντομα, με αντιπροσωπευτικούς στίχους του. Η  διπολική τους διάταξη δίνει στο πρώτο σκέλος (α1-γ1) την αλλοτριωτική επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας, ενώ στο δεύτερο (α2-γ2) αναφέρεται στη στάση που επιλέγει ο ποιητής:

α1) Η αριθμητική των ιδεών

— Αλλοτρίωση της ιδεολογικής πίστης (επίγονοι)

Εδώ οι επίγονοι λιθοβολούν τους ξένους, θύουν σε ομοιώματα

(«Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι...», Η Συνέχεια)

— Αίσθημα παροπλισμού από την ενεργητική δράση

Ξένος περιφέρεται στων οδών το κάλεσμα

(«Τώρα είναι απλός θεατής...», Η Συνέχεια)

α2) Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο

— Άρνηση «εξαγοράς» του προσωπικού συστήματος αξιών

Όμως το παρελθόν δεν αγοράζεται δεν μπορεί πια ν' αγοραστεί

(«Οι επίγονοι», Η Συνέχεια 3)

— Αναγκαιότητα οργανικής σύνδεσης της ποιητικής με την πολιτική πράξη

Κρίνε για να κριθείς

(«Επίλογος», Ο Στόχος)

β) Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα

— Το χρέος της διαφύλαξης των αξιών

Έβλεπα τώρα

Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω

Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

(«Κι ήθελε ακόμη», Η Συνέχεια)

— Ο ποιητής και η ενεργητική δράση

(Να ξέρεις πάντα το πότε και το πώς)

(«Τώρα είναι απλός θεατής», Η Συνέχεια 3)

γ1) Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις

— Απώλεια και διάψευση των κοινωνικών αγώνων

Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους

Σ΄ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα

(«Όταν αποχαιρέτησα», Η Συνέχεια 2)

— Επιστροφή στην καθημερινή πραγματικότητα και εγκλιματισμός στις κοινωνικές συμβάσεις

Πέρασαν πια οι καταδικασμένες μέρες άνοιξαν τα παράθυρα (...) Άρχισε πάλι η ζωή

(«Τώρα μιλώ πάλι», Η Συνέχεια 3)

Αστικοποίηση της ζωής και μαζικοποίηση του «πλήθους»

(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)

(«Το σκάκι», Η Συνέχεια)

γ2) Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους

— Εσωτερικές αντιστάσεις και επαγρύπνηση

Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σου

(«Η αγάπη είναι ο φόβος...». Εποχές 3)

— Κριτική στάση και θέση απέναντι στη ζωή

Είστε υπέρ ή κατά;

(«Η απόφαση», Η Συνέχεια 3)

— Βιοθεωρητική ηθική και απόφαση της σιωπής

(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στην σιωπή θα την εξαγοράσω)

(«Επιτύμβιον», Ο Στόχος)

δ) Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω

— Η πλεύση μετά το «ναυάγιο»

Κι υστέρα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι

Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα.

(«Το ναυάγιο», Η Συνέχεια 3).

— Η πρόθεση του ποιητικού λόγου

Επιμένω να διηγούμαι και μάλιστα πολύ ωμά, πράγματα που τα ξέρετε όλοι

Που τα 'πα και τα ξανάπαν κι άλλοι πιο πριν πολύ καλύτερα από μένα

(«Αισθηματικό διήγημα», Ο Στόχος)

— Ο ιδεολογικός στόχος της ποιητικής

Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις

Να μην τις παίρνει ο άνεμος

(«Ποιητική», Ο Στόχος)

«Είχα την αίσθηση ότι διαδραματίζω κι εγώ κάποιο ρόλο, κυρίως στον πολιτισμικό χώρο βέβαια, αλλά και στον πολιτικό -ήταν λίγο δυσδιάκριτα τα όρια- αλλά και σε θέματα στάσης ζωής, συνειδησιακής τάξης, νοοτροπίας, συμπεριφοράς», θα πει ο Μ. Αναγνωστάκης.

Τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στην ποίηση και στην πολιτική διαμορφώνουν τη βιοθεωρητική στάση της ποιητικής, η οποία συγκεκριμενοποιείται απέναντι στο αντικείμενο της με το Στόχο. Ο πραγματικός στόχος υποκαθιστά τον μέχρι προ τίνος (στις Συνέχειες) συμβολικό χαρακτήρα της ποιητικής λειτουργίας, με αποτέλεσμα την ποιοτική μετατροπή των δραματικών συντελεστών σε δραστικούς παράγοντες της ποιητικής πρόθεσης. Η μετατροπή αφορά κυρίως στη μορφή του ποιητικού λόγου και είναι βασικά αλλαγή στον τόνο της φωνής, η οποία, φύσει αισθηματική, εξομολογητική και εσωτερικά εναρμονισμένη με τη γλώσσα και την ηθική του φορέα της, γίνεται θέσει επιδεικτική και ρητορική. Πρόκειται για μετατροπή που φυσικά δεν είναι άμοιρη των ευθυνών που επωμίζεται ο ιδεολογικά ενταγμένος ποιητής απέναντι στο λόγο ή στη σιωπή του. Ειδικότερα η επιλογή του λόγου είναι απόρροια της στάσης του ποιητή, ο οποίος αντί να φωνασκεί και να συμφύρεται, παίρνει τους δρόμους μοναχός και προσπαθεί να δει την καινούργια μέρα στην αυγή των πραγμάτων. Ο λόγος βρίσκεται στο μεταίχμιο της συνειδητής επιλογής του ποιητή, και της νέας μύησης στα πράγματα:

Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί

Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία

Χωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων

Χωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία

(«Όταν αποχαιρέτησα…» Συνέχεια 2)

Ή, στην αιχμή της εμπειρικής πραγματικότητας:

Τώρα, μπορεί πια ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει για την αγωνία της εποχής, το αδιέξοδο, την απανθρωπιά του αιώνα, τη χρεοκοπία των ιδεολογιών, τη βαρβαρότητα της μηχανής, για δίκες, για ρήγματα, για φράγματα, για ενοχές, για γρανάζια.

(Το Περιθώριο '68-'69)

Η απόφαση του λόγου πρέπει να υπολογιστεί στα «υπέρ» της ποιητικής λειτουργίας, καθώς έμπρακτα ανταποκρίνεται στην ιστορικοπολιτική αναγκαιότητα της ενεργητικής στάσης: Το θέμα είναι τώρα τι λες (Ο Στόχος). Ενώ η (ιδεολογική) σιωπή ενεδρεύει πίσω από τα πράγματα που δε γίνονται σύμβολα, γιατί η φόρτιση, της ποιητικής εμπειρίας αποτρέπει τη μυστικοποίησή τους. Η μόνη συμβολική προέκταση στο ποίημα «Ο ουρανός» καθαγιάζεται ως ιερό δάσος ονομάτων: χώρος μυστικός και απρόσιτος στους «ξυλοκόπους». Ο μύθος των καλύτερων ημερών καταρρίπτεται (όπως και τα παραμύθια) από την ίδια την πραγματικότητα, που δεν ευπιστεί πια, αλλά ωστόσο συντηρεί τις αυταπάτες της:

Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών

— εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται—

Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως

— εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν—

(«Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.»)

Ο ποιητής είτε υποδεικνύει απλώς τις αντιφάσεις είτε προσπαθεί να αποδείξει ή να επαληθεύσει την πολιτική του πρόβλεψη και στάση. Η επαλήθευση αυτή γίνεται πολλές φορές άμεσα με την επιγραμματική κατακλείδα των ποιημάτων. Με την εμπράγματη αλήθεια της, π.χ. Κι όρθια η πράξη σαν αλεξικέραυνο («Όταν αποχαιρέτησα», Η Συνέχεια 2)˙ τη δραματική σύσπαση ή την ειρωνεία Δε σου μέλλε να διδαχτείς κι εσύ την αριθμητική των ιδεών. («Τώρα μιλώ πάλι», Η Συνέχεια 3)˙ την εις εαυτόν προτροπή (Ας ζήσουμε λοιπόν και μ’ αυτά ή μόνο μ’ αυτά), («Σε τι βοηθά λοιπόν...»). Άλλοτε πάλι αποστασιοποιείται καθώς ο ποιητής επιχειρεί να εφεύρει ορισμένες (αντιπροσωπευτικές της πρόθεσης) συνεκφάνσεις με τον τρόπο της διακειμενικής γραφής η οποία είτε εκχωρείται στην ιδεολογική χρήση, όπως, π.χ., στο παραπάνω ποίημα οι στίχοι του Γ. Σεφέρη Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής, είτε κατασκευάζεται σύμφωνα με ορισμένο πρότυπο, π.χ. κατά τη μίμηση-παρώδηση γραφειοκρατικών επιταγών («Απολογία νομοταγούς», «Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικής αγωγής»), ή αντίκειται στην αισθητική και στο κοινό γούστο της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων («If...», «Αισθηματικό διήγημα», «Κριτική»). Πολύ χαρακτηριστικά στο ποίημα «Κριτική» διαγράφεται ο εμμενής στόχος της ποιητικής λειτουργίας, αντίθετα από την κριτική που της ασκείται:

Λείπει η παρθενικότητα στην έκφραση, το άλλο

Εν τέλει η πρισματικότης των πραγμάτων - λες

Κι έχετε στο χέρι ένα σφυρί και σαν τους γύφτους

Σφυροκοπάτε αδιάκοπα στο ίδιο αμόνι

— Σαν τους γύφτους

σφυροκοπάμε

αδιάκοπα

στο ίδιο αμόνι.

Ο Μ. Αναγνωστάκης φαίνεται να πιστεύει περισσότερο στην προτεραιότητα που δίνεται στην πράξη και στο ηθικό της περιεχόμενο, παρά στην (οιαδήποτε) διαμεσολαβητική ύπαρξη του ποιητή στο περιβάλλον και στην εποχή του. Η βιοθεωρητική στάση και ο ουσιαστικός κοινωνικός προβληματισμός του δημιουργούν το άγραφο θεώρημα της ποιητικής που υπερασπίστηκε έργω και λόγω με όλες του τις δυνάμεις. Τα γραπτά του κείμενα, και ιδιαίτερα εκείνα που γράφτηκαν σε καιρούς που πομπός και δέκτες ήταν μέλη πολιτικού εκκλησιάσματος, εντάσσονται στο ενιαίο πλαίσιο ποιητικής και πολιτικής ηθικής, όπου ο γράφων κινείται στον πυρήνα των πραγμάτων, από την αφετηρία του λόγου ως τον αυτοσκοπό της ποιητικής. Μετά τον (τελευταίο) «Επίλογο» του Μ. Αναγνωστάκη, ο λόγος κόβεται από το λώρο των πραγμάτων και αποτίθεται Χωρίς δυνατότητες καρπού/Χωρίς δυνατότητες σήψεως. Ο λόγος όμως δεν ταυτίζεται πια με το υποκείμενο, το οποίο θεάται από τις κερκίδες της δράσης, το βιωματικό του χρόνο που δεν ανήκει πια στην ιστορία, αλλά στα αισθήματα της άγραφης πραγματικότητας, και απλανής ιδεολογικά μεταφέρει διαθέσεις, τα ινδάλματα και τον πόνο παλιών ημερών:

Τώρα πια μιλάμε χωρίς αυταπάτες, χωρίς ηθικολογικές προκαταλήψεις, χωρίς καμιά επιταγή άνωθεν ευθύνης - για μια σκέτη αξιοπρέπεια. Στην οριζοντίωση της εποχής μας να κρατήσουμε όρθιες ισχνές καλαμιές. Είναι ο πιο αχάριστος και συγχρόνως γελοίος - για τους άλλους - αγώνας, γιατί είναι δύσκολο να φανταστείς τον Δον Κιχώτη ψύχραιμο, υπολογιστικό χωρίς αισθηματολογίες, να γνωρίζει ότι οι ανεμόμυλοι είναι πραγματικοί και μολαταύτα να τους πολεμά. Μιλάμε χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς μίσος, χωρίς καν μαχητικότητα. Επαρχιακοί θεατρίνοι μπροστά σε μιαν άδεια αίθουσα χωρίς χειροκροτήματα.

(Το Περιθώριο '68-'69, 38)

Ο πληθυντικός αριθμός για τους «ομοτράπεζους» μιας εποχής, τους «πρώτους μιας νοοτροπίας ή τους τελευταίους μιας παλιάς», έγινε εσωτερική αντήχηση πρώτου προσώπου στο Υ.Γ. (1983): Περιθώριο στο «Περιθώριο». Η ηθικοβιωματική γραφή του Μ. Αναγνωστάκη βρίσκεται τώρα στο τέλος των γλωσσικών αναψηλαφήσεων. Σιγεί αποφασιστικά, αλλά και όταν (κατά κάποιο τρόπο) συνεχίζει, απομακρύνεται από τον εμπειρισμό των πραγμάτων, για να δώσει την αντίστροφη μέτρηση της πολιτικής διάστασης από τα χρόνια και τα χαρτιά, μιας παρεκκλίνουσας, αλλά επαγρυπνούσας, πολιτικής γραφής με «ανώμαλα ρήματα» και ιλαρή λύση, στα επίκαιρα προβλήματα της εποχής.

Η πλαστή ετεροπροσωπία του Μ. Αναγνωστάκη, διά του ονόματος του Μανούσου Φάσση, θα μπορούσε να λειτουργήσει στην επιφάνεια των πραγμάτων ως ειρωνικό (πολιτικό) αυτοσχόλιο δρωμένων, αισθημάτων και θέσεων. «Ευτυχώς», θα πει σήμερα ο ποιητής, «δεν κατατρύχομαι από το σύνδρομο του Οδυσσέα. Ό,τι πέρασε πέρασε καλά — συμφωνώ με τον ποιητή. Αλλά πέρασε». Στο όνομα αυτού του παρελθόντος, μακριά από «συνθήματα», ηρωικούς ή πένθιμους λόγους, ακούγεται η σιωπή του ποιητή. Σιωπή που επιβεβαιώνει τη βιοθεωρητική στάση της ποιητικής: γραφή ατελής εμπρός στην ανοικτή υπόθεση της διαλεκτικής αλήθειας που κατατίθεται με την επανάληψη της ιστορίας. Μονάδα της Εποχής αλλά και της Συνέχειας είναι ο κοχλίας του ποιητικού χρόνου που αρχίζει από την εξωτερίκευση του κοινωνικού πόνου (Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά, «Στον Νίκο Ε... 1949») για να φτάσει ως την αντίστροφη μέτρηση της ποιητικής ηθικής:

Κι εσύ θα πάρεις το κλειδί

Και με κινήσεις βέβαιες χωρίς τύψεις

Θ' αφήσεις να κυλήσει στον υπόνομο

Βαθιά-βαθιά μες στα πυκνά νερά.

Τότε θα ξέρεις.

(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε

Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπο μας).

(«Εκεί...», Η Συνέχεια)