Καρβέλης Τάκης, Δεύτερη ανάγνωση. Κριτικά κείμενα. Τομ. Β΄, «Ένας ποιητής αλκολικός της ματαιότητας. Τάσος Λειβαδίτης. Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα»
 
Αθήνα 1991, Σοκόλης. Σσ. 203-206
 
 
 

 

Ιδεολογικά και συναισθηματικά φορτισμένη από την αντίσταση της Κατοχής και τη μεταπολεμική περιπέτεια της χώρας μας, η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη ξεχώρισε αμέσως για τον ιδιαίτερο τόνο της. Τόνος που ασφυκτιά στις λυρικές ανάσες του μικρού ποιήματος και βρίσκει φυσική διέξοδο στις ευρύτερες ποιητικές συνθέσεις, όπου τα οράματα καλπάζουν, η συντροφική διάθεση κυριαρχεί και η πίστη στην υπόθεση της ειρήνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης διοχετεύεται σ' ένα λόγο αναλυτικό, ρητορικό και πεζολογικό. Η υποταγή όμως του ποιητή στο ρόλο ενός παλμογράφου της εποχής του και της καθημερινότητας δεν συνοδεύεται πάντοτε από μια αντίστοιχη εσωτερική ένταση, αλλά οδηγεί σε μια συναισθηματική διάχυση, που οι συνέπειες της επισημαίνονται στην οργανική χαλάρωση της ποιητικής σύνθεσης, την αποδυνάμωση του στίχου και την απουσία μιας βιωματικής πύκνωσης.

Αυτά ισχύουν για την πρώτη φάση της ποιητικής εργασίας του Τάσου Λειβαδίτη, που έχει συγκεντρωθεί στον τόμο Ποίηση 1 (1949-1962). Κι εδώ όμως επισημαίνουμε τη σταδιακή απαγκίστρωση από ένα χαλαρό κι εξωστρεφή στην ουσία λόγο προς ένα λόγο περισσότερο εσωτερικό, χαμηλόφωνο και πυκνότερο (Συμφωνία αρ. 1, Καντάτα, εν μέρει), που προαναγγέλλει την επόμενη φάση. Στην αρχή, κάτω από υπερρεαλιστικές επιδράσεις, ο ποιητής θα ερωτοτροπήσει με τη γλώσσα του παράλογου. Έτσι, ο ποιητικός του λόγος, που διακρινόταν για τη λογική του στερεότητα, τώρα οδηγείται στην εξάρθρωση:

 

Ηρωική έξοδος

 

Έδεσα τη γραβάτα μου μ' έναν τέτοιο τρόπο, που να μην αμφιβάλει πια κανείς,

έβαλα το παλτό μου ψύχραιμα, (αφού στο βάθος τίποτα δε συγχωριέται),

μόνο, για τον Θεό, μην ενοχλείστε με το γυναικείο καπέλο μου - έχω πολλά να κρύψω ακόμα.

(Ποιητ. συλλογή Ανακάλυψη, σελ. 73)

 

Η ποιητική αυτή γραφή, με τις συνεχείς εκλάμψεις του παράλογου, σιγά σιγά θα ισορροπήσει και θα 6ρει την έκφραση της σ' ένα τόνο συνομιλητικό, όπου η εσωτερική ένταση φιλτράρεται.

 

Γι' αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια

μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική...

 

Είναι οι τελευταίες λέξεις της συλλογής Βιολέτες για μια εποχή που προαναγγέλλουν το κλίμα της επόμενης:

 

κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι

από αύριο ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή.

 

(Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, σελ. 26).

 

Αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος και πως η αληθινή ζωή μας ξέφυγε, αποτελεί το κυρίαρχο και διαρκώς επαναλαμβανόμενο μοτίβο της συλλογής:

 

ω, μας ξεγέλασαν οι εποχές, η τύχη, τα όνειρα, οι φίλοι

όλα τόσο αβέβαια, λες και το παρελθόν να μην υπήρξε παρά μόνο

στη φαντασία σου

(σελ. 39-40).

 

Αποστροφή, που ο ρομαντικός της τόνος και το λεξιλόγιο αντιστέκονται στο σύγχρονο συρμό. Είναι ένας από τους τρόπους, όχι όμως και ο μοναδικός, που θα επιλέξει ο ποιητής, για ν' αποτυπώσει το κενό μιας σπαταλημένης ζωής. Τα σπαράγματα του είναι διάσπαρτα σ' όλη τη συλλογή, που κυλάει στο ρυθμό μιας παραληρηματικής αφήγησης, όπου τα πάντα - συναισθήματα, σκέψεις, γεγονότα, εικόνες - συμφύρονται, κάτω από το βάρος της πικρής διαπίστωσης: είναι αργά για όλα, της συνειδητοποίησης μιας απόλυτης μοναξιάς: ένας ζητιάνος κάτω από ένα παράθυρο τραγουδάει βραχνά/ την εποποιία της ερημιάς και της σπαρακτικής επίκλησης:

 

Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να ζήσω.

 

Ο τελευταίος στίχος μπορεί να θεωρηθεί και σαν το κλειδί όλης της συλλογής. Το κενό του ποιητή είναι κατ' αρχήν υπαρξιακό. Η συνεχής αναδρομή σε πρόσωπα πεθαμένα, η περιπλάνηση του σε γεγονότα και εικόνες του παρελθόντος, καταγράφουν το ρίγος του θανάτου:

 

Θυμάμαι τον παππού κι αργότερα τον πατέρα: τις νύχτες

έπαιρναν τη λάμπα και κατέβαιναν στο υπόγειο

όταν ανέβαιναν ήταν λίγο ωχροί. Ύστερα μεγάλωσα κι

ήρθε η σειρά μου να κατέβω. Πήρα τη λάμπα κι

εκεί ανάμεσα σε χαλασμένες ομπρέλες, γερασμένα

παιχνίδια, γράμματα που δεν στάλθηκαν ποτέ

είδα με τρόμο το φάντασμα που αφήνει σε κάθε σπίτι

φεύγοντας ο χρόνος

(κάποτε στις παιδικές αρρώστιες ακούγαμε από τότε τα

βήματα του

και μεγαλώναμε απότομα)

(σελ. 20-21).

 

Το υπαρξιακό κενό μπορούμε επίσης ν' ανιχνεύσουμε στο ανεκπλήρωτο του έρωτα και την αδυναμία μας να μάθουμε ποιοι είμαστε, ποιος μας οδηγεί και πού μας πάει, ή να δούμε εκείνο που πάντα μας έλειπε, για να περιοριστούμε σε μερικά από τα πιο ουσιώδη.

Η ρίζα του κενού αυτού έχει βέβαια και κοινωνική διάσταση:

 

Μεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν πραγματοποιηθήκατε ποτέ όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη ματαιότητα...

(σελ. 33).

 

Η αίσθηση λοιπόν της ματαιότητας είναι απόρροια και μιας νιότης που αφιερώθηκε στη χαμένη επανάσταση, ονειρεύτηκε πολύ κι είδε τους συντρόφους της να χάνονται, ένας ένας. Για να την εκφράσει, ο ποιητής δε θα περιοριστεί σε μια αναδρομή στο παρελθόν μέσα από ένα εξελισσόμενο και συνεχώς διακοπτόμενο παρόν. Όλο το παρελθόν θα ενσωματωθεί στο παρόν της συλλογής και θα δοθεί με μια αφηγηματική ροή, που δεν είναι ποτέ συνεχής, αλλά διαρκώς διακόπτεται από σκέψεις, συναισθηματικές εκρήξεις, ονειρικές καταστάσεις, αποστροφές, ερωτήσεις, απαντήσεις σε υπαρκτά και ανύπαρκτα ερωτήματα. Η ροή όμως της αφήγησης στηρίζεται κυρίως σε μια συνοχή εσωτερική και υπόγεια. Η σύνδεση - με τη συνεχή εναλλαγή των χρόνων από τον αόριστο στον παρατατικό και τον ενεστώτα - γίνεται άλλοτε συνειρμικά, άλλοτε απροσδόκητα κι άλλοτε προϋποθέτει καταστάσεις που ενυπάρχουν δυνάμει στους συνδετικούς στίχους. Κι όλα αυτά μ' ένα λόγο εσωτερικό, που τείνει να συλλάβει το ανέκφραστο και δε διστάζει να καταφεύγει και σε λέξεις ή σύμβολα χρησιμοποιημένα (το σπίτι, το υπόγειο, η άμαξα, το τρένο, η βροχή, το φθινόπωρο κ.τ.λ.). Μέσα όμως σ' αυτούς τους στίχους κρύβεται τόση ειλικρίνεια, που ο λόγος, όσο κι αν ρέπει προς την ανάλυση και καμιά φορά την κοινότοπη έκφραση, κατορθώνει πάντοτε να μεταδίδει το ρίγος μιας μυστικής μουσικής και να διατηρεί την υψηλή ποιότητα της βιωματικής έντασης.