Ανδριώτης Ν. Π., «Η γλώσσα του Παλαμά»
 
Νέα Εστία, [Αφιέρωμα στον Κ. Παλαμά], Χριστούγεννα 1943, σσ. 229 – 233
 
 
 

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

 

                Όταν κανένας αποφασίζη να εξετάση τη γλώσσα ενός ποιητή, το πρώτο πρόβλημα που του παρουσιάζεται είναι, τι λογής εξέταση πρέπει να είναι αυτή, αν πρέπη να έχη βάση επιστημονική. Ο ερασιτέχνης ερευνητής μπορεί να είναι όσο θέλει αυτοσχέδιος στον τρόπο που θέτει τα προβλήματά του. Ο ειδικός επιστήμονας φιλόλογος ή γλωσσολόγος, είναι αναγκασμένος να κινηθή μέσα σε περιορισμένους χώρους και καθορισμένες από πριν σκοπιές που έχει θεσπίσει ο - αδιάφορο σωστός ή  όχι - ειδολογικός καταμερισμός των επιστημών.

                Η γλωσσική έρευνα σήμερα χωρίζεται τεχνικά σε δυο τομείς : 1) Το γλωσσολογικό, που μελετά τη γλώσσα του πλήθους σαν ομαδική εκδήλωση και κοινωνικό δημιούργημα, και δεν αναγνωρίζει κανένα γλωσσικό στοιχείο, αν αυτό δεν έχη το χρίσμα της καθιέρωσης από μια μεγάλη ή μικρή λαϊκή ομάδα, και 2) το φιλολογικό, που εξετάζει την πέρα και πάνω από τη γλώσσα του πλήθους γλωσσική δημιουργία του λογοτέχνη, απομονωμένη μέσα στα πλαίσια του έργου του.

                Είναι λοιπόν, η μελέτη της γλώσσας ενός ποιητή γλωσσολογία ή φιλολογία; Φιλολογία, θ' απαντήση αμέσως η προπετής λογική. Και όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ξέρουμε πως η διαίρεση των επιστημών σε τομείς ειδικοτήτων υπαγορεύεται από λόγους καθαρά τεχνικούς γίνεται μόνο και μόνο γιατί ένας άνθρωπος αδυνατεί να κλείση στο μυαλό του ολόκληρο το πλήθος των λεπτομερειών πού η νεώτερη τεράστια ανάπτυξη των επιστημών έχει συγκομίσει και δεν παύει μέρα με τη μέρα να συγκεντρώνη. Η ανάγκη για μια βαθύτερη γνώση και για μια πιο έγκαιρη ενημερότητα για ό,τι αφορά κάθε επιστήμη οδήγησε στο κομμάτιασμά της σε διάφορες ειδικότητες, όπως έγινε για τους διάφορους τεχνίτες εργοστασίου. Γι' αυτό, χωρίς να παύη να είναι χρήσιμη αυτή η κατανομή, δεν πρέπει να λησμονούμε ούτε στιγμή πως η φύση των πραγμάτων την αγνοεί και ότι θα ήταν τόσο λάθος να βλέπουμε τους κόσμους των πραγμάτων και των ιδεών που είναι το περιεχόμενο κάθε επιστήμης κομματιασμένους φύσει όπως και οι επιστημονικές ειδικότητες, όσο θα ήταν λάθος να βλέπη ένας εργάτης εργοστασίου μια βίδα ή ένα έμβολο της αρμοδιότητάς του ανεξάρτητα από το σύνολο του τεράστιου μηχανισμού ενός τέτοιου ιδρύματος.

                Για να περιοριστούμε στη γλωσσική και φιλολογική κατανομή, τι είναι εκείνο που χωρίζει τον έντεχνο ποιητικό λόγο από τον καθημερινό διάλογο, αν παραμερίσουμε το μέτρο και τη ρίμα, που, σαν εντελώς δευτερεύοντα και επουσιώδη γνωρίσματα, δεν μπορούν σήμερα ν' αποτελέσουν την ειδοποιό διαφορά; Μήπως τους χωρίζει η λεξιλογική ή γραμματική διαφορά; Στην εποχή της καθαρευουσιάνικης ποίησης του Σούτσου, Ραγκαβή, Παράσχου, το λογοτέχνημα έπρεπε να γραφή στη μόνη τότε νόμιμη γραφτή γλώσσα, τη λόγια, αλλιώς ήταν «ιδέαι πλούσιαι πτωχά ενδεδυμέναι». Υπήρχε λοιπόν τότε ανάμεσα στην ποιητική  γλώσσα και τη ζωντανή προφορική διαφορά λεξιλογική και γραμματική, κ' έτσι τα όρια της γλωσσικής και φιλολογικής αρμοδιότητας για την εξέταση του ποιητικού έργου πιο ξεκαθαρισμένα. Σήμερα ευτυχώς τέτοια διαφορά δεν υπάρχει.  Η ποίηση, κ' εννοώ εκείνη που μπορεί να βρη απήχηση και να συγκινήση μια μικρή ή μεγάλη μερίδα των συνανθρώπων, κατέβηκε από τα ιππόκρημνα εκείνα ύψη της λογοκοπίας και μίκρυνε η απόστασή της από τον άνθρωπο, σε βαθμό ώστε να φτάνη ως εκεί κάποιος παλμός της καρδιάς του. Οι παλμοί της ανθρώπινης καρδιάς είναι, όπως ξέρετε, σιγαλοί ήχοι στην κυριολεξία και στη μεταφορά και διερμηνεύονται με λόγια απλά, ζεστά, λόγια της ζωής. Και είναι αφέλεια να πη κανείς ότι ένας λαός με τη συναισθηματικότητα και τη θέρμη του δικού μας λαού δεν έχει στην καθημερινή, ζωντανή γλώσσα του εκφραστικά μέσα για το ξεχείλισμα της καρδιάς του, και πως τα κατάλληλα μέσα για τέτοιο σκοπό βρίσκονται σε περασμένες γλωσσικές φάσεις της ιστορίας μας, όπου οι ποιητές πρέπει να τις αναζητούν.

                Γραμματική διαφορά λοιπόν ανάμεσα στον προφορικό και τον ποιητικό λόγο σήμερα δεν υπάρχει. Αλλά μήπως τους χωρίζει διαφορά στο ύφος; Εδώ όμως χρειάζεται μεγαλύτερη παρέκβαση. Τι είναι άραγε αυτό το ύφος, το τόσο σαφές στα χείλη όλων και τόσο αόριστο στο νου τους; Ύφος εννοούν συνήθως το σύνολο των ιδιαίτερων εκφραστικών μέσων κάθε λόγο τέχνη, τις διαλεγμένες λέξεις και τους πρωτότυπους συνδυασμούς εννοιών και λέξεων που επινοεί και που σ' αυτούς κρύβεται όλο το θέλγητρο των γραφομένων του. Περιορίζουν οι περισσότεροι το ύφος αυτό στα λογοτεχνικά έργα. Αλλά μόνο σαν γράφη άραγε ο λογοτέχνης εκφράζεται πρωτότυπα; Το ύφος αρχίζει απ' εκεί που τα λεγόμενά μας εκφράζουν έστω και τη λεπτότερη συναισθηματική συμμετοχή μας σε ό,τι λέμε. Γιατί τότε αυτό που λέμε δεν είναι, δεν μπορεί πια να είναι εντελώς το ίδιο με ό,τι θάλεγε ένας άλλος στη θέση μας. Κάθε άνθρωπος με πολύ ή λίγο πλούσια ψυχικότητα κλείνει μέσα του ένα μοναδικό κι αδευτέρωτο στον κόσμο,συνδυασμό από εικόνες και συναισθήματα, και ο ιδιότυπος αυτός κόσμος καθρεφτίζεται τόσο στα γραφτά του όσο και στον προφορικό λόγο του. Γιατί τι άλλο είναι το γράψιμο παρά μια, έστω πιο προσεχτική τεχνητή αποτύπωση των σκέψεων που κατεβαίνουν στην άκρη της πέννας από την ίδια ψυχική πηγή και, όταν είναι αυθόρμητα, με την ίδια σειρά που κατεβαίνουν και στα χείλη. Γι' αυτό ο τρόπος που εκφράζεται προφορικά ο καθένας, όταν το συναίσθημά του συμμετέχει σ' αυτά που λέει, είναι τόσο διαφορετικός στον κάθε άνθρωπο. Ο ρυθμός της απαγγελίας των λέξεων, ο χρωματισμός της φωνής η εκλογή της καταλληλότερης λέξης για τη συναισθηματική απόχρωση του νοήματος. Αντίθετα, όταν το συναίσθημα του ομιλητή δε συμμετέχει στα λεγόμενα ή γραφόμενά του, όπως συμβαίνει στη σύνταξη μιας τυπικής αίτησης, ενός υπηρεσιακού εγγράφου, στο διάβασμα μιας τοιχοκολλημένης αστυνομικής διαταγής, ενός συμβολαίου κ.τ.ό, όπου ο καθένας εκφράζεται με τον ίδιο περίπου τρόπο, αρκεί να κατέχη την καθιερωμένη για κάθε περίπτωση φρασεολογία, και διαβάζει ή απαγγέλλει παρόμοια κείμενα με τον ίδιο μονότονο, αχρωμάτιστο, αδιάφορο τόνο της φωνής, τότε πια το ύφος δεν υπάρχει και είναι αμέσως δυσάρεστα αισθητό όταν σημειώνεται η παρουσία του.

                Το ύφος λοιπόν σα συναισθηματικός παράγοντας του λόγου, προφορικού ή γραφτού, είναι ακόμα αξιολογικά όρος ουδέτερος. Ενώ το συναίσθημα του ομιλητή ή του συγγραφέα είναι η προϋπόθεση του ύφους, τούτο δε διαμορφώνεται σε αξία εκφραστική παρά όταν έχη το πρόσθετο γνώρισμα της πρωτοτυπίας και της καλαισθησίας στην εκλογή των στοιχείων του που είναι «σφραγίδα θείας δωρεάς», «θείο και άπαρτο δώρο». Όλων μας ο συγκινημένος λόγος έχει τα σπέρματα του ύφους, αλλά λίγων εκλεκτών ανθρώπων ο λόγος έχει ύφος πρωτότυπο. Και οι άνθρωποι αυτοί είναι εκείνοι που συνδυάζουν το φυσικό χάρισμα της δημιουργικής έκφρασης με βαθιά ψυχική καλλιέργεια. Χαίρεσαι να τους ακούς, ακόμα κι όταν μιλούν για τα πιο απλά πράγματα, με τους αναπάντεχτους συνδυασμούς εννοιών, με τη μαγική δύναμη που κατέχουν να καταξιώνουν την πιο θαμπή λέξη μέσα στον αστραποβόλον ειρμό του λόγου τους, με τις μεταπτώσεις στη θέρμη και στο χρώμα της φωνής τους, ώστε να πέφτη όλο το φως της προσοχής σ' εκείνη τη λέξη που σε κάθε περίπτωση πρέπει το νόημά της να κυριαρχήση.

                Το ύφος λοιπόν δεν είναι, όπως από συνήθεια πιστεύεται, μόνο του έντεχνου γραφτού λόγου γνώρισμα, λουλούδι προορισμένο μόνο για την όσφρηση του αναγνώστη. Ίσα ίσα ο γραφτός έντεχνος λόγος τότε μόνο αποχτά τέλος ύφος όταν διαβαστή όπως πρέπει, όταν απαγγελθή αν είναι ποίημα, όταν αποδοθή με την κατάλληλη η ηθοποιία στη σκηνή αν είναι θεατρικό έργο, μ' άλλα λόγια αν γίνη προφορικός ή πλησιάση τον προφορικό λόγο. Αλλιώς στο  χαρτί ή με σιωπηλό διάβασμα είναι λόγος μισός άπλερος, υποτυπώδης. Γι' αυτό και η κοινή αντίληψη του λαού, χωρίς να έχη υπόψη της τίποτε από τα παραπάω, θεωρεί το ύφος στοιχείο του προφορικού λόγου, όπως δείχνουν οι συνηθισμένες φράσεις: μου μίλησε μ' ένα ύφος παράξενο ή με το ύφος που μου το είπε κατάλαβα πως δεν το πιστεύει. Όσο κι αν δεν είναι γνώρισμα κοινό όλων των ανθρώπων (μήπως και στη γλωσσοπλαστική εργασία των ομάδων μετέχουν όλα τα άτομα με ισάξια το καθένα συμβολή;), το προσωπικό ύφος είναι στοιχείο του κοινού καθημερινού λόγου από τα πιο αναφαίρετα, και η έρευνά του, κατά τις σημερινές γλωσσολογικές αντιλήψεις, θέμα γλωσσολογικό.

                Γι' αυτό η σημερινή γλωσσολογία, ανεβαίνοντας τον πηγαίο κι αυθόρμητο προφορικό λόγο σε αξία απόλυτη και σε περιεχόμενο μιας ολόκληρης επιστήμης, φυσικό ήταν να θεωρήση τη μελέτη του ύφους στο συγκινημένο λόγο, είτε πρωτότυπος είναι είτε όχι, αχώριστο τμήμα της δικαιοδοσίας της. Μερικοί μάλιστα γλωσσολόγοι, όπως ο ειδικός στην ανάλυση του ύφους Ch . Bally , φτάνουν στο σημείο να το θεωρούν στοιχείο μόνο γλωσσολογικό, αποκλείοντας από το περιεχόμενό του τη συστηματική καλολογία του έντεχνου γραφτού λόγου, ως μη αυθόρμητο προσόν, ως τεχνητό. «Le langage spontené, γράφει, est toujours «en puissance de beauté», mais sa fonction naturelle et constente n' est pas d' exprimer la beauté; dès qu' il se met volontairement au serviee de l' expression du beau il cesse d' être l' objet de la stylistique; il appartiente à la litterature et à l' arte d' écrire».

                Όσον όμως θα ήταν λάθος ν' αρνηθούμε το προσωπικό ύφος στον προφορικό λόγο, άλλο τόσο θα ήταν λάθος να το περιορίσουμε μόνο σ' αυτόν και να το αρνηθούμε στον έντεχνο λόγο Γιατί και στον έντεχνο λόγο, όσο κι αν είναι πιο συνειδητή η επιδίωξη της ομορφιάς στην έκφραση, δεν παύει κ' εκεί να είναι κατά μέγα μέρος αυθόρμητη. Ούτε έχει βασική σημασία το πως στον έντεχνο λόγο έχει ο συγγραφέας περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του να διαλέξη τα εκφραστικά του μέσα ή να διορθώση στο καλύτερο μια διατύπωση του λόγου που έκανε ήδη. Τον καιρό και την ελευθερία και κυρίως την τάση να εκφραστή με όσο το δυνατό καλύτερο τρόπο την έχει βασικά κι ο ομιλητής. Γι' αυτό και σ' όσους δεν έχουν από τη φύση  εξαιρετική ευγλωττία, αλλά και σ' εκείνους που την έχουν, ακούμε στη ρύμη της ομιλίας τους φράσεις καθώς πως να το πω;,  θάλεγα, να πη κανείς, για να το πω έτσι κ,τ,ό., που δε δείχνουν άλλο παρά την ενδόμυχη προσπάθεια του ομιλητή να πετύχη την καλύτερη δυνατή διατύπωση της σκέψης του. «Il n'y a guère d' hommes qui ne se soucient de parler le «beau langage» de leur temps», γράφει ο A. Meillet.

                Όσο κι αν ο λογοτέχνης γράφοντας έχει βαρύτερη την επίγνωση του καλολογικού σκοπού του, τη βασική του ιδιότητα την αποτελεί όχι το τι τον απομακρύνει από το φυσικό λόγο, παρά το τι τον συνδέει μ' αυτόν και με την ανθρώπινη ψυχή. Και να μη ξεχνάμε ότι λέγοντας έντεχνο λόγο εννοούμε το σύγχρονό μας, που είναι ξένος πια προς τα περίτεχνα εκείνα και δαντελένια κατασκευάσματα άλλων εποχών και άλλων κοινωνιών. Η λογοτεχνία σήμερα έχει χαμηλώσει το φραστικό τόνο της πολύ κοντά στο επίπεδο του φυσικού λόγου, έγινε δηλ. κάτι ανάλογο μ' εκείνο που παρατηρούμε στις σημερινές μας διακοσμητικές τέχνες. Μας ευχαριστεί και μας ξεκουράζει η απλή γραμμή, και μας ζαλίζουν τα πολλά μπιχλιμπίδια των παλαιότερων διακοσμήσεων.

                Η διαφορά λοιπόν φυσικού προφορικού και έντεχνου γραφτού λόγου ως προς το ύφος δεν είναι πια διαφορά ουσιαστική ( Wesensunterschied ), αλλά διαφορά βαθμού ( Gradunterschied ). Ο έντεχνος λόγος με αντιπροσωπευτικές μορφές το διήγημα και το τραγούδι (τραγούδια ονομάζει ο Παλαμάς όλα του τα ποιήματα), το φυσικό λόγο δουλεύει και αυτόν οδηγεί στην τελείωσή του. Κάθε νέα μορφή που παίρνει ο φυσικός λόγος στη διάνοια του λογοτέχνη είναι συνέχεια του φυσικού. Δεν είναι ξένο υπεργλωσσικό στοιχείο εισβιασμένο στο λόγο. Τα περισσότερα λογοτεχνικά σχήματα είναι του φυσικού λόγου στοιχεία, όπως οι μεταφορές, οι παρηχήσεις, τα χιαστά, οι συστοιχίες των συντακτικών στοιχείων, που η λογοτεχνία δεν κάνει άλλο παρά να τα αναπτύσση, όπως αναπτύσσουν οι ανθοκόμοι τ' αγριολούλουδα στη σέρα.

                Μπορούμε λοιπόν να δεχτούμε πως όσα εκφραστικά μέσα της λογοτεχνίας υπάρχουν και στο φυσικό λόγο, είτε σε τέλεια διαμόρφωση είτε σπερματικά, ανήκουν στην ενιαία και απεριόριστη περιοχή της γλωσσικής έρευνας. Όσα πάλι είναι επινοήσεις μόνο του έντεχνου λόγου και δεν παίρνονται από τη γύρω γλωσσική ζωή, παρά σχηματίζουν παράδοση από συγγραφέα σε συγγραφέα και ο φυσικός λόγος δεν τ' ανέχεται καθόλου, μπορούμε, σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω, να τα θεωρούμε αποκλειστικό προνόμιο του έντεχνου λόγου, και, μαζί με τα καθαρά τεχνητά στοιχεία, όπως τα μέτρα, η ρίμα, η αρχιτεκτονική οικονομία   του  συνόλου,   προκειμένου   για ποίημα, να τα παραχωρούμε στην ειδική έρευνα και αξιολόγηση των φιλολόγων.

                Έχουμε λοιπόν μπροστά μας μια καθαρή και δικαιολογημένη, αν και τεχνητή πάντοτε, κατανομή των αρμοδιοτήτων μπροστά στο έργο ενός ποιητή. Αλλά κι αυτό δε μας ικανοποιεί. Γιατί πέρα κ' επάνω από την κατανόηση του γλωσσικού μέρους του έργου του αρχίζει η ερμηνεία του, δηλ. η αισθητική κατανόησή του. Κ' επειδή ο λογοτέχνης εργάζεται με υλικό γλωσσικό, δεν υπάρχει γραμμή διαχωριστική, όπου να σταματά η καθαρά γλωσσική εποπτεία και ν' αρχίζη η καθαρά ερμηνευτική ειδικότητα του φιλολόγου. Τα όρια της γλωσσικής αναγνώρισης χάνονται μέσα στην περιοχή της αισθητικής αξιολόγησης τόσο των επί μέρους συστατικών όσο και του συνόλου ενός λογοτεχνικού κομματιού. Η συνάφειά τους θυμίζει την ακαθόριστη συνέχεια των χρωμάτων της ίριδας. Έπειτα, η αισθητική αξιολόγηση των καθαρά γλωσσικών στοιχείων δεν μπορεί να ολοκληρωθή χωρίς αυτά να πλαισιωθούν με τα καθαρά τεχνητά, την εξωτερική δηλ. μορφή του λογοτεχνήματος. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως κι αν ο χωρισμός της γλωσσικής αρμοδιότητας έχει κάποια θεωρητική βάση, στην πρακτική του εφαρμογή κατά βάθος δεν υπάρχει. Ο ιδεώδης μελετητής ενός λογοτεχνήματος, που χρειάζεται να σταθή ανάμεσα στο έργο και στο κοινό, είναι αδιανόητος, αν δε συνενώνη σ' ένα πρόσωπο τη γλωσσική και φιλολογική κατάρτιση στην πιο οργανική της συνοχή. Πρόσωπο μόνο ιδεατό στην πραγματικότητα,γιατί ούτε στους γύρω μου το πολυσυναντώ ούτε φυσικά στον εαυτό μου. Είπα όμως ποιος είναι ο ιδανικός μελετητής του λογοτεχνήματος. Ο ιδανικός παραμένει για την κάθε μας ομαδική επιδίωξη ένα απροσπέλαστο απόλυτο αίτημα. Συνήθως στην πραγματικότητα αρκούμαστε στο σχετικό, στο κατά προσέγγιση, και θα ήταν περίεργο να σκεφτούμε για την περίπτωσή μας διαφορετικά. Οι μελετητές της λογοτεχνίας είναι και θα είναι στο μέλλον πρόσωπα που θα συνδυάζουν κατά ένα αστάθμιστο ποσοστό τη γλωσσική και φιλολογική κατάρτιση. Χαρά σ' εκείνους που η κατάρτιση τους θα πλαισιώνη μια ισχυρή προσωπικότητα, καλαισθησία έμφυτη, κριτική δύναμη, ηθική ανωτερότητα. Αρετές που η φύση με φειδώ, άνισα και μόνο κατά ένα ποσοστό χαρίζει στον άνθρωπο. Γι' αυτό, ας το πάρουμε απόφαση, και οι αναλύσεις λογοτεχνικών έργων θα είναι πάντα ατελείς, πολύπλευρες ίσως μα όχι ολόπλευρες, και η συμβολή πολλών ερευνητών όρος απαραίτητος για την προσέγγιση της τέλειας γνώσης. Ευτυχώς στην έρευνα ισχύει το ρητό ευρείαι Μουσών κέλευθοι. Ο καθένας έχει δικαίωμα να στέκεται από τη σκοπιά που τον ικανοποιεί ή από την οποία τον βοηθεί η όρασή του καλύτερα κι απ' εκεί να μας λέη τι βλέπει και να μας βοηθή να δούμε.

                 Ο Παλαμάς, όπως, και άλλοι ξεχωριστοί ποιητές της χώρας μας, αν ακμάσουν ποτέ εδώ οι νεοελληνικές σπουδές θ' απαιτήση πλήθος ερευνών από διάφορους μελετητές με ποικίλες ιδιοσυγκρασίες και ειδικότητες, για να μπορέση ο ελληνισμός να χαρή πλατιά και βαθιά το εξαίσιον όραμα του ποιητικού του κόσμου.

                Μια γλωσσική λοιπόν εξέταση του Παλαμά, όπως φιλοδοξεί να είναι η παρούσα, πρέπει ευθύς να περιορίση τη φιλοδοξία της σ' ένα πολύ μετριόφρονα σκοπό. Σ' ένα δηλαδή γοργό κ' επιφανειακό κοίταγμα των γλωσσικών μέσων του, χωρίς κριτική θέση απέναντι στην εκφραστική τους αξία, και δίχως το ιστορικό στάθμισμα της καλλιέργειας και της τελείωσης που πήρε ο ποιητικός λόγος στη γραφίδα του ποιητή μας συγκρινόμενος μ' εκείνον πού βρήκε έτοιμο γύρω του. Μια πολύμερη και βαθειά εξέταση της γλώσσας του Παλαμά είναι πρόωρη. Γιατί πρέπει πρώτα να γραφούν πολλές μονογραφίες επάνω σ' αυτά τα θέματα, από πολλούς, ποικίλης αισθητικής και κρίσης ανθρώπους, που θα ρίξουν το φως του ενδιαφέροντός τους σ' όλες τις έδρες του πολυτίμου αυτού πετραδιού, που είναι η ποίηση του Παλαμά.