Πολίτης Λίνος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας
 
Αθήνα 2003, Μ. Ι. Ε. Τ. Σσ. 192 – 195
 
 
 

10. Η  ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1880 ΚΑΙ Ο  ΠΑΛΑΜΑΣ

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

 

Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) ήταν αναμφισβήτητα από τους «νέους» ποιητές του 1880 εκείνος που του έμελλε να γίνει ο πιο αντιπροσωπευτικός της γενιάς του και ασφαλώς ένας από τους κορυφαίους της νέας ελληνικής ποίησης. Όσο κι αν άργησε να εκδηλωθεί (η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδίδεται μόλις το 1886) ξεπερνά γρήγορα τη μέση στάθμη της εποχής και μένει για πενήντα ως εξήντα χρόνια η κεντρική φυσιογνωμία της πνευματικής ζωής. Και είναι τα πενήντα-εξήντα αυτά χρόνια, από την εκθρόνιση του Όθωνα (1862) ως τη Μικρασιατική καταστροφή (1922), χρόνια αποφασιστικά στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας: κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη, πόλεμος του 1897, Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Διχασμός, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική εκστρατεία (βλ. κεφ. 14, σ. 251-52).

                Παράλληλη στάθηκε και η άνοδος και η ωρίμανση στον πνευματικό τομέα. Η φιλολογική ζωή πλάταινε τα ενδιαφέροντά της και αποκτούσε διαστάσεις που ξεπερνούσαν τον έως τότε περιορισμένο στενό ελληνικό χώρο. Στην άνοδο αυτή στέκει ο Παλαμάς πρωταγωνιστής· όχι μόνο με την ποίησή του, άλλα και με την όλη του κριτική στάση και με τη διαρκή του παρουσία. Αν στην περίοδο της δημιουργικής ανόδου δεσπόζει στο πολιτικό πεδίο η πολιτική μεγαλοφυία του Ελευθερίου Βενιζέλου,

στο πνευματικό πεδίο η αντίστοιχη ηγετική μορφή είναι αναμφισβήτητα ο Κωστής Παλαμάς.

                Αλλά στέκεται και η ποιητική, η καθαρά λυρική του προσφορά, στο ίδιο υψηλό βάθρο; Η κριτική πολλές φορές του το αμφισβήτησε, σε κάποιο ορισμένο ποσοστό του το αμφισβητεί ακόμα και σήμερα. Μίλησαν για τη μεγαληγορία του, για την έλλειψη βάθους, για την απουσία του άδολου λυρισμού, για την «αντιποιητικότητά» του. Όσο περνά όμως ο καιρός, τόσο και περισσότερο εδραιώνεται η πεποίθηση πως και η καθαρά λυρική του προσφορά είναι μεγάλη, και πως η ελληνική ποίηση παίρνει με τον Παλαμά ένα διαμέτρημα που δεν το είχε από τον καιρό του Σολωμού. Φυσικά, σε ένα έργο ποσοτικά τόσο εκτεταμένο, συχνές είναι οι κάμψεις και οι άτυχες στιγμές. Δεν είναι όμως αυτές που βαραίνουν.

                Η κριτική παρατήρησε ότι στην ποιητική σκέψη του Παλαμά κυριαρχεί ένας δυαδισμός, μια ταλάντευση ανάμεσα σε δυο αντίθετους πόλους, που είτε τους δέχεται είτε τους αρνιέται και τους δυο: και τούτο και εκείνο —ή ούτε τούτο ούτε εκείνο· η έντονη δράση και η απόμερη ζωή, η άρνηση και η θέση, η πίστη και η απιστία. Εκείνο που συνέχει όμως όλες αυτές τις αντιθέσεις, σαν τα ακραία όρια μιας τροχιάς γύρω από έναν, τον ίδιο, κεντρικό πυρήνα, είναι ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «νόημα της τέχνης»· ένα ιδιαίτερο ποιητικό αντίκρισμα, μια βούληση ποιητική. Το ποιητικό του έργο ταλαντεύεται επίσης ανάμεσα σε δύο ακραία όρια, σ' έναν ελάσσονα και σ' έναν μείζονα τόνο· είναι τα ποιήματα τα πιο λυρικά, όπου ψάλλει το σπίτι, την απόμερη, «ασάλευτη» ζωή (αυτό που ο ίδιος ονόμασε «λυρισμό του εγώ»), και τα άλλα («ο λυρισμός του εμείς»), όπου εκτείνεται σε μεγαλύτερες επικές συνθέσεις, σε «μεγάλα οράματα». Στον καιρό του είχε υπερεκτιμηθεί ο ποιητής του μείζονος τόνου· στη δοκιμασία του χρόνου φαίνεται ότι περισσότερο άντεξαν τα ποιήματα του άλλου τόνου.

 

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε το 1859 στην Πάτρα, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε δικαστικός. Εφτά χρονών έχασε τη μητέρα του και τον πατέρα του και ανατράφηκε στο σπίτι ενός θείου του στο Μεσολόγγι, από όπου καταγόταν η οικογένειά του· το 1875, δεκαέξι χρονών, έρχεται για σπουδές στην Αθήνα, όπου αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα σε ημερολόγια της εποχής και στον Ραμπαγά, και το 1886, αργά σχετικά, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, Τα Τραγούδια της πατρίδος μου. Το 1889 το μακρύ του ποίημα Ο Ύμνος της Αθηνάς βραβεύεται στον Α' Φιλαδέλφειο διαγωνισμό (εισηγητής ο Ν. Γ. Πολίτης), και η βράβευση αυτή ήταν σαν μια επίσημη καθιέρωση της νέας ποιητικής σχολής. Ο Παλαμάς βραβεύεται και στον Β' Φιλαδέλφειο, το 1890· η συλλογή, Τα Μάτια της ψυχής μου, δείχνει, και με το στίχο του Σολωμού που χρησιμοποιεί για τίτλο, πόσο από τότε επιζητούσε ένα συνειρμό ανάμεσα στην Αθηναϊκή σχολή, όπου είχε τις ρίζες του, και στη σολωμική παράδοση, που τώρα σιγά σιγά την ανακάλυπτε. Όλες όμως αυτές οι πρώιμες συλλογές, βραβευμένες ή όχι, δεν εκφράζουν ακόμα την προσωπικότητά του· ο ποιητής αγωνίζεται να λυτρωθεί από τις συμβάσεις και τους κοινούς τόπους της εποχής και να πάρει το δικό του πέταγμα.

                Αυτό μπορούμε να πούμε πως επιτελείται για πρώτη φορά με τις «Πατρίδες», μια σειρά από δώδεκα έξοχα παρνασσιακά σονέτα, πρωτοδημοσιευμένα το 1895 και περασμένα ύστερα στην Ασάλευτη ζωή. Ακολουθούν, ο ένας μετά τον άλλον, σημαντικοί σταθμοί: Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), Ο Τάφος (1898). Οι πρώτοι είναι μια μικρή συλλογή από σαράντα ποιήματα στιχουργικά ομοιόμορφα: τρία τετράστιχα όπου εναλλάσσονται στίχοι ιαμβικοί και αναπαιστικοί —ένα σπάσιμο του παραδομένου δεκαπεντασύλλαβου και μαζί μια ανάμνηση από τη στροφή του Κάλβου, που ο Παλαμάς αισθανόταν ιδιαίτερα την εποχή εκείνη τη γοητεία της μουσικής του. Στη συλλογή διακρίνουμε και κάτι άλλο, την πρώτη εμφάνιση του συμβολισμού στην ελληνική ποίηση· ό,τι γύρευαν οι γάλλοι συμβολιστές, αυτό το κάτι το άπιαστο και το αόριστο, κι ακόμα μια προέκταση των λέξεων πέρα από το νοηματικό τους περιεχόμενο, υπάρχει στους Ίαμβους και Ανάπαιστους. Ο Jean Moreas, ποιητής των Stances, περαστικός τότε από την Αθήνα, προσέχει τα ολιγόστιχα ποιήματα και τα τιμά ιδιαίτερα.

 

Ο Τάφος του 1898 είναι κι αυτή συλλογή μικρή, περιορισμένη σ' ένα αποκλειστικό θέμα, το θρήνο για το θάνατο του μικρού του γιου. Αλλά η επόμενη συλλογή, Η Ασάλευτη ζωή (1904), είναι μια από τις πιο σημαντικές, και συνάμα και από τις πιο πλούσιες, καθώς συγκέντρωνε ποιήματα της τελευταίας δεκαετίας, αρχίζοντας από τις «Πατρίδες» που αναφέραμε. Σε ενότητες όπως «Ο Γυρισμός» ή «Στίχοι σε γνωστό ήχο» ο ποιητής αντλεί από τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας κάποιους ελάσσονες ήχους «που ξυπνούν εντός του σαν καημοί». Η «Φοινικιά», ένα μεγάλο ποίημα σε δεκατρισύλλαβες οχτάβες έξοχα στιχουργημένες, είναι ένα από τα λυρικότερα και τα πιο άρτια του Παλαμά και, ίσως ακριβώς γι' αυτό, από τα περισσότερο δυσκολονόητα. Είναι γραμμένο το 1900, και ο χρόνος αυτός, η καμπή από τον έναν αιώνα στον άλλον, είναι, μπορούμε να πούμε, κι ένα ορόσημο στην ποίησή του· στα επόμενα χρόνια θα υπερισχύσει η τάση του για τις μεγαλύτερες συνθέσεις, για τα «μεγάλα οράματα», αφήνοντας το καθαρό λυρικό βάθος, όπου είχε φτάσει με τη «Φοινικιά». Πρώτο από τα «μεγάλα οράματα», στην ίδια πάντα, συλλογή, ο «Ασκραίος» (δηλ. ο Ησίοδος) είναι ένα μακρύ εμπνευσμένο ποίημα, όπου γίνεται η προσπάθεια για ένα συνθετικό αντίκρισμα του κόσμου, με πολλές επιδράσεις από απόκρυφες θεωρίες και τον ορφισμό.

 

Τη σειρά αυτή τη συνεχίζει το μεγάλο συνθετικό ποίημα, το πιο αντιπροσωπευτικό της ποίησής του, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907)· είναι χωρισμένο σε δώδεκα «λόγους» (άσματα) και σε ποικίλους ρυθμούς, με κυρίαρχο έναν εντελώς ιδιότυπο ελεύθερο τροχαϊκό στίχο. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Γύφτος, περνά όλα τα σκαλοπάτια της άρνησης, μιας άρνησης ολοκληρωτικής, νιχιλιστικής, προς όλους και προς όλα, ώσπου να τον συμφιλιώσει στο τέλος με τη ζωή ένα βιολί. Το σύμβολο μπορεί να είναι αρκετά διαφανές, αλλά ο ποιητής ξεφεύγει από τον κίνδυνο αυτόν, πρώτα πρώτα γιατί το ποίημα, στην πλατιά ροή του, πότε αγγίζει περιοχές καθαρά επικές και πότε βαθαίνει σε ευτυχισμένες στιγμές γνήσιας λυρικής έμπνευσης. Ύστερα, ο ποιητής είχε την εύστοχη ιδέα να τοποθετήσει τη δράση μέσα σ' ένα πλαίσιο ιστορικό, στις παραμονές της Άλωσης, κι αυτό δίνει ζωή και μια θαυμαστή πολυχρωμία στην έκθεσή του· με επιτυχία π.χ. μπλέκονται στη δράση οι λόγιοι που φεύγουν από την Κωνσταντινούπολη για τη Δύση, ή το κάψιμο των έργων του νεοπλατωνιστή Γεωργίου Γεμιστού - Πλήθωνα. Και (το σπουδαιότερο) με τον τρόπο αυτό, οι ιδέες και η προβληματική του ποιήματος ενώνονταν με τις σύγχρονες ανησυχίες, με τους αγώνες και τις επιδιώξεις της εποχής. Η χρονιά της έκδοσης (1907) είναι σημαδιακή: δέκα χρόνια μετά την ήττα του 1897 και πέντε πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους· βρίσκεται στη μέση της δεκαπενταετίας της δημιουργικής ανόδου που εκθέσαμε παραπάνω, της εποχής, όπως την είπαν, του «Sturm und Drang», και είναι η πιο έγκυρη κατακύρωσή της με τον ποιητικό λόγο. Τα λόγια του Προφήτη στον 8ο λόγο, τα ένιωσαν τότε οι σύγχρονοι σαν πραγματικά προφητικά και για το έθνος:

 

                                                για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί

                                                θα αιστανθείς να σου φυτρώνουν, ω χαρά!

                                                τα φτερά,

                                                τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα !