Χουρμούζιος Α., Ο Παλαμάς και η εποχή του
 
2ος τόμος, Αθήνα 1974, Διόνυσος. Σσ. 17-41
 
 
 

VIII. «Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ TOΥ ΓΥΦΤΟΥ»

(Εισαγωγικά )

 

Με τον Δωδεκάλογο του Γύφτου έδωκε κατά καιρούς εξετάσεις η κριτική μας. «Μερικά έργα δεν κρίνονται· μας κρίνουνε κείνα» -έλεγε, αρχίζοντας την κριτική του για τον Δωδεκάλογο, ο Πέτρος Βλαστός. Όμως, η ρήση μπορεί να διορθωθή. Όλα τα έργα κρίνονται κι όλα τα έργα μας κρίνουν.… Εν τούτοις με τον Δωδεκάλογο συνέβη, τις περισσότερες φορές, να μας κρίνη χωρίς να τον κρίνουμε. Γιατί οι περισσότεροι κριτικοί του ξεκίνησαν από μια φιλόδοξη αφετηρία : να ειπούν οι ίδιοι όσα δεν έλεε το ποίημα, να επινοήσουν ό,τι ο Παλαμάς αφήκε θεληματικά ή αθέλητα χασματικό, ν' αναζητήσουν συνεπή μυθική ενότητα και εκεί όπου δεν υπάρχει παρά οργίλη έκρηξις ή παροξυσμός λυρισμού, (σε κομμάτια που δεν θα ήταν αθέμιτο να τους αναγνωρίσθη η αυτοτέλεια, αν δεν ήσαν ψυχικά -άλλ' όχι και γι' αυτό μυθικά- συναρτημένα με τον ιδεολογικό βρασμό του Ποιητή σε μια ιστορική στιγμή της εθνικής ζωής), να φαντασθούν σύμβολα περιττά και να προεκτείνουν ιδέες εκεί όπου ο ίδιος ο Ποιητής διαχαράσσει με σαφήνεια και περιχαράσσει με περιοριστικότητα και τα σύμβολα και τις ιδέες αλλά και τις προθέσεις του. Η κριτική ερμηνεία ή, έστω, η απλή φιλολογική ερμηνεία έχουν πολλά δικαιώματα και αυτοπροικίζονται με πολλές ελευθερίες όταν ο ίδιος ο ποιητής δεν προλαμβάνει και τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Βεβαίως και τότε τα δικαιώματα τούτα υπάρχουν, γιατί αλλοιώς ματαιώνεται ο σκοπός της κριτικής ερμηνείας. Αλλά πως θα ήταν δυνατό να νοηθή μια υποκατάσταση του κριτικού ερμηνευτή στο αυτοκριτικό εγώ όταν η ανάλυση γίνεται στο έδαφος των ιδεών που υπήρξαν τα κίνητρα της εμπνεύσεως; Σε μια μόνον περίπτωση, νομίζω, είναι συγγνωστή η υπέρβαση των οροσήμων που θέτει με συνειδητή αυτοβουλία ο συγγραφεύς : Όταν ο αυθορμητισμός της εμπνεύσεως υπερβαίνει την ψύχραιμη αυτοκριτική εποπτεία και το σχόλιο υπολείπεται του κειμένου. Ο κριτικός ερμηνευτής αναγκάζεται τότε να πάρη ο ίδιος τις ελευθερίες που του παραχωρεί το λογοτέχνημα και να επωμισθή τη φροντίδα που παραμελείται από τον δημιουργό. Μα στην περίπτωση του Παλαμά δε νομίζω να συμβαίνει το δεύτερο. Ο Ποιητής, αντίθετα, συνηθίζει να φορτώνει τα τραγούδια του με ιδεολογικές και φιλοσοφικές αξιώσεις που πολλές φορές δεν έχουν τη δύναμη να σηκώσουν και, αυτοαναλυόμενος αδιάκοπα, όταν αποφασίζει να μιλήση για ένα θέμα, και ιδιαίτερα για θέμα που προσωπικά τον ενδιαφέρει, δεν αφίνει απάτητες περιοχές. Για τον Δωδεκάλογο του Γύφτου μάς μίλησε στον Πρόλογό του, έναν πρόλογο πλατύ και διαφωτιστικό που αληθινά απορώ γιατί μπήκε σε τόσο τριτεύουσα μοίρα από τους κριτικούς σχολιαστές του, τουλάχιστον όσον άφορα τα θετικά στοιχεία που μας προσφέρει για την ερμηνεία του ποιήματος. Μια άλλη, αισθητότερη τούτη, έλλειψη που παρατηρώ στις διάφορες κριτικές αναλύσεις του Δωδεκάλογου είναι η παραγνώριση, από μερικούς πολύ, από άλλους λιγώτερο, του εποχικού στοιχείου, του ιδεολογικού κλίματος του καιρού που έγινε η μήτρα της ιδέας του ποιήματος σε συνάρτηση με τις εξωτερικές πνευματικές επιδράσεις που κατεργάζονταν τότε την ποιητικήν έμπνευση. Η ιστορική τούτη ένταξη, μαζί με τα ερμηνευτικά σχόλια του Ποιητή και μαζί με τους υπαινιγμούς που μας αφίνει εδώ κ' εκεί, και με τη στάση ακόμα που κρατεί και με την προτίμηση που δείχνει σ' ορισμένες σκέψεις που υποκίνησε ο Δωδεκάλογος, θα μας βοηθήσουν να κατατοπισθούμε για την ποιότητα των ιδεών που έσπειρε στο λυρικό τούτο ποίημα, για τους στόχους που τόξευε —και η σκοπιμότητα δε λείπει από το έργο— για τη σύνδεσή του με τα προηγούμενα έργα του Ποιητή και για τη λυρικήν ενότητα —(κυρίως για μια τέτοιαν ενότητα μπορεί να γίνη λόγος )— αλλά και για το περιεχόμενο των συμβόλων του που μορφοποιούν τα αιτήματα κ' εκφράζουν τη δυναμική του πνεύματός του. Προτού, λοιπόν, προχωρήσουμε στην ανάλυση του τραγουδιού ας επισημάνουμε μερικά γενικά προβλήματα, ή, έστω, θέματα που προκαταρκτικά πρέπει να ερευνηθούν κι ας προτάξουμε σε περιεκτικές συνόψεις τ' αντίστοιχα συμπεράσματα.

 

1. Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ και το κλίμα του. Πρώτο θέμα, του οποίου θεωρώ χρήσιμη τη διευκρίνηση, είναι η χρονική ένταξη του Δωδεκάλογου. Το ποίημα, καθώς μαρτυρεί ο δημιουργός του κι όπως πιστοποιούν οι περιοδικές δημοσιεύσεις του, γράφτηκε σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Το αφιέρωμα που είναι βαλμένο στην αρχή χρονολογείται από το 1899 και, καθώς λέει ο Ποιητής στον Πρόλογό του, «το χάραξε της πρώτης στιγμής ο ενθουσιασμός όταν αισθάνθηκα το πρώτο σάλεμα του παιδιού μέσα στην φαντασία μου. Από τότε πέρασαν εφτά χρόνια∙ το ποίημα με τον καιρό, και στην ώρα του, γινόταν ολοένα, όσο που γεννήθηκε καθώς το παρουσιάζω τώρα». Κατά την πολύτιμη Παλαμική Βιβλιογραφία του κ. Γ. Κατσίμπαλη, ο Δωδεκάλογος τον Γύφτου πρωτοφανερώνεται στον Νουμά του 1903 (29 Ιουν. αρ. 50) όπου δημοσιεύεται η αρχή του Πρώτου Λόγου με εισαγωγικό σημείωμα από τον ίδιο τον ποιητή.

Στο περιοδικό Κριτική (1 Οκτ. 1903) δημοσιεύεται ο Στερνός Λόγος του Δωδεκάλογου με τίτλο: Καρδιές από λαχτάρες και από μίση. Πρώτη Καρδιά. Ο Δεύτερος Λόγος, Δουλευτής, του Δωδεκάλογου με διπλή χρονολογία: 1899-1902, δημοσιεύθηκε στον Νουμά του 1905 (10 του Αλωνάρη), η Αγάπη (Τρίτος Λόγος) με χρονολ. 1899, 1905, επίσης στον Νουμά στις 31 του Αλωνάρη 1905, οι Θεοί (όπως πρωτοτιτλοφορήθηκε Ο Θάνατος των Θεών) με χρονολογία 1899 και μ' ένδειξη: «Πόρος, καλοκαίρι», δημοσιεύθηκαν στον Νουμά του 1905 (13 Νοεμβρ.) και ο Θάνατος των Αρχαίων στον Νουμά πάλιν, του 1906 (22 Οκτωβρ.). Ο Προφήτης, τέλος, στο ίδιο περιοδικό του 1907 (18 του Μάρτη). Είναι τα κομμάτια που αναφέρει ο Παλαμάς στον Πρόλογό του «…κι αν ίσως δε με παρακινούσε για το τύπωμα του Δωδεκάλογου του Γύφτου από κάποια του κομμάτια που φανήκανε στον Νουμά, ένας μεγάλος της εθνικής προκοπής και των γραμμάτων φίλος και δουλευτής, ο κύριος Α. Πάλλης, θα τον κρατούσ' ακόμα στο συρτάρι»… Στον ίδιον αυτόν Πρόλογο ο Παλαμάς, εξηγώντας τις πηγές του Δωδεκάλογου, σημειώνει πως από τα πρωτοσχεδίαστα. Λόγια τον Γύφτου, τρία τέσσερα τραγούδια γίνηκαν ο Δωδεκάλογος.

Αν τ’ αναφέρω όλα τούτα δεν είναι από γραμματολογική σχολαστικότητα. Θα μας χρειαστούν αργότερα, όταν θα εξετάσουμε την ενότητα του τραγουδιού, αλλά συνάμα μας κατατοπίζουν και για την ηλικία του ποιήματος. Ο Δωδεκάλογος, λοιπόν, σύμφωνα, με τα στοιχεία που μας παρέχει ο Ποιητής και που επικυρώνονται από τις ημερομηνίες που συνοδεύουν τις δημοσιεύσεις των διαφόρων μερών του ποιήματος, (αλλά και από μερικές μαρτυρίες που φαίνονται βάσιμες), γράφτηκε μέσα στα οχτώ χρόνια που μεσολαβούν μεταξύ του 1899 και του 1907, δηλαδή μέσα στ' αποφασιστικώτερα για την πνευματικήν ωρίμανση του Ποιητή, στα κρισιμώτερα για την εθνικήν ιστορία, όπου το βαρύ χρέος για την ποδηγέτηση της φυλής, μετά την πτώση του 97, έμπαινε επιταχτικό στα φωτισμένα πνεύματα του καιρού. Είδαμε πως τα χρόνια τούτα είχαν αφομοιωθή κι απηχηθή στα τραγούδια της Ασάλευτης Ζωής. Αγωνιώδης προσπάθεια για το ξεπέρασμα της ηθικής κρίσης του έθνους, βασανιστική ταλάντευση ανάμεσα στην κατάφαση και στην άρνηση, στη βεβαιότητα και στην αμφιβολία, οργή και παράδαρμα, θυμοί και μοιρολόγια, φωτιά και τσεκούρι από τη μια μεριά, εγκαρτέρηση κ’ υποταγή από την άλλη, δυο βήματα μπρος κ’ ένα πίσω, πρόοδος ωστόσο παρά τις κάποιες βραδυπορίες μα και κάτι απάνω απ' όλα σημαντικώτερο, υποκειμενικά και αντικειμενικά : η ολοένα σταθεροποιούμενη αυτοπεποίθηση, η ολοένα πλουτιζομένη συνείδηση του ποιητικού εγώ και του ρόλου που ο Ποιητής έμελλε να παίξη στην πνευματική πορεία του έθνους του. Η αυτοσυνείδηση τούτη, καρπός επίμονης άσκησης, συμπίπτει με την κυρίαρχη επιβολή που ασκούσε στ’ ανώριμα ακόμη πνεύματα η νιτσεϊκή φιλοσοφία, πρωτογνώριστη τότε ανάμεσα στους ελληνικούς διανοητικούς κύκλους. Μου δόθηκε η ευκαιρία και σ’ άλλα σημεία της μελέτης αυτής να επισημάνω την ιδεολογική παρουσία του Γερμανού «προφήτη» μέσα στους θολούς πνευματικούς μας ορίζοντες μετά το Ενενηνταεφτά… Ο Δωδεκάλογος μάς δίνει τώρα την ευκαιρία ν' αναγνωρίσουμε στην επίδραση τούτη βαρύτητα και δραστικότητα μεγαλύτερες απ’ όσες μάς φανερώνουν δείγματα

άλλα της ελληνικής πνευματικής ενέργειας. Μ' αν ο Νίτσε, στην εποχή τούτη της χαυνότητας και της εθνικής κύρτωσης, υπήρξε ο προφήτης για τους νέους ανθρώπους που δέθηκαν με τον οραματισμό του και προσπάθησαν να ιδούν στο οπτικό πεδίο της δικής μας ζωής πράγματα μεγάλα και ηρωικά, κι αν ο Ζαρατούστρας του υπήρξε το Νέο Ευαγγέλιο του αναγκαίου αυτοκαθαρμού από τις λιπαρότητες της παράδοσης, αν υψώθηκε Κανόνας Ζωής και φτέρωσε τα πνεύματα των νέων αποστόλων της ελληνικής αναγέννησης (Δραγούμης, Γιαννόπουλος, Βλαστός), για τον Παλαμά υπήρξε ένας γοητευτικός και συνάμα ακαταμάχητος εχθρός. Εχθρός; Θα πρέπει να βιαστούμε να δείξουμε την εχθρότητα, γιατί ο Γύφτος κρατεί σφιχτά όλη την ώρα το χέρι του μεγάλου Οδηγού και ο Προφήτης μιλάει πίσω από τη σκιά του προγόνου κι ο άλλος, ο γέροντας Ιερός προφήτης που αφίνει στον Γύφτο κληρονομιά το μαγικό βιολί του, ετοιμάζεται να σπάση τις χορδές του…

Ο Παλαμάς, την εποχή της ορμητικής εισβολής του Νίτσε στην Ελλάδα δεν είναι πια νέος. Είναι ο ώριμος άντρας, ο σαραντάρης. Η προσωπικότητά του ήταν διαμορφωμένη. Η ποίηση του κατά κάποιον τρόπο προσανατολισμένη σε ιδεώδη που τα κυρώνουν αρκετές ήδη δέσμες ποιημάτων. Η πατριδολατρία στην κορυφή της πυραμίδας των ιδεωδών του. Αλλά συνάμα ο Παλαμάς είναι ο πρωτοπόρος της αναγεννητικής κινήσεως. Ο ποιητής βρίσκεται σε μια βασανιστική φιλοσοφική ταλάντευση: Ποια είναι η αξία, ποιο το δυναμικό μέγεθος που θα δώση στη γενιά του το λυτρωτικό κίνητρο; Το άτομο ή το πλήθος; Κι ο Ποιητής θα βαδίση χωρίς το πλήθος; ή μαζί με το πλήθος; Τα τραγούδια της Ασάλευτης Ζωής κυμαίνονται ανάμεσα σε τούτα τα δυο μεγέθη, αυτό το δίλημμα εκφράζουν και αργά, αλλά σταθερά, το άτομο ολοένα προβάλλει σαν μοναδική αξία λυτρωτική και συνειδητοποιεί την υπεροχή του. Αλλ' η υπεροχή τούτη δεν είναι πίστη αδιασάλευτη. Ο διχασμός υπάρχει πάντοτε, το δίλημμα φωλιάζει στην ανήσυχη ψυχή. Είναι ο ικανός, ο οδηγός, ο Προφήτης; Παραδέρνει ανάμεσα στην ατομιστική και την αντιατομιστική φιλοσοφία, όμως, ενώ στα πεζά του (τ' αυτοαναλυτικά ή τ' άλλα, τα κριτικά κ' αισθητικά) εμφανίζεται οπαδός της κοινωνιστικής φιλοσοφίας μάλλον, (λέω: μάλλον, γιατί στον Παλαμά καμμιά ιδεολογική στάση δεν είναι μόνιμη), στην ποίησή του ο ατομισμός αυτός δεν έχει, παρά σ' ελάχιστες εκδηλώσεις, νιτσεϊκό χρώμα. Είναι ένας ατομισμός με τις εξάρσεις και τις πτώσεις του, με τους ενθουσιασμούς και τις καταθλίψεις του, τους τυρταϊσμούς και τους κασσιανισμούς του, με φτερώματα και παραδαρμούς. Ένας υποκειμενισμός, καλύτερα, γιατί ο όρος μού φαίνεται να έχει λιγώτερη προπέτεια. Ο Ποιητής έρευνα, ψηλαφεί την ψυχή του. Τέτοιος δεν είναι, βέβαια, ο ατομισμός του Νίτσε. Μέσα σε τούτον κουρνιάζει ο αυτοθεός. Στον ποιητή μας ένας θεός γυρεύει τον εαυτό του και τον γυρεύει μέσα «στα βάλτα και στα βούρλα»…

Ό,τι είναι αδάμαστη και αγέρωχη θέληση στον πρώτο, ενέργεια και πλαστουργία ζωής δεμένη με τον ηρωικό χαρακτήρα του αναχωρητή κι αγάπη της τρέλλας και περιφρόνηση κάθε υπολογισμένης φρονιμάδας κ' ένστικτο διονυσιακό πληθωρικής λαχτάρας για κάθε τι το σφριγηλά ζωικό, στον δεύτερο είναι ταλαιπωρία ψυχής και δισταγμός κι αδράνεια κάποτε, κι αμαρτία και χριστιανικός αυτοπαιδεμός κ' ενδοστρεφής δυναστεία του πρωθόρμητου ενστίκτου, κ' εκεί που θα χρειαζόταν ασυλλόγιστο φτέρωμα έμπαινε, η Μέδουσα η Σκέψη διαβρωτική της περήφανης εμπιστοσύνης, κ’ εκεί που στον άλλον τραγουδούσε ο Σάτυρος σε τούτον πρόβαλλε το ρυτιδωμένο του μέτωπο κάποιος Βυζαντινός καλόγερος για να σκεπάση τη χαρά με το χαμόγελο της πολύχρονης πείρας Ο ατομισμός του Παλαμά δεν υψώνεται σαν αξίωμα βίου. Είναι ατομισμός που κερδίζεται και που χάνεται σε μιαν επώδυνη ταλαιπωρία ψυχής. Και η ψυχή τούτη ξεκινάει από ιδέες κι από αισθήματα που ο Γερμανός φιλόσοφος τάχει οριστικά παραρριγμένα, αναζητώντας, περ' από τη Σκέψη, την Αίσθηση της Ζωής, προβάλλοντας τον διονυσιασμό του καταλύτη κάθε άλλης αξίας και κάθε μεγέθους, υψώνοντας τον ηρωισμό του υπεράνθρωπου επάνω απ' όλες τις νοσταλγικές επιστροφές. Μ' όλη την κυκλική αναβίωση του τραγικού της υπάρξεως, είναι η ύπαρξη τούτη άξια της ζωής. Ο Παλαμάς, στον Δωδεκάλογο, βαδίζει στη ζωή την τριγυρινή του με σιδερένιους κοθόρνους. Δε θέλει να την αποχωριστή, δε θέλει να την περιφρονήση, χαϊδολογιέται μαζί της, σπαράζει μαζί της μα πιο πολύ θλίβεται και παραδέρνει μαζί της. Τ' όραμά του πλάθεται απ' όλα τα όνειρα των ανθρώπων, την πορφύρα του την υφαίνει μ' όλες τις κλωστές και μ' όλα τα νήματα που του προσφέρει η άμεση περιοχή του, τα ξεφτίδια του καιρού είναι και της ψυχής του ξεφτίδια, το δράμα της γενιάς του είναι και δικό του δράμα. Ωστόσο χαράζει μέσα του η πίστη πως αυτός είναι ο εκλεχτός της Νέας Συνείδησης του έθνους του. Κι από την ώρα τούτη αυτοπροικίζεται με δικαιώματα. Αισθάνεται πως μπορεί να μιλήση εξ ονόματος της Νέας αυτής Συνείδησης «σαν αντιπρόσωπος που στέκει απάνου απ' όλους του Γένους του», ότι μπορεί να κρίνει, ν' αξιολογεί, να γκρεμμίζει για να ξαναχτίση. Δεν είναι κι ούτε θέλει να είναι ο Υπεράνθρωπος. Είναι, απλούστατα, ο Άνθρωπος που βλέπει γύρω του πολλούς, πάρα πολλούς υπανθρώπους. Το άτομο γίνετ' έτσι οδηγός αλλά και δικαστής. Δικαστής με νόμους δικούς του, γιατί οι νόμοι οι καθιερωμένοι είναι προσωπίδες της πρόληψης. Αυτή, νομίζω, είναι η ψυχολογία του Ποιητή στα χρόνια τούτα που κυοφορείται ο Δωδεκάλογος.

 

2. Ο ΓΥΦΤΟΣ. Τώρα, γιατί ο Γύφτος και τι εκπροσωπεί μέσα στο ποίημα; Ο Πρόλογος του Ποιητή στον Δωδεκάλογο δεν αφίνει πολλές αμφιβολίες όσον άφορα το κίνητρο που τον παρώθησε να χρησιμοποίηση τον Γύφτο σαν σύμβολο κεντρικό όχι τόσο του μύθου όσο του λυρικού του εγώ. Ο Δωδεκάλογος ξεκίνησε από τρία-τέσσερα τραγούδια —τα πρωτοσχεδίαστα Λόγια του Γύφτου— ή μάλλον ξεκίνησε από ένα πρωτόσπαρτο μίλημα λαχταριστό, τη συγκίνηση που ένοιωσε ο Ποιητής από κάποια γύφτισσα περαστική, την «περδικόστηθη τσιγγάνα» του Τρίτου Λόγου, της Αγάπης. «Οι πρώτοι τέσσεροι στίχοι, —μας εξομολογείται,— ήταν το πρωτόπλασμα που θα ξετυλίγονταν ύστερ' από κείνο, κι αγάλια αγάλια, η πλάση μου. Μα μπορεί ακόμα η πρωτόσπαρτη τούτη συγκίνηση να μην προήλθε και από τσιγγάνα…». «Ποιος ξέρει -λέει ακόμη ο Ποιητής, προσπαθώντας να βυθοσκόπηση τ’ απρόσιτα της έμπνευσης- ποιος ξέρει κι αν δεν ήταν η τσιγγάνα που με χτύπησε, καμμιά ομορφιά που ζούσε κάθε άλλο παρά την πανάθλια ζωή του γύφτου, καμμιά ομορφιά φλογερή, μελαχροινή, ανυπόταχτη και Τσιγγάνα λέγοντάς την, αν ίσως δε μεταχειρίζομαι μια ποιητική μεταφορά. Κ' ύστερα η ομορφιά της γύφτισσας με βύθιζε ολοένα στη γυφτιά. Κι από τη γύφτισσα πέρασα στο γύφτο». Νομίζω πως η φράση είναι καίρια, γιατί μας δείχνει το πρωτοκύτταρο της εμπνεύσεως. Από τη στιγμή που ο Ποιητής πέρασε στον γύφτο, δηλαδή από την ώρα που ο χαρακτήρας, η φυσιογνωμία, η ψυχολογία του γύφτου έγινε το κέντρο της προσοχής του, η έμπνευση ολοένα τριγύριζε γύρω από το εύρημα… «ο ζουρνάς, το σφυρί, το φυσητήρι, το μουλάρι, το βιολί, η τέντα, οι μοίρες, τα μάγια, τ' άγρια, τ'αναρχικά, τ’ ανυπόταχτα, πάντα στον ολάνοιχτον αέρα, πάντα κάτω από τον ουρανό, η γύφτικη ζωή, η πλανεύτρα και πολυπλανεμένη, ξετυλίγονταν εμπρός μου…». Σιγά σιγά δηλαδή ο Γύφτος, σαν μορφή, έπαιρνε μυθική προέκταση που, για την ειδική εποχή του Δωδεκάλογου, συνταιριάζονταν, με μυστικές ροπές, δεσμευμένες διαθέσεις, πνευματικές ανησυχίες, φουρτουνιάσματα ψυχής, ιδεολογικές ανταρσίες. Ό,τι κυρίως τον γοήτευε από τη μορφή του Γύφτου ήταν αυτή η ανυποταγή, η αναρχική κι ατιθάσευτη φύση που εύρισκε το ταίριασμά της με τον ολάνοιχτον αέρα και τον ατέλειωτον ουρανό. Μιλώντας για τους τρεις Γύφτους του Lenau, το ποίημα με τις εφτά στροφές που χαρακτηρίζει μικρό αριστούργημα, γράφει τα έξης αξιοπρόσεχτα για τον κριτικόν ερευνητή: «παίζει το βιολί του ο ένας και καπνίζει ο δεύτερος και αποκοιμιέται ο τρίτος· ω οι κουρελιασμένοι, όμως τρισελεύτεροι και τρεις φορές καταφρονητάδες της κακής τύχης, με το κάπνισμα, με τη μουσική, με τ' όνειρο ! Και θα μέθυσ' από τους αχνούς του και θα το πήρ' απόφαση, καθώς ο μουσουργός που πιάνει και κεντάει χίλια πλατιά περιπλεγμένα μουσικά κεντίδια απάνω στο απλό και κλασσικό θέμα ενός μεγάλου του δασκάλου, να κεντήσω κ' εγώ πολύστιχο ποίημα από την αφορμή του λιγόστιχου τραγουδιού…». «Ποιος ξέρει», συχνολέει ο Ποιητής, γιατί, μας εξομολογείται, δεν καλοθυμάται πως πρωτοσπάρθηκε το ποίημα. Όμως εμάς δεν μπορεί να ενδιαφέρει καίρια πως πρωτοσπάρθηκε το ποίημα. Μας ενδιαφέρουν περισσότερο δυο γεγονότα: Πως ο Ποιητής, στην εποχή του Δωδεκάλογου, βρισκόταν σε μια τέτοια ψυχική και ιδεολογική θερμοκρασία, ώστε να θεώρηση πως η ιδανικώτερη έκφραση της ψυχικής του φυσιογνωμίας θα ήταν ο Γύφτος και, δεύτερο, ότι η μυθική υπόσταση του ήρωά του μοιραία τον έφερνε στην ανάγκη να μελετήση τη γύφτικη ζωή και να την αποδώση κατά τρόπο που να μη διαψεύδει τη συνολική φυσιογνωμία του ήρωά του. Τα δυο τούτα γεγονότα είναι, νομίζω, τα κλειδιά της φιλολογικής ερμηνείας του Δωδεκάλογου. Και θ' αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι οι δυο τούτες διαπιστώσεις ανάγονται σε δυο άλλα αντίστοιχα προβλήματα:

α) Τι ψυχικό υλικό έβρισκε ο Ποιητής πρόσφορο στον Γύφτο για να μπορεί να το μορφοποίηση πλαστικά, σε τρόπο που να εκφράζει πιστά τις υποκειμενικές του παρορμήσεις, και

β) Κατά πόσον ο Δωδεκάλογος αποτελεί, σαν λυρικό ποίημα, επική αφήγηση περιπετειών συνδεδεμένων με τη φυσιογνωμία και την ιδιοσυγκρασία του Γύφτου. (Με το δεύτερο τούτο ζήτημα συνδέεται το πρόβλημα της επικής ενότητας του τραγουδιού, ενώ με το πρώτο συνδέεται το πρόβλημα της λυρικής ενότητας).

Ας τα εξετάσουμε, λοιπόν, με τη σειρά τους:

Α. Η έρευνα του ερωτήματος, αν τούτο ετίθετο αυτόνομα και άσχετα με ό,τι έχει προηγηθή, θα έπρεπε ν' αρχίση, μάλλον, από ό,τι παρακινεί στη θέση του προβλήματος. Ποια, δηλαδή, ήταν η ψυχική και ιδεολογική θερμοκρασία του Ποιητή στην εποχή του Δωδεκάλογου. Νομίζω πως το προηγούμενο κεφάλαιο: Ο Δωδεκάλογος και το κλίμα του, μας έχει δώσει τα στοιχεία για να το εικάσουμε. (Ο αναγνώστης που έχει ήδη ύπ' όψη του την ανάλυση των χαρακτηριστικώτερων, από την άποψη τούτη, ποιημάτων της Ασάλευτης Ζωής θα βοηθηθή στη συμπλήρωση των γενικών εντυπώσεων που αποκομίζει από το σύντομο τούτο προοίμιο. Κ' επειδή η μελέτη αυτή προχωρεί συστηματικά, από σταθμό σε σταθμό, θ' απλωνόταν σε περιττή παλιλλογία αν προσπαθούσε να επαναλάβη, συνοπτικά έστω, ό,τι πλατειά και κάποτε, κατ' ανάγκην, πολύλογα έχει αναπτύχθη σχετικά με την ηθική (και συναισθηματική) προσωπικότητα του Παλαμά στα χρόνια τούτα όπου ένας αιώνας φεύγοντας αναμένει εναγώνια τον άλλον, που ανατέλλει διάδοχος στα ίδια ρωτήματα και στις ίδιες αμφιβολίες της συνείδησης). Και το ερώτημα εντοπίζεται στο πρώτο του σκέλος. Γίνεται δε περισσότερο ενδιαφέρον από κάποιες εκμυστηρεύσεις του Ποιητή στον Πρόλογο που συνόδεψε το πρωτοτύπωμα του Δωδεκάλογου σε βιβλίο : « Κ' ένοιωθα μέσα μου πως κ' εγώ ειμ' ένας γύφτος, όσο κι αν ντρεπόμουν να το μολογήσω∙ γύφτος με τις κακίες του και τις κακομοιριές∙ μέσα στην καταραμένη φυλή, όσο κι αν το έκρυβα κάτω από πλούσια ντύματα τον εαυτό μου έπαιρνα να τραγουδήσω…», «…γιατί σταμάτησα στο γύφτο θα πη πως είμαι κ' ένας γύφτος· η ψυχή μου είναι και τέτοια», «…αισθάνομαι πως με σφιχτοδένει κάτι με την ψυχή της γυφτουριάς» κ.α. Κι ο αναγνώστης των κάπως περίεργων αυτών εξομολογήσεων θ' αναρωτιέται: Τι ειν' εκείνο που σφιχτοδένει τον Ποιητή με τη γύφτικη ψυχή; Μερικές ενδεικτικές νύξεις μας βοηθούν ν' αντιληφθούμε τι ο Ποιητής έβρισκε στον Γύφτο ταιριαστό με την ψυχή του: την αναρχικότητα, την ανυπόταχτη φύση, το αδάμαστο αίσθημα της λευτεριάς που παρακινεί τον γύφτο να υψώνεται περιφρονητής των συμβατικών άξιων που παρακολουθούν τον πολίτη και της πιο προοδευμένης και της πιο συγχρονισμένης κοινωνίας. Ιδιαίτερα, στην εποχή του Κωστή Παλαμά, όπου οι συμβατικές αυτές αξίες έφερναν όλη τη σκουριά μιας παλαιωμένης παράδοσης, όπου το άτομο, αλυσοδεμένο σε κοινωνικούς περιορισμούς και σε νόμους ασυμβίβαστους με την ολοένα αναπτυσσόμενη συνείδηση της προσωπικότητας, ένοιωθε την καταθλιπτική πίεση της οργανωμένης ζωής και διψούσε τον ανοιχτόν αέρα της απειθάρχητης κι αδέσμευτης βούλησης, ο τύπος του Γύφτου έπαιρνε ιδανικό περιεχόμενο, πλουτισμένο με όσα μια λαίμαργη, για όλα τούτα ψυχή μπορούσε να το προίκιση.

Ο Παλαμάς χαρακτηρίζει τον Δωδεκάλογο του Γύφτου ως το «ολοκληρωτικό των ιδεών του ποίημα». Θα μπορούσαμε, για να είμαστε συμφωνότεροι με τα πράγματα, να τροποποιήσουμε κάπως τον χαρακτηρισμό: Ο Δωδεκάλογος είναι πράγματι το ολοκληρωτικό των ψυχικών αντιδράσεών του ποίημα, ύστερ' από εικοσαετή περίπου διαδρομή, γιατί μέσα στους Δώδεκα Λόγους παρελαύνει η συνείδηση του Παλαμά αφού έρθη σε θερμήν επαφή και σε σύγκρουση με τις ιδέες εκείνες που συνθέτουν το κοινωνικόν και το πολιτικό κλίμα του καιρού του. Υποδεικνύω μερικές, προσπαθώντας παράλληλα να σύρω τις προεκτάσεις που ακολούθησε ο Ποιητής για να οδηγηθή στην αντίληψη της συμφωνίας που υπάρχει ανάμεσα στη δική του ψυχή και στη γύφτικη.

i) Εθνική μοιρολατρία, ψυχική κύρτωση. Τον πόλεμο του '97 ακολούθησε, όπως είναι γνωστό, πνεύμα ραθυμίας και ηθική πτώση. Μια νάρκη θελήσεων είχε διαχυθή σ’ όλους τους ιστούς της ελληνικής κοινωνίας. Ο Παλαμάς, «ποιητής του καιρού του και του γένους του», υψώνει το στίχο του σύμβολο της ενέργειας και της ζωής. Αναζητεί συνάμα τον τύπο που θα ορθωθή περιφρονητής των περασμένων, καταφρονητής των κίβδηλων άξιων του παρόντος και πρωτοστάτης στη δράση. Αισθάνεται πως μόνο μια συνείδηση αδέκαστη κι αδιάφθορη από εθνικές συναισθηματικότητες, θα μπορούσε να ιδή με μάτι αθόλωτο την καχεξία της φυλής και μόνο μια φύση ανυπόταχτη κι αναρχική θα μπορούσε να υψωθή επάνω από τις νεκρωτικές της ατομικής ενέργειας προλήψεις. Στο υποσυνείδητο του βλέπει ωριμασμένη την προσωπικότητά του για μια τέτοια δραστικήν ενέργεια, ριζοτομική των παλιών μορφών της ζωής. Κι αναζητεί ένα πρότυπο που να συγκεντρώνει τα μάλλον προέχοντα χαρακτηριστικά παρόμοιας ατιθάσευτης φύσης. Και το βλέπει στον γύφτο. Ο πρώτος, νομίζω, βαθύτερος δεσμός της ψυχής του Ποιητή με την ψυχή του ήρωά του.

ii) Η άρνηση της ιστορικής μοίρας. Βαρειά παράδοση, το παρελθόν, καταθλιπτική η επήρειά του στα βήματα του έθνους, τυποποιημένη ιστορία που κληρονομήθηκε από τα χρόνια της δουλείας, παρεξηγημένη αντίληψη της συνάρτησης που πρέπει να έχει η ζωντανή πραγματικότητα του σήμερα με την παρακαταθήκη των συμβόλων του χτες, δημιουργούσαν στην ψυχή του Ποιητή τον βρασμό της ανταρσίας. Ο Παλαμάς έφτασε σιγά σιγά στην άρνηση όχι μόνο του παρελθόντος, αλλά και αυτού του ιστορικού χώρου που περιέχει το παρελθόν, (Πατρίδα). Ο Ποιητής φτάνει «στην ιδέα του ανθρώπου του κόσμου, —(«του σύμπαντος» ο ίδιος λέει)— ξεπερνώντας την ιδέα του πολίτη της ορισμένης πολιτείας. Ο Γύφτος, ο πλάνης και άπατρις, που δεν αιχμαλωτίζεται από :κανένα περιγεγραμμένο χώρο, που μένει «έξω από εστίας, βωμούς και πατρίδας» καθώς λέει ο Νιρβάνας, απολύτως ελεύθερος από ιστορικούς δεσμούς με ορισμένο τόπο και κλίμα, προσφέρει στον Ποιητή το ιδεώδες σύμβολο.

iii) Η διάσταση με το περιβάλλον. Ψυχολογία που αρτιώνεται ολοένα με την άρνηση των παραδεγμένων προτύπων βίου, μοιραία ορθώνεται αντίπαλος στην «περιρρέουσα ατμόσφαιρα». Δεν είναι δύσκολο ν' αντιληφθούμε πως ο Ποιητής ασυναίσθητά του βαδίζει, δρόμο διάφορον από εκείνον που βαδίζει η μάζα,η αγέλη. Συνεπώς απομονώνεται. Αρχικά η απομόνωση είναι ασυνείδητη.Ο Ποιητής νομίζει πως εκφράζει τους πραγματικούς ενδιάθετους πόθους του λαού του και ίσως, ως ένα ποσοστό, τούτο συμβαίνει. Όμως, αργότερα, η απόσταση του Ποιητή γίνεται ολοένα μεγαλύτερη κ' έρχεται στιγμή, όταν θα έχει ήδη διανύσει σημαντικό διάστημα, μόνος, που ο ίδιος αποκτά πια ξεκάθαρη συνείδηση της απομόνωσής του. Η συναίσθηση της απομόνωσης αυτής δεν είναι καταθλιπτική. Αντίθετα, ο Ποιητής εδραιώνει μέσα του την αντίληψη πως η απομόνωση τούτη είναι η απαραίτητη συνέπεια της προδρομικής του φύσης. Και τότε αναζητεί τα πρότυπα της ηρωικής αυτής στάσης αντίκρυ στη ζωή, κινούμενος από ένα ένστικτο συντροφικότητας στον απάτητο δρόμο του. Στον Γύφτο έβλεπε ο Ποιητής τον αγέρωχον ερημίτη. Η εχθρότητα προς το περιβάλλον ήταν δίμορφη. Εχθρότητα των πολλών προς τον ένα και του ενός προς τους πολλούς.

iv) Η σκληρότητα στη ζωή. Σαν μια αντίδραση στον ίδιο το συναισθηματισμό του μα και σαν αντίδραση ακόμη στη, μαλακότητα και τη μαλθακότητα της συγκαιρινής του κοινωνίας, ο Ποιητής ένοιωθε μέσα του την ανάγκη της σκληρότητας που σιγά σιγά έπαιρνε στο πνεύμα διαστάσεις συμβόλου ηρωικής βιώσεως. Έβλεπε καθαρά πως χρειάζονταν όχι μόνο θέληση μα και σκληρότητα θελήσεως για να ξερριζωθούν συνήθειες και τρόποι νοσηρά ρομαντικοί. Η ρευστότητα των χαρακτήρων, το νερούλιασμα της συνείδησης, η αρρωστημένη φαντασία, ο πεισιθανατισμός, θα πολεμούνταν με την απαραίτητη πολλές φορές βαναυσότητα, θα γιατρεύονταν με το ατσαλένιο νυστέρι, όχι με το μουσκεμένο μπαμπάκι. Η ψυχή του Ποιητή, ποτισμένη άπ' την πηγή του Ζαρατούστρα, αποζητούσε τα πρότυπα της σκληρότητας. Και τα βρήκε στην αδάκρυτη φυλή.

v) Εξιδανικευμένη απόδραση. Παλιός κι ανικανοποίητος ο έρωτας του Ποιητή για τη Φύση και τη φυσική ζωή. Συχνά στα βιβλία του μας μιλεί γι' αυτό τον καϋμό του που έμεινε, ως το τέλος της ζωής του, καϋμός. Μεταφέρω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα: «Κάποιος που θα δη τους στίχους τούτους θα πη : «Καλότυχος που την έζησε τη ζωή του μοσκοβολισμένη από τον αέρα του βουνού. Αλλοίμονο! δεν την έζησα τέτοια ζωή. Τώρ' αγωνίζομαι να τη ζήσω μέσα στους στίχους μου».  «…Ποτέ άνθρωπος δε θα λαχτάρησε τόσο σαν έμενα τους μακρόσυρτους δρόμους, τους ατέλειωτους περιπάτους κάτω από τους ολάνοιχτους ουρανούς, και ποτέ άνθρωπος δε θα κουνήθηκε και δε θα ταξίδεψε τόσο λίγο σαν κ' εμένα». «Κλεισμένος μέσα σε μια κάμαρα∙ και το ιδανικό μου είναι γιομάτο από τη λαχτάρα της φυσικής ζωής».  «Κ' εγώ πάντοτ' έζησα μέσα στη χώρα, μα πάντ' αγάπησα την εξοχή, πάντα λαχτάρησα μέσ' από το σπίτι το κλεισμένο, τη ζωή στον ανοιχτόν αέρα».

Τον καϋμό του τούτον τον τραγουδεί και στο στίχο του:

Ο πιο τρανός καημός μου

θα είναι πως δεν δυνήθηκα μ' εσέ να ζήσω, ω πλάση
πράσινη απάνου στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση,

θα είναι πως δε χάρηκα, σκυφτός μέσ' στα βιβλία,

ω φύση, ολάκαιρη ζωή κι ολάκαιρη σοφία!

Ένας απέραντος φυσιολατρικός ύμνος είναι, κοντά στ’ άλλα ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και στο τραγούδι τούτο, παίρνοντας αφορμή ο Ποιητής άπ' το σύμβολό του, το ανόθευτο παιδί της φύσης, βρήκε την ευκαιρία για να χαρίση στην ψυχή του μια λυτρωτική απόδραση από τη φυλακή του κλουβιού της. Ο Ποιητής, το δίχως άλλο, θα μπορούσε και μ' άλλα μέσα και μ' άλλο σύμβολο ν' αφίση την ψυχή του να εκδηλωθή εξ ίσου πλούσια και ορμητική όσο και στο τραγούδι του Γύφτου, όμως, μιας και το σύμβολο του Γύ­φτου πολιόρκησε την έμπνευσή του, ήταν ένας ακόμη πρόσθετος λόγος για να το αγκαλιάση με δύναμη και με σφοδρότητα πάθους πρωτογνώριστη.

Έδωσα με αρκετή περιεκτικότητα μερικές, τις κύριες καθώς πιστεύω, αιτίες που παρακίνησαν τον Ποιητή να εκλέξη το σύμβολο του Γύφτου για να λαλήση με τούτο η φωνή, -οι φωνές καλύτερα- της ψυχής του. Τονίζω τη λέξ : περιεκτικότητα, γιατί θα καταλαβαίνει ο αναγνώστης, ειδικά ο εξοικειωμένος με το ποίημα, πως με τους λόγους που ανάφερα συνδέονται και πολλοί άλλοι δευτερεύοντες που κάποτε παίρνουν αξίαν αυθύπαρκτη και που θα μπορούσαν να μακρύνουν την αρίθμηση των αιτιολογικών αυτών παραγράφων. Η στάση του Γύφτου, λ.χ., μπρος στο πρόβλημα του πολιτισμού στη γενική του έκφραση, της θρησκείας, του έρωτα, της ηθικής (στη στενότερή της έννοια), της εργασίας κλπ. θα ήταν δυνατό να εξετασθή ειδικώτερα και λεπτομερειακώτερα. Μα νομίζω πως όλα τούτα χωρούνε στην 3ην αιτιολογία όπου ο όρος «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» είναι, στην απέραντη γενικότητά του, περιληπτικώτατος. Έξαλλου, εδώ βρίσκει τη θέση της μια άλλη παρατήρηση που δεν έχει λιγώτερο καίρια σημασία από τις προηγούμενες και καθιστά, νομίζω, περιττή την ειδική έρευνα των όρων της γύφτικης ζωής. Η ανάπτυξή της θα δώση έμμεση απάντηση στο δεύτερο από τα αρχικά δυο προβλήματα που υπήρξαν αφετηρία της έρευνας τούτης. Και την παρατήρηση την υποκινεί ο ίδιος ο Ποιητής με μια βαρυσήμαντη φράση που διαφωτίζει και κατευθύνει αποφασιστικά την έρευνα και την ερμηνεία του Δωδεκάλογου:

«Κανένα πόθο ξεχωριστό δεν είχα —μας λέει στον Πρόλογό του- να πάρω κύριο σκοπό του τραγουδιού μου το ζωγραφικό ξανάδομα μιας γύφτικης ζωής και πλάσης∙ τέτοιο μεταχείρισμα της Τέχνης σά να μη μ' αρέσει. Πρόφαση κι αφορμή τον ηύρα τό γύφτο για να ξεχύσω μ'εκείνο, μέσα σ' ένα τύπο ταιριαστό με την ψυχή μου, τις λαχτάρες μου τις διανοητικές, για να ξαναπώ κ' εγώ τη συγκίνηση του ανθρώπου —κι ας είναι αδύνατη η φωνή μου— μπροστά σε κάποια προβλήματα της ζωής, την υποταγή του ή την εναντίωση∙ τη συγκίνηση του πολίτη και του μελετητή μπροστά σε κάποια επεισόδια της Ιστορίας του "Έθνους του».

Η φράση τούτη του Παλαμά μάς υποχρεώνει ν' αντλήσουμε τα έξης συμπεράσματα:

Πρώτον: Ο Γύφτος είναι ένα διαφανέστατο προσωπείο του Παλαμά. Ο Γύφτος, λοιπόν, -με άλλη διατύπωση- είναι ο ίδιος ο Παλαμάς; Νομίζω πως θα πρέπει να μείνουμε στην πρώτη διατύπωση. Πίσω από τον Γύφτο μιλεί ο Ποιητής. Αλλά ο Ποιητής μιλεί -ας το λησμονούμε- με το προσωπείο του Γύφτου. Και όπως κάθε προσωπείο, έτσι και το γύφτικο έχει τη δική του μορφή. Ο Ποιητής φορεί τη μάσκα του άνετα. Γιατί, καθώς μας λέει, ο Γύφτος είναι τύπος σε πολλά ταιριαστός με την ψυχή του.

Δεύτερον: Οι διανοητικές ανησυχίες που εκφράζονται στο ποίημα πλαισιώνονται από ωρισμένους τρόπους ζωής που ο Ποιητής βλέπει πραγματωμένους από το μυθικό του σύμβολο. Επομένως το σύμβολο πρέπει να το νοήσουμε μάλλον ως παράσταση ζωής παρά ως έκφραση ηθικού βιώματος.

Τρίτον : Η λέξη «πρόφαση» που μεταχειρίζεται ο Παλαμάς μάς υποδηλώνει κάτι άλλο επίσης σημαντικό, που εξάγεται, άλλωστε, κι από το χαρακτήρα του ποιήματος. Ο Ποιητής, υποχρεωμένος ν' αρνηθή αξίες καθιερωμένες από την παράδοση και κυρωμένες από την επιδοκιμασία, ή τουλάχιστον την παραδοχή ή την ανοχή, της κοινής γνώμης, καταφεύγει σ' ένα σύμβολο με το προσωπείο του οποίου μπορεί να διαδήλωση ιδέες ριζικά αντίθετες προς την κρατούσα ιδεολογία. Δεν μπορεί με κανένα τρόπο η ποιητική αυτή επινόηση να θεωρηθή σαν δειλία ή υπεκφυγή από προσωπικές ευθύνες γιατί ο Ποιητής δεν αφίνει καμμιάν αμφιβολία ως προς το ότι ο Γύφτος μιλεί εξ ονόματος του —τουλάχιστον σ' ό,τι άφορα τα «κάποια προβλήματα της ζωής» και τα «κάποια επεισόδια της Ιστορίας του Έθνους του».

Τέταρτον (και το συμπέρασμα τούτο αντλείται περισσότερο από το ποίημα αυτό καθαυτό παρά από τον Πρόλογο του Ποιητή): Ο Γύφτος δεν είναι ένα κοινό αντίτυπο της γύφτικης φυλής. Από τον Πρώτο Λόγο, ο Ποιητής μάς προειδοποιεί ότι ο ήρωάς του είναι «μέσα στους ξεχωριστούς ο ξεχωριστός». Ο αυτοχαρακτηρισμός, που επαναλαμβάνει αυτούσιο τον αυτοπροσδιορισμό του δεσμώτη των Αλυσίδων (Μέσα στους ξεχωριστούς —ο ξεχωριστός εγώ είμαι) υποβάλλει τη σκέψη ότι ο Γύφτος δεν είναι μόνον ο δυναμικός εκπρόσωπος της γενιάς του, άλλα κ' ένα μυθικό πρότυπο που ξεχωρίζει από τη γύφτικη φυλή και γίνεται ο τύπος με τον όποιον ο Ποιητής μπορεί να έκφραση τις δικές του πνευματικές ανησυχίες και την υποταγή ή την εναντίωσή του στα πράγματα και στα φαινόμενα της γύρω του ζωής. Ακριβώς γι' αυτό ο Ποιητής παίρνει το δικαίωμα να μας μιλήση για τον ιδεολογισμό του ήρωά του υπονοώντας με τούτο πως ο Γύφτος του είναι μια πνευματική και ηθική προσωπικότητα ικανή ν’ αρνείται και να καταξιώνει. Τον ιδεολογισμό τούτο θα τον ιδούμε στους καθ' έκαστα Λόγους.

Β'. Με τις βάσεις που θέσαμε, ή μάλλον με τα συμπεράσματα που αντλήσαμε από τις προσωπικές ομολογίες του Ποιητή, νομίζω πως η απάντηση στο αρχικό δεύτερο ερώτημα (κατά πόσον δηλαδή ο Δωδεκάλογος αποτελεί, σαν λυρικό ποίημα, επική αφήγηση περιπετειών συνδεδεμένων με τη φυσιογνωμία και την ιδιοσυγκρασία του Γύφτου), ευκολύνεται. Μια που πρόθεση του Ποιητή δεν ήτανε «το ζωγραφικό ξανάδομα της γύφτικης ζωής» τίποτε δεν τον ανάγκαζε να σταθή στην επική περιπέτεια. Ο Γύφτος έχει ιστορία όσην ιστορία μπορούν να έχουν οι λυρικές διαθέσεις του Ποιητή. Όπως σημείωσα παρενθετικά και στην αρχή, το ερώτημα συνδυάζεται με το πρόβλημα -γιατί είναι αληθινό πρόβλημα- της επικής (μυθικής) ή της λυρικής ενότητας του Δωδεκάλογου. Αλλά προτιμώ το θέμα τούτο να εξετάσω μετά την ανάλυση του ποιήματος για να μπορεί ο αναγνώστης να με παρακολούθηση ανετώτερα. Άλλωστε, τις προοιμιακές αυτές παρατηρήσεις θα τις ιδή διάχυτες και στην επιχειρούμενη ερμηνεία του τραγουδιού, όταν η ανάγκη το ζητεί. Εδώ, όμως θα ήθελα να σταθώ στο προκαταρκτικό τούτο συμπέρασμα που μας οδηγεί ο προσδιορισμός του συμβόλου του Δωδεκάλογου. Ο γύφτος είναι, καθώς ορίσαμε, η προσωπίδα του δημιουργού του. Αλλ' ειν' ένας γύφτος που τυπικά μόνο ανήκει στη γύφτικη φυλή, γιατί δεν αργεί να φανερωθή με ιδιότητες πιο ταιριαστές σε μια ηθική προσωπικότητα με πνευματικές διεκδικήσεις, με ηθικές αξιώσεις και με βουλητικό ανθρώπου που δείχνει διαθέσεις οικοδομητικές μιας Αξίας -της Πολιτείας, έστω της ιδανικής,- η άρνηση της οποίας αποτελεί την κατ' εξοχήν αρετή της γύφτικης φυλής. (Και η Πολιτεία ας νοηθή εδώ με το ευρύτατο περιεχόμενό της που αγκαλιάζει κοινωνίες, άτομα, πολιτισμούς με σταθερή πάντοτε βάση τον πολίτη εξεταζόμενον και ως μέλος κοινωνικού συνόλου και ως βιολογικό τύπο). Το μυθικό λοιπόν στοιχείο στον Δωδεκάλογο είναι μάλλον επικουρικό. Ό,τι κυρίως προέχει είναι η περιγραφή και η απόδοση της αλληλουχίας των ψυχικών καταστάσεων του Γύφτου, ενώ η μυθική προσωπικότητα του ήρωα προσφέρεται ως πλαισίωση. Απόδειξη τούτου είν' ότι τα κυρίως ηθογραφικά στοιχεία τ' αντλημένα από τη γύφτικη ζωή, τα συναντούμε μοναχά στους I, II και VII Λόγους, ενώ παντού άλλου η γύφτικη ιδιότητα χρησιμεύει μόνο σαν υπέρεισμα της ψυχολογίας του ήρωα του ποιήματος. Υπάρχουν μάλιστα Λόγοι όπου ο Γύφτος απουσιάζει ολότελα ή ένα-δυο στίχοι μόνο μας υπενθυμίζουν ότι ο Ποιητής μάς μιλεί εξ ονόματος του Γύφτου. Ο αναγνώστης του ποιήματος παρακολουθεί την ψυχολογική ανέλιξη του μυθικού τύπου από τους θυμούς της συνειδητής άρνησης έως τις εξάρσεις και τα φτερώματα της λαμπρότερης προσδοκίας, θυμούμενος όλη ώρα τον Ποιητή και λησμονώντας, όσο προχωρεί, ευκολώτερα τον Γύφτο.

 

3. Η ιθαγένεια του ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΥ. Ένα τρίτο ζήτημα που θα πρέπει προκαταβολικά να ερευνηθή, και τούτο γιατί πολλές υπήρξαν οι αμφισβητήσεις και οι συζητήσεις. Μερικοί, λ.χ. υποστήριξαν την ελληνικότητα του Δωδεκάλογου, θεωρώντας τον ήρωά του γνήσιο αντιπρόσωπο της ελληνικής φυλής. Άλλοι την αρνήθηκαν υποστηρίζοντας την πανανθρώπινη σημασία του ποιήματος, ενώ άλλοι, συμβιβάζοντας τις δυο απόψεις, δέχτηκαν ότι ο Δωδεκάλογος απευθυνόμενος στον αιώνιον άνθρωπο, στον «πολίτη του σύμπαντος» όπως λέει ο Ποιητής, περιέχει μοιραία και τον Έλληνα. Δε νομίζω να υπάρχει ανεδαφικώτερη συζήτηση από» τούτην δω… (Άλλο, βέβαια, το ζήτημα του προσδιορισμού του συμβόλου που είναι συνέπεια ορθής ή σφαλερής ερμηνείας. Το θέμα είναι ευρύτερο, όπως τίθεται, και άφορα μάλλον τις προθέσεις του Ποιητή). Η ιθαγένεια ενός ποιήματος δε μπορεί να κριθή ούτε από το μυθικό του περιεχόμενο ούτε και από το περίβλημα των εκφραζόμενων ιδεών. Κρίνεται κυρίως και, θα μπορούσε κανείς να πη, αποκλειστικά, από τον ιστορικό χώρο που σ' αυτόν μέσα. αναβλάστησε, από τους αναπόδραστους δεσμούς του τεχνίτη με την περιοχή του, από την ηθική ατμόσφαιρα που ανάπνευσε, από τους σκοπούς που επιδιώκει. Οι συναρτήσεις αυτές δεν είναι απλώς απαραίτητες, είναι αυτονόητες. Κάθε άλλη προσπάθεια ερμηνείας ή μάλλον χαρακτηρισμού ενός ποιήματος θα ήταν στερεωμένη σε ρευστό έδαφος. Ο Δωδεκάλογος δεν είναι ποίημα ελληνικό μόνο γιατί μας το υπαινίσσεται ο Ποιητής, γράφοντας ότι ο Γύφτος, εκφράζει ανησυχίες του πνευματικές μπροστά «σε κάποια επεισόδια της Ιστορίας του Έθνους του», ούτε γιατί σημαντικώτατο μέρος του υλικού του αντλείται από περιοχές, χώρου και ιστορίας, ελληνικές, ούτε ακόμα -το προχειρότερο επιχείρημα- γιατί ο Ποιητής του έχει την ιθαγένεια την ελληνική. Το τραγούδι είναι πέρα για πέρα ελληνικό γιατί ανάβρυσε στην έμπνευση σε καθορισμένη στιγμή της εθνικής πορείας, γιατί η διάθεση που το δονεί παίρνει το κίνητρό της από ζωντανές πραγματικότητες του ελληνικού βίου, γιατί ο Ποιητής του είναι ο ποιητής —και δε μπορούσε να ήταν αλλοιώς— του καιρού του και του γένους του. «Το εθνικόν στοιχείον —γράφει ο Συκουτρής υπάρχει εις τον Δωδεκάλογον, αλλά δεν αποτελεί ούτε το περιεχόμενον ούτε το νόημά του. Υπάρχει μόνον ως κάτι τυπικόν -έχει χαρακτήρα παραδειγματικόν. Παραδείγματα διαλέγει ο ποιητής από την ιστορίαν του έθνους του -αυτήν γνωρίζει και εννοεί βαθύτερα και εκείνος και ο αναγνώστης του- δια ναντιμετώπιση προβλήματα που σχετίζονται με κάθε έθνος και με κάθε άτομον. Ο Γύφτος ομιλεί προς τον άνθρωπον και τον άνθρωπον γενικώς (τον ευρωπαϊκόν άνθρωπο ακριβέστερα) παρουσιάζει». Κι αναφέρει ο Συκουτρής ως επικουρικά παραδείγματα τον Ασκραίο και τις Αλυσίδες, «ποιήματα -καθώς τα λέει- απολύτως άσχετα με την εθνικήν ιστορίαν». Φυσικά και τα ποιήματα αυτά, -όπως αναπτύχθηκε στο οικείο μέρος, δεν είναι «απολύτως άσχετα με την εθνικήν ιστορίαν». Ποιήματα μάλιστα που κλείνουν μέσα τους οραματισμούς ζωής, συνθέσεις ιδανικές ανθρώπινων πεπρωμένων, έχουν πάντοτε ως υπόβαθρο έννοιες συγκεκριμένης βιώσεως, αντλημένες από την αμεσώτερη δυνατή περιοχή. Η ζωή του άτομου που είναι μοιραία περιχαρακωμένη μέσα στην άλλη, την ομαδική, την εθνική ζωή, είναι το αναγκαίο ξεκίνημα για τις μεγάλες πτήσεις του πνεύματος και συνάμα το τέρμα της μοιραίας επανόδου. Ο κύκλος δεν είναι φαύλος. Γιατί στην επιστροφή του το πνεύμα, μετά τον έξαλλο καλπασμό του στις σφαίρες του δημιουργικού οίστρου, δεν βρίσκει πια την ατομική ζωή στο επίπεδο που την άφισε. Και μαζί με την ατομική, και η εθνική ζωή έχει ανυψωθή, προσπαθώντας να παρακολούθηση την πτήση του πνεύματος. Το πνεύμα, φυσικό είναι ν'ατενίζει προοπτικές απέραντες. Και ο Ποιητής στήνει ομιλία με τον παντοτινόν άνθρωπο, τον πολίτη του σύμπαντος. Είναι η κρίσιμη, αλλά και πόσο γόνιμη, στιγμή όπου το έθνος ολόκληρο υψώνεται με τον εκλεχτό του στην ενατένιση της ανθρώπινης μοίρας. Παύει, άραγε, για τούτο το έθνος και «ο ξεχωριστός ανάμεσα στους ξεχωριστούς του», να διατηρούν την αυτοτελή τους υπόσταση και συμφυρόμενοι με το πανανθρώπινο σύνολο είναι δυνατόν να λησμονήσουν τα ιδανικά της ζωής των που θα πλουτισθούν με τον ζυμωτικό χυμό της οικουμενικής ψυχής; Αντίθετα, πιστεύω πως έχοντας αυτά πάντα ύπ' όψη τους θα προσπαθήσουν να τα προσαρμόσουν όσο γίνεται με το παγκόσμια καταξιωμένο νόημα της ζωής ή, ευρύνοντάς τα σε ιδεώδη βίου, θα ζητήσουν να τα υψώσουν σε υποδείγματα καθολικής βιώσεως. Ο Ποιητής του Δωδεκάλογου ξεκινά από την ιστορία της φυλής του, αξιολογεί το παρελθόν, διακρίνει την προέκτασή του στο παρόν του γένους του και οραματιζόμενος το μέλλον του ευρύνει το όραμα σε παγκόσμιο ιδεώδες ζωής.

 

4. Η μορφή τον ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΥ. Αφίσα τελευταίο ένα θέμα έρευνας που ίσως έπρεπε να προταχθή, το πρόβλημα της μορφής του Δωδεκάλογου. Άλλ' είναι θέμα που θα το απαντήσουμε στα επιλογικά της μελέτης του ποιήματος, όταν θάχουμε περατώσει την ανάλυσή του, συνδεδεμένο ή, μάλλον, συγχωνευμένο στο πρόβλημα της ενότητάς του. Προκαταρκτικά μόνο μπορούμε να σημειώσουμε πως ο Δωδεκάλογος, παρ' όλες τις βεβαιώσεις του Ποιητή και παρ' όλη την καλή θέληση των ερμηνευτών του, δεν μπορεί ν' αξιώση τη μορφή του έπους με τα ίδια, τουλάχιστον, δικαιολογητικά που έχει να προβάλη η Φλογέρα του Βασιλιά, το μοναδικό έπος του Ποιητή, (καίτοι ο Ασκραίος θα μπορούσε ν' αξιώση την τιμή της μακρινής συνοδείας…). Ο Παλαμάς, γνωρίζοντας ο ίδιος τις ελλείψεις του ποιήματος του από την πλευρά τούτη, προσπαθεί να τις δικαιολόγηση. «Χρόνου ωρισμένου ιδέα στο ποίημα δεν υπάρχει —γράφει απολογητικά στον Πρόλογο του. Το νόημα του καιρού που περνάει φαίνεται πως ούτε κι ο Όμηρος καθαρά το έχει. Δεν πολυσκοτίζονται για τέτοια οι επικοί∙ ας του συχωρεθή και του τραγουδιού μου, για ό,τι κρύβει επικό, και για ό,τι κρύβει στοχαστικό. Ανακατώνω, φαίνεται, τον ήρωα μου τον ίδιο σε πράματα και σε λογισμούς που κυλάνε ανάμεσό τους, χωρίζοντάς τα, χρόνια και καιροί. Μα εγώ δε διηγούμαι ήσυχα και κανονικά∙ όπως όπως κοιτάω με την όποια μου τέχνη να ξεκαθαρίσω όσα βλέπω σαν όνειρο. Η λυρική σκέψη ξεμυτίζει, θαρρώ, παντού στο ποίημα…» Και πιο κάτω, αγγίζοντας την ουσία της κυριώτερης αδυναμίας του Δωδεκάλογου από την πλευρά την επική, σημειώνει : «Πρώτ' άπ' όλα η νέα Ποίηση έχει κάτι το κομματιαστό. Είναι το σημάδι που κάνει το ποίημα να παραλλάζη από τις κανονικά και σύμμετρα πλεγμένες, με αρχή, μέση και τέλος ιστορίες, και να το δείχνη πιο πολύ σα σύντριμμα από κάποιο άλλο ποίημα που δεν ξέρουμε, και κάτι τι χωρίς αρχή και χωρίς τέλος που παύει και που αναπαύει, που είναι σαν την «απέραντη μελωδία» τη Βαγνερική».

Όλα καλά. Αλλά ο Δωδεκάλογος δεν είναι έπος με τη σημασία που συνειθίσαμε να δίνουμε στο είδος. Ο Ποιητής, αναφερόμενος στην παραγγελιά του Βαλαωρίτη «πως η εθνική μας ποίηση θ' απόκτηση τα πολυτιμότερα λουλούδια της, αν αποκουμπήση στην Εθνική Ιστορία, αν γίνη ηρωική, τουτέστιν επική», θεωρεί ότι πρόσφερε τη συμβολή του με τον Δωδεκάλογο. Η πρόθεση του Παλαμά ήταν αναντίρρητα επική. Αλλ’ η πραγμάτωσή της υπήρξε πέρα για πέρα και κυριαρχικά και απορροφητικά λυρική. Το επικό στοιχείο αναφαίνεται για να στηρίξη μιαν αφήγηση, να συγκροτήση ένα σκελετό επάλληλης μυθικής εξέλιξης, όμως ο πλούσιος λυρισμός, η τρικυμία της ψυχής, οι εντυπώσεις που δυναστεύουν την έμπνευση και τη βιάζουν να εκραγή, η ανάγκη που ένοιωθε ο Ποιητής ν' απηχήση τα συναισθήματά του από το άμεσο γεγονός της άμεσης περιοχής του, ο ελκτικός προς την ονειροπόληση στοχασμός, το φούντωμα της ιδέας που αγωνιούσε μέσα στο επικό ξετύλιγμα, ξεχείλιζαν από την επική κοίτη, διασπούσαν τα φράγματα και ξεχύνονταν, ποταμοί, προς όλα τα εδάφη. Ο Παλαμάς σημειώνει στον Πρόλογό του: «…Κ' ύστερα, όσο ξετυλίγονταν του τραγουδιού η κλωστή, έβλεπα πως η καρδιά μου είναι γιομάτη από νου, πως τα καρδιοχτύπια της είναι από ιδέες, και πως το αίσθημά μου έχει κάτι μουσικό και δυσκολομέτρητο, και πως τη δέχομαι τη λαχτάρα του στοχασμού καθώς το παλληκάρι δέχεται το φιλί της ερωμένης του».

Η φράση τούτη θυμίζει το προλογικό αφιέρωμα του Ποιητή που, καθώς λέει, «το χάραξε της πρώτης στιγμής ο ενθουσιασμός όταν αισθάνθηκε το πρώτο σάλεμα του παιδιού μέσα στη φαντασία του». «Το ποίημα τούτο -γράφει ο Παλαμάς από το 1899- το πρώτο ίσως που κοίταξα ν' αλαφροδέσω μαζί επικά και λυρικά και δραματικά -και παίρνοντας άπ' όλα τα στοιχεία του ποιητικού λόγου κι από της Ιστορίας τα παραδομένα και από του φιλόσοφου τη σκέψη, κι από τη ζωή κι από τ' όνειρο - κάποια οράματα του νου και κάποια καρδιοχτύπια». Ήταν η εποχή που ο Ποιητής ένοιωθε ακόμη κυριαρχική την επιρροή του Βαλαωρίτη. Το παράδειγμά του για τον Παλαμά ήταν επιβλητικώτατο. Ο Ποιητής ονειρεύεται να σύνθεση έπη μεγαλοφάνταστα και για ένα διάστημα της ποιητικής του ζωής δουλεύει, ή τουλάχιστον προσπαθεί να δούλεψη επικά∙ Η Φλογέρα του Βασιλιά ανήκει στα ίδια χρόνια του Δωδεκάλογου.

Όμως άλλη ήταν η ιδιοσυγκρασία του ποιητή του Φωτεινού, άλλη του λυρικού ψάλτη της Φλογέρας. «Με το μύθο πήρα να δουλέψω» μας εξομολογείται ο Ποιητής στον Πρόλογο του Δωδεκάλογου. Κι αναφέρει μάλιστα «κάποια σημαντικά λόγια από τον Πλατωνικό Φαίδωνα : «Τον ποιητήν δέοι, είπερ μέλλοι ποιητής είναι, ποιείν μύθους, άλλ' ου λόγους». Ωστόσο ο μύθος, δηλαδή η οργανική και εξελικτική αφηγηματική ανάπτυξη του θέματος, με συνεπείς ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα, δεν υπάρχει στο ποίημα. Ενώ, αντιθέτως, υπάρχει αδιάλειπτος ψυχικός βρασμός και λυρική διάχυση. Το κομματιαστό και το αποσπασματικό που διεκδικεί ο Παλαμάς ως προτέρημα της νέας Ποίησης, μπορεί να είναι αληθινά προτέρημα αλλά δεν μπορεί να συγκρότηση έπος. Κι αυτό μας ενδιαφέρει τούτη την ώρα.

Αν, όμως, ο Δωδεκάλογος δεν είναι έπος, τι μπορεί να είναι; Είναι ό,τι και ο τίτλος υποδεικνύει: Δώδεκα Λόγοι, δώδεκα λυρικές εκρήξεις κινημένες από την ίδια περιοχή του πνεύματος, ψυχολογικά συναρτημένες, αφού ο ήρωας εμφανίζει το συναισθηματικό του εγώ σε διαρκή κίνηση περιδινούμενη γύρω από Αξίες που αποτελούν για τον ήρωα, τον Γύφτο, αντικείμενα πυρετικής διαθέσεως για μια βαθειά και ολοκληρωτική διερεύνηση του ηθικού των βάρους. Είναι, δηλαδή, λυρικές εκδηλώσεις που πειθαρχούν όχι σε μια οργανική και ιστορική ψυχική κίνηση της προσωπικότητας αλλά στην προσπάθεια μιας στοχαστικής, διαλεκτικής μεταξιώσεως των παραδεγμένων άξιων, που πηγάζει από την απόρριψη της τρέχουσας εμπειρίας της ζωής κι από την αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας που ο Ποιητής επιχειρεί να έκφραση με μέσα καθαρώς λυρικά. Αν προσπαθούσαμε να βιάσουμε την αντιθετική μορφή του ποιήματος και να υπερπηδήσουμε ορισμένες εσωτερικές αντιφάσεις που απαντώνται σε κάθε Λόγο, οφειλόμενες σε μια ταλάντευση αμφιβολίας και πίστης, που χαρίζει άλλωστε και τον δραματικό παλμό στο τραγούδι, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Δωδεκάλογο -ο χαρακτηρισμός θα σκανδαλίση ίσως πολλούς —λυρική τριλογία με ένα προοίμιο. Στα μέρη τούτα αντιστοιχούν οι έξης Λόγοι : 1) Προοίμιο, Λόγος I, 2) Δοκιμασία και Άρνηση, Λόγοι II, (III), -η παρένθεση εδώ υποδηλώνει τη σχετική αυτοτέλεια του Λόγου -IV, V, 3) Σκιαγραφία μιας νέας σύνθεσης, Λόγοι VI, VII, VIII, 4) Ανοικοδόμηση, Λόγοι IX, Χ, XI, XII. Η διαίρεση τούτη προϋποθέτει κάποια ψυχολογικήν ενότητα του ποιητικού εγώ, που με αρκετή, το ομολογώ, δυσχέρεια μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε μέσ' από τη φλόγωση του λυρικού πάθους. Άλλα και με το σχήμα τούτο νομίζω πως προκαταλαμβάνω τον αναγνώστη και θα πρέπει να βοηθηθή προηγουμένως από την ανάλυση του ποιήματος για να το οικειωθή ιδεολογικά.