Καρβέλης Τάκης, Δεύτερη ανάγνωση. Κριτικά κείμενα. Τομ. Β΄, «Η δύναμη και το βάθος. Νίκος Καρούζος. Η πρώτη εποχή»
 
Αθήνα 1991, Σοκόλης, σσ. 223-225
 
 
 

Κρίνοντας τη συλλογή Ποιήματα (απ' την οποία έχουν αποκλειστεί τα περισσότερα ποιήματα των προηγούμενων συλλογών του ποιητή), ο Τάκης Σινόπουλος παρατηρεί: "Μια τεταμένη ψυχική αγωνία έγινε πνευματική αγωνία και ποιητική κατάχτηση" (περιοδ. Κριτική, τεύχ. 17-18, σελ. 206). Εκφράζοντας την άποψη αυτή δεν είχε φυσικά υπόψη του την μεταγενέστερη εργασία του ποιητή. Συμπληρώνοντάς την θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει σήμερα ότι η πνευματική αγωνία, που μετουσιώνεται σε ποίηση υψηλής έντασης, σε μια πρώιμη φάση (στην πρώτη, κυρίως, και τη δεύτερη συλλογή) έχει ως υπόστρωμα εμπειρίες και βιώματα, που αντλούνται από την καθημερινότητα· στην περίπτωση αυτή βρίσκει την έκφραση της σε μια ποίηση "εν μέθη", "μεγεθυντική". Σε μια δεύτερη όμως φάση (τρίτη συλλογή), η πνευματική αγωνία, αποκαθαίροντας τον πηλό των εμπειριών και των βιωμάτων, προβάλλει αυτόνομη και εκφράζεται σε λόγο πιο πυκνό και λιτό.

                Το πλέγμα των εμπειριών και των βιωμάτων της ποίησης του Νίκου Καρούζου, στην αρχική της φάση, είναι αρκετά ευρύ: προσωπική ζωή, θρησκευτικά βιωμένη, που συνεχώς κατατρύχεται από την επίγνωση της γείωσης στα ανθρώπινα και την επιθυμία για απογείωση: Το χώμα είν' η μοίρα μου αντίκρυ των άστρων, (σελ. 13)· διάθεση έντονα ερωτική, που όμως δεν απολυτρώνει και συνεχώς ακροβατεί πάνω στον πόνο, στη μοναξιά και το θάνατο· παιδική ηλικία, που χύνει βάλσαμο και φαρμακώνει· η καθημερινότητα, που πολλές φορές παίρνει γνήσιες κοινωνικές προεκτάσεις ή αποτελεί το έναυσμα για λυρικές ή διαλογιστικές απογειώσεις· το ελληνικό και ειδικότερα το αττικό ή το αργολικό τοπίο.

                "Η ποίησή του", επισημαίνει ο Γ. Θέμελης "είναι πραγματικά "λόγος εν μέθη"". (Η νεώτερη ποίηση μας, εκδ. Φέξη, Αθήνα 1963, σελ. 232). Ο ποιητικός όμως λόγος του Νίκου Καρούζου είναι, ταυτόχρονα και παράλληλα, και "λόγος μεγεθυντικός": Η πραγματικότητα είναι η αφορμή για να υπάρξει το ποίημα, που δημιουργεί μια άλλη, τη δική του πραγματικότητα. Σε μια γλώσσα ακκιζόμενη ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα, που αντλεί από τα κοιτάσματα της δικής του ευαισθησίας και της εκκλησιαστικής υμνολογίας ή την ιδιότυπη στιχουργία του Κάλβου και του Παπατσώνη, με διάθεση μουσική, που έχει ως πρότυπο τη Σολωμική καθαρότητα και διαύγεια, το κάθε ποίημα συντίθεται με δύο βασικά τρόπους. Ο πρώτος, περισσότερο αφηγηματικός, το μετατρέπει σε μια συνεχή συνειρμική κίνηση ψυχικού ρεύματος, όπου διαρκώς εκτινάσσονται θραύσματα εικόνων και λυρικών εκλάμψεων (6λ. λ.χ. το "Μένουσα πόλις", σελ. 54)· ο δεύτερος, περισσότερο διαλογιστικός, το μεταβάλλει σε μια σειρά φλεγόμενων διαλογισμών και σκέψεων (βλ. λ.χ. το "Η σκοτεινιά του μέλλοντός μου", σελ. 59).

 

                Στην επόμενη φάση είναι ευδιάκριτα τα σπέρματα μιας προετοιμασίας καθαρά προσωπικής, που ολοκληρώθηκε στη μεταγενέστερη εργασία του ποιητή. Ο ποιητικός λόγος, αποφορτιζόμενος από τα βιώματα και τις λυρικές του εκρήξεις, θα ισορροπήσει και θα πυκνώσει. Στις διεργασίες αυτής της φάσης εδράζονται και κάποιες ουσιαστικές μεταβολές στη στάση του ποιητή, που σε ένα μεταγενέστερο στάδιο θα αρχίσει ν' απεκδύεται και τη δική του ύπαρξη και να την θεάται εξίσου αντικειμενικά με το εχθρικό και ανεξιχνίαστο Σύμπαν. Προς το παρόν, ακροβατώντας ανάμεσα στην πίστη και την απιστία, τη γείωση στο φθαρτό και την απογείωση προς το αιώνιο, αντιμετωπίζει ως εχθρικές τις δυνάμεις του τεχνολογικού πολιτισμού. Ήδη, σε μια πρώιμη φάση, είχε πει:

 

Όλα εμπαίζουν την αιωνιότητα.

Και ον Κλεισμένε στο αίνιγμα σου

Κύριε ωχρέ του κήπου

εσταυρωμένη έκσταση

λάμπος του θανάτου

στο στέρνο μου ακροβατείς.

("Ο Κήπος", σελ. 57).

 

                Έχοντας σήμερα μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ποίησης του Νίκου Καρούζου, που μετατράπηκε σε αγωνία ύπαρξης και γραφής, διαπιστώνουμε πως η τρίτη συλλογή, παρά τις οποιεσδήποτε αδυναμίες της, βρίσκεται στο μεταίχμιο της μετατροπής του ποιητικού λόγου σε καίριο και ουσιαστικό. Ο αντίκτυπος αυτής της μεταβολής εντοπίζεται ειδικότερα: Στον τόνο και τη φωνή, που διακρίνονται για την εσωστρέφεια και το δυναμισμό τους· στη λεκτική εκφορά και την εικονοποιία των καταστάσεων και των διαλογισμών στην όλη οργάνωση του ποιήματος που, αποφορτισμένο από τις λυρικές του εκλάμψεις, τώρα ρέει πιο ήρεμο, γεμάτο δύναμη και βάθος.