Παπαϊωάννου Μ. Μ., «Ο Κρυστάλλης και το δημοτικό τραγούδι»
 
Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Πρέβεζα, 11-13 Ιουνίου 1993, επιμέλεια Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος, Πρέβεζα 1994, σσ. 17 - 22
 
 
 

                Από το Μεσοπόλεμο ενώ ο αγροτικός πληθυσμός ελαττώνεται, ο αστικός αυξαίνει. Από τότε μιλούσαν πολύ για την αστυφιλία και τους κινδύνους της. Έτσι ρίχτηκε το σύνθημα: «Να γνωρίσουμε τον τόπο μας, τις ρίζες μας». Αυτό έφερε την έκρηξη της φυσιολατρίας, που έφτασε στο κατακόρυφο της, στο σημερινό τουρισμό. Τότε αναζητήθηκε ένας προφήτης. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο ποιητής του χωριού και της στάνης, ο Κώστας Κρυστάλλης. Ιδρύθηκαν σύλλογοι, εκδόθηκαν περιοδικά με τ' όνομα του, στήθηκαν προτομές του σε κάμπους και βουνά.

                Πιστεύω πως παραξηγήσαν τον προφήτη τους οι φυσιολάτρες. Με ποια διάθεση τραγούδησε τα βουνά και τα λαγγάδια; Η νοσταλγία γι' αυτά, ο πόθος της επιστροφής στην πατρίδα του την Ήπειρο είναι βεβαιωμέ­να, μα το ιδανικό του είναι φυσιολατρικό;

                Θυμούμαι ένα περιστατικό στο Γυμνάσιο, στο μάθημα τον νεοελληνικών. Ο φιλόλογος ηπειρώτικης καταγωγής, θερμός οπαδός της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Μας διαβάζει το ποίημα «Γάμος»:

 

Του ποιου ν' το συμπεθερικό,

του ποιου ν' αυτό το ψίκι

που κατεβαίνει απ' τα βουνά

πεζούρα και καβάλα,

με τα ψηλά τα φλάμπουρα,

με τα διπλά παιγνίδια κ.λπ.

 

                Αφού διάβασε το ποίημα, συνεπαρμένος από την ατμόσφαιρα του προχωρά στην ερμηνεία των λέξεων, και ρωτάει: -Τι θα πει ψίκι; Πώς λέγεται η πομπή;

Καμιά απάντηση! Νεκρική σιγή. Ξαφνικά ένας μαθητής σηκώνει δειλά το δάκτυλο του.

- Λέγετε, προστάζει ο καθηγητής.

- Γαμήλιος πομπή, κύριε.

Ο καθηγητής ενθουσιάζεται, αλλά και απορεί.

- Ένας μόνο το ξέρει;

                Γιατί όμως ν' απορεί; Το ποίημα ήταν γραμμένο στη δημοτική, μα οι μαθητές προ πολλού ήταν αποξενωμένοι από τη μητρική τους γλώσσα. Στο σχολείο, καθαρεύουσα. Έξω από το σχολείο, δημοτική αστική. Το βασικό μάθημα, η αρχαία ελληνική.

                Τα παιδιά απόμαθαν τη ζωντανή λαλιά. Για το μαθητή της πόλης, παρωχημένης εποχής. Και η τελετή του γάμου του ποιήματος, περισσότερο άλλων καιρών.

                Στους ορεινούς όγκους της Πίνδου η κτηνοτροφία, και μάλιστα η νομαδική, κυριαρχούσε τότε και παλιότερα στην τοπική οικονομία, η κοινωνική ζωή διατηρούσε τα πατριαρχικά της χαρακτηριστικά. Ορισμένοι τομείς, των αναγκών, όπως το ντύσιμο, δεν είχαν ακόμα ξεφύγει από τη σπιτική οικονομία. Ο αργαλειός δούλευε πιο πολύ για το σπίτι παρά για την αγορά.

                Η τελετή του γάμου μοιάζει με πολεμική εκστρατεία: «Σαν να εσηκώθη ο βασιλιάς κ' εσύναξε τ' ασκέρι κι όλον τον κόσμο κάλεσε να πάει να πολεμήσει». Στα μεσαιωνικά χρόνια ο γάμος ήταν πολεμική σύγκρουση για την αρπαγή της νύφης. Κάποτε πήρε ειρηνική μορφή, μα ο πόλεμος διατηρήθηκε στα συνήθια, σα θεατρική παράσταση.

                Αυτά τα παλαιικά στοιχεία τα διαπιστώνουμε και σε. άλλα κείμενα του Κρυστάλλη.

Αυτή την παρένθεση δεν την άνοιξα τυχαία, αν και ο νεαρός Κρυστάλλης ενδιαφέρθηκε για παρόμοια θέματα. Μέσα στο έργο του βλέπουμε κάποια εξέλιξη, που άλλοτε οφείλεται στην καλλιτεχνική του ωρίμανση και άλλοτε στην απομάκρυνση του από τον τόπο του γεννήθηκε. Η πορεία είναι γρήγορη από τότε που δοκιμάζει τα φτερά του - 1886 - ως τη χρονιά που πεθαίνει -1894. Μέσα σε οχτώ χρόνια πρόφτασε να δώσει το έργο που τον καθιέρωσε.

                Γεννιέται το 1868 και πεθαίνει είκοσι έξι χρονών. Πρόκειται για εκπληκτικό φαινόμενο. Ήρθε στα γράμματα με μια γλώσσα τσοπάνικη και την τεχνική του δημοτικού τραγουδιού. Αλλά δε μένει πολύ, για να δώσει γρήγορα στην ποίηση του τη σφραγίδα της προσωπικότητας του. Τη γρήγορη αφύπνιση του τη χρωστά στον ερχομό του στην Αθήνα το 1888, στην εποχή της αστικής πνευματικής αναγέννησης.

                Συνομήλικος του Ξενόπουλου, του Ταγκόπουλου και άλλων. Η προέλευση του από την τουρκοπατημένη Ήπειρο τον φέρνει αντικειμενικά σε μειονεκτική θέση απέναντι των άλλων ως προς τις πνευματικές προϋποθέσεις. Ο Ξενόπουλος π.χ. μεγαλώνει στην αστική Ζάκυνθο, έρχεται στην Αθήνα για το Πανεπιστήμιο όντας σοσιαλιστής, βέβαια ρομαντικός. Ο Κρυστάλλης αντίθετα, έρχεται από μια περιοχή σκλαβωμένη που ζητάει τη λευτεριά της, από όπου όμως λείπει η κοινωνική τάξη, που θ' αναλάβει τον απελευθερωτικό αγώνα.

                Τα Γιάννενα δεν ήταν τώρα τα παλιά, τα «πρώτα οτ' άρματα στα γρόσια και στα γράμματα». Τότε ήταν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο του Ελληνισμού. Έστελνε τα φώτα παντού αντί να δέχεται φως απ' την άλλη Ελλάδα. Με το Βηλαρά και τον Ψαλλίδα βάλαν τα θεμέλια της αστικής, πνευματικής αναγέννησης, που ακτινοβόλησε και σ' αυτά τα Εφτάνησα. Ο γιαννιώτικος δημοτικισμός τράβηξε μέσα του το Σολωμό. Στο σχολειό του Ψαλλίδα στη μεγαλούπολη του Αλή Πασά, διδάσκονταν η δημοτική γλώσσα, είχε καθιερωθεί η φωνητική γραφή. Τώρα, γλώσσα του δημοτικού του Συρράκου ήταν η καθαρεύουσα. Αυτό θα πει πως στη δεύτερη Τουρκοκρατία του Κρυστάλλη, έλειψε η επαναστατική τάξη που έφερε στα Γιάννενα, στην Πάργα και την άλλη Ήπειρο το γαλλικό διαφωτισμό.

                Ας έγραφε ο Κρυστάλλης στα 1890 «ότι η σημερινή κατάστασις του Συρράκου κατ’ ουδέν υπολείπεται και αυτής της προ της επαναστάσεως ανθηρότητος». Κι όμως καμία σύγκριση ανάμεσα στη μια και στην άλλη εποχή. Τώρα πια δεν υπήρχαν κοινωνικές δυνάμεις σε άνοδο. Τότε οι βιοτέχνες των Αμπελακίων και των Ζαγορίων ζητούσαν αγορές στην Ευρώπη για τα προϊόντα τους. Τώρα, στη δεύτερη Τουρκοκρατία η Ήπειρος εξάγει στην Αμερική και αλλού την περισσευάμενη εργατική δύναμη και όχι το πλεόνασμα της εμπορευματικής παραγωγής. Αυτά καθορίζουν την ιδεολογία.

                Η Ηπειρο-θεσσαλική επανάσταση του 1878 βρήκε τον Κρυστάλλη δέκα χρονών. Στο τέλος του 1888 θα βρεθεί στην Αθήνα πολιτικός πρόσφυγας. Ο Βαλαωρίτης είναι πεθαμένος, δεν παύει όμως να λογαριάζεται στις αναζητήσεις των νέων, που θα θεμελιώσουν την πνευματική αναγέννηση. Είπαμε πως η Ήπειρος δε φωτίζει πια μα φωτίζεται. Αλλά ο αθηναϊκός διαφωτισμός δεν είναι ο διαφωτισμός της Ευρώπης του 18ου αιώνα και του 1821. Δεσπόζει τώρα η Μεγάλη Ιδέα.

Ο καταδιωκόμενος από τους Τούρκους νεαρός Ηπειρώτης το μόνο εφόδιο που κουβαλά μαζί του είναι μια σιδερένια φλογέρα. Δεν έχει που να γείρει το κεφάλι του. Όταν περνούσε τα ελληνο-τουρκικά σύνορα κρυφά, πίστευε πως θα έβρισκε στην Αθήνα, το «φάρο της Ανατολής», όπως τη λέγανε, τη ζεστή αγκαλιά της μάνας πατρίδας. Όμως κανείς δεν τον πρόσεξε. Τον είδαν όπως είδαν οι Ζακυνθινές αρχόντισσες τις Μεσολογγίτισσες που βγήκαν στο νησί να ζητιανέψουν για το πολιορκημένο Μεσολόγγι.

                Για την τραγωδία του μιλάει ο ίδιος στις επιστολές του προς διάφορους εκλιπαρώντας: «... δεν ηδυνήθην να εύρω παρ’ ουδενός προστασίαν, ούτε παρά της κυβερνήσεως προς εξακολούθησιν των σπουδών μου, ως επεθύμουν, κατήντησα δε να μένω και ημερονύκτια τινα άνευ άρτου, απεφάσισα να κάμω οιανδήποτε εργασίαν εύρω, διά τον άρτον τουλάχιστον. Ούτω έγινα τυπογράφος... Τα συμπτώματα της καταστροφής μου τα βλέπω επί της υγείας μου...»

Τα συμπεράσματα για τη μεταχείριση ενός διαλεχτού διανοούμενου πολιτικού πρόσφυγα είναι εύκολα. Ευκολότερα είναι όταν όλοι οι συνάδελφοι του έχουν εκφραστεί ευμενέστατα για την προσφορά του στα γράμματα. Τον αποθέωσαν. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο Μιχάλης Μητσάκης, ο Χατζόπουλος-Μποέμ, ο Ξενόπουλος, όταν άρρωστος πια, τον είχε παραπάρει η φυματίωση και ο,τι τον έκαιγε ήταν να γυρίσει στην Ήπειρο και να του δοθεί ένας τάφος στην πατρίδα του. Δεν τον βοήθησε για τιμή της Ελλάδας να δώσει το έργο της ωριμότητας. Και ως αυτή τη στιγμή έδειξε πως είχε τη στόφα του μεγάλου ποιητή.

                Στις συλλογές που πρόλαβε να εκδώσει βρίσκονται συνθέσεις που φανερώνουν έντονη προσωπική διάθεση και προσπάθεια, να ξεφύγει την οποιαδήποτε ποιητική παράδοση, από τα δημοτικά μοτίβα:

 

Τ’ απόσπερνο κι αποβραδύς, που βασιλεύει ο ήλιος,

και με τα δυο καματερά γυρίζει ο ζευγολάτης

απ' τ' όργωμα του στο χωριό, τέτοια τραγούδια λέει.

Ο αγωγιάτης στες ερμιές, στα δάση που διαβαίνει,

στον σάλαγον, όπου χτυπά το φορτωμένα ζα του,

για να περνάει το μάκρεμα τέτοια τραγούδια λέει.

Άγουρος του χωριού κι' εγώ, κι' εγώ παιδί της στάνης

όσες βολές κάμπους, βουνά, στάνες, χωριά διαβαίνω

κι οργώματα και ποταμιές, τέτοια τραγούδια λέω.

 

                Όπως απελευθερώθηκε από την επίδραση του Βαλαωρίτη, τώρα ξεφεύγει και από το δημοτικό τραγούδι:

 

Το αγέρι του φυσάει γλυκά μες στα ξανθά σου τα μαλλιά,

αχ, πως μου μοιάζει, αγάπη μου τον αναστεναγμό σου

και το γλυκό σου φίλημα και την ουράνια σου λαλιά,

σα να μου λέει - φέρνε με συχνά στο λογισμό σου.

Αχ, πως μου μοιάζουν, μάτια μου, τα γκαρδιακά σου τα φιλιά,

και την ουράνια σου φωνή, τον αναστεναγμό σου,

τα κύματα της θάλασσας, που σβυούνται στην ακρογιαλιά,

σα μου λένε - Έχε με στον ύπνο στ' όνειρο σου!

..............................................................................

Να ξέρες, πως μου φαίνεται μακριά σου έρμ' η ξενιτιά!

Όλα χωρίς εσένα εδώ την ομορφιά τους χάνουν,

την ομορφιά που δύνεται να χύσει μια σου, μία ματιά.

Να ξέρες πως του χωρισμού οι καημοί θα με μαράνουν.

 

                Ο Ταγκόπουλος του «Νουμά» σώζει τούτο το περιστατικό. Σε μια συνάντηση τους, ήταν κι ο Μητσάκης, ο Ταγκόπουλος τους διάβασε ένα ποίημα του. Είχε τίτλο «Ο πόθος». Στο τέλος τους ρώτησε πως τους φάνηκε. Ο Μητσάκης το παίνεψε. Ο Κρυστάλλης στραβομουτσούνισε, τον αποπήρε και στην επόμενη συνάντηση τους διάβασε το δικό του πόθο. Το «Σταυραετό». Το ίδιο έκδηλα ερωτικό, θέλω να πω για τη γενέθλια γη, είναι και το ποίημά του για την Πεντέλη:

 

Να ξέρες, όμορφο βουνό, τίμου θυμίζει εμένα

ένα κεδρί, ένας πεύκος σου, μια ρεματιά, μια βρύση!

 

Το καθετί στην ξενιτιά - ξενιτιά την ένιωθε ο πολιτικός πρόσφυγας την Ελλάδα - του θύμιζε και τον γύριζε στον τόπο του, έστω και σκλαβωμένο.

 

                Το έργο του Κρυστάλλη όσο ζούσε ο δημιουργός του και μέσα στον αιώνα που πέρασε από το θάνατο του γνώρισε ανεπιφύλακτους επαίνους.

Μέσα σ' αυτή την επιδοκιμασία και το θαυμασμό, δεν έλειψε και η φωνή της άρνησης.

Είναι του καθηγητή του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιάννη Αποστολάκη, που ξέγραψε τον Κρυστάλλη από ποιητή, ως μιμητή του δημοτικού τραγουδιού. Είναι άδικη η κατηγορία, γιατί δε θεμελιώνεται επιστημονικά. Ο καθηγητής είναι απόλυτος ως κριτικός. Τη μέθοδο του δεν την εφάρμοσε μόνο πάνω στον Κρυστάλλη, μα και σε όλη τη νεοελληνική ποίηση. Θαύμαζε, δεν έκρινε, το δημοτικό τραγούδι και το Σολωμό. Σύμφωνα με τον αντικειμενικό ιδεαλισμό απόρριπτε όλη την υποκειμενική ποίηση.

                Δεν έκρινε τα κείμενα και τους δημιουργούς μέσα στον καιρό και το χώρο τους. Τους έκρινε έξω από την ιστορία, απόλυτα. Σε τούτη τη σύντομη ομιλία μου προσπάθησα να δώσω τα διάφορα στάδια από τα οποία πέρασε εξελικτικά. Ο Αποστολάκης τον έκρινε στατικό και τον ξέγραψε. Κακό δικό του. Δεν τον κατάλαβε και δεν μπορούσε να τον καταλάβει με τα κριτήρια τα δικά του.

                Ο Φώτης Πολίτης, αντικειμενικός ιδεαλιστής και αυτός, αλλά ρεαλιστής από την τριβή του, στην τακτική άσκηση της λογοτεχνικής κριτικής, στις εφημερίδες, είπε κάτι σοφό και το αναφέρει ο Αποστολάκης: «Αν ζούσε σε πολύ παλιότερα χρόνια [ο Κρυστάλλης], θα ήταν ένας από τους άγνωστους δημοτικούς ποιητές, που σφιχτοδεμένοι στην παράδοση δίνουν την πρώτη αυθόρμητη μορφή στο λαϊκό τραγούδι, πριν το πάρουν ακόμη και το ταιριάσουν τα κορίτσια».

Από νωρίς στον 19ο αιώνα με την αποσύνθεση της πατριαρχικής κοινωνίας, παύει να δημιουργείται απρόσωπη ομαδική δημοτική ποίηση. Λαϊκοί άνθρωποι όπως ο Κολοκοτρώνης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ακόμα και λόγιοι όπως ο Π. Λάμπρος αποκαλύπτονται ποιητές δημοτικών τραγουδιών.

                Ο Κρυστάλλης σε κάμποσα από τα τραγούδια του, αν τα παρουσίαζε ανώνυμα, θα μπορούσε να παρουσιαστεί με τους άγνωστους ποιητές δημοτικών ασμάτων, όπως αναφέρει ο Νικόλαος Πολίτης στην ομιλία του στον «Παρνασσό» το 1916, όμως όχι για όλα τα ποιήματα του «Τα αγροτικά» και της συλλογής «Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης», γιατί και μέσα σ' αυτά υπάρχει εξέλιξη στην τεχνοτροπία, δεν ακολουθεί σε όλα τη μορφή του δημοτικού τραγουδιού, χρησιμοποιεί τη στροφή, την ομοιοκαταληξία και το διασκελισμό, που δεν τα βρίσκεις στο δημοτικό τραγούδι.

Έπειτα ο νεαρός Κρυστάλλης έφτιασε σχολή. Τον ακολούθησαν άλλοι νεότεροι του, ο Σπήλιος Πασαγιάννης, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Ρήγας Γκόλφης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης με τα «Μεσολογγίτικά του».

                Το πιο σημαντικό, που έχω να πω, και μ' αυτό να τελειώσω είναι ότι ο Κρυστάλλης είναι ένας από τους τελευταίους ανώνυμους ποιητές δημοτικών ασμάτων, που γίνονται επώνυμοι. Αποκόβεται από την απρόσωπη ομαδική ποίηση και περνά στην προσωπική. Αυτή η διαδικασία γίνεται μπροστά στα μάτια μας και θα έπρεπε να ενεργοποιήσει την ιστορική και φιλολογική έρευνα για την κατανόηση ενός φαινομένου, που οδηγεί στις ρίζες της νεοελληνικής εθνότητας και στις απαρχές της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης.

                Η περίπτωση του Κρυστάλλη για να φωτιστεί θα έπρεπε να δώσει αφορμή για να μελετηθεί όλο το περιβάλλον του το κοινωνικό του Συρράκου και όλων των αγροτικών κοινωνιών της Πίνδου, που δημιουργούν το δημοτικό τραγούδι, την κλεφτουριά και τ' αρματολίκια, τα χωριά, τις κοινότητες και τόσα άλλα.