Αλεξιάδου Θεοδούλη, «Ο ποιητής και η μέθη. Η φυγή από την πραγματικότητα. Ν. Καρούζος και Μ. Σαχτούρης», La vigne et le vin dans la langue et la littérature néohelléniques
 
Actes du XVIIe Colloque International des Néohellénistes des Universités francophones, Dijon, 10-12 Μαΐου 2001, Publications Langues ’O-Inalco, Paris, 2002, σσ. 404-413
 
 
 

«Στην ποίηση του Νίκου Καρούζου, το κρασί και η μέθη γενικότερα συνδέονται άμεσα με την  έννοια της πραγματικότητας και με την αποδοχή της ή μη από τον ποιητή και το ποιητικό υποκείμενο. Είναι γνωστό ότι ο Καρούζος υπήρξε ένας ποιητής «μέθυσος» και είναι επόμενο να ανατρέξουμε στο έργο του, αν θέλουμε να εντοπίσουμε αναφορές σχετικές με τη μέθη στην ποίηση της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Θα λέγαμε μάλιστα ότι, στην περίπτωσή του, η θεματική του κρασιού, του αλκοόλ και του ποτού δεν εντάσσεται τόσο στο πλαίσιο ενός οργανωμένου συστήματος συμβόλων, αλλά αφορά περισσότερο την έκφραση μιας καθημερινής, βιωματικής και σωματικής σχέσης. Άλλωστε, η ποίηση της ωριμότητας του Καρούζου στο σύνολό της αντιλαμβάνεται και επεξεργάζεται το αίνιγμα της ύπαρξης και της γλώσσας κατ’ αρχάς με τρόπο σωματικό και βιωματικό, γεγονός που δεν αποκλείει ωστόσο την υπέρβαση της χρονικότητας αλλά και την πορεία προς έναν φιλοσοφικό και ποιητικό στοχασμό.

                Στα ποιήματα της περιόδου 1961-1978, που περιλαμβάνονται στον πρώτο από τους δύο τόμους της συνολικής έκδοσης της ποίησης του Ν. Καρούζου, οι λέξεις κλήμα, αμπέλι, αμπελώνας, κρασί και πίνω εμφανίζονται αρκετά συχνά και σε κάθε περίπτωση πολύ συχνότερα απ’ ό,τι στους άλλους ποιητές της ίδιας γενιάς. Την περίοδο αυτή, ο ποιητής στέκει έκθαμβος μπροστά στο θαύμα της φύσης, παρατηρώντας με λεπτομέρεια και αισθανόμενος τις αλλαγές των εποχών, επικεντρώνοντας την προσοχή του κυρίως στο αττικό τοπίο. Η μορφή του Χριστού κυριαρχεί και ταυτίζεται με τη φύση και μέσα στην ποιητική φαντασία το φυσικό «θαύμα» εκπορεύεται από το θρησκευτικό και αντίστροφα. Ο ποιητής καταφέρνει να νιώσει το θείο διαμέσου της επαφής του με τη φύση. Πολύ συχνά, το κλήμα και το αμπέλι πλαισιώνουν την παρουσία του Χριστού και τις αναφορές στο θείο δράμα, σε σημείο που να θεωρείται ότι ο Θεός και ο Χριστός «βγαίνουν» μέσα από το αμπέλι:

«[…] Ενδιάμεσε Κύριε μαύρο του ωκεανού / συ που ηλεκτρίζεις τους στίχους μου / κι ανεβαίνουν ωσάν θυμιάματα / στην κυανή όσφρηση του ύψους / εσύ που ανάβεις τους χυμούς στα κλήματα / κρατώντας τη μαβιά ρομφαία […]» (Η ΕΞΑΡΣΗ, τ. Α΄, σ. 81)

 

«[…] και αμπελώνες είδα πορφυρούς όπου ο Δωδεκαετής έβγαινε / γελώντας από μυστική χιλιετηρίδα στο αγγιγμένο κληματόφυλλο […]» (ΣΤΗΝ ΑΣΙΝΗ ΟΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ, τ. Α΄, σ. 83)

 

«[…] Κι όμως / ποτέ δε θ’ αντικρίσουμε τον Πατέρα. / Είν’ αυτός που βγήκε απ’ τα κλήματα / με τη συμφορά στο μέτωπο και σφαγμένη αγάπη […]» (ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΙ ΑΝΕΒΗΚΕ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ, τ. Α΄, σ. 204)

 

Η θρησκευτικότητα είναι διάχυτη στη φύση της ποίησης του Καρούζου, όπου ο παγανισμός και ο χριστιανισμός συσχετίζονται σε μια ενιαία θεώρηση του κόσμου,  κοιτίδα και κέντρο του οποίου είναι η Ελλάδα, η αττική γη και ο αττικός ουρανός. Το κρασί αντιπροσωπεύει τη νεότητα και την ευδαιμονία που προέρχεται από αυτή την κοσμική ενότητα και τη χρονική συνέχεια από το παρελθόν έως το παρόν, σε μια διαχρονική και διαπολιτισμική σύλληψη που προσεγγίζει την κοσμοθεωρία του υπερρεαλιστικού κινήματος, επιμένοντας όμως στον καθοδηγητικό ρόλο του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως την ορθοδοξία:

«Έρωτας η πηγή των ελλήνων / εορτάζει μ’ αετώματα με κίονες από φως / με καμπάνες φτάνει ως τα ύψη / γέρος που δείχνει το ευλογημένο λάδι / έφηβος υμνώντας το κρασί / εαρινός αμνός και θείος τράγος.» (ΕΛΕΥΣΕΙΣ, τ. Α΄, σ. 118)

 

«[…] Ένας χλωρός αέρας σπρώχνει το θάνατο στην ποντικότρυπα / ένας αέρας διώχνει με σφυριγμούς τη δυστυχία / στο μεγάλο τετράγωνο της πείνας / απ’ την Ευρώπη κι απ’ την Αφρική / κι απ’ την Ασία κι απ’ την Αμερική αέρας αέρας / είναι ο ανθοφόρος Βάκχος με το κοντάρι του Άι-Γιώργη […]» (ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΙ ΑΝΕΒΗΚΕ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ, τ. Α΄, σ. 208)

 

Από τη συλλογή «ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ» [1969] και εξής, εισάγεται στην ποίηση του Καρούζου μια υφέρπουσα αμφισβήτηση τόσο της αλήθειας, που έως τότε ταυτίζονταν με τη φύση και το θείο, όσο και της ίδιας της ποίησης ως δυνατότητας λύτρωσης από την αινιγματική και θλιβερή πραγματικότητα. Εκφράσεις όπως «γλώσσα μέγαιρα» ή «μέγαιρα πραγματικότητα» δίνουν τον τόνο κυρίως στα μεταγενέστερα ποιήματά του, από το 1979 έως το 1991, δε λείπουν όμως και από την προγενέστερη ποίησή του, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη συλλογή «ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ» [1971], όπου ο ποιητής διαπιστώνει: «Μου φαίνεται πως ένα καλό ξύσιμο διαρκείας / λυτρώνει περισσότερο απ’ την ποίηση» και «Έγραψα ποίηση – μ’ άλλα λόγια συνεργάστηκα με το μηδέν». Έτσι, όσο περισσότερο το ποιητικό υποκείμενο έρχεται σε διάσταση με την πραγματικότητα και η σχέση του με τη φύση διαβρώνεται, τα συναισθήματα ευδαιμονίας και ανωτερότητας που του προκαλούσε η βίωση ενός αρμονικού όλου υποχωρούν. Το απόλυτο παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στο σχετικό και ακόμα και η ίδια η ποίηση, ή πολύ περισσότερο αυτή, τίθεται υπό αμφισβήτηση που σιγά-σιγά φτάνει και ως την αυτοαναίρεση. Ήδη, στη συλλογή ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ, γράφει ο Καρούζος:

«[…]

Μακάριος ο Διονύσιος κόμης Σολωμός

άγων φάος αγνόν απ’ το αλωνάκι, μακάριος,

όταν έπαυε να γράφει

κ’ έγραφε μέσα-μέσα στην ψυχή του / πίνοντας. […]» (ΔΟΝΗΣΕΙΣ, τ. Α΄, σ. 217)

Στην αρχή του δεύτερου τόμου των ποιημάτων του, στη συλλογή «ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ» [1979], ο ποιητής εκφράζει την αμηχανία του απέναντι στη γλώσσα αποδίδοντάς της συχνά πονηρές προθέσεις και κατηγορώντας την για ανεπάρκεια και για έλλειψη αλήθειας. Το σταφύλι, το κρασί και το κλήμα αντιπροσωπεύουν την αλήθεια και την ουσία της ύπαρξης έναντι στην απατηλή φαινομενικότητα και στην επιφανειακή μορφή των πραγμάτων, καθώς αυτή τη φορά συνδυάζεται η βιωματική τους προέλευση με τη συμβολική λειτουργία. Σύμφωνα με τον Καρούζο, η ουσία και όχι η μορφή είναι αυτή που μπορεί να αποδώσει την αλήθεια της πραγματικότητας, που κρίνεται ως σχετική και φαινομενική. Η αδυναμία ταύτισης όντος και ποίησης, όπως εύστοχα επισημάνθηκε από τον κριτικό και ποιητή Γ. Δάλλα, συμπυκνώνεται στους αμέσως παρακάτω στίχους στην απουσία του «αληθινού σταφυλιού» και του «κρασιού που να σπιθίζει», ενώ η μίμηση του πραγματικού από τη γλώσσα, και κατά συνέπεια από την ποίηση, διαφαίνεται στην έκφραση «φαινόμενα κλήματα»:  

«Αισθάνομαι ωσάν τρελός / παραχαράκτης του Γίγνεσθαι / γράφοντας διψαλέα ποιήματα / (της κοιτίδας μου / κάλπικα χαρτονομίσματα) / Γιατί η γλώσσα είν’ η αχόρταγη / μοιχαλίδα του Πραγματικού / με αρίφνητα ψέματα προσπαθώντας / να σώσει το γάμο της /[…]/ κάθε μορφή ζαβλάκωμα / χωρίς αληθινά σταφύλια / δίχως κρασί που να σπιθίζει / απ’ τα φαινόμενα κλήματα.[…]» (ΠΗΛΙΝΟ ΑΓΑΛΜΑΤΙΔΙΟ, τ. Β΄, σ. 27)

«[…] Στην Ελευσίνα σήμερα οργιάζουν από λάμψεις / τα βιομηχανικά μυστήρια. / Βακχεύει η πολιτική και λάμπει η σελήνη. / Πεθαίνουμε γεννιόμαστε μπαινοβγαίνουμε στο Κοσμικό Κλάμα. / Γι’ αυτό κ’ εγώ μ’ ένα τσεκούρι τα ’χω ρημάξει τα νοήματα /[…]/ Σταφύλι λέω ναν την κάνω την πραγματικότητα /[…]/ Είν’ ώρα να διώξεις όληνε τη σκέψη απ’ το κορμί σου·/ είν’ ώρα τα κατάμαυρα κι ανύπαρχτα φτερά σου να βλαστήσεις. /[…]/ Στον κόσμο που βαθιά υπάρχουμε διάδημα η φρίκη.» (ΤΥΜΒΟΣ, τ. Β΄, σ. 89)

Η διάσταση του ποιητικού υποκειμένου με την πραγματικότητα έχει, πλέον, επέλθει και η τάση αμφισβήτησης των δυνατοτήτων της γλώσσας και της ποίησης να αποτυπώσουν το αίνιγμα και την ουσία της ύπαρξης, γίνεται όλο και εντονότερη. Συχνά, ο ποιητής εφαρμόζει ολοένα και περισσότερο απλουστευτικές διαδικασίες, τόσο στα εκφραστικά του μέσα όσο και στο φιλοσοφικό του στοχασμό. Το αποτέλεσμα είναι η υιοθέτηση μιας γραφής οριακής, ελλειπτικού και τηλεγραφικού ύφους, που φανερώνει την προσπάθεια υιοθέτησης μιας εξίσου οριακής και ελάχιστης μεταφυσικής που να περιορίζεται «στα απολύτως απαραίτητα», όπως γίνεται αντιληπτό στα παρακάτω μονόστιχα:

«κρασάκι αμέριμνο» (ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΛΙΓΟΛΕΚΤΑ, τ. Β΄, σ. 165)

«πίνοντας ως το φουκαριάρικο συκώτι μου» (ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΛΙΓΟΛΕΚΤΑ, τ. Β΄, σ. 172)

Με το βιωματικό και σωματικό τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος με το μεταφυσικό μέσω του φυσικού. Η αγωνία του θανάτου, που στο εξής δρα καταλυτικά στην ποίηση του Καρούζου, ωθεί στην ακραία προσήλωση σε κατανάλωση ουσιών, κυρίως ποτού και τσιγάρου, και στην εξάρτησή του από αυτές, ως των μοναδικών του συνδέσμων με το πραγματικό αλλά και ως του απλούστερου τρόπου για το επίπονο πέρασμα προς το θάνατο. Η πορεία προς τη βιολογική αυτοκαταστροφή που συνεπάγεται η υπερβολική χρήση των ουσιών, σε συνδυασμό με την ανίατη ασθένεια από την οποία έπασχε ο Καρούζος, ενέχει ωστόσο μια σχετική αντίφαση, καθώς απ’ τη μια πλευρά το ποτό και η τροφή επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μας σ’ αυτόν τον κόσμο και αποβλέπουν στην απόλαυση αυτού του ίδιου του αντικειμένου (objet), δηλαδή του ποτού και της τροφής, ενώ απ’ την άλλη πλευρά αποστολή της μέθης είναι η υπέρβαση ή η αναίρεση της καθημερινής συνθήκης της ύπαρξης. Στα τρία παραθέματα που ακολουθούν, η μεταφυσική αναζήτηση τείνει, υπό την απειλή του θανάτου, να γαντζωθεί είτε από την αναγκαιότητα αλλά και απόλαυση του ποτού και της τροφής είτε από την υπέρβαση του πραγματικού μέσω της μέθης, η γραφή όμως αντιστέκεται και οδηγείται προς την ακραία άρνηση των κανόνων της πραγματικότητας μέσω της «εξαγρίωσης» και της τρέλας.

«[…] ο θάνατος μας θέλει ανέπαφους / από έρωτες κι αηδίες / το ύψιστο: κρασάκι / με κάπνισμα στομώνοντας / τις κοσμοθεωρίες […]» (ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΛΙΓΟΛΕΚΤΑ, τ. Β΄, σ. 186)

 

«Προσεύχομαι πίνοντας / ο ουρανίσκος μου ας μαρτυρήσει / τουλάχιστο να βαστήξω ως το τέλος […]» (Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ, τ. Β΄, σ. 211)

 

«[…]

D. Δυσπεψία· ο ουρανός μου δεν έχει γαλάζιο / είναι μονάχα εχθρότητα

E. πέρδικα δροσερή με κοκκινέλι

F. το γράφειν …/ πρέπει να φτάσει πια στην εξαγρίωση / οφείλουμε να τρελαθούμε […]» (ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ ΠΟΙΗΜΑ, τ. Β΄, σ. 219)

 

                Ίσως, μάλιστα, η πορεία αυτή προς τη «ριγηλή φρενήρεια» του γράφειν ή προς την «ονοματική μέθη», για να χρησιμοποιήσουμε λέξεις του ίδιου του ποιητή, να υποδηλώνει και την προσπάθεια ανεύρεσης μιας ποιητικής ταυτότητας πέρα από τα καθιερωμένα, καθώς η κατάσταση της μέθης, συμπεριλαμβανομένης και της πνευματικής, συμβολίζει αρχετυπικά τη μυστικιστική μύηση, τη συμμετοχή στα πνευματικά μυστικά και την άμεση επαφή με το θείο, ταυτόχρονα με την πλήρη λήθη των εγκοσμίων. Ο ποιητής, ύπαρξη ξεχωριστή, μοναχική, γιατί όχι και περιθωριακή, τείνει να ξεπεράσει την ανθρώπινη συνθήκη και να θεωρηθεί ένα είδος μύστη ή προφήτη, στα όρια της τρέλας, μεταξύ όντος και μη όντος:

«είμαι ο πιο έρημος Μοναχός τυλιγμένος μ’ αχτίδες· / είμαι στα φώτα των αισθήσεων· απ’ τη γεύση βρέθηκα / στο μη-αντικείμενο· απ’ τα μάτια βρέθηκα στο μη-υποκείμενο» (ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ, τ. Β΄, σ. 467).

Στο σημείο αυτό, είναι άξια λόγου η σύμπτωση του Καρούζου μ’ έναν άλλο μεταπολεμικό ποιητή, τον Μίλτο Σαχτούρη, στο έργο του οποίου η ποιητική δημιουργία συνδέεται άρρηκτα με τη στιγμή της έμπνευσης, ως διαδικασία κατάργησης των ανθρώπινων ορίων και φυγής από την πραγματικότητα. Στο ποίημα του Σαχτούρη με τίτλο ΤΟ ΑΝΕΒΑΣΜΑ που θα παραθέσουμε, ο ποιητής αποσπάται από την ανθρώπινη συνθήκη και τη μιζέρια της εφιαλτικής, μεταπολεμικής καθημερινότητας, που τον ωθούν σε μια κατάσταση πνευματικής μέθης, σ’ ένα δαιμονικό, «φρενιασμένο» και παραληρηματικό στριφογύρισμα. Μάρτυρας επάνω στον τροχό του και δαιμονισμένη φιγούρα ταυτόχρονα, ο ποιητής την ώρα της έμπνευσης εκστασιάζεται και «βγαίνει από τον εαυτό του», μπαίνοντας σε ανοδική τροχιά που συνεπάγεται τον κίνδυνο του τσακίσματος αλλά και την απελευθέρωση από τα γήινα δεσμά και τις επίγειες συμβάσεις.

 

Στριφογυρίζει ο ποιητής επάνω στον τροχό του

στριφογυρίζει ο ποιητής δαιμονισμένα

ένα κεφάλι αλόγου σπασμένο μέσ’ στα πόδια του

μια γυναίκα ανοίγει τ' άσπρο στόμα να δαγκάσει

φίδια φαρμακερά τον τριγυρίζουν

χάμω κυλάνε κέρματα

καύκαλα τσακισμένα ριγμένα μέσ’ στη λάσπη του

και στρογγυλά χαλύβδινα λουλούδια να σφυρίζουν

 

καθώς στριφογυρνάει ο ποιητής

αρχίζει ν' ανεβαίνει

όπως γυρίζει φρενιασμένα

κι όπως γυρίζει φρενικά

αρχίζει ν' ανεβαίνει

 

το ένα του χέρι είναι σβηστό

στο άλλο να κρατάει ένα αναμμένο κάρβουνο

 

Το καταληκτικό δίστιχο, «το ένα του χέρι είναι σβηστό / στο άλλο να κρατάει ένα αναμμένο κάρβουνο», σχεδόν ταυτίζεται με τους τελευταίους στίχους του ποιήματος ΕΓΚΑΡΣΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ (τ. Β΄, σ. 466) του Καρούζου, «είμαι μόνον αυτός που έχει την τρελάρα του· / τίποτα πιότερο· / αναβοσβήνει το χέρι μου όταν γράφω». (Σημειώνουμε ότι το ποίημα του Σαχτούρη προηγείται χρονικά απ’ αυτό του Καρούζου, αφού οι συλλογές στις οποίες ανήκουν έχουν χρονολογική ένδειξη δημοσίευσης το 1971 και 1988, αντίστοιχα.).

Εξάλλου, η ιδέα της ταύτισης ανάμεσα στην έμπνευση και την έκσταση, που σημαίνει την έξοδο από τον εαυτό και την αποκοπή από τα επίγεια, ή αλλιώς η ιδέα του ποιητή-προφήτη που προβλέπει το μέλλον και γράφει σε κατάσταση πνευματικού παραληρήματος, «βουίζοντας» και «με δεμένα μάτια», σαν Πυθία την ώρα του χρησμού, είναι το θέμα του ποιήματος με τίτλο ΠΟÝ ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ του Σαχτούρη.

 

Πού οδηγώντας τα λουλούδια

                                                στη φθορά

ο άνθρωπος-πετεινός ανάβει μόνος του καίει

καθώς ορμάει απ’ το σκοτεινό του μέτωπο

η έκσταση

ουράνιο τόξο μέσ’ στα μάτια του

κρύβει το αυριανό φοβερό σκοτάδι

γυρίζει μόνος μέσ’ στον κήπο των αστερισμών

μια ματωμένη πέτρα στον εγκέφαλό του

κόκκινη αιχμή ρίχνει το ρίγος

                                              στο χαρτί

βουίζοντας

με δεμένα μάτια

χρυσός

άρρωστος πετεινός

 

έρχεται το τραγούδι

 

Η σχέση ανάμεσα στο σωματικό πόνο και την ποίηση συνδέει άμεσα την έννοια της δημιουργίας με την έννοια του μαρτυρίου, και στα δύο ποιήματα του Σαχτούρη. Η δοκιμασία του «αναμμένου κάρβουνου» στο χέρι του ποιητή, υποδηλώνει μετωνυμικά το μολύβι, δηλαδή το όργανο της γραφής που ταυτίζεται με το σώμα του δημιουργού (το ένα του χέρι είναι σβηστό), αλλά και το μαρτύριο κατά τη στιγμή της ποιητικής δημιουργίας. Το «ρίγος του άρρωστου πετεινού» που «ανάβει μόνος του καίει» καταλήγει στην αιχμή που, ως όργανο γραφής και αυτή, μεταφέρει το ρίγος στο χαρτί με αποτέλεσμα την έλευση του «τραγουδιού». Και στις δύο περιπτώσεις, ο ποιητής την ώρα της έμπνευσης «ανάβει» ή «καίγεται», υποβάλλεται δηλαδή σε μια επίπονη κατάσταση σωματικής και πνευματικής μέθης και έκστασης.

Το ζήτημα, λοιπόν, της βιωματικής σχέσης με τη γραφή, όπως διαφαίνεται στα ποιήματα του Σαχτούρη που παραθέσαμε καθώς και στο σύνολο της ποίησης του Καρούζου, βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη θεματική της μέθης, ως υπέρβασης της ανθρώπινης συνθήκης και της φαινομενικής πραγματικότητας, με στόχο την έμπνευση και την «ουσιώδη» ποιητική δημιουργία».