Καψωμένος Ερατοσθένης, «Η σχέση φύσης – πολιτισμού στο ποιητικό σύμπαν του Κρυστάλλη»
 
Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Πρέβεζα, 11-13 Ιουνίου 1993, επιμέλεια Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος, Πρέβεζα 1994, σσ. 109-114
 
 
 

Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε που διατυπώσαμε για πρώτη φορά την υπόθεση ότι η διχοτομία φύση vs πολιτισμός, που καθιέρωσε ο Lévi-Strauss ως ένα εξαιρετικά λειτουργικό εργαλείο ανάλυσης στην εθνολογική έρευνα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βασικό τυπολογικό κριτήριο για τη διάκριση και ταξινόμηση των πολιτισμικών συστημάτων σε ευρύτερες πολιτισμικές ενότητες.

Η υπόθεση αυτή, την οποία έκτοτε δοκιμάσαμε να επαληθεύσουμε σε διάφορα πεδία πολιτισμικής έρευνας, με αξιόλογες - καθώς πιστεύουμε - δια­πιστώσεις, είναι περίπου η εξής:

Η διχοτομία φύση-πολιτισμός αντιπροσωπεύει, κατά τον Lévi-Strauss, τις δύο βασικές κατηγορίες στις οποίες οι άνθρωποι διαιρούν τα σημασιακά σύμπαντα. Επομένως, υπονοεί τη διάκριση ανάμεσα σε δυο διαφορετικά πρότυπα ζωής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Ως προς τη μεταξύ τους σχέση, οι θεωρητικά πιθανές σημασιοδοτήσεις είναι κατά βάση τρεις:

α. κατάφαση του φυσικού προτύπου και αντίθεση προς το κοινωνικό πρότυπο

β. κατάφαση του κοινωνικού προτύπου και αντίθεση προς το φυσικό πρότυπο

γ. υπέρβαση της αντίθεσης και εναρμόνιση φυσικού και κοινωνικού προτύπου.

Η πρώτη εκδοχή (υποταγή στο φυσικό πρότυπο), στις ακραίες της εκδηλώσεις, αντιστοιχεί σε μια μυστικιστική αντίληψη και μυθική ερμηνεία του κόσμου, που θα μπορούσε ιστορικά να συσχετισθεί με μια θεοκρατική κοινωνική οργάνωση ανατολικού τύπου.

Από την άλλη μεριά, η δεύτερη εκδοχή, της αποκλειστικής προσήλωσης στο κοινωνικό πρότυπο, αντιστοιχεί στην απομυθοποίηση της φύσης, δηλ. σε μια ορθολογική αντίληψη του κόσμου, που ευνόησε την κατακτητική συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στη φύση και που ιστορικά θα μπορούσε να συσχετισθεί με μια βιομηχανική και ταυτόχρονα ανταγωνιστική κοινωνική οργάνωση δυτικού τύπου.

Τέλος, η υπέρβαση της αντινομίας και ο συγκερασμός φύσης-πολιτισμού αντιστοιχεί σε μια ισορροπία ανθρώπου-Κόσμου, ατόμου-κοινωνίας, μυστικισμού-ορθολογισμού, αντίληψη που εμείς τουλάχιστον αναγνωρίζουμε σε μια αγροτική κοινοτική κουλτούρα μεσογειακού τύπου.

Η άποψη που υποστηρίξαμε σε σχέση με τα κριτήρια που καθιερώνει αυτή η τυπολογία, είναι ότι η μελέτη των πολιτισμικών συστημάτων θα μπορούσε να φέρει στο φως, κοντά στις τρεις παραπάνω θεμελιώδεις θέσεις, και πολλές ακόμα ενδιάμεσες, που θα συμπλήρωναν το φάσμα των δυνατών σημασιοδοτήσεων και θα μας επέτρεπαν να διακρίνουμε και να περιγράψουμε τυπολογικά τον κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό ενός μυθικού ή ποιητικού σύμπαντος και επομένως να αναγνωρίσουμε σε ποιο πολιτισμικό σύστημα ανήκει ή σε ποιο βαθμό αποκλίνει απ' αυτό.

Η ποίηση του Κώστα Κρυστάλλη συνιστά ένα ιδιαίτερα πρόσφορο πεδίο για την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων, πρώτα γιατί η σχέση φύσης-πολιτισμού μέσα στο έργο του είναι όχι μόνο ευδιάκριτη, αλλά και δεσπόζουσα· ύστερα γιατί οι συναφείς σημασιοδοτήσεις επανέρχονται με περίσσεια και έμφαση, που σημαίνει ότι είναι "διακριτικές" (pertinents) του ποιητικού του σύμπαντος· τέλος γιατί προσφέρουν ένα προνομιακό πεδίο ανίχνευσης της επίμαχης σχέσης ανάμεσα στο μυθικό κόσμο της ποίησης του Κρυστάλλη και στον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού: είναι ταυτόσημοι; είναι διαφορετικοί; και σε ποιο βαθμό ταυτίζονται ή αποκλίνουν;

Στον ποιητικό μύθο του Κρυστάλλη ο κεντρικός πόλος είναι η φύση, προσδιορισμένη από το χωρικό και αξιολογικό σήμα άνω, με άλλα λόγια, η ορεινή φύση, ως χώρος γνησιότητας και υπεροχής. Αυτή είναι το σταθερό σημείο αναφοράς, είτε ως κυριαρχική παρουσία, είτε, σπανιότερα, ως βασανιστική απουσία. Ο χώρος του ανθρώπου, η κοινωνία και ο πολιτισμός δεν υφίστανται ανεξάρτητα από τη φύση, είναι ενταγμένα σ' αυτήν, ως οργανικά περίπου στοιχεία της. Η εμπειρία του αστικού χώρου δεν υπάρχει σ' αυτόν τον ποιητικό κόσμο, παρά μόνο αρνητικά, ως βίωμα ξεριζωμού, έκπτωσης και αλλοτρίωσης.

Το ποιητικό σύμπαν του Κρυστάλλη είναι λοιπόν η ορεινή ελληνική φύση και οι αγροτοκτηνοτροφικές της κοινότητες, σε πλήρη αρμονία μαζί της, χωρίς ίχνος διαφοροποίησης ή αντίθεσης. Δεν υπάρχει καν η ιδέα της κοινωνίας και του πολιτισμού ως ιδιαίτερου και διακριτού πεδίου μέσα στο ενιαίο φυσικό σύμπαν. Τα στοιχεία του αγροτοκτηνοτροφικού πολιτισμού εμφανίζονται ως μονάδες και εκφάνσεις αυτού του σύμπαντος.

Πολύ συχνά, τα ποιήματα οργανώνονται "διαλογικά", με την εναλλαγή των δύο στοιχειακών πόλων: φύση-άνθρωπος, άνθρωπος-φύση. Ανάμεσα τους υπόκειται μια σχέση παραλληλίας ή αναλογίας, ρητή ή υπονοούμενη:

Στο «Ηλιοβασίλεμα» λ.χ. έχομε μια εναλλαγή κατά το σχήμα: φύση-άνθρωπος-άνθρωπος-φύση.

 

- Πίσω από μακρινές κορφές ο ήλιος βασιλεύει

- Απ' όξω απ' τα οργώματα γυρνούνε οι ζευγολάτες

- Σαν το ζαρκάδι ο νιος βοσκός ξετρέχει την κοπή του

- Του κάμπου τ' άγρια τα πουλιά γυρνούν αχ τις βοσκιές τους.

 

                Μιαν άλλη εκδοχή παραλληλίας μας δίνει το «Τραγούδι του τρυγητού»:

 

Το λέει ο πετροκότσιφας...

Το λεν στα πλάγια οι πέρδικες...

Το λεν στ' αμπέλια οι λυγερές...

Το λέει κι η Γκόλφω η όμορφη...

 

Όπως στην παραδοσιακή λαϊκή μυθολογία, η φύση παρέχει ένα ιδεώδες πρότυπο κάλλους, που μέσα από την εικονοπλασία και το μεταφορικό σύστημα ολοκληρώνει και παγιώνει την αίσθηση της αναλογίας και εντέλει της ταυτότητας ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση ως ένα σχήμα καθολικής ισχύος κι επομένως κοσμοθεωρητικής τάξης:

 

Για ιδές μαλλιά κατεβατά...

που κρέμονται στις πλάτες της...

σαν καταρράχτης, σα νερό...

Για ιδές καθάριο μέτωπο και λαμπερό σαν ήλιος

Μάτια γλυκά, μάτια κρυφά, μάτια γιομάτα λάμψη,

λες κι είναι τόνα ο αυγερινός και τ' άλλο αποσπερίτης.

Φρύδια για ιδές δοξαρωτά, γραμμένα με κοντύλι

λες κι είναι φίδια ζωντανά που σμίγουν και φιλοϋνται.

Για ιδές αχείλη κόκκινα...

σαν τα τριαντάφυλλα του Μάη το βράδυ την αυγούλα.

Για ιδές κορμί ψηλό λυγνό κι ολόρθο σαν τη λεύκα,

οπού τη βρέχ' η ρεματιά και τη λυγάει τ' αγέρι.

Για ιδές λαιμός γαλατιανός, λαιμός περιστερένιος

και δροσερός σαν κρύο νερό και σαν βουνίσιο χιόνι.

Για ιδές και κόρφος σαν μηλιά στα μήλα φορτωμένη.

(Σκάνιο, 293)

 

- Να ζήσεις σαν τον Έλυμπο, ν' ασπρίσεις σαν τον Πίνδο

(Ο Κούρος, 286)

 

Η ενότητα φύσης-ανθρώπου εκφράζεται και με χαρακτηριστικά σύνθετα, που παραπέμπουν στο δημοτικό τραγούδι:

Πού πας περδικομάτα μου,...

(Η περδικομάτα, 283)

 

Μέσα σ' αυτό το πνεύμα, η φύση εμφανίζεται ως το κατεξοχήν αρμόδιο και ταιριαστό του ανθρώπου περιβάλλον. Η αρμονία του ανθρώπου με τη φύση εκφράζεται μ' ένα ξεχείλισμα χαράς και τραγουδιού. Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι: «Τραγούδι του θερισμού», «Τραγούδι του τρυγητού», «Τραγούδι του πιστικού», «Τραγούδι του αργαλειού».

Συχνά, όπως στο δημοτικό τραγούδι, είναι τα θέματα και τα μοτίβα ευτυχίας κι ευδαιμονίας. Η δουλειά με το γλέντι εναλλάσσονται:

 

- Ολημερίς κουρεύουνε, το γιόμα τρων και πίνουν.

- Ολόυρα ολόυρ' απ' τες φωτιές σταίνουνχορό οι κοπέλες.

Στρώνουνται χάμου οι γέροντες κι οι νιοι κι απ' όλους ένας

τους συνοδεύει στο χορό μ' ένα απαλό τραγούδι

και μ' ένα λάλημα γλυκό γλυκό του ταμπουρά του.

Όταν το γλυκοχάραμα στα κορφοβούνια φέγγει

που στα χρυσά τα ονείρατα ξυπνά η χωριατοπούλα

και πάει στη βρύση για νερό, τέτοια τραγούδια λέγει.

(Ο Τραγουδιστής του χωριού, 259)

 

Η φύση παρουσιάζεται ως ο χώρος της πληρότητας και της μακαριότητας του ανθρώπου. Δεν τον συνθλίβει, δεν του επιβάλλεται, όπως στο ανατολικό πολιτισμικό πρότυπο, αντίθετα τον αναδείχνει.

Μες στην ψηλότερη κορφή να στήσουμε λημέρι

νά 'χουμε τ' άστρα τ' ουρανού τ' αποβραδίς κουβέντα

κι ημάς το γλυκοχάραμα να πρωτοχαιρετίζει,

ημάς ο ήλιος την αυγή σαν κρούει να πρωτοβλέπει.

Να μας ζηλεύουν οι αετοί, να μας ξυπνούν τ' αηδόνια

και μες στα γάργαρα νερά και μες στες κρύες βρύσες

νεράιδες να μας νίβουνε, φιλιά να μας χορταίνουν.

(Τραγούδι κλέφτικο, 218)

 

Στο ποίημα αυτό, που επιγράφεται «τραγούδι κλέφτικο», υπόκειται μια συνάρτηση ανάμεσα στη βούληση του συλλογικού υποκειμένου, η οποία εκφράζεται εμφατικά στους αρχικούς και τελικούς στίχους:

 

«Πότε θα 'ρθεί μιαν άνοιξη, θα 'ρθεί ένα καλοκαίρι

να βγούμε κλέφτες, βρε παιδιά, κλέφτες στα κορφοβούνια»

 

και στις αξίες που εμπεριέχει η ορεινή φύση. Η φύση παρέχει ένα όραμα ακεραιότητας, περηφάνιας και ανάτασης, που δε συμβιβάζεται με τη μισερή κατάσταση της σκλαβιάς. Έτσι μέσω μιας υποδηλούμενης αντιπαραβολής ανάμεσα στο αξιακό πρότυπο της φύσης και στην βίωση μιας ανάξιας πραγματικότητας, τροφοδοτείται κι ωριμάζει η βούληση της ανεξαρτησίας και ως φυσική της προέκταση η πράξη της ατομικής ανταρσίας απέναντι στο επιβεβλημένο σχήμα κοινωνικών σχέσεων: αφέντες-ραγιάδες.

Έτσι πραγματοποιείται μια κοινωνικοποίηση των φυσικών αξιών, δηλ. ο μετασχηματισμός των αξιών της φύσης σε κοινωνικές αξίες.

Μια ανάλογη κοινωνικοποίηση των ζωικών αξιών περιγράφεται ρητά στο «Σταυραητό», στον οποίο αναφέρθηκαν διεξοδικά οι προηγούμενοι εισηγητές. Η μετάταξη αυτή των ζωικών σε κοινωνικές αξίες είναι ένα από τα διακριτικά στοιχεία της παράδοσης, που καθιέρωσε το δημοτικό τραγούδι και συνέχισε ο Σολωμός.

Ένα άλλο ουσιώδες στοιχείο της παράδοσης που ενσωματώνεται στο μυθικό σύμπαν του Κρυστάλλη, είναι η μυστηριακή διάσταση της φύσης. Η διάσταση αυτή υλοποιείται μέσα από τη σύζευξη των αρχαίων παγανιστικών μύθων με τις νεοελληνικές παραδόσεις και δεισιδαιμονίες. Ο ποιητής χειρίζεται τα παραμυθιακά θέματα για τις νεράιδες, τις ξωθιές, τις στρίγγλες, τις λάμιες κ.λπ., διατηρώντας αισθητή την αναλογία με τα φυσικά δαιμόνια της αρχαίας μυθολογίας. Είναι χαρακτηριστική η προτίμηση του σε θέματα που πραγματοποιούν, σ' ένα μυθικό επίπεδο, την τέλεια ένωση του ανθρώπου με το πνεύμα της φύσης. Τέτοιο είναι το ζευγάρωμα του λεβέντη με τη νεράιδα και η γέννηση του «νεραϊδόπαιδου», που αισθητοποιεί τη σύζευξη του ανθρώπου και του φυσικού δαιμονίου, που αντιστοιχούν στους πόλους φύση-πολιτισμός.

Συνοψίζοντας διαπιστώνουμε ότι το ποιητικό σύμπαν του Κρυστάλλη φαίνεται να έχει όλα τα βασικά τυπολογικά γνωρίσματα που υλοποιούν τη σχέση αρμονίας φύσης-πολιτισμού, η οποία, σύμφωνα με τα κριτήρια που θέσαμε στην αρχή, χαρακτηρίζει το τοπικό πολιτισμικό σύστημα.

Μάλιστα, ο Κρυστάλλης φαίνεται να έχει πλήρη συνείδηση ή - τελοσπάντων - αίσθηση των βασικών ερεισμάτων που συνιστούν αυτό το μοντέλο και αυτά ακριβώς αναπτύσσει με χαρακτηριστική επιμονή και περισσότητα. Και απ' αυτή την άποψη, η ποίηση του βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τα κοσμοθεωρητικά σχήματα του δημοτικού τραγουδιού.

Υπάρχει όμως μια διαφορά. Ο Κρυστάλλης πραγματικά κολυμπά μέσα στη δημοτική ποίηση όπως το ψάρι μέσα στο νερό. Παίρνει θέματα του δημοτικού τραγουδιού, διατηρώντας αυτούσιο το θεματικό τους άξονα και τους στίχους των τραγουδιών και πάνω σ' αυτή τη βάση αναπτύσσει την ιδέα του αναλύον­τας την πυκνή και ελλειπτική έκφραση και τονίζοντας τις αξίες του μέσα από την έμφαση της επανάληψης. Είναι γι’ αυτό που ο Αποστολάκης τον χαρακτηρίζει «χοντρό διασκευαστή και όχι δημιουργό ποιητή». Ο στόχος του είναι να αναδείξει το σύστημα αξιών που εμπεριέχει το δημοτικό τραγούδι. Στην πραγματικότητα το οδηγεί στις ακραίες του συνέπειες, απολυτοποιεί τις σημασιοδοτήσεις και διαρρηγνύει την αντιστοιχία του βιώματος με το αντικείμενο αναφοράς του, την πραγματική ζωή.

Έτσι παύει να είναι ρεαλιστικό βίωμα ζωής, γίνεται ιδεώδες. Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι:

 

«Γεια και χαρά στον κόσμο μας, στον όμορφο μας κόσμο!»

 

που θα ήταν αδιανόητοι στο στόμα του λαϊκού ποιητή. Γιατί ο λαϊκός ποιητής ταυτίζεται με τη συλλογική συνείδηση και το συλλογικό βίωμα, δεν το κοιτάζει απέξω, για να μπορεί να το θαυμάζει. Το ζει απλά και το εκφράζει.

Εδώ όμως έχουμε μια συνείδηση θεωρού, που παρεμβαίνει ανάμεσα στα ποιητικά υποκείμενα και τον αναγνώστη. Και είναι αυτός που ανακηρύσσει τη ζωή τους σε ιδεώδες και μπορεί να τη θαυμάζει, να τη ζηλεύει, να θέλει να τη μιμηθεί.

 

- Καλότυχοι μου χωρικοί, ζηλεύω τη ζωή σας

- Αχ κι εγώ λεβέντης νά 'μουν, χωριατόπουλο

- Ήθελα νά 'μουν τσέλιγγας, να 'μουν κι ένας σκουτέρης.

 

Με τέτοιους στίχους ξεχωρίζει η ρομαντική συνείδηση του προσωπικού ποιητή από τη συλλογική συνείδηση του λαϊκού ποιητή.

Κι αυτή η διαμεσολαβούσα συνείδηση, του προσωπικού ποιητή, εκφράζεται χαρακτηριστικά με τροπικά εκφωνήματα της τάξης του θέλω και του μπορώ. Κι είναι κι αυτό ένα άλλο διακριτικό στοιχείο. Στη συνείδηση του λαϊκού ποιητή βούληση-γνώση-δυνατότητα βρίσκονται σε πλήρη αρμονία. Αντίθετα στη συνείδηση του ρομαντικού προσωπικού ποιητή η βούληση και η γνώση συγκρούονται με την αδυναμία. Αυτή η σύγκρουση είναι που μετατάσσει, σ' ένα επίπεδο βάθους, τα ρεαλιστικά βιώματα ζωής σε χιμαιρικά υποκατάστατα, εντάσσοντας τα σε μια διαδικασία ψυχολογικής αναπλήρωσης. Μια διαδικασία που αντιστοιχεί στην ευαισθησία του αλλοτριωμένου αστού, που έχει χάσει για πάντα τον οργανικό σύνδεσμο με τη φύση και την απλή ζωή.

Η αγιάτρευτη νοσταλγία της ποίησης του Κρυστάλλη είναι ακριβώς το στοιχείο που την απομακρύνει από το δημοτικό τραγούδι και την εντάσσει στην προσωπική ποίηση, όπως εκφράζεται από τα κυρίαρχα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Γιατί απλούστατα αντιστοιχεί τελικά σε μια σχέση ρήξης-διάστασης μεταξύ φύσης και πολιτισμού (ως προς τη σκοπιά του ποιητή-αφηγητή), που ανάγεται σε διαφορετικό απ' το παραδοσιακό πολιτισμικό μοντέλο.