Τζούλης Χρήστος, «Η επιβίωση του Τραγουδιστή του Χωριού και της Στάνης»
 
Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Πρέβεζα, 11-13 Ιουνίου 1993, επιμέλεια Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος, Πρέβεζα 1994, σσ. 171-181
 
 
 

 

                Αν σκεφθεί κανείς τις απόψεις του Γιάννη Αποστολάκη για τον ουσιαστικό αποκλεισμό του ποιητή "του χωριού και της στάνης" από το τραπέζι της ποίησης, λαβαίνοντας υπόψη το παράδειγμα μειζόνων ποιητών, της εποχής μας σχεδόν, όπως του Έζρα Πάουντ και του Έλιοτ, οι οποίοι προσέφευγαν, σε όλη τη θητεία της ποίησης τους, σε πρότυπα τόσο αρχαϊκά, όσο και μεταγενέστερα, το ολιγότερο που θα μπορούσε να καταλογίσει, θα ήταν η υπερβολή και η άδικη μεταχείριση.

                Δεν λέω πως μόνο στην περίπτωση του Αποστολάκη συνάντησε ο Ηπειρώτης ποιητής από το Συρράκο την αρνητική αποδοχή· όλη του η ζωή είναι μια απόρριψη από γνωστούς και αγνώστους, ακόμα και από φιλικά διακείμενα πρόσωπα, τα οποία έγιναν λήσμονες της τεράστιας προσφοράς της οικογένειας του Δημητρίου Κρουστάλλη, όπως λέγονταν ο πατέρας του, προσφοράς προς την υπόδουλη Ήπειρο.

                Αλλά και ο χρόνος που μεσολάβησε από το θάνατο του Κώστα Κρυστάλλη ως σήμερα, λειτούργησε και λειτουργεί σε βάρος των άδικων απέναντι του Ηπειρώτη ποιητή επιθέσεων του Αποστολάκη, παρόλο που η καλλιέργεια του και η ενημέρωση του τον έφερνε σε περίοπτη θέση ανάμεσα στους κριτικούς της εποχής του.

                Θέλω να πω ότι ο Κρυστάλλης δάμασε το χρόνο παρόλο που ξεπρόβαλε σαν "ανθός μέσα από την πέτρα", όπως λέει ο Παλαμάς, και επιβιώνει ως τις μέρες μας με περαιτέρω δικαιώματα του προς το μέλλον. Ο Εμπειρίκος έξαφνα, από τους κορυφαίους ποιητές μας, τον συγκαταλέγει ανάμεσα σ' αυτούς που αντέχουν το δικό του αισθητικό κριτήριο:

 

                Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνί­ζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμα του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω από το σουβλερό κεντρί του, βαρείς οι ογκώδεις όρχεις του κουνάνε σαν σήμαντρα μιας τηλαυγούς, μιας απολύτου ορθοδοξίας.

                Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρείες καδένες.

                Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει μια μυριόστομη κραυγή ανθρώπων πνευστιόντων.

                «Αίγαγρε! ΑίγαγρεΙ Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις».

                Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Όμως δεν νοιάζεται καθόλου για όλου του κάτω κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του και όλο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν σε στιγμές οχείας.

                «ΑίγαγρεΙ Αίγαγρε! Έλα σε μας να ευφρανθείς και να μας σώσεις. Θα σε λατρέψουμε ως Θεό. Θα κτίσουμε ναούς για σένα. Θά 'σαι ο τράγος ο χρυσός! Και ακόμη, θα σου προσφέρουμε πλούσια ταγή και όλα τα πιο ακριβά μανάρια μας... Για δες!».

                Και λέγοντας αυτά οι άνθρωποι του κάμπου, έσπρωχναν προς το βουνό ένα κοπάδι από μικρές κατσίκες σπάνιες, από ράτσα.

                Ο αίγαγρος στέκει ακίνητος και οσμίζεται ακόμη τον αέρα. Έπειτα, ξαφνικά, υψώνει το κεφάλι του και αφήνει μέγα βέλασμα, που αντηχεί επάνω και πέρα απ' τα φαράγγια σαν γέλιο λαγαρό, και μονομιάς με πήδημα γοργό, σαν βέλος θεόρατο, ή σαν διάττων, ακόμη πιο ψηλά πετιέται.

                Γεια και χαρά σου Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσεις του κάμπου τα κατσίκια; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι πάρα πάνω, κάτι που, μα τον Θεό, δεν ήκμασε ποτέ κάτω στους κάμπους - έχεις εδώ τη Λευτεριά.

                Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο Διονύσιος Σολωμός ο Μουσηγέτης, ο Ανδρέας ο πρωτόκλητος και πρωτοψάλτης Κάλ­βος, ο Περικλής Γιαννόπουλος που ελληνικά τα ήθελε όλα κι έκρυβε μέσα του, βαθιά μια φλογερή ψυχή Σαβοναρόλα, ο μέγας ταγός ο Δελφικός, ο Αρχάγγελος Σικελιανός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και ανάστησε (Πάσχα και αυτό) τον Πάνα, ο εκ του Ευξείνου ποιητής ο Βάρναλης ο Κώστας, αι βάτοι αι φλεγόμενοι ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Νικήτας Ράντος, ο Οδυσσεύς Ελύτης που την ψυχή του βάφτισε στα ιωνικά νερά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, ο εκ Λευκάδος ποιητής, αυγερινός και αποσπερίτης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, αυτοί και λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά, να μην τους φάει ο κάμπος, δοξολογούν τον οίστρο σου και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.

                Γεια και χαρά σου Αίγαγρε που δεν αγαπάς του κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος εδώ κάθε πρωί σηκώνεται ανάμεσα στα κέρατα σου. Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο πύρινος του Δία, κάθε φορά που με σπρωξιές ανένδοτες τα θηλυκά ριζοσκελώνεις, ως μέγας ψώ­λων, και σπέρνεις την απέθαντη γενιά σου.

                Γεια και χαρά σου Αίγαγρε που δε θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά ωσαννά!

Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.

("Του Αιγάγρου")

 

                Έπειτα δεν είναι μόνο ο Κρυστάλλης, που εμπνέεται από τη δημοτική ποίηση˙ είναι και ο μεγάλος Σολωμός και οι περί το Σολωμό «μουσόπνευστοι ψάλτες του Ιονίου», είναι και ο Βαλαωρίτης και ο ποιητής των "Ειδυλλίων" και πολλοί από τους νεότερους. Από τα δημοτικά τραγούδια της πατρίδας του εμπνεύστηκε ο Γκαίτε˙ σ' αυτό οφείλει και ο Άινε όλο το θέλγητρο της ποίησής του.

Ο Πλάτων παρομοίασε τους ποιητές με μέλισσες που πετούν εδώ κι εκεί στους κήπους των Μουσών και τρυγούν το μέλι από μελίρρυτες κρήνες. Το ανθολόγημα που ταιριάζει στις μέλισσες επιζητεί και ο Οράτιος και άλλοι μεγάλοι Λατίνοι ποιητές. Αν αυτό ισχύει για όλους τους ποιητές, θα λέγαμε ότι στον Κρυστάλλη επιβάλλεται, γιατί εργάζεται όπως ο λαϊκός ποιητής. Όπως γεμίζει βροχή μια φυσική στέρνα από σκαμμένα βράχια και πλημμυρίζει, έτσι εκφράζεται, παίρνει ροή και ο λόγος του Κρυστάλλη. Πρόκειται, λοιπόν, για δημιουργία και όχι για ιδιοποίηση, ούτε πολύ περισσότερο για «αστεία παρωδία μπρος στο δημοτικό τραγούδι, κατασκεύασμα ανθρώπου με κλεισμένη ψυχή και μ' ανοιχτό μονάχα το χοντρότερο όργανο για την Τέχνη, το λογικό», όπως γράφει ο Αποστολάκης, που θεωρεί ότι ο Κρυστάλλης «στάθηκε ξένος από την ψυχή του δημοτικού ποιητή».

                Αντίθετα είναι γνήσιος καλλιτέχνης και συνεχιστής της πιο λαγαρής τεχνικής παράδοσης του δημοτικού τραγουδιού. Η φυσιολατρία του δημοτικού τραγουδιού και ο Θεόκριτος ήταν ο δάσκαλος του. Είναι ένας από τους ειλικρινείς αναγνώστες της Φύσης˙ διάβασε σωστά τη φύση και τη μετουσίωσε με σεβασμό στην ποίηση του. Μετουσίωσε το δεσμό μαζί της σε ισόρροπο λόγο τηρώντας το μέτρο του δημοτικού τραγουδιού. Μπόρεσε να συμφιλιωθεί με τη φύση, όπως οι πιστικοί του γενέθλιου τόπου του με τα βοσκοτόπια τους.

                Το έργο του Κρυστάλλη πλέκεται γύρω από δύο άξονες ή δύο σημαίνοντα, όπως λέμε μέσα από τη σημειολογία, τη νοσταλγία και τη φύση. Οι άξονες αυτοί είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους, κατά την ψυχανάλυση. Η νοσταλγία άγει στη φύση. Είναι πόθος επιστροφής στο γενέθλιο χώμα, και το γενέθλιο χώμα, όπως ξέρουμε, συμβολίζει πάντοτε το μητρικό σώμα. Ουσιαστικά ο Κρυστάλλης γυρεύει να επιστρέψει στη χαμένη μάνα του, την οποία προσπαθεί να ξαναχτίσει, γιατί είχε επισυμβεί και ο φυσικός θάνατος της, μέσα από το έργο του. Κάθε εικόνα είναι γι' αυτόν και μια ανάμνηση, θυμάται και επιθυμεί την επιστροφή στη μητέρα του. Και ο "γυρισμός στη μητέρα", ίσως να σημαίνει τη λύτρωση από τα δεινά που χαρίζει η προστασία και το φίλτρο της μάνας. Έτσι το υποκείμενο εδώ είναι η εισαγωγή μιας απώλειας στην πραγματικότητα. Αυτό που λείπει στον Άλλο, είναι αυτό που επιθυμεί, δηλαδή η μάνα του. Από άποψη ψυχαναλυτική θα λέγαμε ότι ο Κρυστάλλης ανακαλύπτει τα μνημονικά ίχνη (αρχαϊκή ή πρωτογενής βιωμένη και απωθημένη απόλαυση που προέρχεται από την επαφή με τη μάνα). Η Φύση μέσα στο έργο του Κρυστάλλη αποτελεί μια έκτυπη εμμεσοποίηση και μετουσίωση της μητρικής παρουσίας, η οποία συνάμα ταυτίζεται με το γενέθλιο τόπο, την ιδιαίτερη πατρίδα σε μια συναπτή και τραγική ταυτόχρονα διάσταση.

                Η νοσταλγία οδηγεί στην πατρίδα, η πατρίδα οδηγεί στη χαμένη μάνα-και η ξενιτειά είναι ξενιτειά απ' το μητρικό σώμα:

 

1 Στα ξένα δεν ανθίζουμε την άνοιξη τα δέντρα

και δε λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δεν λάμπει ο ήλιος

δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος

και δε δροσίζει το νερό και το ψωμί πικραίνει!

Στα ξένα ποιος θα σε χαρεί και ποιος θα σου γελάσει;

Πούν' της μανούλας τα φιλιά, τα χάϊδια του πατέρα;

Πούναι τα γέλια τ' αδερφού κι η συντροφιά του φίλου,

πούν' της αγάπης οι ματιές και τα γλυκά τα λόγια;

("Τραγούδι της Ξενητειάς")

 

2 Κι εμένα της πατρίδος μου η άγρια χειμωνιά

απ' τη φωλιά μου μ' έδιωξε, τα χελιδόνια μοιάζω,

κι όσα τραγούδια θλιβερά στην ξενητειά μου βγάζω

("Χελιδόνες")

 

3 Μ' αν έρθει μέρα ανέλπιστη, φαρμακωμένη μέρα,

κ' εμέ τα ξένα να με φαν... εσείς καϋμένοι φίλοι,

σιμά του να με θάψετε μεσ' το δικό του χώμα.

("Ελεγείον")

 

4 Νάξερες, πώς μου φαίνεται μακρυά σου έρμ' η ξενητειά!

Όλα χωρίς εσένα εδώ την εμορφιά τους χάνουν,

την εμορφιά που δύνεται να χύσει μια σου, μια ματιά.

("Πώς να σε λησμονήσω")

 

Σ' ένα παράλληλο τόπο κινείται και «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» του Γιώργου Σεφέρη, και όλα έχουν κοινό πρότυπο το γνήσιο δημοτικό τραγούδι.

Δεν γυρεύει τη φύση ο Κρυστάλλης, γυρεύει τη μάνα του μέσα από τη Φύση, άρα είναι δευτερογενής η φυσιολατρία του, αφού οδηγεί στη χαμένη μάνα του.

Συχνά μέσ' στο ηλιοστάλαμα και μέσ' στο μεσημέρι,

κι όταν κοιμούνται τα νερά και βγαίνουν οι νεράιδες

και συγκρατούνται σε χορούς, τέτοια τραγούδια λέγουν.

 

Όταν ισκιώνουν τα ζερβά και πέφτουν τα λιοπύρια,

και ροβολούν βελάζοντας στες μάντρες τα κοπάδια,

σουρίζοντάς τα ο νιος βοσκός, τέτοια τραγούδια λέγει.

 

Τ’ απόσπερνο, κι αποβραδύς, που βασιλεύει ο ήλιος,

και με τα δυο καματερά γυρνάει ο ζευγολάτης

απ' τ' όργωμα του στο χωριό, τέτοια τραγούδια λέγει.

 

Ο αγωγιάτης, τες ερμιές, τα δάση που διαβαίνει,

στον σάλαγον, όπου χτυπά τα φορτωμένα ζα του,

για να περνάει το μάκρεμα, τέτοια τραγούδια λέγει.

 

Όταν το γλυκοχάραμα στα κορφοβούνια φέγγει

που στα χρυσά τα ονείρατα ξυπνά η χωριατοπούλα

και πάει στη βρύση για νερό, τέτοια τραγούδια λέγει.

Τα καλοκαίρια τα ξανθά, που οι ξενοδουλευτάδες

θερίζουν άυπνοι ολονυχτίς τα καρπερά χωράφια

με το φεγγάρι το λαμπρό, τέτοια τραγούδια λέγουν.

 

Τες χειμωνιάτικες βραδιές, που στα βουνά χιονίζει

 γύρω απ' την πύρα του σπιτιού συνάζονται οι κοπέλλες

πλέκοντας ξόμπλια ωριόπλουμα, τέτοια τραγούδια λέγουν.

 

Άγουρος του χωριού κι εγώ, παιδί κι εγώ της στάνης,

όσες βολές κάμπους, βουνά, στάνες, χωριά διαβαίνω

κι οργώματα και ποταμιές, τέτοια τραγούδια λέγω.

(Πρόλογος της Συλλογής: 0 Τραγουδιστής του Χωριού και της Στάνης)

 

                Το ηλιοστάλαμα, τα κοιμισμένα νερά, τα ισκιωμένα πλάγια των βουνών, οι ίσκιοι και τα λιοπύρια, οι ερημιές και τα δάση, το γλυκοχάραμα στα κορφοβούνια, τα ξανθά καλοκαίρια, το λαμπρό φεγγάρι, τα χιονισμένα βουνά, οι στάνες, τα χωριά, οι ποταμιές, οι βρυσούλες, οι νεράιδες με τους χορούς και τα τραγούδια, οι βοσκοί που οδηγούν τα κοπάδια στις μάντρες, οι ζευγολάτες που γυρνούν στο χωριό απ' τ' όργωμα, η χωριατοπούλα που πηγαίνει στη βρύση για νερό, οι δουλευτάδες που θερίζουν, όλα αυτά συνθέτουν το μυριόμορφο και μυριόψυχο σύνολο, που ονομάζουμε φύση. Και «η Φύση για το μεγάλο άνθρωπο», λέει η Μαρία Βοναπάρτη, «είναι μια απέραντα διευρυμένη, αιώνια προταγμένη στο άπειρο μάνα. Ιδίως η θάλασσα είναι για όλους τους ανθρώπους ένα από τα συνεκτικότερα μητρικά σύμβολα».

                Εδώ ο αφηγητής είναι ένας ονειροπόλος που θυμάται- και η μνήμη του προσφέρει ευτυχία, αλλά και πόνο. Ξεθάβει από μέσα του το πολυτραυματικό παιδί και μέσω αυτού την ίδια την παρατεταμένη παιδικότητα, την τυραννία της μνήμης και της φθοράς.

                Τα κείμενα που προσπαθώ να προσεγγίσω, έχουν, κατά τη γνώμη μου, ένα διφυές υπόστρωμα. Αυτή όμως η διφυία δεν είναι πολωτική, αλλά αντίθετα κατατείνει σε μια υπόγεια ενότητα: Προβάλλεται η Φύση για να δικαιολογείται η έξαρση της νοσταλγίας και συνάμα η νοσταλγία αίρει τη Φύση σε μια άλλη πραγματικότητα. Λειτουργεί ο ίδιος μεγεθυντικός φακός που υπάρχει και στο "Γυρισμό του ξενιτεμένου" του Σεφέρη και στο αιώνιο πρότυπο του που είναι η ωραιοποίηση της Ιθάκης μέσα από τον παραμορφωτικό στοχασμό του πολύπλαγκτου ήρωα.

                Η ατομικότητα του Κρυστάλλη εκδηλώνεται στις εικόνες της Φύσης και του χωριού, μέσα στις οποίες τοποθετεί τα τραγούδια του και με τις οποίες τα ποικίλλει. Οι εικόνες αυτές είναι σχεδιασμένες με ακρίβεια και με πλαστικότητα, έντονα χρωματισμένες με τόση αγάπη και λαχτάρα, ώστε αναδίνουν μια ατμόσφαιρα: διοχετεύουν το δροσερό άρωμα του βουνού, που είναι και η έντονη, ανικανοποίητη, μπλοκαρισμένη και σχεδόν απαγορευμένη επιθυμία του:

 

Από μικρό κι απ' άφαντο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,

Παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμι κι αγέρα

Κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια

Και μέσ' στα σύγνεφα πετάς, μεσ' στα βουνά ανεμίζεις.

Έτσι γεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,

Κι απ' άφαντο κι απ' άπλερο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,

Μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια,

Και μου ματώνει την καρδιά τα σωθικά μου σκίζει,

Κι έγινε τώρα ο πόθος μου αϊτός, στοιχειό και δράκος...

Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου λίγο,

Και δος μου τις φτερούγες σου και πάρεμε μαζί σου

Πάρε μ' απάνω στα βουνά, τί θα με φάει ο κάμπος!

("Στο Σταυραητό")

 

                «Μέσα εις τους στίχους αυτούς», γράφει ο Κωστής Παλαμάς, «συγκεντρώνεται εις μίαν τραχείαν και αρμονικήν κραυγήν, όχι μόνον η νοσταλγία του εξόριστου, αλλά και ο κόσμος όλος της αγρίως φυσιολατρικής ποιήσεως ταύτης». Ο αετός, ο βασιλιάς των πουλιών ίσως είχε τη δύναμη να λυτρώσει τον ποιητή από τα δεινά του. Πέρα από την παράλληλη και σταδιακή ανάπτυξη του πόθου του ποιητή και του αετού, είναι γνωστή η αλληγορική σημασία του αετού στα δημοτικά τραγούδια, που παρίστανε τους κλέφτες και τους αρματολούς, κι αυτά απωθημένα στην ευαίσθητη, βουκολική, ποιητική ψυχή του, τον ώθησαν να μας παρουσιάσει τους καημούς του για το βουνό, για τη φύση, τη λευτεριά και τη λεβεντιά.

                Όμως το προεξάρχον στοιχείο κι εδώ είναι ο νόστος, ο αδιάλειπτος αγώνας συνάντησης με το χαμένο αντικείμενο, με τον παράδεισο της χαμένης παιδικότητας και των συνωνύμων της (χαμένη μάνα - χαμένη πατρίδα). Προσπαθεί ο αφηγητής να αναιρέσει την απουσία και μέσω αυτής να κερδίσει εκ νέου την απώλεια. Η Φύση αποτελεί (και πάλι) μια έκτυπη εμμεσοποίηση και μετουσίωση της μητρικής παρουσίας, η οποία συνάμα ταυτίζεται με το γενέθλιο τόπο, την ιδιαίτερη πατρίδα, σε μια συναπτή και τραγική αυτόχρονα διάσταση.

                Ο Κρυστάλλης δεν είναι φιλόσοφος ποιητής, αλλά ζωγράφος-ποιητής· απ' αρχής έως τέλους εικονογραφεί˙ μας δείχνει ό,τι γνωρίζει και αγαπά ή ό,τι φαντάζεται και ονειροπολεί. Και η όλη εικόνιση βασίζεται στη βαθιά επιθυμία-έμπνευση του ποιητή να απαθανατίσει μέσα στην Τέχνη και με την Τέχνη του παραστάσεις της γύρω ζωής της πατρίδας:

 

Όταν ανθιζ' η αγράμπελη κι απλώνει τα κλαδιά της

στο σχοίνο, στο χαμόδεντρο, στου πεύκου τα κλωνάρια,

στα ρέματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου,

κι αγέραν, κάμπους και βουνά, την πλάση πέρα ως πέρα

γιομίζει από μοσχοβολιά με τον ανασασμό της,

πυκνό πυκνό κι ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται

μεσ' από βράχους και κρινιά, μεσ' από ερμιές και κήπους,

και τ' άνθη τους βοσκολογά και παίρνει τον αχνό τους

και διαλαλάει μ' ένα βουητό τον αναγαλλιασμό του.

Έτσι οι κοπέλλες του χωριού πετιούνται από τα σπίτια

κ' εις κάμπους κ' εις βουνά σκορπούν κ' όπου είναι αμπέλια τρέχουν

με τα καλάθια τα πλεχτά και με τα βατοκόπια

και με τραγούδια, με χαρές, όταν αρχίζει ο τρύγος.

("Ο Τρύγος")

 

                Ξέσπασμα χαράς και αγάπης του ποιητή και κάποια λαχτάρα για τη ζωή των χωρικών, που τη θεωρεί ευτυχισμένη, εννοώντας προφανώς την "ευτυχία του μόχθου" που γνωρίζει ο γεωργός-αμπελουργός με τα ροζιασμένα χέρια και το ηλιοκαμένο πρόσωπο, όταν αντικρύζει τον καρπό, τη σοδειά του μόχθου του. Μας συμφιλιώνει με τον κόσμο της υπαίθρου. «Έχει κάτι, το ροδοκόκκινο και το υγιές και το εξόχως ιθαγενές, ενθυμίζει την απαράμιλλον καθαρότητα της ελληνικής ατμόσφαιρας», παρατηρεί ο Παλαμάς. Και ο στίχος, η φωνή του ποιητή είναι ένα κάλεσμα επιστροφής στη φύση, στη ζωή του "Χωριού και στης Στάνης" για να μαζέψουμε κι εμείς μια αγκαλιά δροσάτα αγριολούλουδα από τις πλαγιές, να τρυγήσουμε, να γιομίσουμε το καλάθι σταφύλια και να βυθιστούμε στη ροδοκύανη χώρα των ονείρων και να ακούσουμε από τη φλογέρα του βοσκού την "Περδικομάτα", το "Σκάρο", το "Κλέφτικο τραγούδι", τα "Τραγούδια τ' αργαλειού", την "Ωραία βοσκοπούλα", τη "Λεμονιά", τον "Κατσαντώνη", τραγούδια ταπεινά και ταυτόχρονα επικά και κλασικά που είναι "ψυχής άγγελος", και που φανερώνουν μεγάλο δημιουργό, τέλεια αίσθηση της εικονοπλαστικής δύναμης. Άρτιο υπόδειγμα της δύναμης ζωγράφου ποιητή μας παρέχει το "Κέντημα του Μαντηλιού":

 

«Στην άκρη του γιαλού, ξανθή κάθεται κόρη

Κι ωριόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντήλι

Μαντήλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι.

Τη θάλασσα κεντάει, με τα νησιά της όλα,

Κεντάει τον Ουρανό με τα λαμπρά του αστέρια.

Τη γη με τα πολλά και με τα ωραία λουλούδια,

Κεντάει κι ένα βουνό ψηλό ψηλό και μέγα.

Το χάραμα γλυκά προβάλλει στην κορφή του

Και βάφεται η κορφή και τ' ουρανού η λουρίδα

Ροδόλευκη - Νερά καθάρια κι ασημένια

Τα διάπλατα πλευρά ξετρέχουν κι αυλακώνουν

Χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ισκιωμένα ορμάνια

Κεντάει στις λαγκαδιές με πράσινο μετάξι˙

Στους όχτους, στα ριζά, κοπάδια ασπρολογάνε

Και φαίνονται βοσκοί, και στ' όμορφο κεντίδι

Φλογέρες λες κι ακούς, λες και γροικάς τραγούδια

Βελάσματα βραχνά και ηχούς από τροκάνια».

("Το κέντημα του Μαντηλιού")

 

                Ειδυλλιακή ομορφιά θεοκριτικού τύπου βλέπει κανείς στο "Ηλιοβασίλεμα" και σε άλλα συνάλληλα ποιήματα. Είναι παράγωγα του παλινδρομικού μηχανισμού που ωραιοποιεί το παρελθόν για να λειτουργήσει αντισταθμιστικά και αντιστικτικά προς τη μιζέρια του σήμερα. Στη μνήμη στηρίζεται ο παλινδρομικός μηχανισμός, στο μέρος που εκ συνειδότως ελέγχεται από το Εγώ. Είναι μηχανισμός άμυνας. Προσφεύγει σ' αυτόν το Εγώ για να μπορέσει να αντέξει όταν το περιβάλλον είναι αντίξοο και εχθρικό. Τρέφεται από τον αγωγό της νοσταλγίας. Παλινδρομούμε σε παρωχημένες καταστάσεις ευτυχίας, που τις μεγεθύνουμε και τις ωραιοποιούμε για να υπερβούμε τις σύγχρονες αντίξοες περιστάσεις και να αντλήσουμε ηδονή. Μας βοηθάει ο παλινδρομικός μηχανισμός στην ισορροπία μας:

 

«Πίσω από μακρινές κορφές ο ήλιος βασιλεύει

Και τ' ουρανού τα σύνορα χίλιες βαφές αλλάζουν

Πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζιες

Κι ανάμεσα τους σκάει λαμπρός λαμπρός ο Αποσπερίτης

Την πύρη του καλοκαιριού την σβυεί γλυκό αγεράκι

Που κατεβάζουν τα βουνά, που φέρνουν τ' ακρογιάλια.

Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γέρος πεύκος»

("Το Ηλιοβασίλεμα")

 

                Πέντε επίθετα αναλύουν τις "χίλιες βαφές" που αλλάζουν τα σύνορα του ουρανού στο "Ηλιοβασίλεμα": Πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζιες. Θά 'ταν πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς το "Ηλιοβασίλεμα" του Κρυστάλλη αντικρυστά με τη μετουσιωμένη σε αυτάρκεια και λυρική περιγραφή του Χρήστου Χριστοβασίλη στα "Θεσσαλικά Διηγήματα". Τα χρώματα μετατρέπουν το λόγο σε οπτική εικόνα. Τα χρώματα είναι η επικοινωνία του φωτός με τις αισθήσεις. Καθρέπτες όλων των ειδών (λίμνες, θάλασσες, ποτάμια, ουρανοί) αντανακλούν τα χρώματα και συνδέουν τον κόσμο των αισθήσεων με τον κόσμο της φαντασίας. Καθώς το κάθε χρώμα κυμαίνεται ανάμεσα σε δυο πόλους - το φως και το σκοτάδι - φορτίζεται με δυο αντίθετους συμβολισμούς. Εδώ η ποίηση δεν είναι ζωγραφιά, είναι ζωντανή εικόνα: το δροσερό αγέρι απ' τα βουνά κι απ' τα ακρογιάλια, σβύνει την πύρα, την καλοκαιριάτικη ζέστη, η απόγειος αύρα κάνει να δροσιστούν τα δέντρα, ο «γέρο πεύκος» και τα λουλούδια που τα «νανουρίζει», με το σιγανό μουρμούρισμά της η χορταριασμένη βρύση. Και καθώς ο ήλιος χάνεται πίσω απ' τα βουνά, μακριά η θάλασσα θολώνει, χάνει το γαλάζιο της χρώμα, το μούχρωμα απλώνεται στις ρίζες των βουνών και οι λοφοσειρές, οι πυκνοί λόγγοι «μαυρολογούν», οι κάμποι μοιάζουν με πράσινο πέλαγο. Αυτή την ώρα, που «ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», οι γεωργοί ηλιοκαμένοι κατάκοποι, βουβοί, αποκαμωμένοι γυρίζουν από το χωράφι με τα τρανά στεφανοκέρατα, κοιλάτα, τροχήλατα βόδια τους. Και ο ποιητής μπροστά σ' αυτή την ομορφιά και τη γαληνεμένη απλότητα της ζωής, ζηλεύει και καλοτυχίζει τους χωριανούς του σαν τους θυμάται να γυρίζουν στα σπίτια τους.

                Μας δίνει, λοιπόν, ένα σημαντικό μάθημα η προσφορά του Κρυστάλλη για την αξία της δημοτικής μας παράδοσης και για την ανάγκη που έχουμε να τη γνωρίζουμε και να την περνούμε στις φλέβες μας σαν αίμα αντρείας για τα έργα μας και για το λόγο μας που είναι το καλύτερο έργο μας.

                Ο λόγος του δεν παίρνει από τα αποδυτήρια της αισθητικής αυτά τα γνωστά και κατά παραγγελία σχήματα, με τις καθορισμένες ωραιολογίες, παρόλο που βρίσκουμε μέσα στο έργο του απηχήσεις από τον "Ερωτόκριτο", το Ρήγα, το Βαλαωρίτη, ακόμα και το Λαμαρτίνο.

                Ο Κρυστάλλης γνωρίζει καλά το ουσιαστικό και με τα ουσιαστικά δένει το λόγο του, όπως ο χτίστης δένει, το σπίτι του με λιθάρι. Μου έτυχε συχνά ν' ακούσω ανθρώπους, απλούς, ασπούδαχτους να μιλούν για πράγματα της εμπειρίας τους, με τόση σωστή έκφραση, που χαίρεσαι το εικονοπλαστικό δέσιμο του λόγου τους. Χρησιμοποιούν μεταφορές, δένουν παροιμίες στο λόγο τους, λειτουργεί μέσα τους η παρομοίωση με τρόπο που πείθει, γιατί μπαίνουν σε ενέργεια οι αισθήσεις μας και βρίσκουμε ότι κι εμείς οι σπουδαγμένοι το συναντήσαμε αυτό, αλλά δεν μπορέσαμε να το πάρουμε, σαν άσχετο, μέσα στο λόγο μας. Και ύστερα πρέπει να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο πνευματικό, το γνωστικό βίωμα και το καθαυτό εμπειρικό βίωμα, που είναι τα ίδια τα πράγματα, που μεγαλώνουν μέσα στον απλοϊκό άνθρωπο και τον αναγκάζουν να μιλήσει. Κι όταν μιλήσει, ο λόγος βγαίνει έτοιμος, γιατί είναι ισόστοιχος με το αφομοιωμένο βίωμα. Όλος ο λόγος του Κρυστάλλη είναι ένα τραγούδι, ένα τραγούδι που κάποτε είναι βαρύ, λιθαρίσιο, σαν το τραγούδι του Ουίτμαν κι άλλοτε το υλικό του είναι συλλεγμένο από τον ίδιο σαν απόθεμα βιωμάτων.

                Κι όλο το έργο του είναι «ένα θησαύρισμα κι αξιολόγημα της λαϊκής δημιουργίας, μια προέκταση της καλλιτεχνική, βγαλμένη με αίμα απ' την ασταμάτητη και διαρκώς ανανεουμένη πορεία του προς την τελειότητα του εργάτη-ποιητή-πλάστη και μάστορα».

                Επιλογικά, μπορούμε να πούμε ότι ο ποιητής 'Του Χωριού και της Στάνης" λάτρεψε το δημοτικό τραγούδι, όπως και το Θεόκριτο και προσπάθησε να γίνει εν μέτρω ο Φρειδερίκος Μιστράλ της χώρας μας, η οποία δεν είχε πολλές δεκαετίες ελεύθερης ζωής.

                Η άποψή μου είναι πως δεν υπάρχει δουλική μίμηση της βρυσομάνας του δημοτικού λόγου, αλλά ότι στηρίχτηκε στις μήτρες της και υπήρξε από τους πιο ενσυνείδητους χειριστές του δημοτικού λόγου, χωρίς να υποταχθεί σ' οποιαδήποτε σχήματα- έμεινε σαν ένας σταυραητός που δεν του έλειπαν τόσο τα φτερά και τα κλαπατάρια, κι ας λέει ο ίδιος το αντίθετο, όσο του έλειπε η στοργή και η κατανόηση της εποχής του, ιδίως στα βιοτικά του προβλήματα.

                Γιατί στην ποίηση τα πιο οξυμένα πνεύματα, όπως ο Κ. Παλαμάς και ο Μ. Μητσάκης, αλλά και ο Γαβριηλίδης παράπλευρα, είχαν διείδει την ποιότητα του, η οποία, αν δεν μπόρεσε να φτάσει στην πλήρη καταξίωση της, δεν οφειλόταν στην ελλιπή εύνοια της μούσας, αλλά στη δυστυχία που χωρίς μέτρο του έδωσε το κοινωνικό περιβάλλον.