Πολίτης Λίνος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας
 
Αθήνα 2003, Μ. Ι. Ε. Τ., σσ. 219-221
 
 
 

                Οι λίγο νεώτεροι βαδίζουν πάντοτε παράλληλα με τον Παλαμά, «στη βαριά σκιά του» (όπως εύστοχα το διατύπωσε ο Κ. Θ. Δημαράς), διακρίνονται όμως ο καθένας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Ένας από τους περισσότερο ιδιότυπους είναι ο Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894). Ξεκινημένος από το ηπειρώτικο χωριό του, από όπου αναγκάστηκε να φύγει καταδιωγμένος από τις τουρκικές αρχές, δημοσίευσε γύρω στα είκοσι χρόνια του δύο μικρά, ασήμαντα μάλλον «επύλλια», με φανερή την επίδραση του Βαλαωρίτη. Η κυρίως ποιητική παραγωγή του συγκεντρώνεται στις δύο ποιητικές συλλογές, τα Αγροτικά, που επαινέθηκαν στο Β' Φιλαδέλφειο διαγωνισμό του 1890, και Ο Τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, που κι αυτό επαινέθηκε το 1892. Δυο χρόνια αργότερα ο ποιητής πέθαινε είκοσι έξι μόλις χρονών, φθισικός.

                Εκείνο που χαρακτηρίζει τις δυο αυτές συλλογές είναι η ισχυρότατη και αποκλειστική επίδραση του δημοτικού τραγουδιού, που τον δροσερό χυμό του το νεαρό αυτό χωριατόπουλο τον έφερνε γνήσιο και όχι ψευτισμένο στους στίχους του. Στην πρώτη ιδίως συλλογή πολλά ποιήματα σχεδόν δεν ξεχώριζαν από δημοτικά τραγούδια, και ο Κρυστάλλης δεν δίσταζε να μεταφέρει και αυτούσιους στίχους από αυτά στα ποιήματά του. Αυτό ήταν ακριβώς που ξάφνιασε την Αθήνα του 1890 και του χάρισε τότε τον έπαινο και το θαυμασμό, της κριτικής. Αλλά και για τον ίδιο λόγο κατακρίθηκε η ποίησή του: το δημοτικό τραγούδι, του παρατήρησαν, δεν το μετουσιώνει δημιουργικά, αλλά το μεταφέρει αυτούσιο σε μια μίμηση δουλική. Κι ακόμα, ο κόσμος του δημοτικού τραγουδιού, ο γνήσιος, είναι, είπαν, απείρως πλουσιότερος και βαθύτερος από τον κόσμο που εκφράζει η ποίησή του.

                Οι αυστηρές αυτές κρίσεις, που τις συμμερίζονται και πολλοί νεώτεροι κριτικοί, χρειάζονται όμως ίσως κάποια αναθεώρηση. Για να αποτιμήσουμε δικαιότερα την προσφορά του Κρυστάλλη πρέπει να τον απαλλάξουμε από την αξιολογική σύγκριση με το πρότυπο. Φυσικά ο κόσμος του Κρυστάλλη είναι διαφορετικός από τον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού —πώς μπορούσε να είναι αλλιώς; Από την άλλη μεριά, ο στίχος του δεν αποτελεί τόσο δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού όσο φαίνεται ίσως στο πρώτο αντίκρισμα. Εύτονος, αδρός, πλάθεται με πολλή τέχνη προσωπική, αντλώντας τη δύναμη και την ορμή από το δημοτικό πρότυπο. Ακόμα και η χρήση των ιδιωματικών λέξεων, όταν δε φτάνει στην υπερβολή, αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο γοητείας και δείγμα τεχνίτη όχι κοινού. Αν μάλιστα τοποθετήσουμε τα ποιήματα του Κρυστάλλη στην εποχή του, όταν ο δέκα χρόνια σχεδόν αρχαιότερός του Παλαμάς βρισκόταν ακόμα στο πρώιμο στάδιο που αντιπροσωπεύουν Τα Μάτια της ψυχής μου, και η εκμετάλλευση των δημοτικών πηγών είχε δώσει μόνο τη λειασμένη γλυκερότητα των Ειδυλλίων του Δροσίνη, τότε θα εκτιμήσουμε καλύτερα και δικαιότερα την προσφορά του πρόωρα χαμένου ποιητή στη νεοελληνική ποίηση. Στίχοι τόσο πυκνοί στην έκφραση και στη σύνθεση, όπως οι ακόλουθοι, από τον μεταθανάτιο Ψωμοπάτη του, δεν ήταν κάτι συνηθισμένο στην ποίηση του 1890:

 

Όταν από δροσόπαγο κλιτό και μαργωμένο

μνήσκει στον κάμπο ολονυκτίς τ' Απρίλη το   λουλούδι

και την αυγούλα το φιλούν μόλις του ήλιου οι αχτίδες

κι εκείνο αναθερμαίνεται     και ξεπαγώνει αγάλια,

κι η Χρύσω έτσι ξεπάγωσε. . .