Μυριβήλης Στράτης, «Οι «Σκαραβαίοι και τερρακότες» του Γρυπάρη»
 
Ελληνική Δημιουργία, Αφιέρωμα, 122, Αθήναι 1953, σσ. 265-275
 
 
 

            Η ποίηση είναι ένα στοιχείο της ζωής τόσο ουσιαστικό για τον άνθρωπο, που καμμιά φορά στοχάζεται κανείς μήπως δεν είναι τίποτ' άλλο παρά αυτή η καφτερή ουσία της ζωής. που μας προσφέρεται: κατά διαφόρους τρόπους από την πολύμορφη τέχνη. Ο ποιητής μας τη μεταλαβαίνει με το άγιο λαβίδι της Τέχνης του, όπως ο προφήτης της Γραφής, που είδε το φλογερό άγγελο των οραμάτων του, να του προσφέρει στα χείλη από τη φωτιά του θυσιαστηρίου.

            Το ποίημα, περισσότερο από κάθε άλλο είδος λόγου, αποτελεί τη γλώσσα της ποίησης, ακόμα και σήμερα που όλα τα είδη της λογοτεχνίας έχουν χάσει το παλιό αυστηρό περίγραμμα, που τα χώριζε ριζικά τον από τάλλο και αλληλοεπιρεάστηκαν σε σημείο, που πολλές φορές να μη ξεχωρίζουμε καλά - καλά τα σύνορα τους. Ο στίχος ολοένα και λεφτερώνει την περπατηξιά τον από τα αρχαία δεσμά, που του είχε αφίσει η παράδοση από την πολύχρονη συμβίωση του με τη μουσική. Τώρα η μουσική είναι μια ολότελα αυτόνομη και αυτάρκης τέχνη, και όσο για την ποίηση, ολοένα προσπαθούμε να απομονώσουμε το λυρικό της στοιχείο, έτσι που να μπορούμε να το χαρούμε στην πιο καθάρια ουσία της φλόγας του. Και πάλι νοιώθουμε το πνεύμα της ποίησης να μας αγγίζει με τη φτερούγα του, με τον πιο θαυμαστό τρόπο.

            Το ποιητικό αισθητήριο μας σήμερα είναι πολύ εκλεπτισμένο και δύσκολο. Κανένας από κείνους που φλυάρησαν εμμέτρως και τόσο αμέτρως την πρώτη εκατονταετία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δε θα μπορούσε πια να περάσει για ποιητής στις μέρες μας από τους Σουτσαίους ως τον καλοκάγαθο Σουρή, που στον καιρό του τον είχαν για "εθνικό ποιητή" και του ονειροπολούσαν ακόμα και το Νόμπελ. Σήμερα και το αναγνωστικό κοινό των λαϊκών περιοδικών ξεύρει πια πως η ποίηση του Ομήρου είναι ένα πράμα και οι περιπέτειες που δηγιέται άλλο πράμα. Ξαίρουν πως η αξία των μεγάλων τραγικών δεν είναι οι ιδέες και τα σοφά γνωμικά που μας μάθαινε το Συνταχτικό. και τα συμμάζευαν οι Χρηστομάθειες.

            Πόσο ουσιαστικό στοιχείο στη ζωή είναι η ποίηση, το καταλαβαίνουμε μεμιάς μόλις στοχαστούμε πως και στη χαρά του ένας λαός και στη λύπη του, και τις ώρες της αγάπης του μαυτήν ερμηνεύει την απάντηση του προς τη ζωή. Η ποίηση μας περί λαβαίνει με το νανούρισμα, μας προβαδά στα τραγούδια της αγάπης και στα επιθαλάμια του γάμου, για να μας αποχαιρετήση με το μοιρολόι και με το τροπάρι. Και σαν καταλάβουμε πως η λογική εμπειρία που συνάζουμε με τις πέντε φτωχές και ανάπηρες αίσθησες, δεν είναι αρκετή για να χορτάσει τη δίψα του υπερβατικού που φωλιάζει μέσα μας. πάλι από την ποίηση γερεύουμε την υπερλογική απόκριση προς το μυστήριο της ζωής και του θεού. Γιατί η ποίηση, μαζύ κ' η μουσική, η δεύτερη πέρα για πέρα πανανθρώπινη. είναι οι δυο γλώσσες, που μαυτές μπορούμε να εκφράσουμε τα ανέκφραστα και να πούμε τανείπωτα. Υπάρχει μέσα στο πήλινο πλάσμα μια σπίθα ακοίμητη, από τη χρυσή πυρκαγιά που καίγει στην καρδιά της Δημιουργίας.

            Η ψυχή μας είναι γεμάτη από θύμησες που δεν έχουν σχήμα και πρόσωπο, από τόνους, που δε συνηχούν με τη συγχορδία της καθημερινής ζωής. από νοσταλγίες και λύπες που δεν ξαίρουμε τη μυστική πηγή τους. ούτε την πατρίδα και την ποιότητα τους. Αυτές γυρεύουν με αγωνία την έκφραση τους για να ησυχάσουν. Θέλουν να πουν το τραγούδι τους, να κινήσουν κάτω από το φως τα απίθανα χρώματα τους, ναπλώσουν τις γοητευτικές ή θλιμμένες σκιές τους πάνω στα τρεμάμενα νερά της μνήμης. Τον ποιητή περιμένουν, που θα τις ξελεφτερώσει και θα τις αφίσει να πετάξουν μέσα στην ανθρώπινη ζωή. μια φούχτα χελιδόνια.

            Ο ποιητής λοιπόν είναι ο μάγος που αγγίζει με τη μαγική βέργα του όλα τα υλικά και τα άϋλα πράματα του κόσμου· κι αυτά αρχίζουν να μιλούν με την ανθρώπινη λαλίτσα, και να φανερώνουν τη ξεχωριστή ψυχή που κρύβεται μέσα σαυτά και πισ' απ' αυτά. Αγγίζει τα υπομονετικά δένδρα, όπως τάχει δεμένα η Μοίρα με τα χλωρά σκοινιά των ριζών, που φτάνουν ως τη σκοτεινή καρδιά της γης. Και τα σύνεφα που διαβαίνουν, με τα τριανταφυλλιά πανιά ανοιχτά, ή με τη φουρτούνα φωλιασμένη κάτω από τις μαύρες φτερούγες τους, με τον κεραυνό στη καρδιά τους. Αγγίζει τους μεγάλους, σιωπηλούς βράχους που λιάζουνται, ζεστοί σαν τη σάρκα, το σπειρί της αμμουδιάς και το ασήμαντο χνούδι του χόρτου. Αγγίζει τα καράβια και ταλέτρια, τα τέρατα του βυθού και τους αγγέλους της προσευχής, τη μητέρα που πετρώνει στον κόρφο της το νέο γάλα και το φείδι που λύνει σιγά - σιγά τις κουλούρες του από το χειμωνιάτικο μούδιασμα η κάψα του μεσημεριού. Αγγίζει τις ραϊσμένες καρδιές και τις αδειανές χελιδονοφωλιές. τις σημαίες των ηρώων και τους ανώνυμους σταυρούς των χωραφιών. Αγγίζει τα ονείρατα. Αγγίζει τα Αρώματα που ξεπνόισαν κ' έγιναν ένα με κάποιο σκοπό, με κάποια κίνηση του χεριού, με κάποιο βλεφάρισμα του ματόκλαδου. Αγγίζει τα βουνά με ταδάμαστα νιάτα. Τα ποτάμια που τρέχουν μέσα στην αιωνιότητα. Τ' άστρα. -Και από όλα βγαίνουν ήχοι πρωτάκουστοι, μια μουσική που δροσίζει την καρδία των λαών, όπως εκείνη όρμησε μέσ' από την καρδιά του βράχου, μαζύ με την ανάβρα του ζωντανού νερού, όταν ο Μωϋσής άπλωσε το ραβδί του.

            Αυτοί οι ήχοι. οι ρυθμοί, τα οράματα, τα σχήματα, που περνούν από μπροστά μας, πότε με το άγριο ποδοβολητό ενός λαού κυνηγημένου από τη Μοίρα, πότε με τον αβέβαιον Ιριδισμό μιας μορφής με κυματίζοντα χαρακτηριστικά, σχεδιασμένης ανάλαφρα στον σέρα από μυρουδάτους καπνούς  χρωματισμένους μόλις. Αυτές οι δοξαριές που τελειώνουν σ' ένα λυγμό, οι σταλαγμοί των τόνων μέσα στο ευαίσθητο ηχείο μιας μουσικής ψυχής, όλα είναι η ποίηση. Και πάλι δεν είναι τίποτ' αυτά γιατί η ποίηση είναι αισθητή μα όχι νοητή.

            Για να χαρούμε αυτό το θάμα. δε χρειάζεται παρά να το πλησιάσουμε, σαν που πλησιάζει το παίδι προς το παραμύθι. Να γδυθούμε την πάσαν εξυπνάδα μας στην πιάτσα της ζωής, οπού και μόνο είναι χρειαζούμενη, και ναφίσουμε την καρδιά ανοιχτή, απροστάτευτη και άοπλη. Το ίδιο ακριβώς που χρειάζεται για ναφίσουμε τη μουσική να μας γεμίσει. Μόνο που η παιδική μας αγνότητα δε θάναι πια τώρα γεμάτη από άγνοια, μα από τη σοφία της Γνώσης -που έφτασε πια την απλότητα, σαν την υπέρτατη κατάχτηση της.

            Να, γιατί τα αριστουργήματα της ποίησης μπορεί να τα κάνει μονάχα ο αγράμματος λαός, και ο εμπνευσμένος σοφός, που μπόρεσε να κλείσει στην καρδιά του την ευαιστησία του αγράμματου λαού του. Στη μέση στέκεται η δοκισισοφία της ημιμάθειας, η ευτυχισμένη μετριότητα του προσγειωμένου τύπου. Αυτή που χρειάζεται για να βεβαιώνει κάθε φορά τη σεβάσμια βλακεία της πλειοψηφίας.

 

            Νόμισα πως ήταν ανάγκη να πω δυο λόγια για την ποίηση, προκειμένου να πλησιάσω μεσ' στο έργο ενός ποιητή σαν το Γρυπάρη, που στάθηκε μέσα στη ζωή με την περί φάνει α και την αξιοπρέπεια του ιερέα της τέχνης. Και το έργο του τέτοιο είναι. Ένα έργο γνήσια αριστοκρατικό. Και είναι πολύ φυσικό. Γιατί η τέχνη είναι η αριστοκρατικότητα των λαών, και μόνο με τους τίτλους αυτής της ευγένειας και με τα χαρτιά της, μετριέται μέσα στην πανανθρώπινη ιστορία η αρχοντιά μιας φυλής. Όπου στερεύει η ανάβρα της τέχνης, εκεί ο άνθρωπος βρίσκεται στο πιο αξιοθρήνητο χάλι του ξεπεσμού και της χυδαιότητας, όσο και να καταχτήσει τις ευκολίες της υλικής ζωής. "Η Ιστορία της Ελλάδας είναι η ιστορία της τέχνης. Και αυτή η Ιστορία δε σώπασε μηδέ τα πιο δίσεχτα χρόνια της αιώνιας ζωής της, Μέσα στη λαμπρή πούλια των σύγχρονων ποιητών, που έλαμψαν γύρω στο κεντρικό αστέρι του Παλαμά, ο Γρυπάρης κρατά μια κυριαρχούσα θέση. Ίσως κιόλας την κυριαρχούσα θέση. Μη φοβάσθε και δεν πρόκειται να καταπιαστώ εδώ με την κριτική τοποθέτηση, κατάταξη ή ανακατάταξη του έργου και του ανθρώπου. Όχι μόνο γιατί τόκαναν ήδη άλλοι πολύ πιο άξιοί μου γι' αυτή τη δουλειά, και μάλιστα τόκαναν με μια βιάση απίστευτα ανυπόμονη, ακόμη πριν κρυώσει το σκήνωμα του νεκρού. Δεν είμαι παρά ένας-λίγο ως πολύ -καλλιτέχνης. Και ο καλλιτέχνης δεν ξεύρει άλλο παρά ναγαπά και να μισεί-εγκάρδια. Όταν ο καλλιτέχνης θελήσει να σας ξηγήσει την αγάπη του ή την έχτρα του, αυτό δε θάναι μια μελέτη. Θάναι μια ξεμολόγηση. Γιατί η γλώσσα του καλλιτέχνη είναι μόνο αυτή: Η γλώσσα της ξομολόγησης. Κάθε τι άλλο είναι παρωδία ή πονηριά. Ένας τρόπος για να ξεφύγει.

Έξαλλου πρέπει να ομολογήσω πως, όπως κάθε συνθετική φύση, ένα αληθινό έργο τέχνης αρνούμαι να το ιδώ ξεβιδωμένο πάνω σ' ένα τραπέζι κομματάκι στο κομματάκι, για να μάθω τον εσωτερικό μηχανισμό του, το ίδιο όπως προτιμώ να προσφέρω στην ψυχή μου ολάκερο ένα τριαντάφυλλο με τη φόρμα, το χρώμα και την ευωδιά του παρά την ανάλυση και την κατάταξη του τη φυτολογική, και την εξήγηση των φυσικών νόμων που κυβερνούν την ύπαρξη τους.

            Η ξεχωριστή έλξη που συμβαίνει να εξασκούν καμιά φορά πάνω μας ορισμένα έργα τέχνης, ανεξάρτητα από την αξιολογική τους ιεραρχία, είναι, φαντάζομαι, συνηθισμένο φαινόμενο για κάθε συναιστηματικό τύπο. Αυτό προεχτείνεται και μέσα στη ζωή, σε πρόσωπα και σε πράματα άσχετα με την τέχνη. Όχι μονάχα μ' έναν άνθρωπο, μα ακόμα και μ' ένα ορισμένο τοπίο, ή μια πόλη, αιστανόμαστε να μας σπρώχνει ένας αέρας αγάπης. Είναι και στην ατμόσφαιρα που δημιουργούν, στον τρόπο που ερμηνεύουν την ψυχή τους. στον παλμό που μας δίνουνται. Οπωσδήποτε θα υπάρχει σ' όλα αυτά κάτι που ανταποκρίνεται σ' ένα αίτημα της δικής μας ύπαρξης. Φυσιολογικό, ξυχοπνευματικό ή μυστηριώδες, βυθισμένο στο θολό κόσμο των υποσυνείδητων βυθών του ανθρώπου.

            Στην περίπτωση του Γρυπάρη ίσως είναι η πρωτότυπη και απαράμοιαστη έκφραση του που μας γοητεύει. Αυτό από την εποχή των πρώτων μας αισθητικών συγκινήσεων, όταν κυκλοφορούσαμε τα ποιήματα του μεγάλου δασκάλου χερόγραφτα κάτω από τα σχολικά μας θρανία. Είταν ο πρώτος που μας ξεσκέπαζε, με τόσο θριαμβευτικό τρόπο, τις εκφραστικές δυναμικότητες της δημοτικής γλώσσας. Μας είταν μια γόνιμη αποκάλυψη αυτό, ένα θετικό στοιχείο για να αυτοαναγνωρίσει ένας νέος λογοτέχνης τους δρόμους που θα τον βγάλουν στο ατομικό ύφος, το θρεμμένο από πολλές πηγές, και σχηματισμένο τελειωτικά κάτω από τους προσωπικούς νόμους, που υπαγορεύει η ιδιαίτερη καλλιτεχνική και κληρονομική συγκρότηση του καθενός.

            Ο Γρυπάρης είναι ο πρώτος πρίγκηπας του ελληνικού ύφους. Μέσα στην ξεπεσούρα μιας δημοτικής αποστειρωμένης, από κάθε πηγαίο δοχείο, μιας φιλολογικής γλώσσας που παραδέρνει ανάμεσα στους γαλλικούς λεβαντινισμούς και την καθαρευουσιάνικη νοθεία, μπρόβαλε αυτός ο νησιώτης ποιητής, να μας φέρει τις αρχοντιές μιας μακρόχρονης και αδιάσπαστης γλωσσικής παράδοσης, για να ανανεώσει το λογοτεχνικό ύφος και να μας σταθεί σταθερός δείχτης του ίσου δρόμου. Ο Γρυπάρης άνοιξε την πατρογονική κασέλλα του γλωσσικού θησαυρού της φυλής. και δούλεψε σαν άξιος κληρονόμος, με το υλικό που είχαν συνάξει εκεί μέσα όλες οι γενεές των πατεράδων μας. Η κλασσική Ελλάδα, το Βυζάντιο, ο Ακριτικές κύκλος, η Κρητική αναγέννηση και το ζωντανό δημοτικό τραγούδι με τη στοματική παράδοση του παραμυθιού.

            Στα χέρια ενός άλλου αυτό θα γινόταν μια λεξιλογική συλλεχτική δουλειά, Στα χέρια του Γρυπάρη, έγινε αυτό που έγιναν τα χρυσαφικά, το φίλντισι και τα πετράδια, που βρήκε ο Πραξιτέλης μέσα στον κοινό θησαυρό των Ελλήνων. Πέρασε πάνω στους περουζέδες και στα μαλάματα η φωτιά της μεγάλης τέχνης και τα χώνεψε όλα. Τζοβαερικά, ελεφαντόδοντο, πετράδια και μέταλλο. Και βγήκαν οι χρυσοελεφάντινοι θεοί! Εδώ. βγήκαν οι Σκαραβαίοι και οι Τερρακόττες. Σαν διαβάσεις, σαν καταχτήσεις από κάθε μεριά το έργο του Γρυπάρη, ξαφνιάζεσαι από το αχτιδοβόλημα μιας γλώσσας, που μόλις τα τελευταία σαράντα χρόνια άρχισε να ξεσκεπάζεται η φρεσκάδα και η παρθενικότητα της στα χέρια λίγων ποιητών και πεζογράφων, που ξεπέρασαν μεν το στάδιο του γλωσσικού αγώνα, το έκαμαν όμως αυτό όχι από ανικανότητα, από αναντρία, από ψυχική τεμπελιά ή από μικροαστικό συμβιβασμό, μα γιατί κατάχτησαν πια το γλωσσικό υλικό τους, στο να μπορούν να παίξουν το όργανο τους το εκφραστικό σαν ένα σπαθί γερό, λαμπερό μέσα στον ήλιο, που να λιγάει σαν το φείδι χωρίς να τσακίζεται ή να στραβώνει. Τότε σου κάνει θλίψη να βλέπης τη φτώχια που περιορίζει το γλωσσικό υλικό σε μερικές κατοσταριές ξεθωριασμένες λέξεις, αυτές που κυκλοφορούν στην οδό Σταδίου, στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων, στο κουτσομπολιό του σαλονιού. 

            Και δεν είναι μόνο οι άχρωμες και άγνωστες λέξεις. Είναι η σύνταξη της φράσης, η οργάνωση του λόγου, που είναι αλλιώτικη στη δημοτική και άσχετη με αυτό το καθαρευουσιάνικο πατσάλι με τα κουρεμένα τελικά ν, που προσποιείται, χρόνια τώρα, τη δημοτική γλώσσα. Το ιδανικό μας για την ελληνική λογοτεχνική φράση πρέπει νάναι το χτίσιμο του αρχαίου εντέχνου λόγου. Η κάθε φράση νάναι ένας οργανισμός αυτοτελής και ολοζώντανος, και δεμένος άλυτα σόλα τα σημεία, που να νιώθεις ολάκερη τη φράση να πυεί, μόλις πάς να της πειράξεις ένα μόριο. Σαν το φείδι πρέπει νάναι η λογοτεχνική φράση ενιαία και ζωντανή, που το αγγίζεις στην ουρά και γυρίζει το κεφάλι να σε δαγκάσει.

            Διαβάζοντας το Γρυπάρη, μαθαίνουμε με τρόπον εποπτικό και τούτη την επιστημονική αλήθεια. Πως η γλώσσα δεν είναι μονάχα ένα όργανο για να συνεννοείται ένας λαός· είναι ακόμα κάτι. πιο σπουδαίο. Είναι ένας νέος τρόπος κοιτάγματος της ζωής από ένα λαό, που αντιδρά στις εντυπώσεις με τη δική του ψυχοσύνθεση, και ξετιμά τη ζωή με στοιχεία ολότελα προσωπικά, και την δίνει την Ιδιαίτερη έκφραση που ταιριάζει στη φυλή, στη γη του και στο κύτταρο του. Η Ελλάδα ολάκερη βρίσκεται μέσα στην .ελληνική γλώσσα, και ο λογοτέχνης που έχει την αξίωση να μίλα υπεύθυνα για λογαριασμό της φυλής του, πρέπει την κάθε στιγμή να καταχτά την ελληνικότητα του εκφραστικού του οργάνου.

 

* * *

 

            Ο Γρυπάρης, όπως ο Κάλβος, ο Καβάφης. και τόσοι άλλοι δικοί μας και ξένοι, είναι από τους ποιητές που χώρεσαν όλη την ουσία της ποιητικής του δημιουργίας μέσα σ' ένα τόμο, σαν τ' ακριβά μυρωδικά που χωρούν σε μικροσκοπικό μυρογιάλι. Ο τόμος αυτός είναι οι περίφημοι "Σκαραβαίοι και Τερρακόττες". Σκαραβαίοι, όπως ξέρετε, είναι κείνα τα έντομα. ένα είδος χρυσομπάμπουλοι, που βρίσκονται σε αφθονία μέσα σε αιγυπτιακούς τάφους και σκαλισμένα για δαχτυλιδόπετρες πάνω σε ακριβά πετράδια. Οι παλιοί αιγύπτιοι τόχαν για ιερό έντομο και το φορούσαν σα σύμβολο αντρίας και καλοτυχίας. Τερρακόττες πάλι (τέρρα κόττα θα πει ψημένη γη) είναι κείνα τα μικρά κεραμιδένια αγάλματα, μια χαριτωμένη ψιλοδουλειά, όπως οι ταναγραίες κούκλες, να πούμε, Από τον τίτλο κιόλας, καταλαβαίνουμε .μεμιάς, πως έχουμε μπροστά μας το έργο ενός χρυσικού της τέχνης, ενός μάστορη, που ψιλολογεί το κάθε τι, και παθαίνεται για την τελειότητα της φόρμας. Ενός μερακλή, όπως θα λέγαμε με την πλατειά και αμετάφραστη έννοια που βάζει ο ελληνικός λαός μέσα σαυτή τη λέξη. όταν τραγουδά και λέει:

 

Όποιος δεν είναι μερακλής  του  πρέπει να πεθάνει,

γιατί σε τούτο το ντουνιά άδικα τόπο πιάνει.

 

            Ας κρατήσουμε αυτό το λιανοτράγουδο του λαού σαν ένα τίτλο αξεπέραστης αισθητικής παράδοσης. Γιατί κανένας λαός δεν έχει φτάσει σένα τέτοιο υψηλό σημείο καταξίωσης καλλιτεχνικής της καθημερινής ζωής του, ώστε να βγάζει θανατική απόφαση, με μοναδικό αιτιολογικό την αισθητική αναπηρία του ανθρώπου. Είταν φυσικό γιαυτόν, που στάθηκε σαράντα αιώνες ανάμεσα στους λαούς ο μερακλής της ζωής, ο μερακλής του θανάτου.

Θα ήταν ακόμα από τη μερίδα της προσωπικής μου ξομολόγησης, αν έλεγα πως κάπως παρόμοια ερωτική σχέση, με συνδέει με το έργο του πιο μεγάλου λυρικού της αρχαιότητας, της Σαπφώς το έργο. Παράξενο, το πώς γεννιούνται σιγά σιγά μέσα στην καρδιά μας, τέτοιας λογής συντεριάσματα και συγγενισμοί των έργων της τέχνης. Μέσα στον παράδεισο της αρχαίας ποίησης δεν ξαίρει κανείς που να πρωτοσταθεί να χορτάσει τη δίψα του. Από παντού, ανάβρες χουχλακούν, συντριβάνια πηδούν, λυρικά ποτάμια ξεχύνουνται  θριαμβευτικά. Και όμως κάπου εκεί υπάρχει χωμένη μέσα στα χαλάσματα τους. μια γκρεμισμένη βρύση. Η Σαπφώ.

            Μέσα στην αρχαία γούρνα μόλις μια φούχτα νεράκι. Όμως από τον τσακισμένο κρουνό, σε κάτι μεγάλα διαστήματα, ακούς και στάζει μια στάλα σα διαμάντι. Ένας μικρός ήχος νερού πα στο νερό, όπως οι βράχοι που στάζουν άγιασμα. Ύστερα, πάλι σιωπή. Τέτοιο είναι το ό,τι μας απόμεινε από το έργο της. Και ξαφνικά ακούμε πως σε κάποια ανασκαφή νεκροπόλεως, στην Αίγυπτο, βρήκαν ένα κομμάτι από τη σχολική πλάκα ενός αρχαίου Αιγυπτιόπαιδου, ή ένα κουρέλι από πάπυρο μέσα στην κοιλιά μιας μπαλσαμωμένης γάτας. Εκεί πάνου λοιπόν διαβάζουν ένα απόσπασμα άγνωστο της Σαπφώς. Και η καρδιά μας γιορτάζει μιαν αναπάντεχην άνοιξη. Θαρούμε τότες και δεν είναι πια πεθαμένη, εδώ και τόσους αιώνες, η μεγάλη Μητέρα. Ετσι σα να ζει κάτου από τα νερά μιας θάλασσας από χρόνο. Εκεί στο βυθό. δεν έπαψε να τραγουδή το πιο φλογερό τραγούδι που άκουσε η ανθρωπότητα. Έτσι όπως μας την έδωσε ο Γρυπάρης, να κοιμάται ανάμεσα στα δασωμένα φύκια και τις στραφτερές μαργαριταρόριζες του βυθού. Εκεί το φως της μέρας κατεβαίνει γαλαζωπό, μυστηριακό σαν αυγινό απόφευγο. Εκεί στη θάλασσα του Λεφκάτα.

 

Και του Λεφκάτα η θάλασσα η μακραντιλαλούσα

στρωτή περίσεια απλώνεται σα σμαραγδένιοι κάμποι

τρίσβαθη αυγή απόκρυφη στην άβυσσο της λάμπει

όταν τα κύματα στρωθούν και πέσει η αναοούσα.

Δίχως τραγούδια η αλκυών περνάει η κελαδούσα

γιατί στα δάση των φυκιών που βόσκει η Ιπποκάμπη,

μες τα κοράλια, ανάμεσα στα συντεφένια θάμπη

της μαργαριταρόριζας, κοιμάται η Μούσα, η Μούσα!

 

            Έξαφνα, γίνεται, λέω, ένα θάμα. Αναμεριάζει η θάλασσα και αφίνει νάρθουν ως εμάς δυο τρία λόγια της. Ένας στίχος, μια ερειπωμένη φράση, ένα επίθετο. Καμμιά φορά ένα επιφώνημα μονάχα. Και αυτό το κομματάκι, που πέφτει και ηχεί όπως ένα πετράδι ξεκολλημένο από εξαίσιο διάδημα, πέφτει και ηχεί μέσα σένα αργυρό δίσκο, είναι ακόμα και σήμερα, μια στάλα ζωής φλογερής" μια στάλα από φωτιά, που σπαρταρά μπροστά μας.

Δεχόμαστε το στίχο σαν ένα μήνυμα ζωής, σαν ερωτικό μήνυμα. Το χαιρετάμε με τα λόγια της:

 

-Ήλθες; Καλ' επόησας. Εγώ δε σ' εμαόμην.

-Ήρθες; καλά πούκανες! Και γω σε λαχταρούσα.

 

            Τι είναι λοιπόν αυτό που δίνει την εντύπωση της συγγένειας ανάμεσα σε δυο ποιητικό έργα τόσο απομακρυσμένα και τόσο διαφορετικά ; Είναι νομίζω η αίσθηση της αξεπέραστης γλωσσικής έκφρασης, είναι η φωτιά της ζωής που καίει μέσα και στα δύο. Είναι η μαστοριά με την οποία χρησιμοποιείται το επίθετο.

 

Έρως, δ' αυτή με λυσιμελής δόνει

γλυκύπικρον, αμάχανον όρπετον

 

Κι όπως η νεροκαμένη οχιά, μεσημερνή, τη γλώσσα

μες στο συμπόσιο .πετά τη θραφερή Σαλώμη!

 

            Κ’ η Σαπφώ, που έγραφε και τη μουσική στα τραγούδια της, έχει παιχνίδια και γυρίσματα και ρεφραίν, κατά έναν τρόπο όμοια με του Γρυπάρη. Αν διαβάζαμε σημερινά νυφιάτικα τραγούδια του νησιού, και τα παραβάλαμε με τα λίγα επιθαλάμια της Σαπφώς, θα βλέπαμε πως η καταπληχτική αυτή ποιήτρια έγραφε μ' έναν τρόπο, σα νάκανε ο λαός της έντεχνη ποίηση. Αυτό που, μας υποβάλλει και του Γρυπάρη ο τρόπος και η γλώσσα.

 

"Ψυχή  φρουμάζει,  κόκκινη   ψυχή  σαν  αιμοστάτης".

 

            Σ' αυτό το στίχο του Γρυπάρη βλέπω σαν φλογερή πεταλούδα την ψυχή της Σαπφώς, Ακούω το γάργαρο τραγούδι της και έτσι μούρχεται να την χαιρετίσω με τους στίχους του.

 

 Μα ουδέ τα ασημοκούδουνα

με τα χρυσά τους σείστρα

σαν τη δική  σου τη φωνή

δεν έχουν  κελαϊδίστρα!

 

            Βλέπετε πως δεν πλησιάζουμε το έργο του Γρυπάρη με τα φασαμαίν της κριτικής. Αυτή κιόλας θάχει να μιλάει ακόμα πολλά χρόνια γιαυτή την ποίηση, όπως και για του Παλαμά και για κάθε άλλο μας σημαντικόν. Η κριτική, τόχει το φυσικό της, να ζει από τα έργα της τέχνης όπως η μέλισσα από τα λουλούδια. Φτάνει η ομοιότητα να μην περιορίζεται ως το κεντρί. Δε μιλάμε, εννοείται, για την συνθετική κριτική, σαν κείνη του Πολυλά για το Σολωμό ή του Τσάτσου για τον Παλαμά, που είναι έργα σοφίας και αγάπης. Για την άλλη μιλώ, τη μικροκριτική, τη στενόψυχη, αυτή που ανακαλύφτει σ' ένα ωραίο έργο μιαν αδύνατη μεριά, λοιπόν κολλάει εκεί κιαρχίζει να βυζαίνει με ηδονή το φαρμάκι της.

            Αύτη μου θυμίζει κάτι έξοχα άτια, στραφτερά. ρωμαλέα, φουσκωμένα από ζωή και ομορφιά, που πηγαίνουν κάτι αλογόμυγες, κολνάνε σε ωρισμένα ευαίσθητα σημεία κι αρχίζουν να τα βασανίζουν. Κι ας μην ξεχνάμε πως κι ο Πήγασος, μόλα τα φτερά του, ένα άτι είναι κι αυτός κ' έχει τα καπούλια του. Μεγάλος πειρασμός για τις αλογόμυγες!

 

* * *

 

            Ας πλησιάσουμε λοιπόν τα τραγούδια του Γρυπάρη όχι σαν πολύξεροι σοφοί, μόνο σαν γλεντοκόποι της ομορφιάς και της ποίησης.

            Ο Γρυπάρης γεννήθηκε στη Σίφνο το 1871. Έζησε και στην Πόλη, γύρισε και στην Ευρώπη και γέρασε στην Αθήνα. Όμως ποτές του δεν έπαψε νάναι ένας νησιώτης, ένας από κείνους που από τα αρχαιότατα χρόνια δεν έλειψε να στέλνει το ελληνικό αρχιπέλαγος στην Αττική, για να ανανεώνουν το λυρισμό και να φέρνουν τον αγέρα του Αιγαίου ως την Ακρόπολη. Η ποίηση του Γρυπάρη κρατάει κλεισμένους τους ήχους της θάλασσας, όπως κείνα τα μεγάλα κοχύλια που τα βρίσκουμε στεγνά, ανάμεσα στα πιο απίθανα στηριανά κομψοτεχνήματα, να κάθουνται στολισμένα πάνω σε μια αστική εταζέρα. Τα πιάνουμε στο χέρι, ακουμπάμε ταφτί στο άνοιγμα τους, κι ακούμε τον αχό του πελάγου να βουίζει στην ακοή μας. Έτσι κι ο Γρυπάρης κράτησε τη θάλασσα μέσα του. Και η ποίηση του είναι το μαγικό κοχύλι, που μας την ξαναδίνει με όλο το νοσταλγικό βόγγο της. Έξαλλου και τονομά του μοσχοβολά άρμη και πελαγίσα ανάσα. Ο πατέρας του ήταν βιβλιοπώλης, όμως σίγουρα κάποιος τρατάρης πρόγονος του κληρονόμησε το όμορφο πατρωνύμιο.

 

            Η ζωή τον έδεσε εδώ στη σκονισμένη πολιτεία, στο βράχο της μοναξιάς και της ρουτίνας. Όμως μέσα του δονείται αδιάκοπα από τη νοσταλγία του ξετοπισμένου. Το νησί με μια μαγική συνεργία άρχισε ναρμενίζει πάνω στα κύματα. Ταξιδεύει πάνω στο Αιγαίο με τα δέντρα και με τους κάβους του, σαν πρώρες και σαν κατάρτια, που τρίζουν στον αγέρα. Απλώνει τα χέρια απελπισμένος, το νησί περνά και φεύγει, κι αυτός δεν είναι μέσα.

            - Αδιάκοπα τονειρεύουμαι να πάω στη Σίφνο, μούπε μια μέρα γυρίζοντας μακρυά τα μάτια. Πότε θα μαφίσει η δουλειά να το μπορέσω; Φέτος θάναι. Και μέσα μου ξέρω πως δε θάναι ούτε φέτος.

Μέσα στα τραγούδια του πάει κ' έρχεται η θάλασσα, τα γεμίζει με το ρυθμό της, τα πασπαλίζει με την αλυσάχνη της. Στο "Μελτέμι" βλέπει μέσα στο κάμα το μεσημερνό ναχνίζουν τα χαλίκια, ενώ την αρμυρή τους τη δροσιά γύρω σκορπούν τα φύκια. Είναι γαλήνη, τέτοια γαλήνη οπού

 

διπλά καθρεφτιστά κοιμούνται τα καΐκια

ξάφνου κρύφος παροξυσμός· το κύμα λιανοτρέμει

κι ανάρια η θάλασσα η στρωτή, στο σύγκρυο μελανιάζει

γιατί θεριό απ' ανοιχτά πλακώνει, το Μελτέμι.

 

            Σ' έναν άλλο "σκαραβαίο" του τα χελιδόνια έχουν στήσει τη φωλιά της αγάπης τους σενός καραβιού την πλώρη, ανάμεσα στους κόρφους της   ξυλένιας   καραβογοργόνας.

Στο τραγούδι του "Χωρισμού", ο καημός του πέρνει τη φωνή της θάλασσας για να τραγουδήσει το λυπημένο του σκοπό:

 

Κ' ήρθε μες στης αγάπης το μεθύσι

ο χωρισμός μια πίκρα να μου βάλει

σαν  και  τούτη-κι  ακόμα  πιο  μεγάλη

τη Θάλασσα που μας έχει χωρίσει.

 

Μια θάλασσα και στην καρδιά έχω κλείσει

που, όταν ακούει το κύμα στακρογιάλι

το  αιώνιο  του παράπονο  να  ψάλλει,

ένα  θρήνον   αντίφωνο  θαρχίσει.

 

Αντίφωνο  ένα θρήνο  κ'   ένα  κ λάμα,

που κλαίοντας με τη θάλασσα αντάμα

βουρκώνει   πέρα  ως  πέρα  το  γιαλό.

 

Ώσπου στερνά της θάλασσας στον άμμο

ξεγυχούν οι καημοί-και πάω και γω

τους πόνους μου τραγούδια να σου κάμω.

 

            Η νοσταλγία του γυρισμού του τρώει, γλυκό σαράκι, την καρδιά. Το "όνειρο γυρισμού" είναι ένα από τα πιο υποβλητικά τραγούδια που μπόρεσαν να δύσουν το ασύλληπτο κυμάτισμα της υπνοφαντασιάς. θαρεί κανείς πως ζει τόνειρο αυτό με την αλλοπρόσαλλη λογική του και την πίκρα που κατασταλάζει εκεί στο τέλος:

 

Μεσάνυχτα  θα μ'  έφερε   στ'   ωραίο

Κι’ άσπρο χωριό μας τόνειρο το πλάνο,

στην αγκαλιά των εδικών μου  επάνω

-ω, η ψεύτικη χαρά μου! -γλυκά κλαίω

 

Όμως μου λείπει ο νους και λέω και λέω

ενώ τα λόγια μου αλλ' άντ' άλλα χάνω,

και μέσα μου λόγω πως θα πεθάνω

ως που να βγει· -Θε μου-το φως το νέο.

 

Επήρε η μέρα κ'  έρχονται οι γειτόνοι

μα εγώ στο καληνώρισμά τους λείπω

και μόνη εκείνη καρτερώ, και μόνη.

 

Του κάκου αναπηδώ στον κάθε χτύπο,

κυτάζω τους δικούς μου να μου πούνε

και κείνοι άλλου τα μάτια τους γυρνούνε.

 

            Σ' ένα άλλο συνέττο βλέπει στην κορφή της θάλασσας που "μόνα λίγ' ανθόκριν' αφρού θέ νάχουν μείνει, έρχεται ιδού! η χρυσόφτερη αλκυόνα, τη φωλιά των ερώτων της και στήνει !" Σα κύματα ακούγονται πένθιμα και μέσα στο τραγούδι του Childe Harold, και σε πόσα αλλά!

Έτσι ολοένα η θάλασσα τραγουδά ασώπαστη γύρω στην καρδιά του Γρυπάρη. Γιατί η καρδιά του νησιώτη, είναι κι’ αύτη ένα μαγικό νησί, τριγυρισμένο από το Αιγαίο. Κάποτε θα πάρει πάλι αφορμή απ’ ένα καράβι, μια σκούνα που πάει βαλανίδι, για να μας αφίσει τον περίφημο ορισμό του για την τέχνη.

 

Μα η τέχνη τα κοινά στοιχεία κορφολογά

κι από τάνθη των πραγμάτων

το τρίδιπλο τρυγάει

το απόσταγμα των.

 

            Ο Γρυπάρης είταν ο αλχημιστής που είχε, το δικαίωμα να δόσει αυτό τον ορισμό, που μοιάζει σα συνταγή. Όποιος του βαστά, ας δοκιμάσει να την εχτελέσει.

Είναι αληθινά αξιοθαύμαστη η τελειότητα που έδωσε στην τεχνική του ο ποιητής των "Τερρακόττων". Από το κλασσικό σονέττο ως τον ελεύτερο στίχο, η ίδια μαστοριά τον χαρακτηρίζει. Και θα περάσουν πολλά χρόνια ως που να μπορέσουμε να ξανακούσουμε τον ελεύτερο στίχο να φτάνει σε τέλειες αρμονικές συνηχήσεις, να τον δούμε να προχωρεί μένα περπάτημα τόσο χαριτωμένο και τόσο στέρεο μαζύ, όσο είναι στον "Πραματευτή" και στο "Παραμύθι", όσο είναι στην εξαίσια κείνη αμαρτωλή που ονειρεύεται, την περίφημη "Μανταλένια".

            Νέος είταν όταν έγραψε τα τραγούδια του ο Γρυπάρης. Από την Πόλη μας τάφερε, όπως ο πραματευτής. Είταν και κείνα ακριβά τεφαρίκια, είταν χρυσικά κι ασημικά ψιλοδουλεμένα. Σαν τον πραματευτή του ήταν ο ποιητής. Ψηλός, λιγνός, με στεγνό αρενωπό πρόσωπο μελαχροινού νησιώτη, με καμπύλο μέτωπο. Τέτοιον τον γνωρίσαμε στα γεράματα του, άψογα ντυμένου πάντοτε, κλειστόν στους όχλους, με όρθιο το λιγνό κορμί. Ο "πραματευτής" ίσως νάναι το ποίημα της συλλογής που είχε την πιο πλατειά δημοτικότητα. Ας τακούσουμε ωστόσο άλλη μια φορά:

 

Ήρθε απ' την Πόλη νιος πραματευτής

με διαλεχτή πραμάτεια,

μ' ασημικά και χρυσικά

και με γλυκά και μαύρα μάτια

Κ' οι νιές ποθοπλαντάζουν τον χωριού

στις πόρτες και στα παρεθύρια,

κ' οι παντρεμένες ξενυχτάν

για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί

σε δαχτυλίδι μέση,

και πια η ωραία η Χήρα δε βαστά:

-Πραματευτή, πολύ μ' αρέσει

η  ζώνη που φορείς  κι ότι να πης

σου τάζω κι άλλα τόσα...

-Δεν την πουλώ με ουδέ φλουριά

με ούδ' όσα κι άλλα τόσα γρόσσα·

έτσι,   ωραία,   ωραία-πώς   να   σε   πω,

ρόδο ή κρίνο;

ένα μου κόστισε φιλί

κι οπού ευρώ δυο τη δίνω...

-Σύρε ταχιά στην "Ώρια τη σπηλιά,

πραματευτή, με τα ώρια μάτια,

και κει σον φέρνω την τιμή

και παίρνω τη πραμάτεια.

Τραβάει ταχιά  στην Ώρια τη  σπηλιά

και στου μεσημεριού τη στάλα

φτάνει στην Ώρια τη σπηλιά

σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.

 

Δένει τη μούλα στην ξυνομηλιά

που ησκιώνει εμπρός στο σπήλιο,

στα μάτια του που τον πλανάν

βάζει  συχνά  το  χέρι  αντήλιο

και τρώει και τρώει τη στράτα του χωρίον,

δεν φαίνεται κι ουδέ γρικιέται

και μπαίνει μέσα στη σπηλιά

κι   αποκοιμιέται...

Μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά

που αποσταμένος -γέρνει,

ύπνος τις φέρνει ύπνος τις παίρνει:

Νεράιδες  περδικόστηθες   στητές

και   μαρμαροτραχήλες

ανήσκιωτα κορμιά, αδειανά

διανέματα κι ανατριχίλες,

στις κομπωτές πλεξούδες  των  φορούν

νεραϊδογνέματα και. πολυτρίχια

κ' έχουνε κρίνους δάχτυλα

κ’ έχουν ροδόφυλλα για νύχια

κ’ έχουν χρυσομέταξα μαλλιά

κι ελιόμαυρες λαμπήθρες

-τέτοιες  με μέλι   σύγκερο μεστές

οι Υβλαίες κερήθρες-

και μια, η Εξωτέρα η Παγανή,

παγάνα   τον   Θανάτου

χτυπάει το  νιο  πραματευτή

και παίρνει τα συλλοϊκά του.

Τώρα στη χώρα ο νιος πραματευτής

κλαίει  και  λέει  πάλι  εκείνο:

 - Ένα μου κόστισε φιλί

κι όπου εύρω δυό το δίνω

τη  ζώνη πόπλεξε η καξή-ώ, ένα φιλί,

η  αρρεβωνιαστικιά μου,

με πλάνεσε μια ξωτικιά στην  ξενιτειά

και  πήρε  τα   συλλοϊκά μου!

 

            Στο ίδιο είδος ανήκει και το "Παραμύθι". Είναι κι αυτό γραμμένο στον ελεύτερο στίχο. Μόνο ο Γρυπάρης μπορούσε να δώσει στο στίχο αυτό το ανάλαφρο ανασάλεμα του ονείρου και του παραμυθού, που τόσο έντονη την επίδραση του βλέπουμε πάνω σε ανάλογα ποιήματα του Μαλακάση. Το "Σαν παραμύθι" είναι επίσης ένα από τα ποιήματα που πολύ αγαπήθηκε. Δεκάδες χρόνια τώρα το λένε σιγανά οι ερωτευμένοι στην αγαπημένη τους, έτσι σαν ξομολόγηση και σαν προσευχή αγάπης. Και δε θα πάψουν να το λένε. Γιατί και μέσα σαυτό η ποίηση του Γρυπάρη προβάλλει στραφτερή και ευλύγιστη με όλη την αρματωσιά της, παίζοντας πάνω στους κυματισμούς των ρυθμών της, τα μάγια των Ελληνικών θρύλων και τα σύμβολα των παραμυθιών. Γιατί και σαυτό κελαϊδά η γλώσσα μας, μ' όλη τη μεσογειακή μουσικότητα της:

 

Συ, που έχεις κάλλη για προικιά και χάρες γι’ αντιπροίκια

για να πατείς νανθίζουνε και τάδροσα χαλίκια,

μα που για με μονάχα

ήσκιο βαρύν εσκόρπισε Θανάτου η εμορφιά σου,

ακούσε κάτι που θα πω γερτός στα γόνατα σου,

σαν παραμύθι τάχα.

 

-Της λίμνης η Νεράιδα, ξωθιά μαρμαροστήθα,

πούχε της μαύρης κόλασης στα μαύρα μάτια σπίθα,

γυναικεία ρούχα εντύθη

περνά απ' το δάσος το υγρό, που τραγουδάει ο γκιώνης

και, σαν εσέ πεντάμορφη.. Αγάπη μου, θυμώνεις;

-το λέει το παραμύθι.

 

Ήρθε στην κρήνα του χωριού και κάθισε, κι αρχίζει

τα  ολόσγουρά  της   να  τραβάη μαλλιά  και  να ξεσκίζη τα κρινομάγουλά της

και κλαίει τον αρρεβώνα της, πως έπεσε κι' εχάθη

στου πηγαδιού τ' ανήλιαγα και στοιχειωμένα βάθη και τρέμει το γονιό της.

Περνούν  διαβάτες  γνωστικοί, τη  βλέπουν  και τραβούνε

κάπου με δυο γλυκόλογα της ζαχαρογελούνε

κι αποδώ πάνε κι άλλοι...

Περνά κι ο νιος τραγουδιστής, μοναχογυιός της χήρας

κοιλόρφανο   χλωμό   παιδί,   πούχε   προικιό  της μοίρας μόνο καρδιά μεγάλη.

- «Λαμπάδα εμπρός στα κάλλη σου και τη ζωή μου ανάβω,

πάρε με πάντα κ' έχε με της ομορφιάς σου σκλάβο και δούλο της αγάπης,

τον αρρεβώνα πόχασες-κι ας είναι κι άλλον - βγάζω,

στα στοιχημένα τα νερά, αν είναι, δεν τρομάζω ή δράκος ή αράπης!»

Δεν το είπε, δεν ταπόσωσε τον δένει από τη μέση,

και στο πηγάδι το βαθύ... Πες μου, Κερά. σ' αρέσει ή ως εδώ να μείνω;

Βλέπω τον ύπνο μύνημα στα μάτια σου να στέλλη,

μην τονε διώχνης· πιότερο τι τάχα να σε μέλη για μένα ή για   κείνο,

 

            Ακούσαμε όλοι τον αντίλαλο από τη φασαρία που έγινε για τα "ακατάληπτα" του ποιητή Σικελιανού.

            Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας τέτοιος θόρυβος σηκώνεται γύρω σε μεγάλους ποιητές, που τα σύμβολα και ο εκφραστικός τους τρόπος ξεπερνάνε την κατανοητική μπόρεση του μέσου αστού.

            Τα ίδια και χειρότερα άκουσε ο Παλαμάς στον καιρό του, και οι εκπρόσωποι του μέσου νοητικού τύπου του στέρησαν ακόμα και το ψωμί του δημόσιου υπάλληλου. Το αμάρτημα του είταν ασυχώρετο, ξεπερνούσε την εποχή του. Και ο Γρυπάρης τα ίδια έπαθε. Οι χρονογράφοι, οι γελωτοποιοί της πένας και οι καθαρευουσιάνοι, του ρίχτηκαν στις εφημερίδες με το χειρότερο τρόπο. Τα ποιήματα του ήταν "τερατώδη". Το μέτρο του καλού ποιήματος, για τις εφημερίδες της εποχής, ήτον ο Πολέμης. Ευκολονόητος, ευκολοχώνευτος και., χωνευτικός. «Η "Εστία" τον σερβίριζε κάθε απόγευμα και όλοι πια οι νοικοκυραίοι ήταν ευτυχισμένοι, που ένιωθαν την ποίηση με την ίδια ευκολία που ένιωθαν και το χρονογράφημα. Για το Γρυπάρη υπήρχε ένας λόγος παραπάνω. Ο θησαυρός του ο γλωσσικός, που πρόσβελνε θανάσιμα την αμάθεια και τη φτώχια των άλλων. Ακόμα κι "αγράμματο" τον είπαν οι αγράμματοι. Ποιόν; Το Γρυπάρη, που όντας φοιτητής έγραφε αξιοθαύμαστους αρχαίους στίχους, στο ύφος και στη γλώσσα του κάθε ποιητή που του έβαζαν ως πρότυπο. Το Γρυπάρη, που έδοσε όλο το μόχτο μιας εργατικής ζωής για να μας αφίσει αυτό το εθνικό κατόρθωμα: τον Αισχύλο ολάκερο, μεταφρασμένο σε στίχους δημοτικούς.

            Ανεξάρτητα ωστόσο από τη φάρα των δημοκόπων, που δεν έλειψαν ούτε θα λείψουν από καμιά εποχή, και που αισθάνονται την ανάγκη να κατεβάσουν στο ανάστημα τους κάθε εμφάνιση που ξεπερνάει τον κοινό τύπο, γιατί αυτό παρηγορεί για λίγο το αίσθημα της κατωτερότητας που τους βασανίζει στα κρυφά, ανεξάρτητα απ' αυτό, στην αληθινή ποίηση υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα κάτι το σκεπασμένο από τα μάτια τόσο του γραμματιζούμενου όσο και του αγράμματου όχλου. Η ποίηση είναι το πιο σπάνιο, το πιο αιθέριο λικέρ της λογοτεχνίας. Είναι η πιο ακριβή μάρκα της σαμπάνιας στο πνευματικό συμπόσιο. Λοιπόν χρειάζεται κάποια προετοιμασία ενός ειδικού αισθητηρίου, για να χαρείς την εξαίσια γέψη της, το ίδιο όπως τη μουσική, το ίδιο όπως την τέχνη που ξεπερνά το μέτριο. Μα όσο η τέχνη δεν είναι πρώτης ποιότητας, είτε εύκολη είναι, είτε ακατανόητη, δεν είναι τέχνη. Είναι κοροϊδία και απομίμηση τέχνης, είναι μορφασμός τέχνης. Και όταν σας φέρνουν για παράδειγμα ποιήματα σπουδαίων ποιητών, που τα καταλαβαίνουν λέξη προς λέξη οι άνθρωποι με τον κοινό νου, δεν υποπτεύονται καν οι φτωχοί, πως είναι μέσα στο ίδιο ποίημα αυτό άλλα πολλά στοιχεία, που τους διαφεύγουν απόλυτα. Και είναι αυτά ακριβώς που αποτελούν την ουσία της ποίησης.

            Γι αυτό είπαμε, πως για την ποίηση, όπως και για τη μουσική, χρειάζεται ένας ειδικός συντονισμός ορισμένων ικανοτήτων της φαντασίας, και κάποια αισθητική προκαλλιέργεια. Χρειάζεται προπάντων μια καρδιά κατάλληλη για νακούση. Αυτή, πολλές φορές μονάχα με τις δικές της συναισθηματικές ικανότητες, μπορεί και δέχεται την ομορφιά της τέχνης διαισθητικά: Είναι ένα ποίημα του Γρυπάρη, "Κοσμοχαλασιά" ο τίτλος του. Αυτό το κομμάτι, όπως κάθε καλό ποίημα, πρέπει να το διαβάσει κανείς περισσότερο από μια φορά, για να τρυγήσει όλες τις ομορφάδες του. Όμως και με την πρώτη φορά που θα τακούσεις όσο ασυνήθιστες και αν σου έρχονται, η μια πάνω στην άλλη, οι θαυμαστές εικόνες του, πάλι σου απομένει στην ψυχή και στην ακοή ένα αναγάλλιασμα. Μια ευτυχία συγκινημένη σαν ένας τόνος της κιθάρας μέσα στη νύχτα, από μια χόρδα που τρέμει και όταν ακόμα σώπασε ο ήχος της. Λοιπόν πριν από λίγα χρόνια, μια νύχτα γεμάτη από φεγγάρι, το ποίημα αυτό το απάγγειλε στο νησί μου μια κοπέλλα, νομίζοντας πως είναι ολομόναχη μέσα στον κήπο. Όμως στον ίσκιο κάθονταν η μητέρα της σιωπηλή και την άκουγε. Είταν μια γρηούλα χωρίς καμία καλλιέργεια

-Τι όμορφο πράμα είταν αυτό που είπες, κόρη μου! Έκανε, συνεπαρμένη από τη γοητεία μιας αξήγητης συγκίνησης.

- Εδώ ήσουνα, μητέρα ; είπε η κοπέλλα ξαφνιασμένη. Και το κατάλαβες αυτό που είπα; Η γρηά απάντησε αυτό τον αξέχαστο λόγο: -Δεν το κατάλαβα, παιδί μου, μα είταν πολλά όμορφο!

            Ε, αυτό είναι κυρίως εκείνο που έρχεται να μας προσφέρει η ποίηση. Ορίστε τώρα και το ποίημα:

 

Σα μια σταλαματιά νερό τ ολόγιομο φεγγάρι

νέμεται μες στον ουρανό. Στα κάτασπρα ντυμένη

φτερά κρατώντας παγωνιού, π' ανοιγοκλεί προσμένει

απ’ τις μεγάλες τις κορφές ταγέρι να φρεσκάρη.

Και πάνω απ το κεφάλι της ταστρα γυρνούν,

σα σμάρι ξανθά μελίσσια,  όπως γυρνάει κι ο νους της όπου βγαίνει

και σα στρατός ατέλειωτος, κιόλος μαζί πηγαίνει

στον  καρδιοκλέφτη   ομορφονιό,  τον  απολησμονιάρη.

Και γω της είπα: - Κύτταξε να μη μου ανεστεναξης

γιατί αν ξεσπάση ο πόνος σον, ο πόνος που γνωριζω,

και τη γαλήνη τουρανού φοβούμαι μην ταράξης.

Φοβούμαι το φεγγάρι μας, που στουρανού τη μέση

στέκει αχνό ηλιοστάλαγμα να κρυφολαχταρίζω

μην ταραχτή και λυγιστή και σκόρπιο εμπρός μου πέση!

 

            Κάνοντας αύτη την  μελέτη  προσπάθησα να χωρέσω  μέσα, άσο περισσότερα κομάτια μου επίτρεπε ο χώρος που μούδωσαν. Γιατί πιστεύω πως το έργο ατό του είναι ο καλύτερος ξηγητής του  καλλιτέχνη.   "Ομως  ανεξάρτητα  από  το στενό     περιθώριο    που    διαθέτω,    υπάρχει κι  άλλος σπουδαίος λόγος, που   με κάνει   να παρατρέξω ένα πλήθος έξοχα ποιήματα   του Γρυπάρη,   όχι   μόνο   γιατί   είναι   εχτεταμένα, μα και γιατί δεν σηκώνουν απαγγελία μεγάλης σάλας,   δηλαδή  ερμηνεία  μεγαλόφωνη.  Όπως στη μουσική, πλάι στα έργα της μεγάλης συμφωνικής ορχήστρας έχουμε τη "μουσική δωματίου", έτσι και στην ποίηση. Είναι κομμάτια που  ερμηνεύονται   μόνο  σιγαλόφωνα,  σχεδόν διαβαστά, ανάμεσα σε ελάχιστους ανθρώπους συγκεντρωμένους, πολύ σιμά ο ένας στον άλλο. Και είναι ποιητές μεγάλοι όπως ο Καβάφης να πούμε που ολόκληρο το έργο του χάνεται μέσα σε μεγάλη σάλα. Τέτοια έχει κι ο […]

[...] κάτι θύμισε: σκεπασμένες από γλυκιά θλίψη   Είναι σαν κάτι λουλούδια ξεχασμένα μέσα σε παλιά βιβλία. Ξεθύμανε πια ο καιρός το άρωμά τους, μάρανε το χρώμα τους, στέγνωσε τη δροσιά τους. Τανακαλύφτουμε μια στιγμή που δεν το περιμένουμε. Τα πιάνουμε με προσοχή στα δάχτυλα, θρίβουνται τα φτερά μιας πεθαμένης πεταλούδας. Από που έρχουνται αυτά τα λησμονημένα θυμητικά ;

            Και όμως μια αναπνοή ανάλαφρη από το παλιό μύρο κυματίζει πάλι γύρω μας   Μπαίνει και ποτίζει την ψυχή με πλήθος μικρές μνήμες τρυφερές, μελαγχολικές και ξεπνοϊσμένες. Είναι οι ίσκιοι οι αγαπημένοι από έρωτες που διάβηκαν, από χρώματα και ήχους που έσβυσαν, και μας άφισαν τον καϋμό των χαμένων πραγμάτων. Δυο   μάτια   βουρκωμένα   μας κοιτάζουν και μέσα στο ψιχάλισμά τους ταξιδεύουν λυπημένα καράβια. Ποιος θα μας ξαναπεί τάχα τόνειρο που το αρχίζαμε ξυπνητοί   και    ταποσώναμε κοιμισμένοι;

 

Είπε η αδερφή μας : Σιγοβρέχει         

μια  πίκρα  στην  καρδιά  μου

νιώθω ένα χέρι να μου δένει  

απόψε κόμπο την καρδιά μου

και  δεν  κρατώ  τα  δάκρυα μου,       

 

Λυώνει το  αστέρι των βοσκών         

μες τον υγρό ουρανό, 

την  πάσα ανάσα τους κρατούν

τα δέντρα στο βουνό,

μου πνίγει την καρδιά βαρεία

σα   νάρδου   μυρωδιά,

κι  αντιλαλεί

μέσα στης μνήμης μου τα βαθιά

παλιός   σκοπός   για   κάποια  μάτια

που   ψιλοψιχαλίζουν

και μέσα  στο  ψιχάλισμα φρεγάδες   αρμενίζουν.

 

Κ' είπα: - Αδερφή μας μας βαραίνει

η   ώρα  της   θλίψεως   που   μας   θρέφει    

μόνον  με  αναμνήσεις  παλιές.         

 

Μα   τόνειρο   που   αρχίζαμε   ξυπνοί           

κ'    εσώναμε    υπνωμένοι,    

στην ώρα των ωρών, που κρένει       

με   αρχαίες   παρηγοριές;

 

Κ'   είπε   η   αδερφή   μας : - 

Πες να πούμε

τους  πόνους  που  πονούμε.

 

            Με την ίδια μουσική ευγένεια ο Γρυπάρης τραγουδά τις ακαθόριστες λύπες και χαρές, που κάποτε περνούν και διαβαίνουν μεσ' απ' τη ψυχή μας, σαν τα τριανταφυλλιά σύννεφα που φεύγουν μεσ' το μενεξεδένιο ουρανό Να με τι απλά και σοφά μέσα κατορθώνει να δόσει αυτό το ανάλαφρο διάβα το ανάερο. Είναι ένα από τα "Ιντερμέδια" του :    

 

Μες στο μενεξεδένιο ουρανό       

τριανταφυλλένια  σύννεφα   περνούνε,          

μες στης ψυχής τις άσπρες καταχνιές

κάτι θολά φαντάσματα περνούνε.

Είναι οι χαρές, χαρές που δε γελούν,

οι λύπες που δεν ξαίρουνε να κλαίνε,

που σαν της Μοίρας το γραφτό, βουβές,

εκείνες δε γελούν κι αυτές δεν κλαίνε.

 

Ποια μάγισσα με ξόρκια πιο τρανά

θα μάθη τόνομα τον,  σαν περνούνε:

-Μες    στο    μενεξεδένιον  ουρανό

τριανταφυλλένια   σύννεφα    περνούνε...

 

            Ο Γρυπάρης είναι ένας μεγάλος ποιητής, από κείνους που έχουν το πικρό προνόμιο νάναι αμετάφραστοι σε άλλη γλώσσα, γιατί όλα τα μάγια της τέχνης του και όλα τα υλικά.της τεχνικής του είναι ατόφια ελληνικά. Ο ίδιος ωστόσο δεν ήθελε νακούει μπροστά του να τον επαινούν. Μια μέρα που του διηγόμουν πως είναι ο μόνος που ξαίρω απ' έξω τα πιο πολλά του τραγούδια, άκουγε στενοχωρημένος με χαμηλωμένα μάτια. Ύστερα ξαφνικά με κοίταξε, χαμογέλασε και είπε:

-Καλά... καλά... Μολαταύτα μόνο ο Παλαμάς είναι ποιητής στα γεμάτα. Όλοι εμείς οι άλλοι είμαστε poetae minores. Γυρίζουμε σα δορυφόροι ολόγυρα του.

            Τώρα, ξαναδιαβάζω, για ποσοστή φορά! το έργο του, και βλέπω πως αντίς ναδυνατίζει μέσα μου η εντύπωση του από τα χρόνια, απεναντίας νιώθω την ουσία της ποίησης του πιο κοφτερή, όπως γίνεται με τα εκλεκτά κρασιά που παλιώνουν. Τώρα πια ξέρω πως αληθινά είναι ποιητής. Δεν είναι μόνο ένας τραγουδιστής, που το θέλγητρο του είναι η χάρη και η ανάλαφρη περπατησιά. Δεν είναι μόνο ένας βιρτουόζος απαράμοιαστος. Η ποίηση του άγγιξε την τραγωδία της ζωής στα πιο ματωμένα της σημεία. Από κει έβγαλε φωνές υψηλής θλίψης και φωτεινής απολύτρωσης, τέτοιες, που μόνο το αρχαίο θέατρο και οι μεγάλοι ποιητές των αιώνων μπόρεσαν να δόσουν. Είναι βαρειές αυτές οι χορδές που δόνησε ο Γρυπάρης βάζοντας μπροστά στη μοίρα τα φοβερά του ερωτηματικά.

            Ξαίρει από πριν πως σαυτά, η μόνη απάντηση που πρέπει να περιμένει ο άνθρωπος, είναι αυτή που θάρθει από τα βάθη της ψυχής του, που μαραζώνει κλειδωμένη στον πύργο της φοβερής μοναξιάς της. Μέσα στην θεληματικήν αυτή φυλακή, ο άνθρωπος έσυρε μαζύ του μια φριχτήν εικόνα για τη Δικαιοσύνη:    

 

   Στο αίμα πλέει ο ήλιος της Δικαιοσύνης

του κακού αν τον κράζουν: έβγα να μας κρίνεις

Στις πορφύρες μέσα της αυγής γεννάται,

της κακίας η κνίσσα ολημερίς τον θρέφει

και θυμούς χορτάτος, μες στα    σκότια   γνέφη γέρνει και κοιμάται.

 

Η απαντοχή του λυτρωμού περνά σαν ένα βέλος αισιοδοξία τον ποιητή, στο πολύ γνωστό ποίημα: "Ο Νυμφίος". Αμέσως από την αρχή ακούεται το παρηγορετικό:

- Ιδού ο νυμφίος έρχεται!

Είναι μια εξαγγελτική κραυγή αναστάσιμη, μέσα στη σκοτεινιά που απλώνεται γύρω στη ψυχή. Μέσα στον ίσκιο της θλίψης η χτυπημένη ψυχή παραμιλά και προσεύχεται.

 

Ιδού ο Νυμφίος έρχεται.

Στη σκοτεινιά που ολόγυρα μου απλώνει

τρέμει  θαμπό  τασημοκαντηλό μου.

Κ' εδώ, που ασυντρόφιαστη και μόνη

αποτραβιούμαι,   νιώθω   να   ζυγώνει

το  σύγκρυο  ταναφτέρνισμα  του τρόμου.

 

Μια νυχτοπεταλούδα, ο καντηλοσβήστης, τραβιέται υπνωτισμένη από το φως. Γυρνάει, γυρνάει, στο τέλος πάει και πέφτει μέσα στη φλόγα. Ένα φάντασμα καλοθύμητης μνήμης γλυστράει και βουλιάζει στα βάθη ενός καθρέφτη :

 

-Ιδού ο Νυμφίος έρχεται.

Με νημ'  ανεμοκλώστινο η αράχνη

της έγνιας πλέκει στην καρδιά μου δίχτυ

σαν κάποιο χέρι κρούσταλλο μου ψάχνει

των σπλάχνων μου τα σπλάχνη-μα ούτε άχνη

μ' ουδ' αναπνιά γρικάω το μεσονύχτι.

- Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...

 

            Από μέσα μας έρχεται πάλι τούτο το εξαγγελτικό μύνημα. Ο πόθος μας είναι που τον ψιθυρίζει σταφτί.

            -Καρτερά! λέει στην ψυχή. Έχε υπομονή, θα σηκωθεί ο αγέρας της απολύτρωσης, για να λιχνίσης από δω τη χαρά σου κι από κει, πέρα μακρυά, όλες τις λύπες σου!

            Η μουσική του στίχου, με τις παρηχήσεις που ακούγονται σα συγχορδίες μέσα στο σκοτάδι, με τις ρίμες που περνούν σαν παιδιάτικο νανούρισμα και σαν ξόρκι, κρατά ως το τέλος έτσι αριστοτεχνική. Και το ποίημα τελειώνει με μιαν εξαίσια κραυγή, μια επίκληση προς τον Νυμφίο που φάνηκε. Η ψυχή, του προσφέρεται, όπως καμμιά ερωμένη δεν προσφέρθηκε ποτές. Τον καλεί με τα πιο σπάνια, τα πιο εκφραστικά λόγια που μπορούσε νάβρει η λατρεία, το πάθος, και η λαχταρά της απαντοχής.

 

- Ιδού ο Νυμφίος έρχεται!

Έλα εκλεχτέ,  σχιφτοπερίπλοκέ μου,

η ελπίδα μου κ' η γλυκαπαντοχή μου!

Έλα,  εκλεχτέ,  που  ακαρτεράω,  και πιέ μου, ροδέμνοστε και παγκαλόμορφέ μου

στη φούχτα μου εδώ μέσα την ψυχή μου!...

 

            Ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής ποίησης, είναι χωρίς άλλο και αυτό που τιτλοφορεί "Οι συναποθανούμενοι". Ο τίτλος είναι από την αλεξαντρινή ντεκαντάνς, όταν η ζωή, χορτασμένη από τη χλιδή ενός πολιτισμού που παρασάπισε και βύζαινε τα ίδια του δηλητήρια, δημιούργησε κείνες τις παράξενες μυστικές αιρέσεις των "συναποθανούμενων". που έβλεπαν στην αυτοχτονία και τον αυτοαφανισμό τη μόνη λύτρωση του ατόμου.

 

            Εδώ πια έχουμε το υπέροχο τραγούδι της απελπισίας, που δεν έχει καμιά σωτηρία. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι, ούτε ένα αστράκι δε φέγγει σαν υπόσχεση ελπίδας. Μόνος ο θάνατος περιμένει στο χάος του γκρεμού τα Θύματα που γιουργιάρουν σαν ένα κοπάδι ζώα, οιστρηλατημένα από μανία. Το ποίημα αυτό κάνει την εντύπωση ενός marche macabre. Μέσα στον κοφτό, τον πένθιμο ρυθμό του, ακούει κανείς το άγριο ποδοβολητό του ανθρώπινου κοπαδιού, που χύμηξε και τρέχει προς το γκρεμό. Απ' όλα τα σοκάκια απ' όλους τους δρόμους τρέχουν, βγαίνουν, πλήθος αμέτρητο. Έπηξαν οι δρόμοι από τους μαύρους στρατοκόπους.

            Η μάζα τους σαλεύει προς τα μπρος πηχτή, έτσι, που θαρείς και βλέπεις την ίδια στράτα να προχωρεί προς το βάραθρο,

 

πορπατούν Θαρρείς κ' οι στράτες

με τους μαύρους στρατολάτες.

 

            Ο ένας δίνει κουράγιο ταλλουνού. Ο εχθρός κράζει του εχθρού:

 

Στάσου ναρθώ μαζί σου!

 

Και κείνος απαντά:

 

Τράβα κιόπου πας θε ναύρω

του ποδιού σου χνάρι μαύρο!

 

            Και το ποδοβολητό των εχθρών της ζωής, ακούεται να ξεμακραίνει, μέσα σ' αυτό το φοβερό ποίημα του απελπισμού.

            Σαν ξεκούρασμα απ’ αυτή την αγρία σύνθεση, ας σταματήσουμε σ'ένα αριστοτεχνικό παιχνίδι ένα moment musical του Γρυπάρη, παιγμένο, θαρρείς με τις τρίλλιες ενός μαντολίνου, σε τρεις αδερφές, πούναι κ’ οι τρεις όμορφες σαν τρία λουλούδια στο ίδιο κλωνί. Και για τις τρεις είναι ερωτιάρης ο ποιητής, κα για τις τρεις σκιρτά η καρδιά του και παιχνιδίζει η τέχνη του με το χάζι της πρώτης νιότης.

 

Τρεις  αδερφές,  τριπλή  χαρά

τρεις αδερφές, τριπλά καμάρι,

κάποια  καρδία  που λαχταρά

σας βάφτισε ροδιάς κλωνάρι.

 

Κ' είπα την πρώτην: ανοιχτό

τριαντάφυλλο  μ'   εκατό  φύλλα,

για κάθε  φύλλο  ξενυχτώ

μ'   απόκρυφην   ανατριχίλα.

 

Στο ίδιο η δεύτερη κλωνί

είναι μπουμπούκι διπλωμένο

κάθε καρδιά γιαυτό πονεί

κ' εγώ... ν’ άνοιξη περιμένω.

 

Μα η πιο μικρή - τι να γενώ

μόσα η καρδιά μου έχει πάθει;-

μα  η   πιο  μικρή  πονώ,  πονώ,

μα η πιο μικρή είταν ταγκάθι.

 

            Και τώρα φτάνουμε σ’ ένα ποίημα εξαιρετικό: τις "Εστιάδες". Ο Γρυπάρης το έβαλε το τελευταίο στη στερνή έκδοση της συλλογής του. Έτσι σαν μεγαλόπρεπο αέτωμα πάνω στο ναό της τέχνης του. Σ' αυτό, μέσα σε δέκα   τετράστιχα, μπόρεσε να κλείσει την ανατριχίλα της μεγάλης   τραγωδίας.   Η   ψυχή   μας   βγαίνει πλημμυρισμένη από τον οίκτον και τον έλεον για την πολιτεία αυτή, που είναι καταδικασμένη απατούς θεούς, γιατί οι Εστιάδες, αποξεχάστηκαν,  αποκοιμήθηκαν,  κ' έσβησε η  ιερή φωτιά, που τάχτηκαν να την κρατούν ακοίμητη στο βωμό. Τώρα μέσα στη χλιά χόβολη δε μένει ούτε μια σπίθα, ούτε μια ελπίδα.   Η            φρίκη και η τρομάρα συνεπέρνει τους ανθρώπους. Μια μοναδική σωτηρία στέκει: Αν λύπηθει ο θεός και ρίξει τον κεραυνό του, να ξανανάψει το σβυσμένο Βωμό, πριν ξημερώσει η μέρα.         

Την τραγωδία των εστιάδων, με ένα παιχνίδισμα της μεγάλης τέχνης του, ο Γρυπάρης τη μεταφέρει με όλη τη βαρύτητα της μέσα στη συνείδηση του καθενός μας. Τι κάναμε την ιερή φωτιά της νιότης, που μας εμπιστεύτηκε ο θεός ; Μήπως την αφίσαμε κ' έσβυσε από την αμέλεια μας και από τη νάρκη της ψυχής μας της ράθυμης; Και τώρα πια, που την αφίσαμε κ' έσβυσε, ποιος θεός θα μας λυπηθεί να μας έλεήσει μ’ ένα αστροπελέκι ;

            Σαν τελευταίο στη  σειρά των τραγουδιών  έχω φυλάξει  ένα σονέττο που   βρέθηκε   μέσα   στα χαρτιά του ποιητή, κ' έχει μια   πολύ ενδιαφέρουσα   Ιστορία.    Είναι  ένας  σκαραβαίος ακόμα,   και   ανακαλύφτηκε... τμηματικά. Πρώτα βρέθηκε ένας απομονωμένος στίχος του, ένα ποδαράκι να πούμε του σκαραβαίου, εδώ στην Αθήνα.   Στα χαρτιά του ποιητή βρέθηκαν κι άλλοι τέτοιοι στίχοι. Απ' αυτό φαίνεται πως ο Γρυπάρης, με το πάθος της τέλειας επεξεργασίας που τον βαστούσε, δούλευε πολλές φορές γεί το κόσμημα.

            Το πράμα είναι ευκολονόητο για έναν τεχνίτη που αγωνιζότανε με πείσμα πάνω στο υλικό του, ώσπου να χωνέψει αξεχώριστα η ποιητική ουσία μέσα στη μορφή, που είναι κιόλας όλο το μυστικό της αληθινής τέχνης. Βρέθηκε λοιπόν ξεκρέμαστος ένας θαυμάσιος δεκαπεντασύλλαβος. Μίλα για τον ερχομό του χάρου, και τον δίνει με φοβερή όψη. Λέει: "Θέ νάρθει ο Αμολόγητος μαύρος κι αναριοδόντας". Το επίθετο αναριοδόντας, έτσι που τα βάζει μαζύ με το μαύρος, τι ανατριχιαστική εικόνα μας δίνει για το θάνατο. "Αμολόγητο" τον λέει, για να μη σύρει τόνομα του. "Θέ νάρθει ο αμολόγητος, μαύρος κι αναριοδόντας" !

 

            Ο φιλόλογος λοιπόν που δούλευε πάνω στα χαρτιά του ποιητή, απόμεινε να θαμάζει το εύρημα, χωρίς να ξέρει πού να το βάλει και πώς να το εξοικονομήσει. Όπου μια μέρα φτάνουν από τη Σίφνο τα χαρτιά του ποιητή που βρέθηκαν εκεί. Φαντάζεται τώρα κανείς την ικανοποίηση του, όταν μέσα στο αρχείο της Σίφνου βρέθηκε ένα φύλλο χαρτί, μένα τραγούδι, που τούλειπε ένας στίχος. Είταν ένα σονέττο με 13 στίχους. Δεν είχε τίτλο, δεν είχε και τον 14ο στίχο του. Και ο στίχος που έλειπε είταν αυτός που βρέθηκε εδώ. θα δήτε πως δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό.

Πρόκειται αλήθεια για ένα χαριτωμένο, και ίσως μοναδικό επεισόδιο, στην κριτική που έχει γίνει ώστα τώρα πάνω σε κείμενα των νεωτέρων φιλολογιών, θυμίζει κάτι από τις περιπέτειες των αρχαίων ποιητικών και δραματικών έργων, όταν ξαφνικά ανακαλύπτεται κάπου ένα κουρέλι από πάπυρο, ένα γραμμένο κεραμιδάκι που συμπληρώνει ένα τσακισμένο απόσπασμα. Εμένα μου θυμίζει μοιραία πάλι την τρομαχτική τύχη του έργου της Σαπφώς. Κάτι παρόμοιο έγινε εδώ πριν από λίγα χρόνια και μένα αρχαϊκό άγαλμα του Μουσείου της  Ακρόπολης, που συγκίνησε τον πνευματικό κόσμο. Ένα μεγάλο κομμάτι που το συμπλήρωνε, ανακαλύφτηκε από μια φωτογραφία, στις προθήκες ενός ξένου Μουσείου.  Παράγγειλαν ένα έκτυπο από γύψο, και σαν τόφεραν εδώ τέριασε και σοβέλιασε ολότελα πάνω στάλλο κομμάτι.

            Το άγνωστο και άτιτλο αυτό συνέττο είναι η αποθέωση της ερωτικής ευθανασίας. Μια γυναίκα, πάνω στο διονυσιακό ενθουσιασμό που φέρνει η νιότη στο κορύφωμα της χαράς της, κάνει σπονδή στη Μοίρα με το κρασί του τελευταίου ποτηριού. Να δοθεί στο θάνατο μαζύ με τον άντρα που γεμίζει την ψυχή και το κορμί της από το θρίαμβο της ερωτικής ευτυχίας.  Να τελειώσει αυτή η στιγμή του μεθυσιού με μια καταστροφική προέχτασή της μέσα στην αιωνιότητα του θανάτου, αφού η ζωή δεν μπορεί να δώσει στον έρωτα αυτή την αιωνιότητα της νίκης. Ο ποιητής πιάνει το νόημα του θανάτου, τη στιγμή που η ζωή γιορτάζει την κορυφαία νίκη της. Αυτή η λαχτάρα της καταστροφής της ζωής όσο η ζωή βρίσκεται σόλη της την πληρότητα, υπάρχει και στο "Φλώρα Μιράμπιλις" ένα άλλο σονέττο του Γρυπάρη. Εκφράζεται πάλι και κει σαν ευχή και πόθος της κοπέλας που βρήκε την πληρότητα την ερωτική:

 

Ας έρθει ο χάρος! Σε ξανθούς κι' αζάρωτους κροτάφους

το κρούσταλλο του δάχτυλο ναγγίξει τώρα πρέπει

που να βαστάει τόνειρο βαθειά και μες τους τάφους.

 

            Ας σφραγίσουμε λοιπόν τώρα και μεις τούτη την μελέτη για τον ποιητή, με αυτό το άγνωστο τραγούδι, που είναι μια πρόκληση και μια νίκη ενάντια στο θάνατο. Μια νίκη που μόνο η τέχνη μπορεί να πραγματοποιήσει μέσα στην αιωνιότητα. Αυτή η τέχνη, που κάνει το Γρυπάρη, νάναι αυτή τη στιγμή ανάμεσα μας ο πιο ζωντανός, ο πιο νέος απ’ όλους.

 

Μαδάω  απ’ το  στεφάνι μου  τριαντάφυλλα  να ράνω

μες στον κρατήρα τα στερνό κρασί του χαροκόπου.

Και της καλόβολης θεάς, της Μοίρας της Ατρόπου

τάζω. νεκρώσιμη σπονδή, μαζύ σου   να πεθάνω.

 

Τώρα στη μέθη της διπλής αγάπης μας επάνω·

που της ζωής μας  οι πηγές πληθαίνουνε και όπου

σβύνει το καλοφρόντισμα μέσα στο νου του ανθρώπου,

τώρα το νόημα ζωντανό και του θανάτου φτάνω.

 

Εσύ που των αιμάτων σου ρέουν άσωτα   τα ρείθρα

μέσα στις φλέβες σον, και γω που υπέρκαλη φαντάζω

με χρυσομέταξα μαλλιά κι ελιόμαυρη λαμπήθρα.

 

μ' ένα ηδονής να σμίξουμε τρανό σπασμό σου τάζω

και μ’ ένα στις αγκάλες του φιλί να πέσουμε όντας

θα νάρθη ο Αμολόγητος, μαύρος κι αναριοδόντας