Θεοδούλη Αλεξιάδου, «Τ. Πατρίκιος. Η εξέλιξη ενός θεματικού μοτίβου.»
 
Έλευσις, τχ. 19, Βόλος, άνοιξη 1998, χρονιά 6η, εκδόσεις Όμηρος, σσ. 54-64.
 
 
 

«Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης μελέτης με τίτλο "Η ποιητική εξέλιξη στο έργο του Τ. Πατρίκιου". Κατά τη διάρκεια της εξέτασης του τρόπου με τον οποίο "εξελίσσεται" το σύνολο της παραγωγής ενός ποιητή, είναι αναπόφευκτο και απαραίτητο να μελετηθεί και η πορεία της θεματικής του. Σε μια τέτοια προσπάθεια ευνόητο είναι πως πρέπει να γίνει επιλογή ανάμεσα σε πολλές, συμπληρωματικές ή ανε­ξάρτητες μεταξύ τους, θεματικές ενότητες. Οι πολλαπλές αναγνώσεις μας οδήγησαν να διαλέξουμε ένα μοτίβο σύνθετο, που δεσπόζει στο έργο του. Το χαρακτηρίζουμε σύνθετο γιατί στηρίζεται στην αρχική αντίθεση μέρας και νύχτας, φωτός και σκότους, στην πορεία του όμως εμπλουτίζεται και από άλλα, ομόθεμα ή συμπληρωματικά, συστατικά. Συχνά, οι τίτλοι των ποιητικών συλλογών υποδεικνύουν ή υποδηλώνουν τα στάδια της θεματικής αυτής εξέλιξης. Η βασική, λοιπόν, αντίθεση έχει ως

εξής:

-  Μέρα και νύχτα, φως και σκοτάδι.

-  Τα μάτια και η όραση.

-  Το "απέναντι" και το "αντί". (Αντιδικίες, Αντικριστοί Καθρέφτες).

-  Ο καθρέφτης και το είδωλο. (Αντικριστοί Καθρέφτες).

-  Η παραμόρφωση. (Παραμορφώσεις)

-  Ο κόσμος και η θέαση του κόσμου.

-  Η ματιά του ποιητή.

Πρέπει να σημειωθεί, πως τα δύο τελευταία στάδια έχουν συμπερα­σματικό και όχι επιλογικό χαρακτήρα. Εφόσον ο ποιητής συνεχίζει να γρά­φει, τα στάδια της εξέλιξης δεν παύουν να αυξάνονται και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο να μεταβάλλεται.

Ο πιο σύντομος δρόμος για να προσεγγίσουμε την εξέλιξη του μοτίβου είναι να επιλέξουμε και να εξετάσουμε, αντιπαραβάλλοντάς τα, ποιήματα που να καλύπτουν ολόκληρο το ποιητικό σώμα και που ν' αντιπροσωπεύουν το καθένα και από μια διαφορετική φάση. Προτιμάμε να παραθέσουμε ολόκληρες στροφές ή και ολόκληρα ποιήματα και να τα σχολιάσουμε με την εμπειρία των πολλαπλών αναγνώσεων του ποιητικού συνόλου. Ακολουθώντας τη μέθοδο αυτή δεν πετυχαίνουμε βέβαια μια λεπτομερέστερη ανάλυση και, ασφαλώς, αυθαιρετούμε ως προς την επιλογή των ποιημάτων. Αποφεύγουμε ωστόσο, και το θεωρούμε αυτό σημαντικότερο, την παράθεση μιας σειράς αποσπασμάτων και την ανθολόγηση λέξεων και εκφράσεων που δεν θα έδιναν τελικά την εντύπωση της συνέχειας που επιδιώκουμε να τονίσουμε στην παρούσα εργασία.

Παραθέτουμε την τρίτη στροφή του ποιήματος "Εωθινό" από τη συλλογή Επιστροφή στην ποίηση (1948-51) του τόμου Ποιήματα Ι (σ. 21-22):

 

"Έρωτας παντού χυμένος

σα ρόδι που έσπασε στο πέτρινο κατώφλι

το φως σκίζει τις λέξεις

πριν ακουστούν ολόκληρες

μάτια μαχαιρωμένα απ' το φως

μαβιά πουλιά της αντηλιάς

λυτά μαλλιά λουρίδες ίσκιου

μια φούχτα ήλιος

μια βούλα καυτό μέταλλο

χρυσώνοντας την πύλη της ζωής.

Γκρεμίστηκε η φυλακή σου

τιμωρημένη σάρκα..."

 

Και το ποίημα "Συνήθειες των κρατουμένων" της συλλογής Χρόνια της πέτρας (1953-54) του ίδιου τόμου (σ. 179):

 

"Κάθε πρωί ο ήλιος έβγαινε πίσω απ' τα φυλάκια

φορώντας μιαν άπλυτη πιτζάμα του νοσοκομείου

και διέσχιζε αργά το προαύλιο τ’ ουρανού.

Ύστερα από τόσα χρόνια

είχε κι εκείνος πάρει συνήθειες των κρατουμένων".

 

Τέλος, το ποίημα "Σίφνος ή το παιχνίδι με τα ζάρια" από τη συλλογή Αντικριστοί Καθρέφτες (1980-88), (σ. 84):

 

"Τα παιδικά μου καλοκαίρια

 τα 'ζησα ανάμεσα σε δύο κύβους.

Απάνω ο άσπρος κύβος του σπιτιού

 κάτω απ' τα πόδια μου η στέρνα

αθέατος κύβος με σκοτάδι".

 

Τα χρόνια που χωρίζουν τα δυο αυτά ποιήματα δεν είναι πολλά, παίζουν όμως αποφασιστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο βλέπει τα πράγματα ο ποιητής. Αυτό που αλλάζει ριζικά είναι ο φωτισμός. Αν και, δηλαδή, η χρονική στιγμή της ημέρας είναι η ίδια, η αυγή (εωθινό, δηλαδή της αυγής, τιτλοφορείται το πρώτο ποίημα και. .."κάθε πρωί ο ήλιος έβγαινε..." διαβάζουμε στο δεύτερο), ωστόσο στους στίχους του '48 έχουμε την εντύπωση ενός φωτισμού κάθετου κι ενός ήλιου που μεσουρανεί, ενώ στο ποίημα του '53 ο φωτισμός είναι πλάγιος και αδύνατος. Κάποιες εκφράσεις όπως "άπλυτη πιτζάμα του νοσοκομείου" ή "διέσχιζε αργά το προαύλιο" θυμίζουν έναν ήλιο άρρωστο και νωθρό σε αντίθεση με το "καυτό μέταλλο" και το φως που "σκίζει τις λέξεις" του πρώτου ποιήματος.

Αν επιλέξαμε να αντιπαραθέσουμε τα δυο αυτά ποιήματα, είναι γιατί, αν και εκφράζουν βιώματα και ψυχολογικές καταστάσεις εντελώς διαφορετικές, έχουν όμως έναν κοινό παρονομαστή: τη φυλακή. Στο "Εωθινό", ο ποιητής αντιστέκεται και καλεί σε αγώνα τους συνανθρώπους του. Συνθέτει ένα προσκλητήριο νεκρών και ζωντανών. Η φυλακή γκρεμίζεται και το φως απελευθερώνεται. "Γκρεμίστηκε η φυλακή σου/ τιμωρημένη σάρκα..." και "... μάτια μαχαιρωμένα απ' το φως...". Η ποιητική ματιά την εποχή αυτή είναι αισιόδοξη και ατενίζει το μέλλον. Ο τίτλος εξάλλου του ποιήματος δεν είναι καθόλου τυχαίος. Η λέξη εωθινό σημαίνει βέβαια πρωινό, αλλά σημαίνει επίσης, ως ουσιαστικό, και το "εγερτήριο", δηλαδή το στρατιωτικό σάλπισμα για την έγερση των ανδρών. "... Συναγερμός, στα όπλα..." διαβάζουμε σ' έναν απ' τους τελευταίους στίχους. Εωθινά Ευαγγέλια ονομάζονται, εξάλλου, οι έντεκα αναστάσιμες περικοπές των Ευαγγελίων που διαβάζονται κατά την Ακολουθία του Όρθρου κάθε Κυριακής, γιατί αναφέρονται στην Ανάσταση του Κυρίου, που έγινε "κατά την έω". Γι' αυτό, λοιπόν, και οι στίχοι "γκρεμίστηκε η φυλακή σου/ τιμωρημένη σάρκα...". Το ποίημα όμως "Συνήθειες των κρατουμένων" το γράφει ο ποιητής στα χρόνια της εξορίας και η φυλακή υπάρχει, αν και χωρίς να ονομάζεται, πίσω από κάθε λέξη: κρατούμενοι, φυλάκια, άπλυτη πιτζάμα, νοσοκομείο, προαύλιο. Ο ήλιος, το σύμβολο της ελπίδας, μεταβάλλεται σε σύμβολο του εγκλεισμού. Ξεθωριάζει και δεν μπορεί πλέον να δηλώσει τη διαφορά ημέρας και νύχτας. Ο χρόνος ισοπεδώνεται, φύση και άνθρωπος φυλακίζονται.

Το ποίημα "Σίφνος ή το παιχνίδι με τα ζάρια" είναι πολύ μεταγενέστερο. Ο ποιητής βρίσκεται πια μακριά απ' τη νεότητα και από τα έντονα πολιτικά γεγονότα. Είναι σε θέση να κοιτάει τα πράγματα από απόσταση.  Το βίωμα δεν παρακινεί πλέον στη συγγραφή επικαιρικής ποίησης. Τώρα η μνήμη και η περισυλλογή τον ωθούν στην αποκρυστάλλωση των συμβόλων και στη γεωμετρία ενός φιλοσοφικού προβληματισμού. Τα πράγματα αποκτούν περίγραμμα και σχήμα, δηλώνονται μέσω των αντιθέσεων με μαθηματική ακρίβεια και λιτότητα. Το φως δηλώνεται έμμεσα Η παιδική ηλικία και το καλοκαίρι λειτουργούν ως μετωνυμία του ήλιου και του φωτός. Το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, στο θεατό και το αθέατο, στο οικείο και το ανοίκειο. Το σπίτι ταυτίζεται με το φως και είναι αυτό που ο ποιητής γνωρίζει και ζει, το παρελθόν και το παρόν. Η στέρνα ταυτίζεται με το σκοτάδι και το άγνωστο, το μέλλον αλλά και το θάνατο. Ο ποιητής ξανακοιτά τη ζωή του κι αυτό που κάνει τώρα διαφορετική τη ματιά του είναι η λειτουργία της μνήμης και η χρονική απόσταση. Και ενώ στα δύο προηγούμενα ποιήματα ο φωτισμός είναι πρωινός, στο τρίτο ο ήλιος πραγματικά μεσουρανεί, είναι μεσημέρι και οι χρωματικές αντιθέσεις απόλυτες: φως και σκοτάδι. Η ποιητική σκοπιά, δρώντας συγχρόνως συνθετικά και αφαιρετικά, καθορίζεται πλέον από μια προοπτική σε σχέση με τα γεγονότα, προοπτική που αναδεικνύει καθαρότερα το περίγραμμα των πραγμάτων.

Παρακολουθώντας την εξέλιξη του μοτίβου φτάνουμε, με το τελευταίο αυτό ποίημα, στη δεύτερη παραλλαγή του: τα μάτια και η όραση. Στο σημείο αυτό παραπέμπουμε στο τελευταίο τετράστιχο της τέταρτης ενότητας του ποιήματος "Μεγάλο Γράμμα" (1952), απ' τον τόμο Ποιήματα Ι (σ. 61)

"Ένας ορίζοντας τα μάτια μου σε τυλίγουν. Όπου κι αν κοιτάξεις θα δεχτείς το βλέμμα μου. Κι εσύ κοιτούσες παντού".

 

Επίσης, στο ποίημα "Η άλλη πόλη" της συλλογής Θάλασσα Επαγγελίας (σ. 29):

 

"Την άλλη μέρα του ονείρου βγήκε ένας ήλιος τόσο μαύρος που κι οι τυφλοί βλέπαν διπλό σκοτάδι"

Ρώμη, Σεπτέμβρης 1961

 

Καθώς και στην "Ιστορία του Οιδίποδα" από τη συλλογή Προαιρετική Στάση (σ. 21):

"Θέλησε να λύσει τα αινίγματα

να φωτίσει το σκοτάδι

που μέσα του βολεύονται όλοι

όσο κι αν τους βαραίνει.

Δεν τρόμαξε απ' τα όσα είδε

μ' από την άρνηση των άλλων να τα παραδεχτούν.

Θα 'μενε πάντα η εξαίρεση;

Δεν άντεχε πια τη μοναξιά.

και για να βρει τους διπλανούς του

έχωσε μες στα μάτια του βαθιά

τις δύο περόνες.

Πάλι ξεχώριζε με την αφή τα πράγματα

που κανείς δεν ήθελε να βλέπει".

 

Πρόκειται για τρία ποιήματα που ανήκουν σε τρεις διαφορετικές δε­καετίες. Αν συγκρίνουμε τα δύο πρώτα, θα καταλάβουμε πόσο αλλάζει η ματιά του ποιητή απ' το ένα ποίημα στο άλλο. Στο "Μεγάλο Γράμμα", το βλέμμα δεν έχει όρια, τα μάτια "κοιτάνε παντού" και συγχρόνως "τυλίγουν" το αγαπημένο πρόσωπο. Υπάρχουν δύο ζευγάρια μάτια, το ένα απέναντι στο άλλο. Και τα δύο αντικρίζουν το ένα το άλλο και, την ίδια στιγμή, όλον τον κόσμο. Παγκοσμιότητα του βλέμματος, πανο­ραμική θέα της ανθρωπότητας με έναυσμα την αγάπη. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στο δεύτερο ποίημα. Εκεί, τα όρια ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα συγχέονται. Το όνειρο συμβολίζει την ημέρα και το φως, ενώ η πραγματικότητα μετατρέπεται σε εφιάλτη και ταυτίζεται με το σκοτάδι. Η υπερβολή αγγίζει τα όρια του τραγικού. Ο ήλιος είναι "τόσο μαύ­ρος" που ακόμα και οι τυφλοί καταλαβαίνουν τη διαφορά. Είναι όμως, ίσως, και οι μόνοι που μπορούν ν' αντέξουν το απόλυτο σκοτάδι. Παρατηρούμε πως μόνο ο πρώτος στίχος εκφράζει τη δυνατότητα της όρασης, η οποία όμως είναι απατηλή, αφού πρόκειται για ένα όνειρο. Οι επόμενοι τρεις στίχοι συντίθενται από αλυσιδωτές αντιθέσεις: ήλιος # τόσο μαύρος, οι τυφλοί # βλέπαν, βλέπαν # σκοτάδι. Οι αντιθέσεις αυτές καταλήγουν στη δραματική κορύφωση: διπλό σκοτάδι. Ουσιαστικά, στο ποίημα αυτό δεν υπάρχει ούτε ένα ίχνος φωτός.

Στην "Ιστορία του Οιδίποδα", η σύγκρουση ανάμεσα σ' αυτόν που βλέπει και σ' αυτούς που δεν βλέπουν γίνεται δραματικότερη. Το φως σημαίνει ίσως την αλήθεια και τη λύση του αινίγματος. Το αίνιγμα ταυτίζεται με το σκοτάδι. Ο Οιδίποδας είναι τραγικός, γιατί είναι καταδικασμένος να βλέπει, ακόμα κι όταν επιλέγει ο ίδιος να τυφλωθεί. Δεν τρομάζει απ' την αλήθεια αλλά από τη μοναξιά του. Είναι ένας ήρωας που διαρκώς ακροβατεί ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Ο Οιδίποδας, σύμφωνα με το μύθο, λύνει το αίνιγμα που έθεσαν στη Σφίγγα οι Μούσες. Ίσως, λοιπόν, στο ποίημα αυτό να έχουμε μία αλληγορία του ποιητή που προσπαθεί να λύσει το ανθρώπινο αίνιγμα. Την ίδια όμως στιγμή, η σχέση Οιδίποδα - σκότους δηλώνει και τη σχέση του επαναστάτη με την πραγματικότητα. Ο ήρωας του Πατρίκιου είναι και δεν είναι συγχρόνως δέσμιος της μοίρας. Συνειδητά λύνει τα αινίγματα ("θέλησε" είναι η πρώτη λέξη του ποιήματος), συνειδητά τυφλώνεται, συνειδητά επιλέγει στο τέλος ξανά την αλήθεια. Ίσως, τελικά, ο Οιδίποδας να είναι ο συνδυασμός του ποιητή και του επαναστάτη και η ιστορία του, η ιστορία και η εξομολόγηση του ίδιου του ποιητή.

Τα μάτια και η όραση ταυτίζονται, καθώς το μοτίβο εξελίσσεται, με την έννοια της προσωπικής επιλογής και τη στάση του κάθε ανθρώπου, και ιδιαίτερα του ποιητή, απέναντι στον εαυτό του και την αλήθεια. Φτάνουμε λοιπόν στο τέχνασμα του καθρέφτη αλλά και στην τοποθέτηση του απέναντι και του αντί. Τα ποιήματα που θα παραθέσουμε προέρχονται απ' τις συλλογές Αντιδικίες και Αντικριστοί Καθρέφτες.

Το πρώτο τιτλοφορείται "Γνωστή αντίθεση" και ανήκει στη συλλογή Αντιδικίες (1955) της Μαθητείας (σ. 68):

 

"Και πάλι η γνωστή αντίθεση:,

Εγώ, κ' οι άλλοι.

Ακόμα κι ο εαυτός μου γίνεται ένας ξένος

που μ' αντιστρατεύεται.

Κι αφήνομαι στη μοναξιά,

μοναδικό μου καταφύγιο

όταν μετατοπίζω τις ευθύνες

ξεχνώντας πόσο για κείνους είμαι ο άλλος

                   πόσο τους εξωθώ κ' εγώ στη μοναξιά τους"

 

Το δεύτερο ποίημα προέρχεται απ' τους Αντικριστούς Καθρέφτες (σ. 7), έχει τίτλο "Το είδωλο", είναι δε το εναρκτήριο της συλλογής:

 

"Τύλιγαν τον καθρέφτη εσωτερικά φυτά σκέπαζαν το είδωλο σου χάδια χεριών που χάθηκαν ψαξίματα χεριών που ακόμα δεν σ' αναγνωρίζουν".

 

Το ποίημα "Παγίδες ποιητών" ανήκει κι αυτό στην ίδια συλλογή (σ.

74):

"...Στάθηκα στη μέση της κάμαρας και κοίταξα όλο το ανεκπλήρωτο της ζωής μου.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

-Μην τους πιστεύετε τους ποιητές

όταν μιλάνε γι' ανεκπλήρωτο της ζωής τους·

μ' αυτό το ανεκπλήρωτο πληρώνουν τη ζωή τους

πληρώνοντας και τη ζωή των άλλων.

 

-Να τους πιστεύετε τους ποιητές

όταν μιλάνε γι' ανεκπλήρωτο της ζωής τους·

ο λόγος τους ποτέ δεν φτάνει να πληρώσει

τις άπληστες επιθυμίες που τους κάνουν ποιητές·"

 

Στους Αντικριστούς Καθρέφτες συναντάμε με μεγάλη συχνότητα λέξεις όπως καθρέφτης, είδωλο, σχήμα, μάσκα, περίγραμμα και κυρίως τη λέξη εικόνα. Όπως εύστοχα έχει ήδη παρατηρηθεί, στη συλλογή αυτή το ποιητικό υποκείμενο στρέφεται προς τον εαυτό του, με αποτέλεσμα την εκφορά ενός λόγου αυτοαναφορικού και αυτοεξομολογητικού. Ο τίτλος της συλλογής και οι λέξεις που αναφέραμε είναι ενδεικτικά μιας ποίησης κι ενός ποιητή που ψάχνουν να βρουν το αληθινό τους πρόσωπο ή πρόσωπα. Στα περισσότερα ποιήματα, λοιπόν, υπάρχει η τοποθέτηση του "απέναντι". Αντίθετα, στις προγενέστερες Αντιδικίες είναι φανερός ο δηκτικός και αντίδικος λόγος. Ο ποιητής βρίσκεται σε διάσταση με τους άλλους, επικρατεί η λογική του "αντί".

Στο ποίημα "Γνωστή αντίθεση" εντοπίζουμε πολλά κοινά σημεία με την "Ιστορία του Οιδίποδα", με τη διαφορά ότι στο ποίημα των Αντιδικιών το ποιητικό υποκείμενο θεωρεί πλέον την μοναξιά του ως καταφύγιο, αν και τώρα δεν αισθάνεται ξένος μόνο ως προς τους άλλους αλλά και ως προς τον εαυτό του. Λέξεις όπως αντίθεση, οι άλλοι, ξένος, αντιστρατεύεται, καταφύγιο και μοναξιά, δηλώνουν τη διάσταση του ποιητικού εγώ με την πραγματικότητα που αντικρίζει. Οι δύο τελευταίοι στίχοι, ωστόσο, υπονοούν τη σχετικότητα της θέσης των όρων του αντιθετικού ζεύγους εγώ -οι άλλοι. Αναφερθήκαμε, λοιπόν, στο ποίημα αυτό γιατί, ενώ η αντίθεση εκφράζεται με έντονο τρόπο, υπάρχουν ωστόσο και κάποιες πρώιμες ενδείξεις μιας ποιητικής ενδοσκόπησης και της προσπάθειας κατανόησης της θέσης των "άλλων".

Στις "Παγίδες ποιητών" δεν γίνεται καμία άμεση αναφορά στο θέμα του ειδώλου. Τόσο όμως το σύνολό του όσο και οι στίχοι της προμετωπίδας καθώς και η δομή του λόγου υποβάλλουν στην ιδέα του καθρέφτη. Έχουμε την εντύπωση πως ο ποιητής βρίσκεται ανάμεσα σε δύο καθρέφτες, τοποθετημένους ο ένας απέναντι στον άλλο, χωρίς ποτέ να μπορεί να κοιτάξει και τους δύο συγχρόνως. Κανένα άλλο ποίημα της συλλογής δεν παραπέμπει τόσο άμεσα στον τίτλο της (Αντικριστοί Καθρέφτες). Ο ποιητής λειτουργεί την ίδια στιγμή και ως παρατηρητής και ως είδωλο αλλά και ως κάτοπτρο (στη δεύτερη στροφή), Στέκεται στη μέση του ποιήματος, όπως ακριβώς στέκεται "στη μέση της κάμαρας" ο ποιητής στον οποίο παραπέμπει - γι' αυτό και το μεγάλο τυπογραφικό κενό ανάμεσα στις δύο στροφές. Στην πρώτη στροφή, βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του, τη ζωή του και με τους άλλους και εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Στη δεύτερη στροφή, τοποθετείται απέναντι στην εικόνα του εαυτού του και απέναντι στην ποίηση. Ένα διαρκές πήγαιν' έλα ανάμεσα σε παρατηρητή και είδωλο, ζωή και επιθυμία, πραγματικό και μη πραγματικό. Ο Πατρίκιος χρησιμοποιεί ακόμα και το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού - γι' αυτό. ίσως, και ο τίτλος "Παγίδες ποιητών". Το παράδοξο είναι πως ο ίδιος δέχεται ως αληθινή ("Να τους πιστεύετε...) την "απατηλή εικόνα", αυτήν που έχει να κάνει με την επιθυμία. Παρατηρούμε μια διαρκή εναλλαγή των ρόλων και ακραία σχετικοποίηση των πραγμάτων.

Στο "Είδωλο", η παραμόρφωση εκφράζεται με άμεσο τρόπο μέσα από ένα παιχνίδι ανάμεσα στην όραση και την αφή. Ο στίχος "εσωτερικά φυτά" δηλώνει τον κλειστό χώρο, το χώρο μέσα στον οποίο ο ποιητής απομονώνεται από τους άλλους. Παραπέμπει επίσης και σ' έναν φωτισμό χαμηλό. Η αντίθεση φωτός - σκότους, μαύρου - άσπρου αίρεται, οι εικόνες είναι περίπλοκες και, συχνά, απατηλές. Ο ποιητής καταφεύγει στην αφή προσπαθώντας ν' αποφύγει τις οπτικές παγίδες. Γι' αυτό και τονίσαμε την παρουσία λέξεων όπως σχήμα, περίβλημα και περίγραμμα στη συλλογή αυτή. Παρατηρούμε πως, από τη στιγμή που το ποιητικό εγώ μετατοπίζεται από τη θέση του "αντί" στη θέση του "απέναντι", η εικόνα του κό­σμου παύει να είναι καθαρή, παραμορφώνεται.

Μπορεί η χρονολογία γραφής της συλλογής Παραμορφώσεις να είναι αρκετά μακρινή σε σχέση με την τελευταία έκδοση τους (1989), δεν παύουν όμως τα ποιήματά της ν' αποτελούν μια πιο πρόσφατη ποιητική παρουσία του Πατρίκιου. Το άρθρο του Δ. Μαρωνίτη "Οι "Παραμορφώσεις" του Τ. Πατρικίου". έδειξε πολύ εύστοχα πώς μπορεί να "ξαναδιαβαστεί" το ποίημα "Επιμονή μιας πόλης" ακολουθώντας τις κατευθύνσεις που ο ίδιος ο ποιητής μας έδωσε με την ως τώρα πορεία του. Θα επιχειρήσουμε, με τη σειρά μας, να βρούμε το τελευταίο, προς το παρόν, στάδιο της εξέλιξης του θεματικού μοτίβου που εξετάζουμε στο ποίημα "Ομίχλη". Το στάδιο αυτό δεν είναι άλλο από τον τίτλο της συλλογής, δηλαδή η παραμόρφωση. Εξάλλου και ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει εξαρχής σε ένα φαινόμενο που εμποδίζει την ελευθερία της όρασης συντελώντας έτσι στην παραμόρφωση του οπτικού πεδίου.

 

"Ποτέ δε θα, ποτέ, σαν αποβάθρα απόμεινε το στόμα μου

σ' ένα λιμάνι που η θάλασσα τραβήχτηκε, στεγνό

τρύπα μέσα στην πολιτεία νεκροταφείο ρυμουλκών,

ποτέ, το ξέρω, δε θα μπορέσω να σου πω τα όσα ήθελα

που τελικά ίσως κι ο ίδιος τ' αγνοώ, έτσι μες στην ομίχλη

απρόσιτη, εγώ σε κάνω απρόσιτη, βουλιάζοντας

στη βουή των ορυκτών των όρθιων βάλτων

χαμένος πίσω απ' το παραπέτασμα των άλλων

που μόνος μου το φτιάχνω, το παραπέτασμά μου, το φόβο

την ανεπαρκή πραγμάτωση το χάος ανάμεσα στα στήθια σου

κι έτσι βυθίζομαι διαπερνώντας το κορμί σου, μεθώντας

απ' τ' όνειρο που περιβάλλει το δέρμα σου

τυφλωμένος απ' τη νύχτα σου

με τα λάγνα χέρια μου μεταμορφωμένα σε ψάρια

τις ώρες μου αναποδογυρισμένες μέσα στο δικό σου χρόνο

δίπλα στα σακατεμένα εργοστάσια χωρίς απόφαση ή παραίτηση

μέσα σ' αυτό το σύννεφο από καπνιά και θειάφι

τα μάτια σου το βαθύ τρακτέρ

δυο φεγγάρια όρθια με γοργές σπαθιές

οι δρόμοι κατρακυλώντας μες στους φούρνους

το ατσάλι σκάβοντας τη σάρκα

μια μακρινή ανάσα σου πάνω στα κρηπιδώματα

ξεφτώντας σαν εισιτήριο για μιαν ασήμαντη διαδρομή

φιλί οι αρβύλες μες στη λάσπη σιωπή δεν κόπασε το αίμα

καθώς τρέχανε τα αίματα στο μέτωπο τα μάτια τα ρουθούνια

βλέπαμε ο καθένας μας τον κόσμο αλλιώς παραμορφωμένο".

 

Μελετώντας τη δομή και τη σύνταξη του ποιήματος παρατηρούμε ότι υπάρχει μια κεντρική ραχοκοκαλιά, η οποία αποτελείται από πλήθος μετοχών, ενεργητικών και παθητικών. Αξίζει να τονίσουμε δύο βασικά χαρακτηριστικά του άξονα αυτού, α) το σύνολο των μετοχών δηλώνουν  ακύρωση και παραμόρφωση. Ακύρωση σημαίνουν, για παράδειγμα, οι λέξεις: βουλιάζοντας, χαμένος, σακατεμένα, κατρακυλώντας, ξεφτώντας. Παραμόρφωση υποδηλώνουν οι λέξεις: μεθώντας, τυφλωμένος, μεταμορφωμένα, αναποδογυρισμένες, σακαταμένα, σκάβοντας, β) από ένα σημείο και πέρα, έχουμε τόσα υποκείμενα όσες, σχεδόν, και μετοχές. Ως τον στίχο 13, το υποκείμενο είναι το εγώ. Απ' τον στίχο 14 και εξής, τα υποκείμενα αλλάζουν διαρκώς περιγράφοντας έναν κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται και μεταμορφώνεται, έναν κόσμο ρευστό. Ο τελευταίος στίχος είναι η συνάντηση όλων των υποκειμένων (εγώ, ο κόσμος, εμείς) και η κατάληξη όλων των μετοχών σε μία και μόνο μετοχή, που συνοψίζει το νόημά τους: "...βλέπαμε ο καθένας μας τον κόσμο αλλιώς παραμορφωμένο." Είναι η ματιά του ποιητή, ο τρόπος με τον οποίο αντικρίζει τον κόσμο.

Εξάλλου, το φως είναι σχεδόν ανύπαρκτο, επικρατεί η νύχτα. Με μόνη εξαίρεση τους στίχους 18 και 19 που, μετά από την αλλαγή τους σε σχέση με την πρώτη γραφή, γίνονται το κέντρο και το μοναδικό φωτεινό σημείο του ποιήματος. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η απουσία μετοχών στους στίχους αυτούς. Εκφράζουν κάποια ελπίδα - το τρακτέρ έχει πάντα θετική σημασία στο έργο του Πατρίκιου - και τη δύναμη μέσω του έρωτα που, όμως, παραμένει απρόσιτος. Ενδεικτικές είναι οι λέξεις "όρθια" και 'σπαθιές".

Όπως αναφέραμε και στον πρόλογο της μελέτης αυτής, το θεματικό μο-τίβο που αναλύσαμε επιλέχθηκε ανάμεσα σε αρκετά άλλα, ίσως εξίσου ση-μαντικά. Θα ήταν επίσης ενδιαφέρον, για παράδειγμα, να μελετηθεί η πο­ρεία θεμάτων όπως:

-η μουσική οι ήχοι και οι φωνές σε συνδυασμό με τη σιωπή και την απουσία  των ήχων

     - η διαπραγμάτευση του υγρού στοιχείου και, ειδικότερα, της θάλασσας.

-  η λειτουργία του αντιθετικού ζεύγους εξορία - επιστροφή.

-  ο ρόλος του υπαίθριου τοπίου και της πόλης.

-  η λειτουργία της μνήμης και του χρόνου».