Καλιτσουνάκης Ιωάννης, «Ο ποιητής Γ. Δροσίνης»
 
Ελληνική Δημιουργία, Αφιέρωμα στα 90 χρόνια του ποιητή, 44 (1949), σσ. 939-942
 
 
 

(Επ’ ευκαιρία της ενενηκονταετηρίδος του)

«Λοιπόν αμφί βίστον έχοι μελιτόεσσαν ευδίαν αέθλων ένεκεν».

 

Αι ολίγαι αυταί γραμμαί ας θεωρηθούν ευλαβής χαιρετισμός εις τον εορτάζοντα την ενενηκονταετηρίδα του ποιητήν μας.

Ο Γεώργιος Δροσίνης δύναται να λεχθή ότι ανήκει εις τους σημερινούς στυλοβάτας της λογοτεχνίας. Δεν είναι πολλοί ούτοι, αλλά δι’ αυτό είναι και πολυτιμότερος ο εορταζόμενος, διότι είναι εις εκ των ολίγων εκλεκτών.

 Όστις αναγινώσκει σήμερον την βιογραφίαν του ποιητού και βλέπει την πολυμέρειαν την οποίαν από τα νεαρά του χρόνια ανέπτυξεν, εκπλήσσεται και απορεί πως η πολυμέρεια αυτή και η περί πολλά διάσπασίς του δεν επηρέασε και δεν έβλαψε την ποιητικήν και λογοτεχνική ικανότητα και αξίαν του. Η καλυτέρα αυτοβιογραφία του δια πολλά έτη της ζωής του είναι τα «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου» τα οποία προ εννέα ετών εξέδωκε, το εκπληκτικόν δε εις αυτά είναι ότι –ως ο ίδιος έλεγε – όλα τα γεγονότα τα οποία διηγείται ή περιγράφει με τόσας λεπτομέρειας, τα εξέθεσεν όλα από μνήμης χωρίς σχεδόν βοηθητικάς σημειώσεις. «Η Μούσα ήλθε και μου τα είπε στο αυτί» λέγει. Αυτό το βιβλίον αναγινώσκεται με ευκολίαν και τέρψιν όσον ολίγα από τα σημερινά λογοτεχνικά βιβλία. Ο αναγνώστης δεσμεύεται από το ύψος και την διήγησιν, θέλει πάντοτε να γνωρίση το παρακάτω, τί έγινε και πώς ετελείωσεν αυτό το οποίον ο συγγραφεύς διηγείται.

Ο ποιητής εγεννήθη μεν εις τας Αθήνας αλλά κατάγεται από το Μεσολόγγι όπως και ο Παλαμάς, ο οποίος εγεννήθη εις τας Πάτρας. Αυτούς τους δύο ποιητάς μας εχάρισε το Μεσολόγγι, και τρίτον τον Μαλακάσην.

Το όνομά του «Δροσίνης» ενόμιζεν ο ποιητής ενετικόν, έως ότου ήλθεν ο μακαρίτης νομισματολόγος μας Κωνστ. Κωνσταντόπουλος και το απέδειξεν εις το Ημερολ. της Μεγ. Ελλ. (1926) ως Βυζαντινόν. Εκεί λέγονται πολλά περί της πρώτης εμφανίσεως του βυζαντινού οικογενειακού ονόματος Δροσίνης. Η μήτηρ του ποιητού κατήγετο εκ Χίου, εκ της οικογενείας των Πετροκοκκίνων. Ο νεαρός Δροσίνης εδιδάχθη τα πρώτα γράμματα με ιδιωτικής διδασκαλίαν, αργότερα ενεγράφη εις το δημόσιο σχολείον, φαίνεται δε ότι ήτο εις αυτά τα παιδικά του χρόνια αρκετά ζωηρός και η μητέρα του δεν ήτο εύκολον πάντοτε να τον τιθασσεύη. Τον εφοβέριζε δι’ αυτό κατά τας διακοπάς των σχολείων και του έλεγε «πότε να ‘ρθη ο άγιος Σεπτέμβριος» δια να τον φορτώση πάλιν εις την ράχιν του διδασκάλου. Αργότερον άμα ετελείωσε το Γυμνάσιον ενεγράφη, εις την Νομικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου, μετενεγράφη έπειτα τη συστάσει του Νικολάου Πολίτη, εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν. Ο Πολίτης, ως διηγείται ο ποιητής, του έλεγε «να μεταγραφής στη Φιλοσοφική Σχολή και να πας αργότερα στην Γερμανία, να πάρης το δίπλωμά σου αφού ειδικευθής εκεί στην Ιστορία της Τέχνης και στες ξένες Λογοτεχνίες. Το Πανεπιστήμιόν μας εδώ έχει μεγάλη ανάγκη και από τα δύο αυτά μαθήματα, και θα είσαι περιζήτητος Καθηγητής άμα γυρίσης».

Ο Δροσίνης διηγείται ότι αι συμβουλαί αυταί του ήσαν «σαν πρωτοβρόχι σε διψασμένη γη». Είχε λοιπόν το θάρρος μυστικά από τος γονείς του να μετεγγραφή εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, και ήρχισε και γερμανικά μαθήματα με τον μακαρίτην Μαναράκην, ένα εκ των ολίγων Γερμανοδιδασκάλων τους οποίους είχον τότε αι Αθήναι.

Εις τα «Σκόρπια φύλλα» εκθέτει ο ποιητής πως του παρουσιάσθη η ευκαιρία να μεταβή δια σπουδάς εις την Γερμανίαν, και με χάριν εκθέτει τας εκεί περιπλανήσεις και αναμνήσεις του. Το φθινόπωρον του 1888 ανεκλήθη από την Λειψίαν εις  την Ελλάδα, δια να αναλάβη από τον Κασδόνην την διεύθυνσιν της «Εστίας». Δεν υπήρχε λοιπόν έκτοτε «ούτε ιδέα πια για συστηματική σπουδή και εξετάσεις και δίπλωμα. Έτσι λοιπόν έμεινα (λέγει) από τότε και είμαι ακόμα ως τώρα φοιτητής του Πανεπιστημίου της Λειψίας, κι αυτός είναι ο μόνος μου επίσημος τίτλος μαζί με του τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών!» Αλλά δια να γίνη ό,τι είναι σήμερον δια το Έθνος ολόκληρον, σημαίνει ότι δεν ήτο κοινός τύπος συνηθισμένου ανθρώπου, με τον συνήθη νουν και τη συνήθη αξίαν.

Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι η σχετικώς μακρά παραμονή του εις την τότε τόσον ακμάζουσαν πνευματικώς και υλικώς Γερμανίαν, επέδρασεν αποφασιστικά εις όλην την μετά ταύτα πενυματικήν και διοργανωτικήν δράσιν του. Κυριωτάτη και σπουδαιοτάτη υπήρξεν η λογοτεχνική και διοργανωτική δράσις του. Συλλογαί, ιδίως ποιημάτων, Δημοτικά κείμενα, Απομνημονεύματα και περιγραφαί, Επιστημονικά Ημερολόγια, εκλαϊκευτικαί μελέται και διατριβαί και τόσα άλλα. Ήγειρεν όμως αντιρρήσεις και αντιλογίας η ποίησις και η όλη λογοτεχνική του δράσις. Ο Δροσίνης εις όλα αυτά, καθ’ όσον τουλάχιστον εγώ γνωρίζω, εσιώπησεν, ίσως διότι εις τους κριτικούς του έβλεπε μόνον κυνάρια υλακτούντα.

Μήπως άλλως τε έμεινε κανείς εκ των νεωτέρων ποιητών μας απείρακτος και ακατάκριτος; Από τον Σολωμόν και τον Κάλβον μέχρι του Βαλαωρίτου, του Παράσχου και του Παλαμά. Τον τελευταίον μάλιστα επίκραναν ζώντα ακόμη και άδικοι επιθέσεις εκτοξευόμεναι κατ’ αυτού και από διδακτικής έδρας. Και ο Παλαμάς όμως τας περιεφρόνησε και τας αντιπαρήλθε. Και αυτόν, τον συμπολίτην και σύγχρονόν του (εγεννήθησαν και οι δύο το αυτό έτος και συνεδέοντο με αγάπην και φιλίαν μεταξύ των), τον Παλαμάν, λέγω, ο Δροσίνης ωμολογεί ως ανώτερόν του ποιητήν. Άλλο ζήτημα είναι ποίος εκ των δύο αναγινώσκει και κατανοείται ευκολώτερον (ό,τι συμβαίνει με τον Αισχύλον και τον σύγχρονον και φίλον του Πίνδαρον εν συγκρίσει προς τους μεταγενεστέρους των ποιητάς, και προ πάντος με τον Ευριπίδην).

Πολύ παλαιά είχε γράψει ο Παλαμάς, ο νεαρός Παλαμάς (1884), δια τον Δροσίνην ότι «προσπαθεί να κατοπτρίσει εν ως οιόν τε ευαρμόστω γλώσση απλοώς και αληθώς και άνευ όγκου, μετ’ εγκρατείας και καλλιτεχνικού αισθήματος τας ποιητικωτέρας πτυχάς του ελληνικού βίου εις τας ποικίλας αυτού παραδόσεις, δοξασίας, προλήψεις, εις τα αισθήματα, εις τα βάσαν εις τας ελπίδας, εις την δόξαν. Ολόκληρον χρυσωρυχείον ποιήσεως».

Είναι χαρακτηριστική η αμοιβαία ποιητική φιλοφρόνησίς των (την υπόδειξίν της χρεωστώ εις τον Ε. Φωτιάδην) δια τα πρωτεία και την ποιητικήν δύναμιν (ΗΜΕ 1928)∙ ο Παλαμάς έγραψε δια τον Δροσίνην (30.5.1925).

 

Στο Δροσίνη

 

Πώς αλλιώς

να σε πω; ο συνοδοιπόρος

χαίρε, ο πιο γερός, ο πιο παλιός

για τ’ ανέβασμα στου Τραγουδιού

                                                τ’ Αγιονόρος.

 

Με το γέλασμα του παιγνιδιού

με το γνοιάσιμο του κόπου

δουλεμένο το βιβλίο μου καρτερεί

τη ματιά σου, θρέμμα ανθρώπου

που δεν είναι στη ζωή του μια στιγμή,

μια ματιά στην ύπαρξη του – δίχως

να ταράζη του τη σκέψη ο Στίχος.

 

Ο Δροσίνης απήντησε (12.9.28)

 

Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε

στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα – όμως,

με του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε

του καθενός μας χωριστός ο δρόμος:

Εσύ τ’ Ωραίο μέσ’ στα μεγάλα ζήτησες

κ εγώ στα ταπεινά κι απορριμένα∙

και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο

κ άφησες τον πηλό της γης σ’ εμένα.

 

Στις Αλπικές χιονοκορφές ανέβηκες

και στάθηκα στις λιόφωτες ραχούλες∙

αρχόντισσες και ρήγισσες οι μούσες σου

κ εμένα ψαροπούλες και βοσκούλες.

 

Εσύ στης δάφνης τ’ ακροκλώναρα άπλωσες

κ εγώ σε κάθε χρόρτο και βοτάνι∙

στεφάνι έχεις φορέσει από δαφνόφυλλα –

λίγο θυμάρι του βουνού με φτάνει.

 

Πολλά έτη αργότερα ήλθεν ως επιτημητής πλέον ο γέρων Παλαμάς δια τους αδικούντας τον Δροσίνην.

«Οι κακοί και οι ανόητοι μπορεί να τον παραμερίζουν ή να τον καταφρονούν. Όμως οι μελετημένοι κι οπωσδήποτε μπασμένοι στην ομορφιά και όσοι γνωρίζουν (τα βιβλία του) είναι το Κοινό που γνωρίζει και που συγκινείται από το Δροσίνη».

Ούτω πως αλλληοσυγκρίνονται και αλληλοεκτιμώνται οι δύο μας ποιηταί.

Εάν δεν επεχείρει κανείς να συγκρίνη και προς άλλους ή να χαρακτήριση την ποίησίν του θα έλεγε πολλά πράγματα εντελώς αντίθετα προς μίαν όχι ευνοϊκήν κριτικήν του όλου έργου του, η οποία εδημοσιεύθη εις αθηναϊκόν περιοδικόν προ πολλών ετών, προ 16 ετών. Η κριτική αυτή δεν είναι κριτική του Δροσίνη, αλλά κριτική του γράψαντος. Θα ηδυνάμην να αναγράψω εξ αυτής μερικάς περικοπάς δια να γίνη φανερόν πως έχουν συνηθίσει οι πλείστοι των παρ’ ημίν να ασκούν δήθεν κριτικήν.

«Ποτέ μου δεν έγραψα (λέγει ο ποιητής, Νέα Εστία 1.10.47 σελ. 1240) τίποτε φανταστικό. Ό,τι βρίσκεται στα ποιήματά μου: τα πρόσωπα, η εικόνα, η περιγραφή τα είδα και τα έζησα. Στις Γούβες (το κτήμα του στην Εύβοια), στο Πήλιο και στην Αθήνα».

Ευτυχώς σήμερον ολόκληρον το Έθνος τον ανεγνώρισε και τον αναγνωρίζει ως ένα από τους καλυτέρους του ποιητάς των χρόνων εις τους οποίους ζώμεν. Γράφει μικρά ποιήματα με έμπνευσιν και αίσθημα και φωτεινήν παράστασιν του αισθήματος αυτού, με ζωηράς περιγραφάς, με πλούσιον περιεχόμενον και με ποικιλίαν θεμάτων. Τα μικρά αυτά ποιήματα είναι πλαστικά και ήρεμα, ζωγραφίζουσι συχνά την φύσιν ως αυτή είναι, χωρίς φαντασμαγορίας, χωρίς επικινδύνους εξάρσεις και επιτηδεύσεις, την φύσιν ήτις κατέχει εν ιδιαίτερον όλως κεφάλαιον εις την όλην ποίησίν του. Δεν ημπορώ να επεκταθώ εδώ εις αναλύσεις ποιημάτων του, διότι δεν είναι τούτο ο σκοπός των ολίγων αυτών γραμμών. Θα γίνη άλλως τε τούτο ασφαλώς παρ’ άλλων με την σημερινήν ευκαιρίαν. Βεβαίως δεν φαντάζεται κανείς ότι ο ποιητής μας αμφισβητεί τα σκήπτρα της ποιήσεως από τους κορυφαίους ποιητάς, τους γίγαντας της ποιήσεως, ιδικούς μας, εννοώ τους αρχαίους, και τους μεγάλους ποιητάς των νεωτέρων εθνών.

Ολίγα μόνον θα είπω δια τες «μαντινάδες» του όπως λέγομεν εις την Κρήτην. Τα δίστιχά του αποπνέουν έρωτα αρμονικής και ευγενικής ψυχής και ημπορούν να παραβληθούν με τα άριστα, τα οποία ελληνική ψυχή επενόησε και έψαλε. Θα αναφέρω από αυτά ολίγα:

 

«Εγώ ‘μαι ‘να μικρό δεντρί, και συ πουλάκι αν είσαι

Πέταξε κ’ έλα στο δεντρί, και τη φωλειά σου κτίσε».

 

Άλλο:

«Θέλεις να δης αν σ’αγαπώ; Για κύταξέ με πρώτα

Τα δυο μου χείλη μη ρωτάς, τα δυο μου μάτια ρώτα».

 

Το τρίτον το οποίον ακολουθεί εξελήφθη ως δημοτικόν (Λαογραφία 5,586) και κατεχωρίσθη εις τοιαύτην συλλογήν διστίχων.

 

«Ροδοντυμένη αγάπη μου, τ’ αηδόνια άμα σε δούνε

θαρρούν πως ήρθ’ η άνοιξις, και γλυκοκελαηδούνε».

 

Έν άλλο γνωρίζω από το στόμα του, και δεν ημπορώ τώρα να ειπώ αν είναι ιδικόν του ή άλλου:

«Την είδε την αγάπησε∙ έφυγε κ ήλθε πάλι

Την μια φορά ‘ταν γρήγορα, κ ήταν αργά την άλλη».

 

Κάτι βέβαια σημαίνει όταν ένα ποίημα ενός ποιητού ή εν δίστιχον αρχίζη να θεωρήται ως δημοτικόν και λησμονήται ο συγγραφεύς του. Όσοι το διαμφισβητούν αυτό και προσπαθούν με λόγια μόνον και με επιχειρήματα στενοχωρίας να το υποτιμήσουν ή να το εκφαυλίσουν, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να φανερώνουν χωρίς να το θέλουν την ιδικήν των ζήλειαν και τον ιδικόν των φθόνον.

Πόσην χάριν δεν έχει η «Αμυγδαλιά» του και ο επιτυχής μελωδικός τονισμός της, ώστε να είναι εις όλων των Ελλήνων σήμερον τα στόματα και να κληροδοτήται από γενεάς εις γενεάν.

Ποιος ημπορεί να διαμφισβητήση και να μη παραδεχθή ότι σιγά-σιγά και το ποίημά του Χώμα ελληνικό γίνεται και αυτό κοινόν κτήμα όλων των Ελλήνων, όχι μόνον των ξενιτεμένων. Αλλά μήπως η Βελανιδιά δεν έχει μέσα της πάθος και φιλοσοφίαν εις ολίγα παρόμοια ποιήματα ευρίσκομεν; Εγώ δεν παύω από το να πιστεύω, ότι η ποίησις του Χάϊνε επέδρασεν επ’ αυτόν, άλλως πρέπει να δεχθώμεν ότι υπάρχει τυχαία πνευματική συγγένεια μεταξύ των δύο ποιητών.

Η Λορελάη του Χάϊνε – την οποίαν έχομεν και εις την γλώσσαν μας μεταφρασμένην από τον Άγγελον Βλάχον και τον Θεόφιλον Βορέαν (ίσως και από άλλους)

 

“Ich weiss nicht, waw sol les bedeuten dass ich so trauring bin”.

 

θα ήτο δυνατόν να ποιηθή και από τον Δροσίνην.

Αυτό θα αναζήση και πάλιν σήμερον ως δημοτικόν σχεδόν άσμα εις την Γερμανίαν, όπως έχουν γίνει δημοτικά άσματα του Γκαίτε το:

 

“Sah ein Knab’ ein Roeslein stehn

Roeslein auf der Heiden”.

 

Και το περίφημον φοιτητικόν κυρίως:

“Hier sind wir versammelt zu loblichem Tun

 

όπως έχουν γίνει δημοτικά άσματα του μεγάλου φιλέλληνος και ποιητού Γουλιέλμου Μύλλερ (όστις έψαλε ενθουσιωδώς τον Ιερόν μας Αγώνα του 1821) το:

 

“Am Brunnen vor dem Tore

Da steht ein Lindenbaum

 

και το:

“Das Wandern ist des Mullers Lust das Wandern”

 

Παρόμοια βεβαίως θα συμβαίνουν και εις την Γαλλικήν και εις την Αγγλικήν, Ιταλικήν και εις άλλας μικροτέρας φιλολογίας.

Ο Δροσίνης γράφει ποιήματα από το 1880. Δεν είναι εδώ ο τόπος της εξετάσεως του δημοτικισμού του και πως προσήλθεν εις αυτόν και τι αρχάς τηρεί. Ως προς τούτο έχει πολλά κοινά σημεία με τον Παλαμάν. Ίσως δια το σύγχρονον, αλλά ίσως και από την αυτήν προσοχήν και περίσκεψιν. Ο επικριτής του τον οποίο ανέφερα ανωτέρω λέγει ότι τα ποιήματά του τα έγραψεν εις την δημοτικήν «μα σε μια δημοτική που προσπαθεί να μη παρεκκλίνη καθόλου από τη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών». Αυτό άλλοι το θεωρούν ακριβώς προτέρημα των ποιημάτων, εαν αληθεύη, διότι δεν έχει αναπτύξει τι θα ήθελεν ακριβώς. Θα ήθελεν άρα γε τας ακρότητας αι οποίαι εις το γλωσσικόν ζήτημα ανεφάνησαν και επετάχθησαν (ως επί το πλείστον από τους ίδους τους δημοτικιστάς) και ευτυχώς εξηλείφθησαν ή εξαλείφονται;

Εις τα πεζά λογοτεχνικά του έργα διακρίνεται μεγάλη γραφικότης και αξιόλογος ψυχολογική παρατήρησις και ακρίβεια (Αμαρυλλίς κτλ.). Αξιοθαύμαστος ήτο ο τρόπος με τον οποίον διηύθυνε λαϊκωτέρας Συλλογάς (Σύλλογος ωφελίμων βιβλίων) αλλά και άλλας σειράς με επιστημονικώτερον χαρακτήρα.

Εξαίρω το «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδας» το οποίον από του έτους 1922 επί πολλά έτη εξέδιδε, και προσέφερε πολλάς με αυτό υπηρεσίας. Όστις αναγινώσκει παραδ. χάρ. εις τον τόμον του 1936 τον κατάλογον των Συντακτών του Ημερολογίου από το 1922-1936 βλέπει ότι δεν υπάρχει σχεδόν λόγου άξιος επιστήμων ή λογοτέχνης παρ’ ημίν, ο οποίος να μη τον εβοήθησεν εις το έργον του τούτο.

Εκ των νεωτέρων μεγάλων συγγραφέων και ποιητών μελετά κυρίως τον Δάντην, Σαίξπηρ και Γκαίτε. Δια τον ολύμπιον τούτον ποιητήν λέγει ότι τον εδίδαξεν την αλήθειαν και την μελέτην της φύσεως. Εκ των Γάλλων τον Ουγκώ και τον Μωπασσάν, ένα εκ των αρίστων αντιπροσώπων της φυσιοκρατικής πεζογραφίας. Επίσης τον Τολστόϊ, τον Ίψεν και τον Έμέρσον.

Προσφιλής του όμως ανάγνωσις είναι και οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, ιδία οι τρεις τραγικοί, ο Σοφοκλής, αλλά και ο Αισχύλος, δια τον οποίον ευχαριστείται να απαγγέλη το δίστιχον.

 

«Απ’ τες ψηλότερες κορφές της δόξης σας Αθήναι

Του Αισχύλου το θείο μέτωπο κορφή ψηλότερη είναι».

 

Επίσης και τον Πλούταρχον αναγινώσκει πολύ και ιδιαιτέρως τιμά, όπως έκανε και ο αοίδιμος Κοραής.

Τελειώνω με την πινδαρικήν ευχήν την οποίαν προέταξα των ολίγων τούτων γραμμών. Να έχη και εις την υπόλοιπον ακόμη ζωήν του, την οποίαν του ευχόμεθα όσον το δυνατόν ακόμη μακροτέραν, «μελιτόεσσαν ευδίαν» ένεκα των άθλων του εις την νεοελληνικήν λογοτεχνία.