Λιόντος Σωτήρης, «Ο στοχαστής Νάνος Βαλαωρίτης»
 
Πόρφυρας, τομ. ΚΔ, 107-115, Απρίλης – Ιούνιος 203. Σσ. 71-78
 
 
 

Ένας από τους πιο παραγωγικούς, πολυπράγμονες και εμβριθείς σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, με ένα ποικιλόμορφο φάσμα ενδιαφερόντων και ευρύτατη πνευματική συγκρότηση και κυρίως πλούσια εμπειρία, ο Νάνος Βαλαωρίτης, παρήγαγε ένα πολύμορφο έργο, που εκτός από ποιήματα και πεζογραφήματα περιλαμβάνει και έναν μεγάλο αριθμό από θεωρητικά δοκίμια, λογοτεχνικές μελέτες, κριτικές μονογραφίες, και εισαγωγικά κείμενα σε βιβλία και εκθέσεις ζωγραφικής, αλλά και έναν σημαντικό αριθμό από συνεντεύξεις και διαλέξεις.

Ο Νάνος Βαλαωρίτης γνώρισε τον υπερρεαλισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1930 στην Αθήνα από τους πρωτεργάτες της ελληνικής του εκδοχής (Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Κάλας, Ελύτη, Γκάτσο), τον μοντερνισμό στην Αγγλία τη δεκαετία του 1940, τον γαλλικό υπερρεαλισμό από τον André Breton και την ομάδα του στο Παρίσι τη δεκαετία του 1950, το κίνημα της Γενιάς Beat στο Παρίσι και στην Αθήνα από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ενώ διετέλεσε για 25 χρόνια καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο.

Ένα από τα πρώτα και σημαντικότερα κείμενα του είναι το δοκίμιο του «Μια εισαγωγή στον υπερρεαλισμό» (1965), για το οποίο έχω αναφερθεί αναλυτικότερα με κείμενο μου σε παλαιότερο τεύχος του Πόρφυρα. Πρόκειται για ένα κείμενο υπεράσπισης του υπερρεαλισμού, διασαφήνισης της φυσιογνωμίας του και των κυριότερων γνωρισμάτων του και περιεκτικής ανάλυσης του επαναστατικού του περιεχομένου. Αποτελεί επίσης και μια εμπεριστατωμένη απάντηση σε κάθε είδους δυσφήμιση του υπερρεαλισμού, αντικρούοντας με επισταμένη επιχειρηματολογία την απλοϊκή άποψη ότι αυτός δεν είναι παρά ένα επιπόλαιο κίνημα φυγής από την καθημερινή πραγματικότητα. Τίθεται ενάντια στην κατεστημένη άποψη δημοσιογράφων, φιλολόγων και ιστορικών τέχνης, που χαρακτήρισαν τον υπερρεαλισμό ως σχολή και όχι εξέγερση και τον πολιτογράφησαν ως καλλιτεχνικό κίνημα και όχι ως φιλοσοφικό σύστημα ή καλύτερα ως τρόπο σκέψης και θέασης του κόσμου, για να μειώσουν τη σημασία των πνευματικών του κατακτήσεων και της καταλυτικής του επίδρασης σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης σκέψης και έκφρασης. Διότι ο υπερρεαλισμός πέρα από τις μορφολογικές αλλαγές του ορθολογιστικού εποικοδομήματος στις οποίες προέβη, αποσκοπούσε πρώτα και κύρια στην αλλαγή του τρόπου σκέψης μας και στην κατάργηση της μονοδιάστατης αντίληψης μας για τον κόσμο και το βαθύτερο περιεχόμενο της ζωής: Αν λοιπόν πρόκειται ν' αλλάξουμε νοοτροπία, δεν είναι δυνατό να γίνει αυτό μόνο με εξωτερικές ή συνειδητές αλλαγές. Αλλά και με τη μετατροπή των δομών τον ασυνείδητου που μας κατευθύνουν, και μας κατευθύνουν αυτή τη στιγμή, ακριβώς επειδή τις αγνοούμε, στην λανθασμένη κατεύθυνση: στους εξοπλισμούς, στην εκμετάλλευση, στην αγριότητα, στη βουλιμία, στο φόβο. Μόνο η μελέτη του ασυνειδήτου και των τρόπων της λειτουργίας του μπορεί τελικά να συντείνει σε μια ολοκληρωτική απελευθέρωση του ανθρώπου απ' τα δεσμά του, δεσμά που συχνά έχει επιβάλει στον εαυτό τον από φόβο ή κακό υπολογισμό. Μέσα σ' αυτά τα δεσμά περιλαμβάνονται και τα κοινωνικά συστήματα που επιβάλλονται σαν ασυνείδητα μοντέλα μιας νοοτροπίας που εξελίσσεται πολύ αργά μέσα στο χρόνο. Έτσι ο υπερρεαλισμός σωστά επέμενε· ότι για ν' αλλάξει η ζωή πρέπει ν'αλλάξει κι ο άνθρωπος, κι όχι μόνο το κοινωνικό σύστημα που δεν αλλάζει τους ανθρώπους, απλώς τους αναγκάζει να μπούνε σε καλούπια εξωτερικά που δεν έχουν εσωτερικό αντίκρυσμα, και που μοιραία θ' αποτύχουν γι’ αυτό το λόγο. Και συνεχίζει: Μπροστά σ' αυτό το δίλημμα ο υπερρεαλισμός δίνει μιαν απάντηση, ίσως απροσδόκητη. Ανοίξτε τις πόρτες στην επιθυμία και στη φαντασία. Μη φοβάστε τον εαυτό σας. Ιδωθήτε όπως θέλετε πραγματικά νάσαστε. Αντιστρεπτέ τους όρους: «όλοι ίσοι μπρος στον τρόμο», με το: «όλοι ίσοι μπρος στο επιθυμητό, μπρος στον πόθο». Αν όλοι ποθούμε κάτι ανάλογο, γιατί να μην ποθούμε να δούμε τον πόθο του άλλου ικανοποιημένο; Τότε ο δικός μας πόθος θάναι πιο σωστός, αν μέσα στην προοπτική του έρθει να εγγραφεί και ο πόθος του άλλου σαν ποθούμενο. Δηλαδή, μην είστε μίζεροι με τους πόθους σας. Μη στερείστε απ' τον πόθο νάσαστε πιο ποθημένοι απ' τον άλλον, πιο ποθητοί... Τέρμα στην απόθηση. Ελευθερώστε το α-ποθημένο... Γίνετε σωστοί στην αναζήτηση του πόθου σας. Μοιραστείτε όχι τ' αντικείμενα μόνο των πόθων σας αλλά τους ίδιους τους πόθους. Εάν ο άλλος δεν μπορεί να ποθήσει κάντε τον να ποθήσει, όπως ποθείτε κι εσείς. Το πνεύμα αυτό του γενναιόδωρου δοσίματος, δεν αρχίζει με τη μοιρασιά των αγαθών μόνο, αλλά με τη μοιρασιά των συμβόλων, των λέξεων, των εννοιών, των εικόνων...

Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω παραθέματα, το ενδιαφέρον του Νά­νου Βαλαωρίτη για τον υπερρεαλισμό υπήρξε αδιάπτωτο και γόνιμο σε πρωτότυπες ιδέες, ρηξικέλευθες απόψεις και ερμηνευτικές προσεγγίσεις κάθε συνισταμένης του. Έγραψε πλήθος άρθρων και δοκιμίων για τη φιλοσοφία και τον πρακτικό χαρακτήρα του υπερρεαλισμού, τόσο σε ελληνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, για τις καινοτομίες που αυτός εγκαινίασε, τις κατακτήσεις στις οποίες προέβη, και την επιρροή του σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης έκφρασης και δημιουργίας. Σε άλλο κείμενο του αναφέρει: Ο υπερρεαλισμός δεν είναι μόνο μια είδους τεχνοτροπία ή ένα μοναδικό στυλ - που έχει συνδεθεί με το αυτόματο κείμενο και τον παραδοξολογικό του χαρακτήρα. Για τον Μπρετόν η ποίηση ήταν κατ' αρχήν τόνος και προσανατολισμός. Ήταν η προσέγγιση μιας υπερπραγματικότητας με πολλά μέσα. Γράφοντας για την «Νάντια» του André Breton τονίζει: Οι χωρισμοί σε λογικό και σε παράλογο, συνειδητό και ασυνείδητο, είναι προϊόντα της δικής μας νοοτροπίας, εμείς που ζούμε την αλλοτρίωση και την ειδίκευση ως πληγές και ως αποξένωση από τον πραγματικό μας εαυτό στο πλαίσιο της βιομηχανικής κοινωνίας. Πράγμα που σημαίνει ότι η μύηση στα πεδία του υπερρεαλισμού και στην περιπέτεια της πρακτικής εξάσκησης του προϋποθέτει έναν βαθμό ενεργούς προσήλωσης στην ανατρεπτικότητα, μια φιλοπαίγ­μονα σοβαρότητα και ακεραιότητα χαρακτήρα, μια πνευματική διαθεσιμότητα και κατά παρέμβαση αποδοχή γνωστών δεδομένων και τυχαίων ανακαλύψεων και κυρίως μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας και στάσης ζωής, που δεν είναι καθόλου εύκολο να εφαρμοστεί με συνέπεια. Κλασική παραμένει η μελέτη του για το υπερρεαλιστικό χιούμορ που το προσδιορίζει ως το λεγόμενο μαύρο χιούμορ που έχει συχνά μια τραγική χροιά. Το χιούμορ που μας αποκαλύπτει, όπως η ειρωνεία του Σωκράτη, το άπειρο, το κενό, την άβυσσο, την προέκταση τον περιορισμένου στο ατέλειωτο, το άνοιγμα της άπειρης πιθανότητας πέρα από τα στενά όρια της καθημερινής ζωής. Και συνεχίζει: Το υπερρεαλιστικό χιούμορ μετατόπιζε τα πράγματα, τα καλώς ή τα κακώς έχοντα, και τα ανέτρεπε, τα αποδιοργάνωνε, τους ξανάδινε τη γεύση τον χάους της αρχικής τους προέλευσης.

Ο Νάνος Βαλαωρίτης υπήρξε ανέκαθεν υπέρμαχος μιας παραβατικής λογοτεχνίας. Ένας ένθερμος υποστηρικτής αυτόνομων λογοτεχνικών έργων που μπορούν και ξεγλιστρούν μερικές φορές από τα σιδερένια δάχτυλα του κατεστημένου που προσπαθεί να τα συνθλίψει και να τα εξαλείψει. Πρόκειται για τα πειραματικά εκείνα και πρωτότυπα έργα, τα μη εμπορεύσιμα, τα διαφορετικά, με γνήσια λογοτεχνική γραφή ή έργα με προσωπικότητα και στιλ. Ένας οπαδός μιας λογοτεχνίας όπου τα «είδη» της γραφής καταλύονται και γεννιέται μια μικρή κοσμογονία κάτω από τα μάτια μας. Η πεποίθηση του ότι βρισκόμαστε σε μια μεταμοντερνιστική φάση, όπου η γραφή τείνει να συγχωνεύει, χωρίς διαχωρισμούς και εξαιρέσεις, διαφορετικές τεχνοτροπίες γραψίματος στο ίδιο έργο, τον οδηγεί στη διατύπωση της άποψης ότι η τεχνητή φύση του ομογενο­ποιημένου μοντερνιστικού ύφους έχει πλέον παρέλθει και ότι ο μεταμοντερνισμός, σε μια αποϊδεολογικοποιημένη εποχή όπως η σημερινή, παρέχει μεγαλύτερη ελευθερία και σημαντικότερες δυνατότητες αποενοχοποιημένης διακίνησης του συγγραφέα σε πολλά και ετερόκλητα είδη γραφής. Δεν παραλείπει όμως να τονίσει ότι τα μεταμοντερνιστικά έργα ως εκφράσεις του υστέρου καπιταλισμού είναι άμεσα εξαρτημένα από τα μέσα παραγωγής και την καταναλωτική κοινωνία.

Στα 25 χρόνια της πανεπιστημιακής του δραστηριότητας ο Νάνος Βαλαωρίτης δίδαξε και έγραψε πολλά κείμενα για έναν μεγάλο αριθμό θεωρητικών σχολών λογοτεχνικής κριτικής: για τις γλωσσολογικές θεωρίες του Ferdinand de Saussure, τον ρωσικό φορμαλισμό και τη νεότερη ριζοσπαστική του εξέλιξη, το στρουκτουραλι­σμό, που δεν εξετάζει το περιεχόμενο αλλά τα υφολογικά στοιχεία των λογοτεχνικών έργων, το γαλλικό «Νέο Μυθιστόρημα» (Nouveau roman) και τις «αντικειμενικές» θεωρίες του Alain Robbe-Grillet, τις θεωρίες της δομικής ανθρωπολογίας του Claude Levy-Strauss, τις θεωρίες περί «θανάτου του συγγραφέα» του Roland Barthes, και την «αποδόμηση» του Jacques Derrida, εντρυφώντας σε έννοιες όπως η «διακειμενικότητα» (intertextualite), η θεωρία δηλαδή που ισχυρίζεται ότι τα λογοτεχνικά κείμενα αποτελούνται από ανακυκλούμενα στοιχεία άλλων κειμένων, και τα ταξινομικά συστήματα με τα οποία θα μπορέσουμε να μελετήσουμε την ποιητική γλώσσα ως ένα σύστημα από αλληλοσυνδεόμενες παραλλαγές που διαρθρώνονται διαχρονικά και συγχρονικά ως απηχήσεις, παραμορφώσεις και αντιφάσεις και συνέχειες, που αποτελούν ένα ανεξάρτητο και αυτόνομο corpus. Ήταν επίσης ο πρώτος που αναφέρθηκε στα νεότερα ποιητικά κινήματα που προέκυψαν από τον υπερρεαλισμό στη Γαλλία τη δεκαετία του 1970. Την κίνηση του «Ηλεκτρικού» (Manifeste électrique, 1971) και του «Ψυχρού» (Manifeste froid, 1973) μανιφέστου, όπου οι πρώτοι (Michel Bulteau, Matthieu Messagier) επέτειναν σε ακραίο βαθμό τη ρητορεία του υπερρεαλισμού, ενώ οι δεύτεροι (Serge Sautreau, André Veiter) την περιόριζαν στους απολύτως βασικούς της όρους μεταχειριζόμενοι μια ελλειπτική γλώσσα. Μίλησε επίσης και για τη «γλωσσικά προσανατολισμένη» κίνηση πειραματικής ποίησης που εξέφραζε την ίδια περίπου εποχή το περιοδικό Αλλαγή (Change). Ως απόρροια της πολιτικής και ιδεολογικής ριζοσπαστικοποίησης που ακολούθησε την εξέγερση του Μάη του 1968, ο συγγραφέας και θεωρητικός Jean- Pierre Faye αποχώρησε από την ομάδα του υπερθεωρητικού περιοδικού Tel Quel και ίδρυσε το Change, στο οποίο συγχωνεύθηκαν και οι κυριότεροι ποιητές των προαναφερθεισών τάσεων, δίνοντας έμφαση στην ίδια την ποίηση και στους πειραματισμούς με τη μορφή και τη γλώσσα.

Αυτό όμως που χαρακτηρίζει τον δοκιμιακό λόγο του Νάνου Βαλαωρίτη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, είναι η έμφαση που δίνει στη γλωσσοκεντρική γραφή ή τη «γλωσσικά προσανατολισμένη ποίηση» (language centered poetry). Ο Νάνος Βα­λαωρίτης ορίζει αυτή τη γλωσσοκεντρική τάση ως μια επιχείρηση σύνθεσης της φροϋδικής θεωρίας του ασυνειδήτου με θέσεις του στρουκτουραλισμού, της επιστήμης των δομών, όπως τη θεωρία του Γάλλου ψυχαναλυτή Jacques Lacan ότι το ασυνείδητο είναι δομημένο ως γλώσσα, δηλαδή ως γλωσσικό και όχι ως βιολογικό φαινόμενο. Ο γλωσσοκεντρισμός στοχεύει, ενάντια στις παραδοσιακές νόρμες του θεσμοποιημένου λόγου, στην περιεκτικότητα και την έντονη συγκέντρωση των εκφραστικών μέσων και στην ανανέωση του νοήματος των λέξεων μέσω της αποδόμησης, της αποσύνθεσης και της εξάρθρωσης της γλώσσας.

Η ραγδαία εξάπλωση του γλωσσοκεντρισμού στην Αμερική μετέτρεψε την τάση αυτή σε ποιητικό κίνημα. Οι Αμερικανοί γλωσσοκεντρικοί ποιητές (Language Poets), αναγνωρίζοντας ως πρόγονο τους την Gertrude Stein, αντιλαμβάνονται το ποίημα ως ένα αυτοτελές λεκτικό αντικείμενο δημιουργημένο από μια συμπυκνωμένη, σχεδόν αυτοαναφορική γλώσσα, που αποκαλύπτει τις σχέσεις των λέξεων και με άλλες τέχνες (ζωγραφική, μουσική). Αναφέρει ο Νάνος Βαλαωρίτης: Συνέβαλαν στην τάση των Γλωσσοκεντρικών, ποιητές όπως ο Frank O'Hara και ο John Ashbery που έφεραν στο γράψιμο μια αμεσότητα και μια έμφαση στην επιφάνεια της γλωσσικής ύλης, ανάλογης με την χρήση που έχουν τα χρώματα στην ζωγραφική. Άλλα χαρακτηριστικά που εμφανίζει η γλωσσοκεντρική τάση μπορούν να θεωρηθούν η προγραμματική γλωσσική αποδιάρθρωση, το άκαμπτο και απότομο γλωσσικό ύφος που υπονομεύει το νόημα, η πλήρης απουσία συναισθηματισμού και θεματολογίας, η αυτονόμηση του κειμένου από το υποκείμενο που το παράγει και η επιδιωκόμενη διάσταση του με την επικοινωνιακή γλώσσα και τις συμβάσεις της.

Όπως ο Νάνος Βαλαωρίτης έχει επισημάνει: Αυτή η μέθοδος γραφής εντελώς συνειδητή, με πρόθεση να δημιουργήσει είτε διακοπτόμενες, είτε συνεχόμενες αποκεντρωτικές υφολογικές διατάξεις, είναι αυτό που καθορίζουν οι θεωρητικές προβολές των γλωσσοκεντρικών ποιητών στην Αμερική. Και συμπληρώνει: Κάπου εκεί ξεκινάει η παραβατική τροπολογία, σύνταξη και γραμματική των γλωσσοκεντρικών ποιητών, που γυρεύουν να λειτουργήσει η ποίηση με τα αρχικά δομικά της στοιχεία, τη λέξη, τη φράση ή την πρόταση, την περίοδο και τη ροή της, με άλλο τρόπο, ξέχωρα απ' τα παραδοσιακά ρομαντικά θέματα... Για να συμπεράνει αλλού: Μόνο η γλωσσοκεντρική τάση δείχνει σημεία θεωρητικής θέσπισης μιας γραφής και κάποια θέληση να δημιουργήσει σχολή. Ασφαλώς προέρχεται από τον μοντερνισμό, αλλά παρουσιάζει μια λεία επιφάνεια θρυμματισμένης γραφής, που μοιάζει με τα πιο πρόσφατα κτίρια της τελευταίας φάσης της μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής, με γυάλινα εξωτερικά τοιχώματα που αντανακλούν το φως. Η βασική δομή είναι μοντερνιστική, αλλά η στιλπνότητα της επιφάνειας δείχνει μια τάση να στραφεί το κέντρο βάρους της γραφής από το σημαινόμενο στο σημαίνον.

Η εκτεταμένη διάδοση του γλωσσοκεντρισμού στις Η.Π.Α. είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ομάδων και περιοδικών, καθώς και την έκδοση ανθολογιών και θεωρητικών δοκιμίων για το κίνημα. Η πλέον δραστήρια και συγκροτημένη ομάδα υπήρξε αυτή της Νέας Υόρκης. Η σαφής ιδεολογικοποίηση των κυριότερων χαρακτηριστικών του κινήματος από τους Νεο­ϋορκέζους γλωσσοκεντρικούς ποιητές (Charles Bernstein, Bruce Andrews), αποσκοπούσε στη διατύπωση ενός προγραμματικού αντίλογου τόσο στην επίσημη «καθεστωτική» γλώσσα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των πολιτιστικών προτύπων που δημιουργούν και ανακυκλώνουν, όσο και στο κύριο ρεύμα της κατεστημένης λογοτεχνίας και των «ακαδημαϊκών» ποιητών, αν και αργότερα εντάχθηκαν και οι ίδιοι σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπως ο Charles Bernstein που διδάσκει στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Buffalo. Όσο για το ποιητικό τους έργο, περιορίζοντας με την πάροδο του χρόνου τον πειραματικό του χαρακτήρα και χάνοντας σταδιακά το στοιχείο της έκπληξης, έχει διολισθήσει σήμερα σε ένα είδος διανοουμενίστικου νεοφορμαλισμού που διαφοροποιείται από το κύριο ρεύμα της αμερικανικής ποίησης μόνο μορφολογικά και διαφέρει από αυτό μόνο ως προς τις προθέσεις του και το πλεονέκτημα της επαρκούς θεωρητικής του κάλυψης. Δηλαδή βρίσκουμε πια σήμερα μια γενικευμένη γλωσσοκεντρική τάση, που παύει να είναι κίνημα, όπως εμφανίστηκε την προηγούμενη δεκαετία στην Αμερική, και γίνεται φαινόμενο. Ένα φαινόμενο ήσυχο, χωρίς μανιφέστα και τούμπανα, με ανοχή των διαφορών κάθε είδους, από εθνικές γλώσσες ίσαμε ιδεολογίες, αλλά με μια προσήλωση στην εσωτερικότητα της γλώσσας.

Ο Νάνος Βαλαωρίτης ανέπτυξε διεξοδικά τους προβληματισμούς του και γύρω από τη φύση και την εξέλιξη του ελληνικού μοντερνισμού, προσδιορίζοντας το τέλος του στη δεκαετία του 1950 και επισημαίνοντας το παράδοξο φαινόμενο της άνισης διεθνούς προβολής του Σεφέρη και του «κύριου ρεύματος» που ακολούθησε το ποιητικό του παράδειγμα, αλλά και λίγο αργότερα του Ρίτσου και του Ελύτη, και την «άδικη» αποσιώπηση του Εμπειρί­κου, του Εγγονόπουλου και άλλων ποιητών της ριζοσπαστικής πρωτοπορίας. Διέκρινε επίσης τρεις κύριες τάσεις που απαρτίζουν το ρεύμα του ελληνικού μοντερνισμού: 1.Τον υπαρξιακό συμβολισμό, που ξεκινώντας ως συμβολισμός τη δεκαετία του 1920 εξελίχθηκε μεταπολεμικά σε κύριο ρεύμα με βασικό του εκπρόσωπο τον Γιώργο Σεφέρη, η επιρροή του οποίου υπήρξε καθοριστική και σε πολλούς μεταπολεμικούς του ποιητές. Όπως τονίζει μάλιστα, το ρεύμα αυτό έχει ριζώσει στην ελληνική ποιητική συνείδηση και, κατά ένα παράδοξο τρόπο έλκει τη δυναμική του από τον Καβάφη. Κύριο χαρακτηριστικό της τάσης αυτής είναι μια καταθλιπτική και απαισιόδοξη ατμόσφαιρα προσωπικού χαρακτήρα που πολύ συχνά υιοθετεί τον τόνο του θρήνου. 2. Την ποίηση της «ήττας», έκφραση μιας ομάδας πολιτικοποιημένων ποιητών της Αριστεράς που αντλούν την έμπνευση τους από την τραυματική και οδυνηρή εμπειρία του εμφυλίου πολέμου και τις θλιβερές συνέπειες του. 3. Τον υπερρεαλισμό που τονίζει την εκφραστική αισιοδοξία και την παιγνιώδη διάσταση της γλώσσας και δίνει έμφαση στη μεταφορική λειτουργία του λόγου και την εκτεταμένη χρήση του μαύρου χιούμορ. Επισήμανε επίσης τη μονοπώληση της μεταπολεμικής κριτικής του μοντερνισμού από τους πανεπιστημιακούς και τη στείρα και αναποτελεσματική κατεύθυνση των κριτικών τους μεθόδων, που απέφυγε και συνεχίζει ως έναν βαθμό μέχρι και σήμερα να αποφεύγει επιμελώς να θίξει σημαντικές πτυχές του έργου των ελ­λήνων μοντερνιστών (λογοπαίγνια, χιούμορ, ερωτισμός), εμμένοντας σε ιδεολογήματα περί «ελληνικότητας» ή επιδιδόμενη σε φιλολογική επιδειξιομανία. Οι κριτικοί που κρίνουν τις ποιητικές συλλογές γράφουν ανοησίες. Επαινούν ή κατακρίνουν έξω από το θέμα τις περισσότερες φορές. Άλλοι πολυλογούν γράφοντας βλακώδη δοκίμια πάνω σε δήθεν «προβλήματα». Άλλοι δίνουν το παράδειγμα και γράφουν «κακά» ποιήματα. Τέλος, μερικοί σιωπούν - δε γράφουν τίποτα.

Μελετώντας το χώρο της ελληνικής λογοτεχνικής πρωτοπορίας ο Νάνος Βαλαω­ρίτης υποστήριξε ότι αυτός είναι ένας χώρος εξαιρετικά απομονωμένος, αφού με­ταπολιτευτικά έχει εκ νέου περιχαρακωθεί, λόγω της περιθωριακής θέσης και του μεταποικιακού χαρακτήρα της ελληνικής λογοτεχνίας. Σύμφωνα με τις απόψεις του η Ελλάδα, χώρα έντονα διασπασμένη πολιτικά, περιθωριακή, στο μεταίχμιο Δύσης και Ανατολής και εξαρτημένη οικονομικά και πολιτικά από προστάτριες δυνάμεις από την εποχή της ανεξαρτησίας της, ανταποκρίνεται πλήρως στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που παρουσιάζουν οι μεταποικιακές χώρες, χώρες μικρές, περιθωριοποιημένες, που έχουν χάσει τη δύναμη τους, ή την ανεξαρτησία τους, εξωθημένες σ' έναν επαρχιωτισμό και μια πολιτική και οικονομική εξάρτηση, όπου εκδηλώνονται υπερεθνικισμοί παραληρηματικοί, κι αυταρχικά καθεστώτα, χώρες που έχουν χάσει την βούληση τους ν' αλλάξουν. Με αποτέλεσμα, στις χώρες αυτές που εκδηλώνουν ένα συλλογικό σύνδρομο της μεταποικιακής κατάστασης να κυριαρχούν η παράλυση της θέλησης, ο φόβος των αλλαγών, η εφιαλτική ακινησία κάθε τομέα δημιουργίας, το υπαρξιακό αδιέξοδο και η επικράτηση μιας φθηνής δημαγωγικής ρητορείας. Σε όλα τα μεταποικιακά έθνη παρουσιάζεται μια παρόμοια ψυχολογία διάλυσης, απελπισίας, μηδενισμού, αμφισβήτησης της ταυτότητας, αβεβαιότητας, παράλυσης, αλλά και κενής ρητορείας, που καλύπτει όλα αυτά και ευνοεί καθεστώτα αυθαίρετα και καταπιεστικά, δικτατορίες, κινήματα στρατιωτικά και οικονομική ανισορροπία ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα, χάος, έλλειψη οργάνωσης και γενικό κλίμα αποθάρρυνσης.

Μία από τις πιο πρόσφατες έννοιες που απασχόλησαν τον Νάνο Βαλαωρίτη υπήρξε το «άγχος της προσδοκίας» (anxiety of anticipation), η αγωνία δηλαδή, κυρίως των μοντερνιστών, για τη μακροπρόθεσμη αναγνώριση του έργου τους και την μελλοντική του θέση στα μάτια των επερχόμενων γενεών. Ο ίδιος αναφέρει: Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι οι Ευρωπαίοι ποιητές και συγγραφείς πάσχουν μάλλον από το άγχος της προσδοκίας παρά από το άγχος της επίδρασης, όταν το γόητρο, ο χαρακτήρας και η κανονικότητα ενός έργου κατακερματίζονται τόσο εύκολα ύστερα από μερικές μόνον δεκαετίες. Το άγχος αυτό αφορά το ποιο θα είναι στο μέλλον το κλασικό αυτόνομο έργο και η νευρικότητα εμφανίζεται τόσο στους δημιουργούς όσο και στην κριτική, που αισθάνεται αδύναμη να τιθασεύσει τη ρευστότητα των καιρών και των δοξασιών και να προβλέψει το αυτοδύναμο έργο, ανεξάρτητο από χρόνο και περιβάλλον.

Κλείνοντας αυτή την επιλεκτική παρουσίαση των χαρακτηριστικότερων σημείων του θεωρητικού έργου του Νάνου Βαλαωρίτη, σταματώ στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επισήμανση του για την ανεπάρκεια της εγχώριας λογοτεχνικής κριτικής να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου της. Ο Μπρετόν και άλλοι ποιητές έγραφαν για νεότερους χωρίς να το θεωρούν αυτό απειλή για την σοβαρότητα της κριτικής τους ή για το ίδιο τους το γόητρο. Αυτή ακριβώς η έλλειψη είναι η αιτία για τόσα κακά στο χώρο της ελληνικής γραφής, ότι δεν υπήρξαν κριτικοί, έξω από τον Καραντώνη, στην αρχή τουλάχιστον, να εκπληρώσουν αυτό το ρόλο. Σήμερα ακούω και βλέπω τους νέους ποιητές να διαμαρτύρονται ότι δεν τους καλύπτουν οι κριτικοί. Είναι αλήθεια αυτό, και μάλιστα το χρέος του κριτικού είναι να καλύπτει κι αυτός όλο το χώρο. Αλλιώς δεν πρόκειται «περί κριτικού» αλλά «ερασιτέχνη». Η συμβουλή μου λοιπόν στους νέους είναι να γράφουν οι ίδιοι και να μην αφήνουν αυτό το χρέος στα χέρια των άσχετων και των προκατειλημμένων. Συμβουλή που όσο του επιτρέπεται εφαρμόζει ο υποφαινόμενος, ευχόμενος να εισακουσθεί από πολύ περισσότερους νέους, που να τολμήσουν να αμφισβητήσουν τις αυθεντίες, τα «φερέφωνα του Κατεστημένου Λόγου, του Νεκρού Γράμματος, του Χτεσινού Κηρύγματος στο στόμα ενός ιεροκήρυκα που δεν καταλαβαίνει πια τι λέει.