Πορφύρα Λάμπρου, Τα ποιήματα (1894 – 1932)
 
Φιλολογική επιμέλεια: Ελένη Πολίτου – Μαρμαρινού, Αθήνα 1993, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, σσ. 68-81
 
 
 

Η θεματική

 

Στενά τα σπίτια τους εδώ που μ' έχουνε θαμμένο,

Θλιμμένα·

 

(«Έχω μια θύμηση παλιά...»)

 

Από όλα όσα τον περιβάλλουν ο Πορφύρας θεματοποιεί μόνον αυτά που μπορούν αβίαστα να θεωρηθούν ως εν τόπω και χρόνω εκφάνσεις της προσωπικής του άποψης για τη ζωή και τον κόσμο ή όσα εκλαμβάνει ο ίδιος ως τέτοιες εκφάνσεις, αφού προσδώσει ένα ειδικό και πολλές φορές απροσδόκητο νόημα σε καταστάσεις και πράγματα, που από τον κοινό μέσο άνθρωπο γίνονται συνήθως αντιληπτά με εντελώς διαφορετικό τρόπο και παρέχουν εμπειρίες διαφορετικής κατηγορίας. Και στις δύο πάντως περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με δημιουργική, καθότι προσωπική, ανάγνωση του κόσμου.

Από τα θέματα λοιπόν που επανέρχονται επίμονα στην ποίηση του Πορφύρα αναδύεται η εικόνα ενός κόσμου, ο όποιος προσλαμβάνεται με δύο διαφορετικούς, αλλά παραπληρωματικούς μεταξύ τους, τρόπους. Συγκεκριμένα, στην ποίησή του το παρόν της περιβάλλουσας πραγματικότητας γίνεται αντιληπτό, οικειοποιείται και ερμηνεύεται ως:

 

                Έκπτωση από μια προηγούμενη ανώτερη, καλύτερη ή ευτυχέστερη μορφή ή κατάσταση σε ένα ατελές, εφήμερο και θλιβερό παρόν — και αυτή είναι η αρνητική και απαισιόδοξη πλευρά της ποίησής του.

Το «έκπτωτο» αυτό παρόν νοείται καταρχήν, σε ατομικό και εμπειρικό επίπεδο, ως αποτέλεσμα της φθαρτικής επίδρασης του χρόνου πάνω στη γήινη πραγματικότητα, αφού και της «Αγίας» ακόμα τ' ολόχρυσο στεφάνι της, κι' εκείνο τώχει σβύσει / Ο γέρω-Χρόνος, ο κακός, γιομάτος από φθόνο.

Κυρίαρχο λοιπόν είναι στην ποίηση του Πορφύρα το μοτίβο της φθοράς και του θανάτου, παρόν με τον εμβληματικό τίτλο Για όσα σβύνουν στο πρώτο, προγραμματικό ποίημα των Σκιών:

 

Τα κρίνα συλλογίζομαι, χλωμά και ραγισμένα,

Στα δάκρυα ραντισμένα

Πονετικής αυγής, Τα ρόδα που έχυσαν τ' αγνόν, άνθινον αίμα αγάλι...

 

Ό,τι θα μείνη ακίνητο και καθετί που πέφτει,

Στης λίμνης τον καθρέφτη

Τα νούφαρα νεκρά...

 

Κι' εσάς ματάκια που ήσυχα, κάτω απ' τα βλέφαρά σας,

Στα σκοτεινά νερά σας,

Βασίλεψε το φως...

 

Από το πρώτο αυτό ποίημα της πρώτης συλλογής και ως το τελευταίο της δεύτερης, όπου ακόμα και οι «Ήλιοι» στο διάστημα απελπισμένοι γέρνουνε και πάνε και βουλάνε / Στη μαύρη νύχτα που, θαρρείς, ποτέ δε θάχη αυγή..., η ποίηση του Πορφύρα απλώνει μπροστά μας με τα θέματά της την εικόνα ενός κόσμου, όπου τα πάντα, από τα πιο εφήμερα και εύθραυστα ως τα πιο γερά και στέρεα, φθείρονται, πεθαίνουν και χάνονται: Τα δέντρα, τα φύλλα, τα λουλούδια («Το τέλος», «Υστερνά λουλούδια»), τα καράβια («Όταν απ' την ανήμερη Νοτιά...»), τα κάστρα («Το κάστρο»). Στο άχαρο παρόν δεν επιβιώνει παρά το φάντασμα μιας άλλοτε ζωντανής και τώρα «Θαμπωμένης χώρας»:

 

Τα σπίτια της είναι κλειστά κι' είναι παλιά. Κλωνάρια

Ξεβγαίνουν μέσ' απ' τις φτωχές αυλές, τις ρημαγμένες,

Στους τοίχους, στα κατώφλια τους, φυτρώνουνε χορτάρια

Κι' οι στέγες μέσ' στην πράσινη τη μούχλα είναι ντυμένες.

 

Και βέβαια από τη μοίρα αυτή δεν γλιτώνει ο έρωτας («Παλιά αυλή», «Φτωχή μου αγάπη...») κι ο άνθρωπος, βορά του θανάτου («Ο Χάρος», «Η νυφούλα», «Λυπημένος χορός»), που το πένθος του καλύπτει τα πάντα («Εδώ 'ναι οι βράχοι οι πένθιμοι...»).

Με το βασικό μοτίβο της φθοράς και του θανάτου συνδέονται και άλλα συγγενή, όπως: Το ναυάγιο (Θυμάμαι στο κατώφλι τους τις γρηές μαυροντυμένες / Να κλαιν παλιά ναυάγια κι' αυτές ναυαγισμένες / «Ένα λιμάνι»2), η λήθη ως αιτία φθοράς («Το κάστρο», «Η Αγία»), η ερήμωση του κόσμου («Τα ερημοκκλήσια») και η ερημιά της ψυχής (Γυρνάω σκυφτός. Κι' αλλοίμονο! τριγύρω μου δε μένει / Παρά η νυχτιά, κι' η σκοτεινιά κι' η ατέλειωτη ερημιά μου / «Η θαμπωμένη χώρα»).

Από τα ευρύτερα σημασιολογικά πεδία που συγκροτούν τα θέματα, με τα οποία υλοποιούνται τα παραπάνω μοτίβα, απορρέει, κατά τρόπο φυσικό, μια άλλη κατηγορία μοτίβων, συναισθηματικά φορτισμένων. Αυτά είναι: Η λύπη, ο πόνος και ο θρήνος για τη φθορά και την απώλεια («Lacrimae rerum»), η ανάμνηση μιας προγενέστερης ευτυχίας (Θυμάμαι τ' ανοιξιάτικο ξεψύχισμα της μέρας, / Τα ρόδα του ήλιου τα στερνά, τα ρόδα της χιμαίρας / «Ένα λιμάνι»2) και ως προτροπή (Τι κι' αν χιονίζει;... Δύστυχη ψυχή, το φως θυμήσου / «Τι κι' αν χιονίζει;...»), αλλά και τραγική παράκληση (Σα βλέπεις φύλλα, σύννεφα, πουλιών φτερά στο αγέρι, / Σα βλέπης καραβιών πανιά, στοιχειά... να με θυμάσαι / «Το δειλινό—την ώρα αυτή θυμούνται...»). Κι ακόμα η πικρή νοσταλγία   που γεννά η ανάμνηση αυτή:

 

Σε ραγισμένους γύρω αυλούς οι καλαμιές φυσούνε

Τα νυφικά μαλλάκια τους μαδούν μαδούν οι ιτιές,

Τον κήπο της Νεράιδας σβυμένο νοσταλγούνε

Και κλαιν τις ανοιξιάτικες εφήμερες σκιές.

(«Χειμωνιάτικα δέντρα»).

 

Σε ένα δεύτερο τώρα επίπεδο, καθολικό και πανανθρώπινο, το «έκπτωτο παρόν του κόσμου τούτου» ταυτίζεται με το μύθο της Πτώσης του Ανθρώπου και εκφράζεται ως αταβιστική ανάμνηση, από τα βάθη ενός συλλογικού ασυνειδήτου, προγενεστέρων  και τελειοτέρων μορφών ζωής, αλλά και ως μάταιη αναζήτησή τους:

 

Έχω μια θύμηση παλιά και σα μισοσβυσμένη:

Πριν ζήσω τη ζωή που ζω μέσα σ' αυτή τη χώρα,

Ήμουν ψυχή στη θάλασσα, στο κύμα της ριγμένη, (...)

 

Οι γερανοί με παίρνανε ψηλά στο τρίγωνο τους,

Πανιά μ' επαίρναν κάτασπρα, γιομάτα φως κι' αγέρα, (...)

 

Στενά τα σπίτια τους εδώ που μ' έχουνε θαμμένο,

Θλιμμένα· κι' όλο στα γυαλιά σκυφτός του παραθύρου,

Ζητάω εκείνη τη χαρά στο κύμα τ' αντρειωμένο

Ζητάω τα πρώτα μου φτερά, το φως ζητάω του απείρου.

(«Έχω μια θύμηση παλιά...»).

 

                Ο δεύτερος τρόπος, με τον όποιον ο κόσμος γίνεται οικείος και ερμηνεύεται στην ποίηση του Πορφύρα, θα έλεγα ότι είναι αντιστρόφως ανάλογος και παραπληρωματικός σε σχέση με τον πρώτο, αφού τώρα ο κόσμος θεωρείται, κατά την παράδοση του πλατωνικού μύθου του σπηλαίου, ωχρό απείκασμα αλλά και προμάντεμα του φωτεινού, χαρούμενου, ευτυχισμένου, μακρινού ίσως και άπιαστου για τον άνθρωπο, υπαρκτού πάντως ιδεατού κόσμου. Και αυτή, όσο κι αν είναι περιορισμένη συγκριτικά με την πρώτη, είναι η αισιόδοξη πλευρά της ποίησής του:

 

Απόψε, η γη σου είν' όμορφη —Θέ μου— όλη πέρα ως πέρα (...)

 

Κι' απάνω εκεί δυο σύννεφα, λες κ' είν' ασπροντυμένοι

Αγγέλοι, που με τ' ανοιχτά φτερά τους σταματήσαν

Κ' ηύραν τη γη τόσ' όμορφη και τόσο ευτυχισμένη,

Που εμείναν και τον ουρανό γι' απόψ' ελησμονήσαν...

(«Απόψε»).

 

Το φωτεινό αυτό τμήμα της ποίησης του Πορφύρα συνθέτουν μοτίβα, όπως: Η ονειροπόληση μιας ευτυχισμένης μελλοντικής ζωής (Κάποτε θάρθω πλάι σου με τ' άλλα χελιδόνια, / Κείνα θα φύγουν ύστερα, κι' εγώ θα μείνω αιώνια / «Ένα λιμάνι»3), η αιών ι α περιπλάνηση σε αναζήτηση μιας ονειρεμένης ευτυχίας (... άστε με να σιγοταξιδεύω / Και να περνάω μονάχος μου και κάμπους και βουνά, / Ίσως τη βρω· μ' αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω \ Μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν' αράξω πουθενά... / «Είδα»), η λαχτάρα του απείρου («Το ταξίδι»), ο θάνατος, τέλος, αλλά τώρα ως επιστροφή στην ευτυχία και τη γαλήνη που ο θόρυβος της ζωής είχε ταράξει (Άγρια η βοή που απλώνεται και σκούζει από την πόλη, / Δε θα χτυπά τ' απάνεμο κλειστό σου αραξοβόλι, / Μα θα μας πνίξη η πιο βαθειά γαλήνη η άγια λήθη / Πούναι και μεσ' στων ερήμων των λιμανιών τα βύθη / «Ένα λιμάνι»3), ή ως πραγμάτωση ανεκπλήρωτων στη ζωή πόθων (Μα σαν κατέβουμε κι οι δυο στα Ηλύσια του Ομήρου / ...

Θα σου μαζώξω, στη θαμπήν ακρογιαλιά του ονείρου, / Τα κρίνα, που δε σούκοψα στου Μάη το περιβόλι / «Σα μια σκιά χιμαιρική...»).

 

                Όμως, με οποιαδήποτε μορφή κι αν προβάλλει ο κόσμος στην ποίηση του Πορφύρα, είτε ως μεταγενέστερη έκπτωση και φθορά, σε σχέση με έναν προηγούμενο, είτε ως προγενέστερη και ανοκλήρωτη ακόμα μορφή, σε σχέση με ένα μελλοντικό, δεν έχει την αυτονομία, την αυτάρκεια και την αυταξία «όντος κόσμου». Είναι ένας κόσμος, του οποίου η ύπαρξη έχει μόνο διαμεσολαβητικό χαρακτήρα και σ' αυτόν περιορίζεται και εξαντλείται ο ρόλος και η αξία του. Τον ειδικόν αυτόν χαρακτήρα υπογραμμίζει μια άλλη ομάδα μοτίβων, όπως: Το οριακό και το «μεταξύ» (Κι' ανάμεσα πελάγου κι' ουρανού / Στο ερημοκκλήσι, στου γκρεμού τα χείλη / «Φως μέσ' στην τρικυμία», η κατάκτηση αυτού του οριακού σημείου, ως η μεγαλύτερη δυνατή χαρά για τα πεπερασμένα όρια του «εδώ» (Κ' ένα πουλάκι απ' την πολλήν αγάπη του ετρελλάθη / Και στην ψηλότερη κορφή, σ' ενός κλαριού την άκρηα, / Ζυγιάζονταν κελαϊδιστά κ' έπεφτε, ως όπου εστάθη / Εκεί, που μόλις στέκονται και της δροσιάς τα δάκρυα / «Ο αποσταμένος Έρωτας...»), η ανάβαση προς το άπειρο, την ευτυχία, ακολουθώντας μια πορεία ή μια γραμμή που αξίζει από το σκοτεινό (άχαρο...) "εδώ" προς το φωτεινό (χαρούμενο...) "εκεί". Το δρόμο δείχνουν θέματα όπως «Το [έρημο] μονοπάτι», τα «Σύννεφα [της τρελλής Νοτιάς...»/, ο «Γλάρος», οι «Αλκυόνες». Με τον διαμεσολαβητικό, τέλος, ρόλο του κόσμου μας σχετίζονται, ως θέματα, και ο αντίλαλος, οι σιγαλοί και υπόκωφοι ήχοι, που μεταφέρουν μηνύματα από το επέκεινα και το άγνωστο (Τα σκοτεινά φυλλώματα τα πεύκα αργοσαλεύουν, / Σα ρασοφόροι στο βουνό που μάχονται ν' ανέβουν, / Κι' ο θλιβερός τους ο ψαλμός στ' άδεια βογκάει λαγκάδια / Σα μουσικός αντίλαλος από βαθυά πηγάδια / «Χειμωνιάτικα δέντρα»), η φευγαλέα αντανάκλαση και το απατηλό καθρέφτισμα, μόνη και άυλη παρουσία του ωραίου στον κόσμο («Σα μια σκιά χιμαιρική...»,  «Επίγραμμα»), σε μια κατιούσα μάλιστα κλιμάκωση (Φαίνεται μόνο βαθιά στο θαμπό μας καθρέφτη / Κάποια σκιά, μια σκιά μορφονιάς π' αγαπούσα / «Το έρημο μονοπάτι»).

 

                Ένας τέτοιος κόσμος, χωρίς δική του ουσιαστική υπόσταση, είναι φυσικά ρευστός, ασαφής και σκοτεινός, ιδιότητες στις οποίες παραπέμπει μια μεγάλη και χαρακτηριστική για την ποίηση του Πορφύρα κατηγορία μοτίβων. Τα βασικότερα είναι η αστάθεια (Μάταια θεμελιωμένα είναι τα σπίτια μας, / Να ταξιδέβουν τόχουν απ' τη Μοίρα! / «Τα καράβια»), η ρευστότητα θεματοποιημένη στα «Σύννεφα», το νερό (... τα κύματα, πού χτίζουν / Ανάερα τους πύργους των με αφρούς / «Φως μεσ' στην τρικυμία»), το χορό (Για των δαιμόνων τους χορούς ανάερους στα νερά/ «Τ' ακρογιάλι»), το παιγνίδισμα του φωτός (Τα ρόδα του ήλιου τα στερνά, τα ρόδα της χίμαιρας, / Στων παραθύρων τα γυαλιά, σα μέσα σ' ανθογυάλι, / Ν' ανθίζουν τάχα σαν το φως, να σβυούν σα ρόδα πάλι / «Ένα λιμάνι»2), τη σκιά (Σα μια σκιά χιμαιρική στης λίμνης τον καθρέφτη...), και η ασάφεια που θεματοποιείται ως θολούρα και φθινοπωρινή καταχνιά (Και το φθινόπωρο αιώνιο στο σπίτι μας πέφτει, / Μια καταχνιά μένει εκεί, που χαρούμενα ζούσα, \ Φαίνεται μόνο βαθιά στο θαμπό μας καθρέφτη / «Το έρημο μονοπάτι»), ως κάποιο φως, αχνό, λευκό («Ο Χάρος») και ως σκοτάδι («Το θέατρο», «Σκοτεινιασμένο αμίλητο...»).

 

                Υπάρχουν, τέλος, στιγμές στην ποίηση του Πορφύρα, κατά τις οποίες ο έκπτωτος, ατελής, διαμεσολαβητικός, ρευστός και ασαφής κόσμος του σταθεροποιείται αλλά και παίρνει τη μορφή ενός κόσμου αλλόκοτου και φρικώδους. Τα μοτίβα λοιπόν της φρίκης και του τρόμου υποβαστάζουν τα θέματα, με τα οποία υλοποιείται ο κόσμος-θέατρο («Το θέατρο»), ο κόσμος-φάντασμα και σκέλεθρο θανάτου («Η θαμπωμένη χώρα»), ο αντι-κόσμος, ανεστραμμένος αντικατοπτρισμός, όπου τα σπίτια αρμενίζουν σαν ξωτικά καράβια («Τα καράβια») και όπου τα ναυαγισμένα καΐκια ανεβαίνουν στον αφρό και ταξιδεύουν:

 

Όταν απ' την ανήμερη Νοτιά κυνηγημένα

Τ' άλλα καΐκια σε γιαλούς απάνεμους ποδίζουν,

Εκείνα πούναι από καιρό μέσ' στο βυθό πνιγμένα,

Βγαίνουν απάνω, κι' όπως πριν στο πέλαγο αρμενίζουν.

(«Όταν απ' την ανήμερη Νοτιά...»).

 

 

Η τέχνη: Ο Συμβολισμός

 

Πολλές φορές στου δειλινού τη μυστική την ώρα,

Όταν γυρνώ με την ψυχή βαρυά συλλογισμένη,

Πολλές φορές στην ερημιά βγαίνει μιαν άϋλη χώρα,

Μια χώρα πάντα σιωπηλή και πάντα θαμπωμένη.

(«Η θαμπωμένη χώρα»)

 

Ήταν επόμενο τα πράγματα του αντικειμενικά υπαρκτού κόσμου, τα οποία, όπως είδαμε, αποκτούν για τον άνθρωπο Πορφύρα νόημα σε ένα άλλο συνήθως επίπεδο, να περιβληθούν στην ποίηση του την ισχύ συμβόλων, αν δεχτούμε ότι σύμβολο είναι «ένα συγκεκριμένο αντικείμενο πού επιλέγεται για να παραπέμψει σε μία ή περισσότερες από τις δεσπόζουσες ιδιότητές του». Από αυτήν την άποψη ο ποιητής Πορφύρας δεν μπορούσε να εμφανιστεί σε εποχή καταλληλότερη από τη δική του, όταν δηλαδή ο Συμβολισμός ως ρεύμα κατακτούσε την Ευρώπη και εισέβαλλε στην Ελλάδα, τόσο που η ένταξή του στον συμβολιστικό κύκλο της Τέχνης και η κατάταξή του μεταξύ των πρώτων Ελλήνων συμβολιστών ποιητών να έρχονται σχεδόν ως κάτι το αναπόφευκτο.

Ο συμβολισμός της ποίησής του είναι κατά βάση υπερβατικός, με την έννοια ότι παραπέμπει σε έναν ιδεατό κόσμο. Η συνείδηση της απόστασης ανάμεσα στον υπαρκτό κόσμο και αυτόν τον «άλλον» προκαλεί βέβαια τη θλίψη και τον πόνο που διαποτίζουν την ποίηση του και της δίνουν τον γενικό, έκδηλα μελαγχολικό, χαρακτήρα της. Η πίστη όμως στην ύπαρξη ενός κόσμου ιδεατού και η προσπέλασή του μέσω της ποιητικής πράξης αποτελούν τη βαθύτερη ουσία της (Το έρημο μονοπάτι, Φως μέσ' στην τρικυμία, Ο Γλάρος, Ο αποσταμένος ερωτάς, Σύννεφα της τρελλής Νοτιάς, Το ταξίδι, Τ' ανοιξιάτικο τρεχαντήρι, Βράδυ σ' ένα χωριό, Είδα, Απόψε κ.ά.).

Παρών είναι οπωσδήποτε και ο προσωπικός συμβολισμός, αυτός δηλαδή που παραπέμπει σε μια ψυχική κατάσταση και διάθεση του ποιητή ή ανακαλεί προσωπικά βιώματα, ακινητοποιώντας τα σε εξωτερικές εικόνες. Αυτές προβάλλουν τότε ως «αντικειμενικό σύστοιχο» του κόσμου της ψυχής, ως ανταπόκριση και αντιστοιχία προς αυτόν. Η συμβολοποίηση των εξωτερικών αντικειμένων επιτυγχάνεται και στην ποίηση του Πορφύρα με τους δυο γνωστούς από τον ορισμό ήδη του Mallarmé τρόπους: Άλλοτε, κάτω από την επίδραση και πίεση συγκεκριμένης ψυχικής κατάστασης, ο ποιητής βλέπει διαφορετικά ένα εξωτερικό αντικείμενο ή μια εικόνα και τους προσδίδει καινούργιο νόημα — και αυτό το άλλο νόημα είναι ακριβώς ο συμβολισμός τους:

 

Δεν ξέρω πώς να σου το ειπώ. Μα ο δρόμος, χτες το βράδυ,

Μέσ' στη σταχτειά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει...

(«Το θέατρο»).

 

Άλλοτε, μια εικόνα, ένα τοπίο, ένα αντικείμενο ανακαλεί βαθμιαία και βάσει κάποιων αναλογιών προηγούμενα βιώματα:

 

Αργά, βουβά και μαύρα απόψε βράδυ,

Τα σύννεφα στον έρημο ουρανό κυλούνε· (...)

Τα σύννεφα, για ιδές τα —ωσάν εμένα—

Γυρεύουν, αχ! απόψε, πέρα ως πέρα,

Κάποια καλά, μα ολότελα χαμένα...

(«Τα σύννεφα»).

 

Συμβολιστική, λοιπόν, η ποίηση του Πορφύρα, χαρακτηρίζεται, και αυτή, από την υπαινικτικότητα, την υποβολή, την ασάφεια και τελικά την πολυσημία του λόγου της. Πράγμα αναπόφευκτο άλλωστε, αφού ο λόγος αυτός, προκειμένου να παραπέμψει σε κάτι αφηρημένο και άγνωστο (υπερβατικός συμβολισμός) ή σε κάτι φευγαλέο και πρωτόγνωρο (προσωπικός συμβολισμός), χρησιμοποιεί αναγκαστικά στο επίπεδο των σημαινόντων μηχανισμούς, όπως η συνδήλωση και η μεταφορά, οι οποίοι διευρύνουν και τροποποιούν την αρχική κυριολεκτική σημασία. Η δευτερογενής αυτή σημασία δεν γίνεται αμέσως και σαφώς αντιληπτή, γιατί η παραγωγή της στηρίζεται βέβαια σε κάποιες αναλογίες, αλλά ανάμεσα σε δύο κάθε φορά όρους, από τους οποίους ο δεύτερος είναι συχνά απών. Το νόημα λοιπόν των ποιημάτων του Πορφύρα κατακτάται σε όλο του το βάθος και με όλες του τις αποχρώσεις μόνον έπειτα από διαδοχικές αναγνώσεις. Έτσι στο πρώτο κι όλας ποίημα των Σκιών («Για όσα σβύνουν») είναι δυνατόν να εννοήσουμε απλώς με την πρώτη ανάγνωση: Συλλογίζομαι τα κρίνα..., τα ρόδα..., τα φύλλα..., τα νούφαρα και τα χέρια..., τα ματάκια μιας αγαπημένης νεκρής. Με τη βοήθεια όμως των συνδηλώσεων που περιβάλλουν τις λέξεις (κρίνα = αγνότητα,  ρόδα = ομορφιά, έρωτας κτλ.) και των αλλεπάλληλων μεταφορών που παρατηρούνται στις προτάσεις (κρίνα χλωμά και ραγισμένα, δάκρυα πονετικής αυγής, ρόδα που έχυσαν τ' αγνόν άνθινον αίμα, δέντρα που υπομένουν, νούφαρα νεκρά κτλ.), είναι δυνατόν με μια δεύρερη ανάγνωση να εννοήσουμε: Συλλογίζομαι την αγνότητα, την ανώφελη ομορφιά, την εγκαρτέρηση, την εφήμερη ύπαρξη μιας αγαπημένης νεκρής... Στο τέλος της δεύτερης αυτής ανάγνωσης, τα αντικείμενα ή οι εικόνες του εξωτερικού κόσμου έχουν διευρύνει το, αρχικά μονοσήμαντο, κυριολεκτικό νόημά τους και έχουν αναχθεί στο ύψος πολυσήμαντων συμβόλων.

Τα σύμβολα του ποιητικού λόγου του Πορφύρα ανήκουν και στις δυο γνωστές για την περίπτωση κατηγορίες. Υπάρχουν, πρώτα, αυτά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν συμβατικά, με την έννοια ότι αυτό το όποιο συμβολίζει ένα αντικείμενο, ταυτίζεται με μια ή περισσότερες βασικές και γνωστές ιδιότητές του. Τα σύμβολα της κατηγορίας αυτής αποκρυπτογραφούνται επομένως σχετικά εύκολα και ο συμβολισμός τους, ευρύτερα αποδεκτός, τα συνοδεύει και εκτός του ποιητικού κειμένου. Έτσι έχουμε, π.χ., τα ερημοκκλήσια, τη μούχλα, τους ασφόδελους κ.ά., ως σύμβολα της φθοράς και του θανάτου, τα πουλιά, και μάλιστα τα αποδημητικά (αγριόπαπιες, γερανοί), αλλά και τη θάλασσα, ως σύμβολα της λαχτάρας για το άπειρο, το ακρογιάλι, την αυγή, το ξεψύχισμα της μέρας, ως σύμβολα του οριακού «μεταξύ», και της διαμεσολάβησης, τον καθρέφτη, την ακίνητη επιφάνεια του νερού, ως σύμβολα της ανάμνησης κ.ο.κ.

Υπάρχουν όμως στον Πορφύρα και σύμβολα που είναι καθαρά προσωπικά, με την έννοια ότι ο συμβολισμός ορισμένων αντικειμένων ή εικόνων είναι αποτέλεσμα τυχαίων και συνειρμικών συνδέσεων κατά τη διάρκεια μοναδικών βιωμάτων. Ο ενδεχόμενος αυτός συμβολισμός δεν αποκρυπτογραφείται, επομένως, και δεν ισχύει παρά μόνο στο πλαίσιο του συγκεκριμένου ποιήματος που αναπαράγει, και για τον αναγνώστη, την ίδια βιωματική ατμόσφαιρα.

Τα σπίτια, π.χ., δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν σύμβολα της αναπόφευκτης, όσο και ανεξιχνίαστης, ανθρώπινης μοίρας, παρά μόνο στο εσωτερικό του ποιήματος Τα καράβια. Η σημασία έτσι των προσωπικών συμβόλων, όσο κι αν διευκολύνεται από σημασίες λεξικές ή προτασιακές, αποτέλεσμα κυρίως συνδηλώσεων και μεταφορών, εξαρτάται πολύ περισσότερο από τη συνολική σημασία κειμένου, με άλλα λόγια από τα συμφραζόμενα του ποιήματος.

Μέσα σ' αυτό το ευρύτερο τώρα πλαίσιο, τα προσωπικά σύμβολα λειτουργούν με βάση ένα μηχανισμό συμπαράθεσης, παρατηρούμενο όμως όχι ανάμεσα σε δύο μόνον όρους συνδεόμενους συντακτικά, όπως συμβαίνει με τη μεταφορά (κρίνα χλωμά, νούφαρα νεκρά), αλλά σε μια σειρά άσχετων και ανεξάρτητων μεταξύ τους όρων που ενοποιούνται σημασιολογικά και συμβολοποιούνται, με κοινό παρονομαστή τον συμβατικό συμβολισμό ενός από αυτούς:

 

Σα βλέπης φύλλα, σύννεφα, πουλιών φτερά στο αγέρι,

Σα βλέπης καραβιών πανιά, {στοιχειά .. να με θυμάσαι.

(«Το δειλινό — την ώρα αυτή θυμούνται...»).

 

Ο μηχανισμός αυτός συμπαράθεσης παίρνει συνηθέστατα στο πλαίσιο του ποιητικού κειμένου τη μορφή απαρίθμησης εικόνων από τον γύρω κόσμο, ανεξάρτητων εκ πρώτης όψεως μεταξύ τους, οι οποίες όμως ενοποιούνται και συμβολοποιούνται με τη «μεταφορά», από τη μια στην άλλη, ενός κοινού ποσοστού συνδηλούμενης σημασίας:

 

Αγαπώ τα κύματα που απαλό μαϊστράλι ...

Τα πανιά στο πέλαγος, όταν γάλι-αγάλι ...

Αγαπώ τα κίτρινα   φύλλα στον αγέρα,

Τους Τσιγγάνους πούλυσαν τις φτωχές σκηνές ...

Τον καπνό που αμίλητος πάνω απ' τις ελιές ...

(«Αγαπώ»).

 

Η πλούσια ακριβώς εικονοποιία της ποίησης του Πορφύρα, γνώρισμα του Συμβολισμού γενικότερα, έκανε ώστε ο ποιητής να χαρακτηριστεί από την κριτική «ζωγράφος», «ακουαρελίστας», «ζωγραφικώτατος». Ο παραλληλισμός βέβαια της ποίησης με τη ζωγραφική είναι τόσο παλιός, όσο ο λυρικός ποιητής Σιμωνίδης (Ζωγραφίαν μεν είναι φθεγγομένην την ποίησιν, ποίησιν δε σιγώσαν την ζωγραφίαν) και ο Οράτιος (Ut pictura poesis). Ωστόσο η ποίηση πλησίασε όσο ποτέ άλλοτε τη ζωγραφική κατά την περίοδο του Ρεαλισμού, όταν, με την επίδραση του θετικισμού, μόνη πραγματικότητα θεωρήθηκαν τα εξατομικευμένα αντικείμενα του ορατού κόσμου. Κατεξοχήν λοιπόν «ζωγραφική» είναι η ποίηση των Παρνασσικών, τοποθετούμενη στα ευρύτερα πλαίσια του Ρεαλισμού,

καθώς διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά της ζωγραφικής, και μάλιστα της ρεαλιστικής, ως τέχνης εν χώρω: Στατικότητα (ακινητοποιημένες εικόνες), σαφήνεια (ακριβείς και λεπτομερείς περιγραφές), απάθεια (οι εικόνες αποτέλεσμα ενός αντικειμενικού και αμέτοχου συναισθηματικά παρατηρητή κ.ά.). Η ζωγραφική όμως ικανότητα του Πορφύρα δεν εκδηλώνεται με την αναπαραστατική πιστότητα και καθαρότητα του Παρνασσισμού και τον ρεαλισμό π.χ. των πινάκων ενός Courbet, αλλά με την ασάφεια και την υποβλητικότητα του Ιμπρεσιονισμού, ενός ρεύματος που υπήρξε για τη ζωγραφική ό,τι και ο Συμβολισμός για την ποίηση. Γιατί και ο Πορφύρας αποδίδει με λίγες και υπαινικτικές «πινελιές» τις εντυπώσεις που του προκαλεί ο εξωτερικός κόσμος. Υπάρχουν μάλιστα ποιήματα και στίχοι του που θα μπορούσαν κάλλιστα να σχολιάσουν πίνακες του Monet (για τη σειρά, π.χ., Νυμφαίες, οι στίχοι: Ό,τι θα μείνη ακίνητο και καθετί που πέφτει, / Στης λίμνης τον καθρέφτη / Τα νούφαρα νεκρά...). Άλλωστε αυτού του είδους τη ζωγραφική και τους ζωγράφους λατρεύει και ο ίδιος, τον Ελβετό Arnold Böcklin (1827-1901), πρόδρομο των Γερμανών Ιμπρεσιονιστών, τον Γερμανό Max Liebermann (1847-1935) που, επηρεασμένος από τον Manet και τον Degas, δημιουργεί πίνακες «ατμόσφαιρας». Έτσι λοιπόν ακόμα και η ζωγραφική πλευρά της τέχνης του Πορφύρα τον συνδέει, μέσω εμπρεσιονισμού, με το Συμβολισμό. Πολύ περισσότερο όμως με το ρεύμα αυτό τον συνδέει η μουσική φύση της ποίησής του και η μουσικότητα του στίχου του.