Καρβέλης Τάκης, Υπαρξιακή ποίηση, Κική Δημουλά. Η νεότερη ποίηση-Θεωρία και Πράξη
 
Θεσσαλονίκη, 1983, Κώδικας. Σσ. 207-212
 
 
 
Η ποίηση της Κικής Δημουλά από τις πρώτες κιόλας συλλογές της έχει καθορίσει και το στίγμα της: ποίηση του εσωτερικού χώρου, που ξεκινάει από το ασήμαντο και το καθημερινό. Με συγγένεια βασικά προς τους ποιητές της υπαρξιακής αγωνίας, θα ακροβατήσει ανάμεσα στις ξένες φωνές και τη δική της φωνή. Η ακροβασία αυτή θα διατηρηθεί ως τη συλλογή «Ερήμην» (1958), που ολοκληρώνει την πρώτη φάση της ποίησης της. Τη δεύτερη φάση, την ουσιαστικότερη και περισσότερο προσωπική, θα καλύψουν οι δυο επόμενες ποιητικές συλλογές, «Επί τα ίχνη» (1963) και «Το λίγο του κόσμου» (1971). Μια τρίτη φάση, που βρίσκεται σε εξέλιξη, άρχισε με την πρόσφατη ποιητική της συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου» (1981).
Όπως είναι φυσικό, όσο η ποιητική γραφή προσπαθεί να συμβαδίσει μ' άλλες συγγενικές φωνές, είναι δύσκολο να ισορροπήσει. Η έλλειψη ισορροπίας είναι εμφανής και στην πρώτη φάση της ποίησης της Κ.Δ., όπου, εν σπέρματι βέβαια, κυοφορείται η μελλοντική της ποίηση. Θα συναντήσουμε, καταρχήν, το γνώριμο γράψιμο της: πεζό και στεγνό, απογυμνωμένο από κάθε λυρική φόρτιση, με αποκλίσεις προς την καθαρεύουσα και την αφαιρετική σύλληψη:

Ερήμην

Σημειώθηκε χθες διόγκωση της ματαιότητας. Αυτό, φυσικά,
κανείς δεν το αντιλήφθηκε.
Κανείς απ' τους ελάχιστους «πλησίον μου».
Μονάχα εγώ
που όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου
σε μια στάση ανήμπορη αλλά κόσμια,
άφησα να διαφύγει από το χώρο μου
ένα ολόκληρο απόγευμα,
σε μια ρευστότητα αθεράπευτη,
γνωστή,
αλλ' επιδεινωμένη.
(«Ερήμην», από τη συλλογή «Ερήμην», σ. 10)

Έχουμε εδώ τα βασικά χαρακτηριστικά της ποιητικής γραφής της Κ.Δ., όχι μόνο σ' αυτή τη φάση: αυστηρή οργάνωση του ποιήματος και γραμμική ανέλιξη του? στάση (βιωματικά) καβαφική? γλώσσα γυμνή από κάθε λυρική φόρτιση? στίχοι-κλειδιά, όπου αρθρώνονται φειδωλά τα πρώτα μοτίβα της ποιητικής της γραφής (διόγκωση της ματαιότητας - σε μια ρευστότητα αθεράπευτη: στίχοι που παίζουν το ρόλο του συναισθηματικού φορτιστή και σηματοδότη του ποιήματος). Στην πρώτη, βέβαια, φάση η ισορροπία δεν διατηρείται πάντοτε σε κάποια ισοζυγία. Τα ποιήματα η ακολουθούν πιστά τα πρότυπα τους (το δεύτερο μέρος της συλλογής «Έρεβος») η διατηρούν τις εξωτερικές επικαλύψεις τους, χωρίς τους αντίστοιχους εσωτερικούς κραδασμούς, και, καμιά φορά, εγγίζουν τα όρια του εμφανώς ευρηματικού και διανοητικού, όπως λ.χ. στο ποίημα «Αγγελίες»:

Διατίθεται απόγνωση
εις αρίστην κατάστασιν,
και ευρύχωρον αδιέξοδον?
Σε τιμές ευκαιρίας
Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον
έδαφος πωλείται
ελλείψει τύχης και διαθέσεως.
Και χρόνος
αμεταχείριστος εντελώς.
Πληροφορίαι: Αδιέξοδον.
Ωρα: Πάσα.
(«Ερήμην», σ. 15)

Στη συλλογή «Επί τα ίχνη» και πιο πολύ «Το λίγο του κόσμου» η ποίηση της Κ.Δ. γίνεται πιο εσωτερική. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, πως παύει καμιά φορά να καταφεύγει στη σύνθεση στίχων που, όσο κι αν κάποτε περιέκλειαν το στοιχείο της πρωτοτυπίας, με τη συχνή χρήση αποδυναμώνονται. Επισημαίνω ενδεικτικά τη χρήση αφηρημένων εννοιών θηλυκού ή ουδέτερου γένους και στίχων που καταλήγουν, με πλάγια γράμματα, σε φράσεις δηλωτικές διάφορων καταστάσεων τη συσσώρευση, προπάντων, τυποποιημένων στίχων όπως λ.χ. ετοιμάζει βροχή ο ουρανός / και ο σνγκρατημός («Miltawn των 100 mg», από «Το λίγο του κόσμου». Συρτός χορός των σκοταδιών στην Ευριπίδου / κι οι γύψινες γιρλάντες των σπιτιών / χάνουν το σχέδιο τους και το ψάχνουν / μ' ένα μυστήριο αχ που αναστενάζεται («Απορία Θεού», από «Το λίγο του κόσμου»).
Εκείνο όμως που βαραίνει σ' αυτές τι δυο συλλογές είναι πως με την ποίηση της η Κ.Δ., ενώ διατήρησε τα βασικά της χαρακτηριστικά, προσπαθεί να αποτυπώσει μέσα από τις πιο συνηθισμένες εικόνες της καθημερινής ζωής όχι μόνο την ένταση της εσωτερικής της διάθεσης, αλλά και τις διαθλάσεις της. Η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στον κόσμο του συγκεκριμένου και του εσωτερικού θα εξακολουθήσει (λ.χ. Λερώνει τους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο / η καβαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι)? τώρα όμως ο στίχος κατορθώνει να μετεωρίζεται, με την ίδια λιτότητα, σε μια κατάσταση διάχυτη και να δημιουργεί την επιδιωκόμενη έκσταση και έξαρση, όπως στο ποίημα «Τα δεμένα»:

Η θάλασσα του Σκαραμαγκά είναι δεμένη,
πηχτή. Από τα πετρελαιοφόρα
βγαίνει μαύρος καπνός ακινησίας.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Η διαδρομή ξεχειλώνει κρεμασμένη στο βλέμμα.
Λερώνει τους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο,
η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Στο μυαλό μου πολλοί τέτοιοι κόμποι,
πολλά τέτοια δεσίματα.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Στου αυτοκινήτου τον καθρέφτη κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο.
Στη γη εδώ - εκεί κάτι φρεσκοκαμένο.
Η ίδια φροντίδα
για τους νεκρούς και για τους σπόρους.
Η γη αναρριγεί.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
(«Το λίγο του κόσμου», σ. 26)

Αν θα 'θελε κανείς να επισημάνει συνοπτικά μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης της πριν από τη συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου», θα μπορούσε να ξεχωρίσει τα εξής: α) Αυστηρή οργάνωση του ποιήματος και προοδευτική ανέλιξη του. β) Στάση, βιωματικά, καβαφική και γλώσσα μικτή, με καθαρευουσιάνικους ακκισμούς, και γυμνή από κάθε έκδηλη συναισθηματική φόρτιση, γ) Διαλεκτική ανάπτυξη του ποιήματος, που ξεκινά συνήθως από το συγκεκριμένο, το υλικό, για να καταλήξει στο αφηρημένο, το εσωτερικό. Σ' αυτή τη διαλεκτική εναλλαγή του είναι που παίζεται, και κερδίζεται η χάνεται, το ποίημα. Τεχνική που, κατά την άποψή μου, αφορμάται από την ποίηση του Παπατσώνη· εντούτοις, με την πάροδο του χρόνου και από συλλογή σε συλλογή καλλιεργήθηκε συστηματικά από την Κ.Δ. και κατέληξε σε προσωπικό επίτευγμα και άθλο. Αν η γραφή αυτή αποφεύγει την ψυχρότητα και λειτουργεί ποιητικά, αυτό, νομίζω, οφείλεται στους μηχανισμούς της «πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας» και της «λυρικής αφαίρεσης». Με τον πρώτο όρο εννοώ το πως η Κ.Δ. κατορθώνει, αφορμώμενη από τα πιο ασήμαντα ερεθίσματα, να προκαλεί τη γέννηση του ποιήματος και να το αναπτύσσει με μια δημιουργική προσθετική ικανότητα. Με το δεύτερο, το πως και πάλι κατορθώνει, στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ποίησης της, να προχωρεί συμφύροντας τον εξωτερικό κόσμο με τον εσωτερικό, αποτυπώνοντας τις πιο λεπτές αποχρώσεις (βλ. και το απόσπασμα από το ποίημα «Τα δεμένα»).

Άωρα και παράωρα

Ανάμεσα νύχτας κι αυγής
σφηνωμένη βρήκα την άωρη ώρα.
Ασεβής ευθυμία πουλιών με ξύπνησε τόσο νωρίς
και βγήκα στων σκοταδιών την άμπωτη.
Το μπαλκόνι μου ήσυχα λάμνει
στ' αβαθή χρώματα.
Ονειρεύονται ακόμα οι κήποι
ερχομό αγνώστων ανθέων.
Αργά ξεδιπλώνεται ο περιβόητος ορίζοντας
σα φθηνή κορδέλα του μέτρου.
Με λήθη μοιάζει η θάλασσα: μας ξέχασαν.
Με λήθη μοιάζει το άπειρο. Άπειρος λήθη.
Ένα καΐκι ξεκουρδίζεται στο βάθος,
το παίρν' η απόσταση και παίζει.
Μουρμουριστά των χρωμάτων η στάθμη ανεβαίνει.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.
Ξυπνάει ένα λευκό κουπί,
φτεροκοπάει μια στέγη,
ένα παραθυρόφυλλο σπαρτάρισε.
Έντρομο αφυπνίζεται κάποιο καμπαναριό, ένοχο: η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη. Πρώτη απ* όλα.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.
Διαγράφονται κλειστές οι πόρτες
και τα όρια πεισμώνουν.
Σ' ενάργεια βγήκαν τα βουνά
και σε γυρίζουν πίσω.
Και συ προσδοκία που πας;
Έχουν ξυπνήσει από ώρα οι αρνήσεις.
Κι εγώ, εγώ που είμαι και ονομάζομαι
προχωρημένη ώρα,
τι γυρεύω ανάμεσα σε τούτες τις νήπιες διαθέσεις;

Α. Η ερμηνευτική προσέγγιση θα γίνει κυρίως με βάση

α) το εισαγωγικό σημείωμα των Κ.Ν.Λ. της Β Λυκείου.
β) Τις ερωτήσεις του σχολικού εγχειριδίου και
γ) την παραπάνω εισαγωγή στην ποίηση της Κικής Δημουλά.

Β. Τόπος και χρόνος του ποιήματος: Ο χρόνος δηλώνεται από τον πρώτο στίχο: ανάμεσα νύχτας κι αυγής. Πρόκειται γα την ώρα του όρθρου, την ώρα δηλαδή που τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου είναι ακόμη ασαφή (πρώτο μέρος του ποιήματος). Στο δεύτερο όμως μέρος του ποιήματος ο χρόνος μετατοπίζεται και τα σχήματα των αντικειμένων διαγράφονται καθαρότερα και ευκρινέστερα.
Τόπος του ποιήματος: Κάποιο παραθαλάσσιο χωριό (η Πόλη).

Γ. Εκείνο που πρέπει ιδιαίτερα να προσέξουμε είναι κυρίως τα εξής:

I. Η ποιήτρια δεν περιορίζεται σε μια στατική και αντικειμενική περιγραφή του εξωτερικού κόσμου, αλλά τον δίνει με εικόνες, που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η κινητικότητα (λ.χ. το μπαλκόνι μου ήσυχα λάμνει - αργά ξεδιπλώνεται ο περιβόητος ορίζοντας -μουρμουριστά των χρωμάτων η στάθμη ανεβαίνει κλπ.)
II. Οι εικόνες, καμιά φορά, εκφράζουν η συμφύρονται με τις διαθέσεις της (λ.χ. ονειρεύονται ακόμα οι κήποι ερχομό αγνώστων ανθέων / έντρομο αφυπνίζεται κάποιο καμπαναριό / ένοχο κλπ.)
Τα παραπάνω διαφοροποιούν τη γραφή της ποιήτριας από την αντικειμενική περιγραφή της παραδοσιακής ποίησης. Αντικείμενο της περιγραφής της, την ώρα του όρθρου, είναι βασικά τα εξής: ο κελαηδισμός των πουλιών (στ. 3-4), το μπαλκόνι της, οι κήποι ολόγυρα της, ο ορίζοντας, η θάλασσα και η απεραντοσύνη, ένα καΐκι που ταξιδεύει, η βαθμιαία αποσαφήνιση των χρωμάτων και των σχημάτων, που συνοδεύεται με μια αντίστοιχη κινητικότητα των πραγμάτων, οι καμπάνες και τα συναισθήματα του προκαλούν (πρώτο μέρος). Με γλώσσα, που κυμαίνεται ανάμεσα στη λόγια και τη δημοτική και είναι γυμνή από κάθε έκδηλη συναισθηματική φόρτιση, η ποιήτρια προσπαθεί να δώσει τις εντυπώσεις και τις διαθέσεις της, καθώς βλέπει τα γύρω της πράγματα να ξεκαθαρίζουν όσο η ώρα προχωρεί (κυρίως στο δεύτερο μέρος). Στο πρώτο μέρος προσπαθεί ν' αποδώσει όλη τη μαγεία που προκαλεί αυτή η ασάφεια του εξωτερικού κόσμου· στο δεύτερο μέρος η μαγεία χάνεται, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν κι αρχίζει η καθημερινότητα με τις αρνήσεις της. Έτσι παρατηρούμε ότι η πρωτοτυπία έγκειται βασικά στα εξής:

Πρώτο μέρος: Η ώρα (χρόνος) παρουσιάζεται «σφηνωμένη» ανάμεσα νύχτας κι αυγής· το κελάδημα των πουλιών παρουσιάζεται σαν «ασεβής ευθυμία» (μια ευθυμία που δεν σέβεται την ησυχία της ώρας) ενώ η ποιήτρια βγαίνει έξω την ώρα που αποτραβιούνται (σα να 'ναι νερό) τα σκοτάδια· μέσα σ' αυτά τα χρώματα, που ακόμη είναι αχνά (αβαθή) το μπαλκόνι της μοιάζει σα να λάμνει (να κωπηλατεί, να ταξιδεύει)· οι κήποι ζουν ακόμη μέσα στα όνειρα τους, περιμένοντας άγνωστα λουλούδια (εδώ εκφράζονται κυρίως οι διαθέσεις της ποιήτριας· το ίδιο γίνεται και στους επόμενους στίχους 11 και 12). Ο ορίζοντας σιγά σιγά διαγράφεται? το καΐκι σιγά σιγά χάνεται (βλέπε αντίστοιχα: αργά ξεδιπλώνεται ο περιβόητος ορίζοντας σα φθηνή κορδέλα του μέτρου και: ένα καΐκι ξεκουρδίζεται στο βάθος / το παίρν' η απόσταση και παίζει.)
Η ίδια ευαισθησία και πρωτοτυπία στην απόδοση των εικόνων και των διαθέσεων παρατηρείται και στους υπόλοιπους στίχους του πρώτου μέρους: τα χρώματα σιγά σιγά ξεκαθαρίζουν, όπως και τα σχήματα των πραγμάτων. Αυτό παρουσιάζεται σαν το μουρμουρητό που αφήνουν τα νερά, καθώς ανεβαίνει η στάθμη τους η σαν να είναι τα πράγματα άνθρωποι κι όσο σε πλησιάζουν διαγράφονται καθαρότερα. Ο κόσμος των πραγμάτων σιγά σιγά αφυπνίζεται.
Η πλήρης και ολοκληρωτική αφύπνιση (των πραγμάτων - της συνείδησης) θα γίνει με τις καμπάνες της εκκλησίας: η μέρα αρχίζει με το συναίσθημα της ενοχής, με το ξύπνημα της πίστης.

Δεύτερο μέρος. Ο πρώτος στίχος του δεύτερου μέρους δηλώνει πως η ώρα του όρθρου πέρασε, η ασάφεια των πραγμάτων (και η αντίστοιχη μαγεία τους) ) έχει χαθεί κι όλα είναι γύρω καθαρά:
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα. Συνέπεια: οι πόρτες διαγράφονται κλειστές (πιθανώς σημαίνει: στην προηγούμενη ενότητα τα πράγματα ήταν ασαφή κι άφηναν ανοιχτές τις πόρτες της φαντασίας? τώρα είναι ευκρινή και κρατούν κλειστές τις πόρτες της φαντασίας) και τα όρια πεισματικά σταθεροποιούνται. Τα βουνά έχουν ξεκαθαρίσει και περιορίζουν τη δημιουργική σου φαντασία και την ύπαρξη σου, την αναστέλλουν, τη γυρίζουν πίσω. Από το στ. 28 συναισθάνεται την πραγματικότητα. Βλέπει πως η προσδοκία μέσα στον κόσμο των καθαρών πραγμάτων δεν έχει πια διέξοδο. Τα σταθεροποιημένα σχήματα των πραγμάτων δεν της επιτρέπουν να ζήσει στην ατμόσφαιρα, στην οποία έζησε σην πρώτη ενότητα. Αισθάνεται πως αυτή, που ονομάζεται προχωρημένη ώρα (πιθανώς αυτό έχει σχέση με την ηλικία της), είναι παράταιρη μέσα σ' αυτές τις νηπιακές, ονειρικές διαθέσεις.
Γενική παρατήρηση
Στο πρώτο μέρος η ποιήτρια προσπαθεί να δώσει τις ασαφείς εικόνες των πραγμάτων και τις εντυπώσεις της κατά τη μεταβατική ώρα του όρθρου . Η ασάφεια αυτή αφήνει ελεύθερη τη φαντασία της. Η καθαρότητα των χρωμάτων και των σχημάτων αφαιρεί αυτή τη μαγεία και την επαναφέρει στην πραγματικότητα και στην αφύπνιση συναισθήματος ενοχής και της πίστης. Στο δεύτερο μέρος όλα γύρω έχουν ξεκαθαρίσει κι η ποιήτρια αισθάνεται παράταιρη μέσα στις νηπιακές, ονειρικές διαθέσεις, που έζησε ως τώρα.