Φωστιέρης Αντώνης, «Κική Δημουλά. Το τελευταίο σώμα μου»
 
Η Λέξη, τχ. 5 1981. Σσ. 402-403
 
 
 
Θα επιμείνω στην έμμονη εικόνα της πτήσης που μου γεννάει η ποίηση της Δημουλά - και που τίποτα δεν έχει να κάνει βέβαια με τις «αναβάσεις στα ύψη του πνεύματος» και άλλα ηχηρά παρόμοια.
[...] Δεν θεωρητικολογεί, δεν περιγράφει· αναπαράγει, με γλώσσα αντιαισθηματική, το αίσθημα· αποκρυσταλλώνει συλλήψεις διανοητικές, βουτώντας τις πρώτα στη λάβα του βιώματος κι αφήνοντας τις ύστερα να στεγνώσουν στον αέρα μιας ήρεμης αποδοχής.
Όλα εδώ συντελούνται σα νάχουν κιόλας πλήρως συντελεστεί. Ο χώρος χαρτογραφείται εκ των άνω, με μιαν απόσταση που αυξάνει το κύρος του οπτικού πεδίου? απόσταση χρόνου, απόσταση πάθους. «Μπαίνει μια νέα απόσταση / ανάμεσα σε μένα και σ' ό,τι προσβλέπω» / Αλλιώς οε βλέπω. / Θέλω να πω, η όραση, / για να ενωθεί μ' αυτό που θέλει, / πρέπει να προζήσει / ένα χωρισμό»: χωρισμό από το παρελθόν αλλά και χωρισμό από το μέλλον. Η ελπίδα είναι το εγγόνι του τετελεσμένου. Και, όταν η απώλεια έχει ήδη συμβεί (μα πότε αλήθεια δεν έχει;), τότε καμιά ελπίδα δεν τολμάει να σηκώσει κεφάλι· η πρόγευση του μέλλοντος, η γεύση δηλαδή του παρόντος, είναι πάλι η ίδια η απώλεια. «Λες και δε χάνεις γευστικά / χάνοντας μια φορά αυτό που χάνεις, / πρέπει και να προ-χάνεις / από το χέρι του προ-δήμιου / της προαίσθησης, / της μαρτυριάρας του Επερχόμενου». Στη Δημουλά ο χρόνος παύει να διαιρείται σε πριν, σε τώρα και σε μετά - παύει να τριχοτομείται· είναι ολόκληρος μια τρίχα λεπτή απ' όπου κρέμεται, φθαρτός και «παρτός», τρεμάμενος ο κόσμος, έρμαιο μιας μοίρας ερμητικής, μιας σταθερής ερήμωσης. «Σπίθα απ' την επίμονη τριβή / μιας προσμονής και μιας παραίτησης» η ποίηση της, θεοποιεί, μυθοποιεί «το Κάτι», μυθοποιεί ακόμα και «το Τίποτα», ίσα ίσα «για να μη πάει χαμένο το χαμένο», μπας και μπορέσουν να σωθούν (σα μνήμη έστω) τα μάταια και θνησιγενή αυτού του κόσμου, του παρτού: «φύλαγε μου, Θε μου, τουλάχιστον / όσα έχουν πεθάνει».
[...] Θάθελα κι άλλα πάμπολλα να πω (για την απερίγραπτη ικανότητά της να υποκειμενοποιεί τα άψυχα και να αντικειμενοποιεί τις λέξεις, για τους νεολογισμούς που αβίαστα πλάθει, για τις κορυφώσεις των γνωμικών της στίχων, για την εξοντωτική ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό της, για τη σύμπλεξη των ίδιων θεμάτων - από βιβλίο σε βιβλίο κι από ποίημα σε-ποίημα - με νέους κάθε φορά συνδυασμούς).