Ελισάβετ Κοτζιά, (Κριτική στο Ποιήματα 1975-1996)
 
Εφημ. Η Καθημερινή, 1-4-2001
 
 
 

«Ο Γιάννης Βαρβέρης δεν είναι ποιητής δραματικός. Όταν αρχίζει να μιλάει το παιχνίδι έχει ήδη ολοκληρωθεί. Νωχελικός και «εραστής των εξαρχής χαμένων στοιχημάτων» έχει διαρκώς στο νου του το ταξίδι, χωρίς ωστόσο να τον διακατέχει κανένας πόθος μετακίνησης, γιατί αυτό θα έμοιαζε με υποψία ελπίδας. Χωρίς επιθυμία αλλαγής βλέπει την κίνηση σαν μοίρα για την οποία ξέρει πως δεν είναι πλασμένος. Σώμα βασανισμένο από τις ερωτικές του επιθυμίες, από την νοσταλγία και από τον ύπουλο βηματισμό του θανάτου που κάθε τόσο τριγυρίζει σιμά του, ζει μέσα σε ένα κλίμα παραδοχής της ήττας του, αφήνοντας πότε πότε την πίκρα του να ξεχειλίσει κάποιο λυγμό του να ακουστεί.

Διότι η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη δεν φοβάται το συναίσθημα. Ζει μέσα του και υπάρχει για να το εκφράζει. Ο λόγος του δοκιμάζεται διαρκώς απέναντι την εγγενώς μελοδραματική τάση που έχει το συναίσθημα να πνίγει στα δάκρυα ό,τι αγγίζει, και η πρόκληση της τέχνης του Βαρβέρη βρίσκεται ακριβώς εκεί: στο ότι μέσα σε συνθήκες κάποιας ρευστής και ασαφούς διάθεσης, κάποιας fluidite που υπάρχει στο έργο του, η ποιητική του φωνή κατορθώνει να μιλήσει, να ξεχωρίσει και να ακουστεί. παρομοίως το έργο τολμάει να αντιμετωπίσει και να ακουστεί. Παρομοίως το έργο τολμάει να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο και κάτι ακόμα: το άφατο, και ταυτοχρόνως κοινότοπο που είναι ο θάνατος. Ο αφηγητής αφήνει την ψυχή του να διαποτιστεί από τον φόβο του, τον μελετά, του απευθύνει τον λόγο και προσπαθεί να τον συλλάβει…»