Καραντώνης Ανδρέας, Από το Σολωμό στον Μυριβήλη
 
Αθήνα χ.χ., Εστία, «Μιλτιάδης Μαλακάσης. Ο ποιητής του Μπαταριά», σσ. 247-252
 
 
 

Στα παιδικά μου χρόνια, μόλις είχα έρθει στην Αθήνα για να μπω στo Γυμνάσιο, ήταν πολύ της μόδας τo τραγουδάκι της Ηρώς και του Λέανδρου. Εκτός από το σκοπό, που κάποτε και πότε, τραγουδιέται μόνος του, μέσα μου, θυμάμαι και κάποιους στίχους του τραγουδιού που λέγανε : «Υπάρχουν τραίνα — τρελά, δαιμονισμένα, θεριά τρομερά, τρέχουν πάντα στην ξηρά…». Στίχοι ηλίθιοι μα γι' αυτό και παράξενοι. Η ηλιθιότης, κάποτε, έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης από την εξυπνάδα. Και δεν ξέρω γιατί, κάποιες εκδόσεις «Απάντων» κλασικών μας πια συγγραφέων, πεζογράφων η ποιητών, μου θυμίζουν αυτά τα «τραίνα, τα τρελά, τα δαιμονισμένα», που δεν τρέχουν μόνο στη στεριά, μα και μέσα στο χρόνο, και μας παίρνουν μαζί τους και μας πάνε τόσο γοητευτικά πίσω, στα περασμένα, (αν και ο Έλιοτ λέει πως «ο παρών χρόνος και ο μέλλων χρόνος είναι ο παρελθών χρόνος»), σαν εκείνη την τραγική μηχανή «που τρέχει μέσα στο χρόνο», ένα από τα ωραιότερα μυθιστορηματικά εφευρήματα του Ουέλλς.

Αυτή την παράξενη εντύπωση δοκίμασα ενός «αστραπιαίου ταξιδιού» στο παρελθόν, ξεφυλλίζοντας τους δυο μεγάλους τόμους των «Απάντων» του Μιλτιάδη Μαλακάση, που μόλις εκδόθηκαν από τον Οίκο «Alvin Redman - Hel­las», με την κριτική επιμέλεια και την ευθύνη τη φιλολογική του κ. Γ. Βαλέτα. Ο ένας τόμος, περιλαμβάνει &λα του τα ποιήματα. Ο άλλος, όλα του τα πεζά. Να μιλήσουμε για τον ποιητή Μαλακάση, δεν υπάρχει κανένας λόγος. Πολυάριθμα και κοσμαγάπητα τραγούδια του και στίχοι του μεμονωμένοι, μόλις έρθουν στη γλώσσα μας ή τους ακούσουμε, ανασταίνουν μπροστά μας ολοζώντανο τον λυράρη του Μεσολογγίου, τον τραγουδιστή του Μπαταρία και του Τάκη Πλου μα, τον ωραίο ελεγειακό της μίζερης ζωής όλων των ωραίων κοριτσιών της Ρούμελης, που πήγαν χαμένες, σαν «της κυρ-Αννιώς τη Μπίλλιω» και τόσων άλλων λιγερών στροφών που προίκισαν την ποίησή μας με μια πρασινάδα ρουμελιώτικων βουνών και με μια φωνή λεβεντιάς που όσο κι αν τραγουδάει τη χάρη και την ομορφιά της ζωής, δεν της απολείπει από μέσα της «ο καημός της ρωμιοσύνης» ή κάποιος πόνος κρυφός, κάποια πίκρα, κάτι το ανικανοποίητο, που βέβαια είναι συστατικό της ποίησης, αλλά και χαρακτηριστικό της φυλής μας. Κι εδώ σ' αυτό το λεβέντικο, το «κατακαημένο και το ανικανοποίητο», ολοκληρώνεται και τελειώνει μαζί, ο ρουμελιώτης Μαλακάσης, σαν ποιητής.

Κι ύστερα, στον δεύτερο τόμο -τετρακόσιες κι απάνω σελίδες- αυτόν που περιέχει τα πεζά του ποιητή, κάποιες του κριτικές μελέτες, ενθυμήματα, γράμματα, συνεντεύξεις, σελίδες αυτοβιογραφικές, απαντήσεις, διαμαρτυρίες, τέλος πάντων κείμενα που έγραφε κατά όπως το υπαγόρευε η περίσταση, και που η γενική λογοτεχνική τους αξία, είναι μάλλον μέτρια, αν δεν είναι και κατώτερη, ξεπετιέται ένας άλλος Μαλακάσης. Ένας Μαλακάσης απροσδόκητος, πάντα ενδιαφέρων και γοητευτικός -κι ας μην ήταν σπουδαίος πεζογράφος ή βαθύς στοχαστής. Κι ενώ ο Μαλακάσης των στίχων ο καλύτερος, είναι γνήσια Ρουμελιώτης, βαθιά Ρωμιός, ο Μαλακάσης των πεζών είναι κάτι σαν κοσμοπολίτης, σαν ευχάριστος κουβεντολόγος, Αθηναίος μαζί και Παριζιάνος -άνετα Αθηναίος, και εκστατικά, έκθαμβα Παριζιάνος. Ξέρουμε, πως το μεγαλύτερο γεγονός της ζωής του Μαλακάση, δε στάθηκε ούτε ο έρωτας, ούτε οι νοσταλγίες του για τη Ρούμελη -τόσο θαυμάσια αποδομένες στα «Μεσολογγίτικά» του- αλλά η ζωή του στο Παρίσι, κι η γνωριμία του κι ο θαυμασμός του προς τον Ζαν Μωρεάς, που άλλωστε στάθηκε και ο καλύτερος μεταφραστής των «Στροφών» του, στη γλώσσα μας. Τι να σημαίνη τάχα αυτή του η «παριζιανική κατάσταση;» Πως ίσως μέσα σ' αυτόν τον Ρουμελιώτη, υπήρχε γεννημένος και δρούσε υποσυνείδητα, ένας κοινωνικός και πνευματικός αριστοκράτης. Όσο του επέτρεπαν τα μέσα του και η εποχή του, ο Μαλακάσης ήταν ένας από τους «σνομπ» της «Αθηναϊκής Λέσχης». Μα η «Αθηναϊκή Λέσχη», δεν ήταν το όνειρό του. Ήταν ο αναγκαστικός του σταύλος, στην Αθήνα -ένας σταύλος που έμπαινε μέσα, φορώντας το περίφημο «μονόκλ», και που κατά τον πικρόχολο μα δίκαιο Καρυωτάκη, «τον βοηθούσε να βλέπη μόνο από το πλάι». Το ιδανικό του Μαλακάση, ήταν η Γαλλία, ήταν το Παρίσι. Ήταν ο Ζαν Μωρεάς και η ποιητική του ακολουθία, στην οποία είχε πάρει κι αυτός, μέρος. Στο Παρίσι, είναι ευτυχής. Βλέπει, νιώθει, τον πολιτισμό. Και περιγράφοντάς τον, λησμονεί ακόμη και την αδρή, μεσολογγίτικη γλώσσα του, τη γλώσσα του Μπαταριά, και γράφει τις εντυπώσεις του σε μια πουδραρισμένη καθαρεύουσα :

«Θαυμάζω την ημερότητα των ανθρώπων και περισσότερον των ζώων. Επάτησα ένα σκύλον και μου εκούνησε την ουράν του και με εθώπευσε με τα μεγάλα του, αγαθά μάτια. Ο σκύλος ήτο πελώριος, χωρίς φίμωτρον. Φόβος και τρόμος. Έχει σταματήσει το τραμ και πρόκειται να κατεβώ∙ εις το τελευταίο σκαλοπάτι του υπερώου στέκεται ο πρώτος κατερχόμενος με υπομονήν, προ αυτού οι άλλοι περιμένουν εμένα∙ σεβασμός εις την προτεραιότητά μου. Ένας κύριος αψόγου κομψότητος περνά το μπουλεβάρτο. Εις μίαν γωνίαν μια φτωχούλα τυλιγμένη εις παλαιόν σάλι πουλεί λουλούδια. Στο νερό του δρόμου έχει κυλίσει ένα μπουκετάκι∙ ο κύριος έσκυψε και το έδωσε. Το χειρόχτι του γέμισε λάσπην∙ εξηκολούθησε τον δρόμον του χωρίς να ακούση και το ευχαριστώ της φτωχής γυναικός. Ώ παμπάλαιοι δρόμοι εσείς, πίσω από το Πάνθεον! Περνώ κάθε μεσημέρι και πηγαίνω στην πανσιόνα μου να προγευματίσω. Να η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Το παλαιό της ωρολόγι και αι χίμαιραί της αι ανατεταμέναι προς το άπειρον, απάνω από τας περιστάσεις των ανθρώπων». Τι διαφορετικός αυτός ο Μαλακάσης, από τούτον που μας παίζει με το βιολί του ρουμελιώτικα : «Ό Μπουκουβάλας ο μικρός κι ο Κλής του Τσαγκαράκη — κι ο Νίκος του Βρανά — Σάββατο βράδυ κάποτε — τ’ ριχναν στο μεράκι — στου Βλάχου κουτσοπίνοντας αργά…».

Φυσικά, η έκδοση των «Απάντων» του Μαλακάση, και των ποιητικών και των πεζών του κειμένων, είναι ένα εξαιρετικό γεγονός. Μα πιστεύουμε και ξαναλέμε και πάλι, πως περισσότερο αποκαλυπτικός, είναι ο τόμος με τα πεζά του. Οι παλαιότεροι, αυτοί που αγάπησαν το δουλεμένο στίχο, το μορφοποιημένο ποίημα, και ιδίως το «τραγούδι» -το τραγούδι με την έννοια που του έδινε ο Χάινε, Ας πούμε, ή κάποτε, ο Βερλαίν, θα ξαναβρούν την ευκαιρία να ξαναθαυμάσουν τον στιχοποιό και χαριτωμένο ρυθμοπλέχτη Μαλακάση, τον βιρτουόζο των κομψών ρυθμών, της ρίμας, και του ανάλαφρου ερωτικού, αισθηματικού και κοκέτικα επιδεικτικού «ναζιού», τον λεβέντη της Ρούμελης, κι ακόμα κάτι που ίσως τώρα να πρωτοφαίνεται: έναν άνθρωπο που θέλει να μένη πάντα «νέος μέσα στην ποίηση του, για να τραγουδή τον έρωτα χωρίς να γελοιοποιήται». Θα βρουν, ακόμα μέσα στον ποιητή Μαλακάση, ένα δεύτερο, χλωμό βέβαια, και διάχυτο Ζαν Μωρεάς. Ήταν ο αναγκαίος φόρος που πλήρωσε προς κάποιο σφοδρά θαυμαζόμενο είδωλο, όπως τον πληρώνει, με μικρές ή μεγάλες δόσεις, κάθε αξιόλογος ποιητής. Όσο για το πως θα δουν τον Μαλακάση οι εντελώς νέοι μας ποιητές, θα πρέπει να 'μαστέ πολύ επιφυλακτικοί. Απληροφόρητοι για τα παλιά, χωρίς καμιά μακρόχρονη και συστηματική θητεία στην παράδοση, με μόνη την αγωγή των νεώτερων ποιητικών τρόπων ποιητικής έκφρασης που σε τελευταίαν ανάλυση, είναι ένα συνοθύλευμα από προσωπικές ελευθερίες, τόλμες, ασυδοσίες και αυθαιρεσίες -όπως οι μουσικές κραυγές και οι χειρονομίες των Μπήτλς- είναι πιθανό να μη βρουν καμιά «ποίηση» στον Μαλακάση.

Μα όσοι διαθέτουν κάποιαν ευαισθησία, κάποια ανησυχία, κάποια κλίση προς τα «ψυχολογικά», κάποια διάθεση να βρουν μέσα από ένα οποιοδήποτε γραπτό έργο, έναν άνθρωπο να λειτουργή (έστω και με ατέλειες και με αδυναμίες) -αυτόν τον άνθρωπο θα τον ανακαλύψουν, κατά κάποιο τρόπο, κι ως ένα σημείο, στα πεζά στιγμιότυπα και στα προχειρογραμμένα και, από γλωσσική άποψη, νοθευμένα πεζά κείμενα του Μαλακάση. Όλα μαζί όμως, δίνουν από μια πλευρά, τη γεύση μιας εποχής που πέρασε, μιας εποχής και νεοελληνικής και γαλλικής. Φανερώνουν έναν άνθρωπο, που είχε άμεση σχέση με τη «φιλολογική ζωή» της εποχής του, κι ας μη την στοχαζόταν βαθιά. Την απολάμβανε όμως σαν ένα ωραίο γεύμα σ' ένα καλό γαλλικό ρεστωράν, μιλώντας για όλα, εύθυμα, σπιρτόζικα και με κάποιες τεκμηριώσεις. Έγραψε σύντομα και δημοσιογραφικά, αλλά με γνώση και γούστο, για πολλούς Γάλλους κι άλλους ξένους διάσημους της εποχής του, (πάντα έχουν ζωντάνια, παλμό και σημασία οι άφθονες σελίδες που αφιέρωσε στον Μωρεάς), για τον Ανζελλιέ, για τον Ζυλ Κλαρετύ, για τον Ντανούντσιο, για τον Μπρουκ, τον Φρανς, τον Μπουρζέ και άλλους. Τα ταξίδια του και η διαμονή του στη Γαλλία, στο Παρίσι, η γνωριμία του με τον Μωρεάς, τον κάμαν άλλον άνθρωπο. Του ανάπτυξαν τις φινέτσες του αριστοκράτη, του φιλοπαίγμονα σχολιαστή, και του ελαφρά ρομαντικού και συναισθηματικού τύπου, που ήταν. Συλλογίζομαι έναν Μαλακάση χωρίς Γαλλία, χωρίς Παρίσι, χωρίς Ζαν Μωρεάς, και μου είναι δύσκολο να συμπεράνω τι θα γινόταν αυτός ο Μαλακάσης. 'Όπως πάλι συλλογίζομαι αν θα «λεβέντης Ρουμελιώτης» του Μπαταρία, χωρίς την προΰπαρξη των «Καημών της Λιμνοθάλασσας» του Παλαμά. Αλλά, αυτά είναι θέματα που δεν έχουν τέλος.

Θέλω ακόμα να παρατηρήσω πως ανάμεσα από τα πεζά του Μαλακάση τα σφραγισμένα με χάρη παριζιάνικη αλλά και με ολίγη Αθήνα της εποχής του Δημοτικισμού, διαφαίνεται εδώ κι εκεί μια κάποια «εχθροπάθεια» προς τον Παλαμά, ενώ ταυτόχρονα, εδώ κι εκεί πάλι, δηλώνεται μεγάλος θαυμασμός, και αγάπη. Η περίπτωση δεν είναι μοναδική. Θα την παρατηρήσουμε σε όλους σχεδόν τους συγχρόνους του Παλαμά : στα άρθρα του Χατζόπουλου, του Ξενόπουλου, στην αλληλογραφία του Πορφύρα, σε γραψίματα του Γιάννη Γρυπάρη, σε λόγια του Βλαχογιάννη, σε πολλούς άλλους. Θαυμασμό, αγάπη, αντιπάθεια και δυσφορία προκαλούσε ο Παλαμάς στους συγχρόνους ομότεχνες του. Ίσως γιατί ήταν ο μόνος πραγματικά μεγάλος αναμεταξύ τους. Κι αυτό, είναι κάτι που μας κάνει, εμάς τους σημερινούς, να τους συγχωρούμε αυτές τις εκδηλώσεις, που δεν αποκλείεται κιόλας να οφείλονται και σε άγνοια του τι πραγματικά ήταν ο Παλαμάς. Γιατί πραγματικά, βαθιά και πλατιά, υψηλά και απεριόριστα, αυτός μονάχα ήταν ο ποιητής, ενώ όλοι οι άλλοι, ήταν πουλιά του ωραίου τραγουδιού, που τραγουδούσαν κλεισμένα μέσα σε κλουβιά, και που γι' αυτά, όλος ο κόσμος ήταν ένα κλουβί για τραγούδι, ακόμα και το Παρίσι…