Μερακλής Μ. Γ., Η ελληνική ποίηση.
 
Γ΄τόμος, Αθήνα 1977, Σοκόλης. Σελ. 329
 
 
 

Σε μια γενική αποτίμηση θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ο Μαλακάσης είναι ο Δροσίνης που πάει να γίνη Γρυπάρης. Τα ποιήματά του είναι ερωτοτράγουδα, που τα αυλακώνει όμως το υνί ενός βαθύτερου πόνου και της σκέψης. Διαβλέπουμε τη μελαγχολία μιας άχαρης ζωής, μιας μεγάλης προσδοκίας που δεν εκπληρώθηκε. Με το Μαλακάση το ποίημα είναι ως να ζητή να πάψη να είναι τραγούδι, τραγουδάκι (όπως στο Δροσίνη), τείνει να μεταβληθή σε πνευματική άσκηση, άσκηση ψυχής.

Οπωσδήποτε και η κριτική συμφωνεί με τη γνώμη του ίδιου του ποιητή, ότι τα πιο αξιόλογα κομμάτια του είναι εκείνα, στα όποια, όπως σημείωνα και κάπου άλλου, διαφύλαξε «αλώβητο το στοιχείο της παλαιάς ρουμελιώτικης λεβεντιάς, που την προέβαλε, με την αναμφισβήτητη λυρική του φλέβα, ως ελκυστικό πρότυπο απλού και χαρούμενου βίου. Τα παλικάρια τα «μπλεγμένα στα βιολιά και στο κρασί» στις νύχτες ευφρόσυνων καλοκαιριών, τα τραγούδια που κλείνουν μέσα τους «παλικαριές, καημούς, τ' αρματολίκι», τα αρχαϊκά συμπόσια κάτω από τα σύσκια δέντρα και με τους πατροπαράδοτους χορούς, ζωντανεμένα σε μερικούς στίχους του Μαλακάση που καταυγάζονται από το φλογερό φως του ελληνικού τοπίου, μας οδηγούν με τρόπο αυθεντικό στις ρίζες του νεώτερου ελληνισμού».

Πρέπει ωστόσο να προστεθή, ότι από όλα τα ποιήματά του, και τα «αστικά» και τα άλλα, γίνεται φανερός ένας έντονος εγωκεντρισμός και ένα είδος αριστοκρατικής υπεροψίας.

Συγκεντρωτική έκδοση έδωσε ο Γ. Βαλέτας: Μαλακάσης Άπαντα. Αναστύλωσε και έκρινε -. Τόμοι 1-2 (1964).