Βάρναλης Κώστας, Αισθητικά και κριτικά
 
τομ. Β΄, Αθήνα 1978, Κέδρος. Σσ. 195-197
 
 
 

Αυτή η χρονιά στάθηκε πολύ δίσεχτη για την πολιτεία των γραμμάτων. Τρεις μεγάλοι ποιητές ο ένας πίσω απ' τον άλλον, ο Γρυπάρης, ο Φιλύρας, ο Μαλακάσης, περάσανε ύστερ’ από ένα βασανισμένο τέλος στο βασίλειο των σκιών. Σβήσανε στα νοσοκομεία ή τα σπίτια τους, όμως το έργο τους δε θα σβήσει. Θα μείνει σαν ένα μεγάλο κατόρθωμα του πνευματικού μας πολιτισμού.

Τιμημένος ποιητής κι αναγνωρισμένος απ’ όλους σαν ένας από τους κορυφαίους του καιρού του, δούλεψε το στίχο με πάθος για να του δώσει την τελειότητα της μορφής κι αυτό είναι το κυριότερο γνώρισμα όλων σχεδόν των ποιητών της περασμένης γενιάς. Οι ποιητές της γενιάς αυτής υπήρξανε όχι μονάχα εμπνευσμένοι παρά και τεχνίτες. Η φτωχή και περιφρονημένη γλώσσα του λαού έγινε στα χέρια τους πλούσιο κ’ ευγενικό όργανο άξιο να εκφράσει τα πιο λεπτά αισθήματα και τα πιο βαθιά νοήματα με ανυπολόγιστες δυνατότητες αρμονίας και μουσικότητας ώστε η εποχή τους να θεωρείται σαν η κλασική εποχή της νεότερής μας λογοτεχνίας. Γι’ αυτό επιμένω πως το έργο τους πρέπει να το έχουν υπόδειγμα οι νεότεροι. Δεν εννοώ να τους μιμηθούν είτε στο περιεχόμενο είτε στην τεχνοτροπία και τη «σχολή», αλλά να συνεχίσουνε την αναγεννητική προσπάθειά τους ως προς τη γλώσσα και το άρτιο δούλεμα του στίχου, αφού μάλιστα οι δυσκολίες που υπήρχανε για τους παλιότερους (αντίσταση του μορφωμένου κοινού και γλωσσικό υλικό ακατέργαστο) δεν υπάρχουν για τους νεότερους.

Ο Μαλακάσης είτανε μεγάλος τεχνίτης του στίχου. Τεχνίτης του «αριστοκράτη στίχου», όπως λέγει κι ο ίδιος σ’ ένα του ποίημα. Η αρχή του είταν: ο στίχος για το στίχο. Είχε «το φόβο των ιδεών» το φόβο της πολυλογίας. Αισθηματικός, συγκρατημένος, αποφεύγοντας την υπερβολή και τη ρητορεία ώστε η αιτία να μην παράγει περισσότερο αποτέλεσμα απ’ όσο περιέχει, αξιοπρεπής και περήφανος και στη ζωή του και στο έργο του, δεν εταπείνωσε το λειτούργημά του με θεατρινισμούς και τα παρόμοια. Ο Μαλακάσης δε θορύβησε ποτές ούτε χρησιμοποίησε άλλα μέσα για να επιβληθεί στη συνείδηση του κόσμου, σαν ένας τροπαιούχος του λόγου. Είτανε μονάχα ποιητής. Και βαστούσε μέσα στον κόσμο και στην πλάση την «αισθητική στάση», όπως την έμαθε από το δάσκαλό του, το Ζαν Μορεάς.

Ο αριστοκράτης του στίχου, ο κοσμικός κύριος, ένιωσε και ζωντάνεψε όσο κανείς τη ζωή του λαού, -τουλάχιστο με περισσότερο αίσθημα και Τέχνη απ’ όλους όσοι αγαπήσανε τον απλό και φυσικόν άνθρωπο του λαού. Το «Ιφ», το «Μεσολογγίτικο», ο «Μπαταριάς», «Το λένε τ’ αηδονάκια», ο «Τάκης Πλούμας» είναι τα καλύτερα του είδους. Ο «Τάκης Πλούμας» κυρίως είναι το καλύτερο του Μαλακάση κι όπως είπε κι ο ίδιος κάποτες παίζοντας κι όπως το πίστευε πραγματικό ο Κώστας Θεοτόκης, το καλύτερο νεοελληνικό αίμα. Αξίζει, έτσι για μνημόσυνο του ποιητή, που μας έφυγε για πάντα, να το παραθέσουμε ολάκερο:

Στα παιδικά μου χρόνια, ο πιο μεγάλος

αξάδερφός μου, μ’ έπαιρνε μαζί,

στα πανηγύρια, πού είτανε, παρ’ άλλος,

πρώτος στην ομορφιά και την ορμή.

Τι ωραίος! Τον θυμάμαι, αστροβολούσε

καβάλα στο φαρί του· βυσσινιά

φέρμελη χρυσοκέντητη εφορούσε,

γιουρντάνια από Βενέτικα φλουριά.

Του Καπετάν πασά φόραε την πάλα

και το χαρμπί του Μπότσαρη, και δυο,

στης σέλας του δεξόζερβα τη σπάλα,

πιστόλια από τ’ Αλή το θησαυρό.

Φουστανελίτσα φόραε ζυγιασμένη

και κάλτσες και τσαρούχια φουντωτά,

παραγγελιά απ’ τα Γιάννενα φερμένη,

γαντζούδια Πρεβεζιάνικα, ασημιά.

Έτσι σιαγμένος, κ’ έχοντας στον ώμο

το καργιοφίλι, χαίτη και λουριά

στο χέρι του, ελαμπάδιζε το δρόμο,

χυμώντας απ’ την Πύλη την πλατιά.

Κ’ εγώ, λίγο ξωπίσω του, όλο θάμπος,

στο γλήγορο αλογάκι μου κ’ εγώ,

δυνόμουν να τον φτάνω, κ’ είμουν σάμπως

νά ’χα φτερά, κορμάκι αερινό.

Κι ως τρέχαμε, θυμάμαι, τα κλεισμένα

στο τουνεζί φεσάκι του, σγουρά,

σκόρπια τριγύρα, φέγγανε, σαν ένα

γνεφάκι απ’ αναμένη αθηνομιά.

Κι ως πύρωνεν ακόμα στη φευγάλα,

τρικυμισμένος κι όλος μες στο φως,

χρυσόχυτος μου εφάνταζε καβάλα,

σαν τον Άη-Γιώργη λίγο, πιο μικρός.

Ω το λεβέντη του Μεσολογγιού μας,

τον ήλιο της αυγούλας μου ζωής!

Και να μετρώ και νά ’ναι, ο Τάκης-Πλούμας,

τριάντα τρία χρόνια μες στη γης…

Το ποίημα αυτό δεν έχει μονάχα πλούσιο λαϊκό χρώμα, αλλά με το τέλος του γίνεται πανανθρώπινο. Ο καημός για τα ιδανικά που χάνονται, ο καημός για τη ματαιότητα της λεβεντιάς και της ζωής, είναι ο καημός όλων και πιο πολύ σήμερα, που αναλογιζόμαστε το χαμό του πιο λεβέντη απ’ τους ποιητές μας.