Κοτζιάς Αλέξανδρος, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα, «Διδώ Σωτηρίου. Ματωμένα χώματα, 1962»
 
Αθήνα 1982, Κέδρος, σσ. 151-153
 
 
 

Τα 40 χρόνια συμπληρώνει σε λίγες εβδομάδες η δεινότερη συμφορά της νεώτερης ιστορίας μας -η καταστροφή της Μικράς Ασίας κι ο ολοσχερής και οριστικός ξεριζωμός του ιωνικού Ελληνισμού από τις προγονικές εστίες. Αυτόν τον κάποτε ολοζώντανο και πολύχυμο ελληνικό κόσμο των ανατολικών παραλίων του Αιγαίου και τον τραγικό κι ανέκκλητο εξολοθρεμό του, θέλησε ν' αναπλάσει στις σελίδες του μυθιστορήματός της η Διδώ Σωτηρίου μαζεύοντας το υλικό της από αυτόπτες μάρτυρες, για «να μη ξεχνούν οι παλαιοί∙ να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι».

Κατ' εξοχήν πρόσφορο αυτό το υλικό για μεγαλόπνοο έργο, και μάλιστα υλικό σχεδόν παρθένο ακόμα· γιατί είναι, βέβαια, θλιβερό για την πεζογραφία μας, πως μόνο σε δυο βιβλία, το Νούμερο του Ηλία Βενέζη, και τον Λεωνή του Γ. Θεοτοκά, μετουσιώθηκε ως τα σήμερα καλλιτεχνικά μια φλέβα από το ανεξάντλητο αυτό κοίτασμα. Ωστόσο, η πνοή της συγγραφέως αποδεικνύεται ανεπαρκέστατη για να το αντιμετωπίσει. Αντί για την πολυδύναμη σύνθεση με το άφευκτο καταστάλαγμα του δέους εμπρός στον παράλογο αφανισμό ενός λαού και ενός πολιτισμού, που προσβάλλει ως τις ρίζες την ανθρώπινη αξιοπρέπειά μας, μια χρονικογραφική έκθεση συμβάντων με σαφείς και αρκετά αφελείς «διαφωτιστικές» προθέσεις.

Ίσως το βασικότερο σφάλμα βρίσκεται στη σύλληψη του μύθου. Σ' ένα μόνο άνθρωπο, τον Μανώλη Αξιώτη, προσπάθησε η Σωτηρίου να προσωποποιήσει ολόκληρο τον μικρασιατικό αγροτικό πληθυσμό. Όπως έζησε, ό,τι έπραξε και ό,τι έπαθε ένας λαός κοντά δύο εκατομμύρια, τα τελευταία 15-20 χρόνια πριν από την Καταστροφή, τα έζησε, τα έπραξε και τα έπαθε ο ήρωας της μέσα σε 300 σελίδες. Πρώτα ως παιδί στο Κιρκιντζέ, ένα ελληνικό χωριό κοντά στην Έφεσο, όπου Έλληνες και Τούρκοι ζούσαν ειρηνικά και μακάρια. Κατόπιν ως έφηβος, παραγιός σε καμιά δεκαπενταριά καταστήματα στη Σμύρνη. Έπειτα ως νέος άντρας ξανά στο χωριό, όπου τον βρίσκουν οι πόλεμοι -Βαλκανικοί, Α' Παγκόσμιος- και αρχίζει ο κατατρεγμός: δολοφονικά Τάγματα Εργασίας στα βάθη της Ανατολής, φυγόστρατοι, λιποτάκτες, σφαγές, αντάρτες, καταδιώξεις, ενέδρες, ληστείες, δραπετεύσεις, φόνοι. Απελευθέρωση με την απόβαση του ελληνικού στρατού. Αρραβώνας με κάποια Κατίνα. Κι ύστερα ξανά: Επιστράτευση υπό τη Γαλανόλευκη, εκστρατεία στον Σαγγάριο, υποχώρηση, κατάρρευση, πυρπόληση και δήωση της Σμύρνης, αιχμαλωσία, δραπέτευση, προσφυγιά. Εύκολα αντιλαμβάνεται ο καθένας πως με τόσες περιπέτειες ο Μανώλης μοιάζει περισσότερο με Ταρζάν.

Η συγγραφέας θέλησε να πει τα πάντα και ουσιαστικά δεν είπε τίποτα. Όλα εξιστορούνται τόσο γοργά, ισχνά, περιληπτικά -άνθρωποι ξεκοιλιάζονται με μια λέξη, χωριά μεταβάλλονται σε στάχτη με μια αράδα, στρατιές κατασφάζονται εν παρενθέσει. Ο αναγνώστης τ' αντιπαρέρχεται αμέτοχος και αδιαφορεί. Πώς να τον συγκινήσουν τάχα, αφού, μέσα σ' όλο τούτο το χαλασμό, ούτε μια ανθρώπινη παρουσία αναδεύει, ούτε ένας πίνακας ολοκληρωμένος στήνεται; Οι λίγες εξαιρέσεις (μερικές σελίδες από τη διαβίωση στα Τάγματα Εργασίας, κάποιες στιγμές από την καταστροφή της Σμύρνης, το επεισόδιο του Χότζα που βάζει το δωδεκάχρονο παιδί του να σφάξει τον αιχμάλωτο) καταποντίζονται στην άχρωμη μονοτονία του καλπασμού. Ο ελάχιστος και πολύτιμος χώρος διατίθεται αφειδώς μόνο στις σκηνές όπου εκτίθενται οι προδιαγεγραμμένες πολιτικές απόψεις της συγγραφέως ή που καταλήγουν στη διατύπωση κάποιου τετριμμένου πολιτικού σχολίου. Κι επειδή πρέπει, πράγματι, να «βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι», επιβάλλεται να σημειωθεί και τούτο: Σ' όλο το βιβλίο στηλιτεύεται (ορθότατα) ο αισχρός ρόλος των αδόντων Αγγλογάλλων. Πουθενά όμως δεν γίνεται η ελάχιστη νύξη για κάποια Ρωσοτουρκική Συνθήκη Φιλίας του Μαρτίου 1921, η οποία τόσα πρόσφερε στον Κεμάλ. Κάκιστα.