Tonnet Henri, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος
 
μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Αθήνα 1999, Πατάκης. Σσ. 147-148
 
 
 

           Πράγματι, το αντικείμενο της λογοτεχνικής δημιουργίας του Βιζυηνού, έτσι όπως το μαντεύουμε, δεν είναι καθόλου η περιγραφή των αυθεντικών ελληνικών ηθών. Ο Βιζυηνός αναπαριστά την παιδική του ηλικία στη Θράκη μεταμορφώνοντάς την. Αυτή η αναδημιουργία με βάση τις αναμνήσεις έχει όλες τις μορφές μιας έρευνας άλλοτε τρυφερής και άλλοτε αγωνιώδους για το προπατορικό αμάρτημα της οικογένειάς του. Έχοντας αποχωριστεί πολύ νωρίς το οικογενειακό περιβάλλον για να πάει να δουλέψει σ' ένα ραφείο στην Κωνσταντινούπολη και υποχρεωμένος να αρέσει σε διάφορους «θετούς πατέρες», όπως ο προστάτης του Ζαρίφης, ο Βιζυηνός δεν παύει να ερευνά τις «παλιές ιστορίες» της οικογένειάς του. Υποθέτει μάλλον ότι, όπως και στο μύθο του Οιδίποδα, πρέπει να υπάρχει ένα αρχικό λάθος που εξηγεί τις ανησυχητικές αντιφάσεις που στοιχειώνουν τον κόσμο του. Η μητέρα του σκοτώνει κατά λάθος την κόρη που ξεχωρίζει από τα άλλα της παιδιά (Το αμάρτημα της μητρός μου), έπειτα δείχνει τη στοργή της στο νεαρό Τούρκο για τον οποίο δεν ξέρει ότι έχει σκοτώσει το γιο της (Ποίος ήτον ο φονεύς του άδελφού μου).

 

                Σ' όλα αυτά η περιγραφή του κόσμου της υπαίθρου κατέχει πραγματική αλλά δευτερεύουσα θέση. Τα πρόσωπα του Βιζυηνού μπορεί να είναι Έλληνες χωρικοί, δεν περιορίζονται όμως σ' αυτό. Ο εσωτερικός κόσμος των Τούρκων, του Κιαμήλ ή του Σελήμ, περιγράφεται με την ίδια συμπάθεια που περιγράφεται και ο κόσμος των Ελλήνων. Τα έθιμα και οι λαϊκές δοξασίες έχουν εδώ θέση όχι γιατί βοηθούν να εννοηθεί καλύτερα η αιώνια Ελλάδα, αλλά γιατί φανερώνουν μια βασική αγωνία:

 

«Ετινάχθην από το στρώμά μου.

Τότε ευρέθην ενώπιον παραδόξου σκηνής.

Η ασθενής ανέπνεε βαρέως, όπως πάντοτε. Πλησίον αυτής ήτο τοποθετημένη ανδρική ενδυμασία, καθ' ήν τάξιν φορείται. Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον με μαύρον ύφασμα, επί του οποίου υπήρχε σκεύος πλήρες ύδατος και εκατέρωθεν δύο λαμπάδες αναμμέναι. Η μήτηρ μου γονυπετής εθυμίαζε τ' αντικείμενα ταύτα προσέχουσα επί της επιφανείας του ύδατος. […] Αίφνης μικρά χρυσαλίς, πετάξασα κυκλικώς επ' αυτού, ήγγισε με τα πτερά της, και ετάραξεν ελαφρώς την επιφάνειάν του.

Η μήτηρ μου έκυψεν ευλαβώς και έκαμε τον σταυρόν της, όπως όταν διαβαίνουν τα Άγια εν τη εκκλησία. […] Όταν η μικρά εκείνη χρυσαλίς εχάθη εις το βάθος του δωματίου, η μήτηρ μου ανέπνευσεν, εσηκώθη ιλαρά και ευχαριστημένη, και -Επέρασεν η ψυχή του πατέρα σου!- είπε, […]».

(έκδ. Αθανασόπουλου, σσ. 77-78)

 

                Ο Βιζυηνός εισήγαγε στην Ελλάδα μια κατηγορία ψυχολογικών διηγημάτων με φανταστικές αποχρώσεις, ωστόσο ούτε η τεχνική του ούτε η θεματική του μας επιτρέπουν να τον κατατάξουμε στη σχολή της ηθογραφίας.