Καραντώνης Ανδρέας, Από το Σολωμό στον Μυριβήλη
 
Αθήνα χ.χ., Εστία. «Ο Πατούχας του Κονδυλάκη», σσ. 165-170
 
 
 

Κάθε φορά που μέσα από τις σελίδες του «Πατούχα» πετιέται μπροστά μου αυτός ο πλατυπόδαρος «γιος του Σαϊτονικολή», συλλογίζομαι πόσο πιο πλούσιο πεζογραφικό έργο θα μας άφηνε ο Κονδυλάκης, αν δεν τον έτρωγε σιγά -σιγά η δημοσιογραφία και μάλιστα η σκληρή και άχαρη εφημεριδογραφία εκείνου του καιρού. Όμως, πέρα απ' αυτή τη σκέψη που δεν μπορεί βέβαια ν' αλλάξει την πραγματικότητα, ο «Πατούχας» παραμένει σαν ένα από τα πιο στερεά και τα πιο αρτιωμένα πεζογραφήματα της γλώσσας μας. Μπορούμε μάλιστα να πούμε πως έχουμε να κάνουμε μ' ένα αριστούργημα. Το ξαναδιαβάζουμε και δεν έχουμε ανάγκη να κάνουμε αναδρομές, αφαιρέσεις και αναγωγές για να το χαρούμε. O καιρός δεν έχει εγκατασταθεί ανάμεσα σ' εμάς και σ' αυτό. Από τις πρώτες φράσεις αρχίζουμε να ζούμε αυτόν τον πρωτόγονο Μανώλη που στοιχειώνει ολόκληρο το βιβλίο δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα όπου το κωμικό, το εύθυμο, το γραφικό, το τραχύ και το τρυφερό, το αισθησιακό και το πρωτόγονο, το ηθογραφικό και το ψυχογραφικό, το λυρικό και το περιγραφικό, συμπλάθονται αβίαστα, πλούσια, γάργαρα, τείνοντας στο σχηματισμό ενός ανθρώπινου μύθου ας πούμε ενός γνήσιου λογοτεχνικού ήρωα.

Κάνοντας μια αναδρομή στους «ήρωες» που έχει αναδείξει η νεοελληνική πεζογραφία ( το μυθιστόρημα, το διήγημα, το θέατρο) θα αντικρίσουμε τον Πατούχα να προβάλει έντονος ανάμεσα τους. Εντονώτατος, χωρίς αμφιβολίες, φιλολογίες η σκιές. Δεν χρειάζεται τη βοήθεια μας για να σταθεί στα πόδια του, όπως κάποιοι άλλοι «ήρωες» της λογοτεχνίας μας. Ζει δίπλα στη Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη, τον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα, τον Μήτρο τον Ρουμελιώτη του Παλαμά, τον Βασίλη τον Αρβανίτη του Μυριβήλη, τον Ζορμπά και τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, τους οποίους, άλλωστε, κατά κάποιο τρόπο, προδιαγράφει και προαναγγέλλει. Ο Πατούχας είναι ο «φυσικός άνθρωπος», δηλαδή ο άνθρωπος που αναπτύσσεται ανεμπόδιστα σα μια αρμονική συγχορδία ενστίκτων. Είναι ο άνθρωπος που δεν ξέρει από εξέλιξη, κοινωνία, εκλέπτυνση, διανόηση, πολιτισμό. Μας φαίνεται όχι πως υπάρχει στατικά, μα πως κάθε στιγμή «πηγάζει» από τα πιο βαθιά στρώματα της ζωής, έτοιμος να ξαναγυρίσει σ' αυτά και να ξαναβρεί την πρώτη του ενότητα με τις δυνάμεις που τον έπλασαν : «Όταν ο Μανώλης έφθασεν εκεί επάνω, εν μέσω των γνωρίμων βουνών, των γνωρίμων δένδρων και των γνωρίμων ζώων, των μόνων του αληθινών γνωρίμων και φίλων, τον κατέλαβεν η συγκίνησις και η χαρά του ανθρώπου του επιστρέφοντος εις την πατρίδαν του, την οποίαν δεν ήλπιζε να επανίδη. Επαναβλέπων τους γονείς και τους αδελφούς του, ποτέ δεν ησθάνθη την χαράν, την οποίαν ησθάνετο επαναβλέπων τώρα τα γνώριμα μέρη, τα πρόβατα και τάς αίγας, αίτινες τον προσέβλεπον με μίαν ενατένισιν ευχαρίστου εκπλήξεως, ως να του έλεγον : Καλώς τόνε! τι μας έγινες τόσον καιρόν ; Και με γενικόν κωδωνισμόν εφαίνοντο ως να εόρταζον την επάνοδόν του. Η αληθινή του οικογένεια ήσαν τα άκακα εκείνα ζώα και τα ακόμη αγαθώτερα δένδρα, και οι βράχοι και τ' αγριολούλουδα που του απηύθυναν, έλεγες, φιλικόν χαιρετισμόν, όπως εσείοντο εις τους κρημνούς. "Όλα, ζωντανά και άψυχα, του εγελούσαν με στοργήν, την οποίαν μόνον εις το μητρικόν ίσως πρόσωπον έβλεπεν. Και αυτοί οι κόρακες, οίτινες διήρχοντο, κρώξοντες υψηλά εις τον αέρα, του εφαίνοντο φίλοι». Μια υγεία πνέει μέσα σ' αυτό το βιβλίο. Το φύσημα της το νιώθουμε μέσα μας. Μια υγεία, μια ρώμη, μια παλικαριά ζωής που έρχεται  από την Κρήτη. Κι' αυτή η ρώμη, η τόσο πια συνταυτισμένη με την κρητική ράτσα, γη και ιστορία, αν δεν φτάνει τη ρώμη του Καζαντζάκη, είναι φυσικότερη από κείνην δεν έχει φορτσάρισμα, θέατρο και επιδεικτικότητα. Είναι μια ρώμη αφιλοσόφητη και πηγαία σαν τον ίδιο τον μυθικά ιδιόρρυθμο Πατούχα. Το έργο αυτό είναι από κείνα που δημιουργούνται περισσότερα με το πηγαίο ξέσπασμα, το ασυγκράτητο παρά με τη βούληση και τη φαντασία. Κι’ όμως ας του υπέταξε τη διάθεση του σε μια τεχνική και μια παράδοση αφήγησης σύνθεσης και γλώσσας, που είχε φτάσει σε μια πλήρη ωριμότητα και που μας είχε δώσει έργα σαν κι' αυτά του Ροΐδη, του Παπαδιαμάντη, του Μωραϊτίδη -για να σταθούμε στους πιο κορυφαίους. Αυτή τη «λόγια παράδοση», που όμως ολοένα τείνει προς την άμεση και ζωντανή λαϊκότητα, την υποβάσταξε και την έθρεψε καλά η εφημεριδογραφία του καιρού. Αυτή δημιούργησε και το νεοελληνικό χρονογράφημα, με τον Κονδυλάκη πάλι πρωτομάστορα. Βέβαια, το αφηγηματικό ύφος του Κονδυλάκη, είναι προ-δημοτικιστικό. Οι περιγραφές των τοπίων, των διαφόρων περιβαλλόντων και των επεισοδίων, γίνονται στην απλή καθαρεύουσα, τόσο απλή που σχεδόν να μην διατηρεί κανέναν στόμφο. Οι διάλογοι όμως είναι από ατόφια λαϊκή διάλεκτο -και μάλιστα από την τόσο χτυπητά γραφική και πλούσια σε λογής εκφραστικά ευρήματα κρητική διάλεκτο. Αυτή η τεράστια διαφορά ανάμεσα στην περιγραφή και το διάλογο, δημιουργεί μια μαγεία, διατηρεί μια γοητεία. Ένα πηγαίο, ελαφρό, χαμογελαστό χιούμορ διανθίζει την αφήγηση, τις περιγραφές και τις αναλύσεις του Κονδυλάκη, ένα χιούμορ που δεν είναι ξένο προς το χιούμορ Ροΐδη : «O Μανώλης, ο επονομασθείς ούτω Πατούχας, είχε δείξει από μικράς ηλικίας τόσην αγάπην προς την ποιμενικήν ζωήν, ώστε μετά δυσκολίας τον απέσπασεν ο πατήρ του από τα πρόβατα, διά να τον παράδοση εις τον διδάσκαλον, έναν καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχε ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα».

Μια γλυκειά διάθεση ζωής κατακλύζει αυτό το θαυμάσιο βιβλίο. Γράφοντας το ο Κονδυλάκης, ξανάζησε όλη την ποίηση της παιδικής του ζωής, αξεχώριστη από την ποίηση της πατρίδας του. Έβαλε μέσα στον ήρωα του όλες τις μαγικές στιγμές της παιδικής ηλικίας, της «χρυσής εποχής» και της εφηβείας, όπου η ζωή ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας, μέσα μας, γύρω μας, σαν ένα αλλεπάλληλο και ατέλειωτο θαύμα. O μικρός Πατούχας, από παιδί αρχίζει να ζει μέσα στην φύση την ωραία του μοναξιά, τον πρωτόγονο και οργιαστικό ποιμενισμό του. Είναι ο ίδιος σαν ένα γέννημα του Πάνα : «Άλλοτε του ήρχετο μια υπερβολική ευθυμία ως παροξυσμός τρέλλας και κρατούμενος από κλάδον, εχοροπήδα, προσπαθών να μιμηθεί με το στόμα τον ήχον της λύρας ή κατεδίωκεν άνευ λόγου τους τράγους και τάς αίγας από ανάγην ακάθεκτον να τρέχει και να πήδα, να δαμάση μίαν ορμήν  λάβραν, ένα  αναβρασμόν  χυμού νέας ζωής, όστις εκυκλοφόρει εις τάς φλέβας του και ανέδιδεν ατμούς μέθης εις την κεφαλήν του. Πολλάκις τα λαγκάδια αντελάλουν από τάς φωνάς του εις τάς οποίας επροσπάθει να δώση ρυθμόν άσματος. Αλλ' από τα τραγούδια τα όποια είχεν ακούσει, μόνον ένα στίχον διετήρει η μνήμη του και αυτόν επανελάμβανε με το στερεότυπον προανάκρουσμα :

Αϊ, αμάν, αμάν.

Δυο μπάλλες συρμαλιδικές θα βάλω ατό τουφέκι...

Ο Μανώλης, είναι «πλάσμα ποιητικό», όχι μονάχα γιατί είναι πλάσμα ζωντανό ως το βάθος των πηγών του, μα γιατί τον έπλασε ένας ποιητής, και τον άφησε να ζήσει με απόλυτη φυσικότητα. Στιγμές - στιγμές φτάνει τον αναπολητικό λυρισμό του Παπαδιαμάντη : «πως εθαύμαζε και πως εζήλευεν, όταν ήτο στο χωριό, εκείνους που φθαναν κι έπαιζαν την καμπάνα! Κάποτε τον εσήκωσε κι' αυτόν ο πατέρας του και τον εβοήθησε να κτυπήση το σεΐστρο. Τι χαρά που πήρε και τι φόβο συγχρόνως, όταν ήκουσε τον ήχο που έκαμε με το χέρι του! Ήτο τότε πολύ μικρός· επειδή δε κάθε φορά εζήτη να τον σηκώσουν για να παίζη την καμπάνα, τον εφοβέρισαν του είπον ότι μέσα στην καμπάνα ήτο μια γριά που την εφοβείτο, κι αυτός το πίστεψε». Η ποίηση της καμπάνας που πρωτοχτυπήσαμε μικροί, ανεβαίνει, πλαταίνει ακόμη περισσότερο, γίνεται αυτούσιος λυρισμός : «O κόσμος εκείνος των πόθων του έγινεν ωραίον όνειρον το όποιον έβλεπε ξυπνητός, μέσα εις την αποθέωσιν μιας δύσεως, εις την γαλήνην της οποίας έσβηνεν η απήχησις της καμπάνας. εις την συμφωνίαν δ' εκείνην των χρωμάτων και των παλμών του ήχου, εντός ρόδινης αχλύος, διεφαίνοντο κινούμεναι σκιαί αόριστοι, βαθμηδόν εξερχόμενοι εκ της ονειρώδους ασάφειας, έως ου εις την έκστασιν του έφηβου παρουσιάζοντο, κατά συμπλέγματα παιγνιώδη, μορφαί ροδαλαί παρθένων, των οποίων τα βλέμματα και τα μειδιάματα ήσαν πλήρη γλυκερών υποσχέσεων». Άλλα κατά βάθος, αυτός ο μικρός Μανώλης, είναι ένας ονειροπαρμένος τράγος. Μέσα του καίει η φλόγα των αισθήσεων που αργότερα θα τον κατακαλύψει και θα τον κάνει να περιφέρεται στο χωριό του σαν ένα δαυλί αναμμένο : «Καθήμενος επί πέτρας υψηλής,προ της οποίας έβοσκον διεσπαρμένα τα πρόβατα του, ο Μανώλης έμενεν επί μακρόν βυθισμένος εις την μαγείαν του ονείρου του, έως ου τραχύ βέλασμα τράγου, παρατεινόμενον εις τον αντίλαλον των χαραδρών, τον επανέφερε εις την πραγματικότητα και τα ωραία φαντάσματα έφευγον και εξηφανίζοντο ως στρουθία πτοηθέντα. O μικρός ποιμήν εστέναζε και στρεφόμενος έβλεπε τον τράγον, σείοντα το μεφιστοφέλλιον υπογένειόν του, επί της οφρύος υψηλού κρημνού και εκπέμποντα νέαν κραυγήν θριάμβου, μπέεε! Από του τράγου δε, το βλέμμα του κατέβαινεν εις τάς αίγας αίτινες, με προσπάθειαν τινά ερωτοτροπίας, ανέτεινον προς τον σουλτάνον εκείνον τους ηλιθίους οφθαλμούς των. και νέος στεναγμός συνόδευε την σκέψιν του νέου. Διατί να μην είναι και αυτός τράγος ;»

Από δω και πέρα, ξετυλίγεται η πραγματική ποίηση του Πατούχα. H ποίηση των ορμών του, η πρωτόγονη, δυναμική και αδέξια παρουσία του ανάμεσα στους συγχωριανούς του, η τραγίσια και αγαθή συμπεριφορά του προς τις κοπέλες που τον αναφλόγιζαν, η αίσθηση της καθημερινής χωριάτικης ζωής στην Κρήτη, γιομάτη από την ποίηση και το χρώμα των γαλακτομείων που ο Κονδυλάκης τους γίνεται γαστριμαργικός και συνάμα επικότατος ζωγράφος. Το γάλα, το κρασί, το μέλι, τα ζυμαρικά, δ έρωτας, οι ρόδινες παρθένες σάρκες, τα ξεσπάσματα του γέλιου, τα δυναμερά αγόρια, οι τράγοι, οι κατσίκες, τα αγριοβλάσταρα, οργιαστικά όλα συμπλέγματα σ' αυτή τη νουβέλλα που θα τη λέγαμε κάλλιστα και μυθιστόρημα, της δίνουν κάτι το βακχικό, έναν βρασμό κοσμογονικών δυνάμεων ανυπόταχτων, την κατατάσσουν στα έργα μιας γενικότερης αισθησιοκρατίας, ορμητικά μεταδόσιμης στον αναγνώστη. Συλλογίζομαι τι θα λένε για το δυνατόν αυτό πεζογράφημα που ακέραιο επιζεί, όσοι γυρεύουν αδιάκοπα και τυραννικά από κάθε λογοτεχνική εκδήλωση, παλιά η νέα, «προβληματισμούς», «κοινωνικές τοποθετήσεις» και τα λοιπά. Ασφαλώς θα νιώθουν κάποια στενοχώρια. πως επιτρέπεται να υπάρχουν δυνατά έργα τέχνης χωρίς «προβληματισμούς κοινωνικούς η πολιτικούς;» Κι όμως να που υπάρχουν