Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία,
 
μετάφραση Ευαγγελία Ζούργου – Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα 1996, Νεφέλη. Σσ. 115-119
 
 
 
Καρκαβίτσας. Η ηθογραφία ήταν περισσότερο μέσον παρά σκοπός στο έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα (1866-1922). Στρατιωτικός γιατρός το επάγγελμα, ο Καρκαβίτσας είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει εκ του σύνεγγυς πολλές διαφορετικές παραδοσιακές κοινότητες. Μεταξύ του 1886 και του 1904 δημοσίευσε μεγάλο αριθμό διηγημάτων, πολλά από τα οποία εξέδωσε αμέσως μετά σε συλλογές, και τρία μυθιστορήματα: Η Αυγέρη (1890), Ο Ζητιάνος (1896) και Ο Αρχαιολόγος (1904).
Η Αυγέρη, το μόνο από τα τρία μυθιστορήματα που αντλεί το θέμα του κυρίως από την παιδική ηλικία του ίδιου του Καρκαβίτσα, στα Λεχαινά της Ηλείας, θεωρήθηκε «μια γραφική, σωστή και με ακρίβεια δοσμένη εικόνα της ζωής στην ελληνική επαρχία, όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει απλώς ήθη, συνήθειες και παραδόσεις, χωρίς να αποβλέπει σε τίποτα άλλο». Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά σε αυτή την ιστορία της ρομαντικής ερωτικής προσήλωσης ενός νεαρού κοριτσιού σε έναν ζωηρό «καρολόγο», και του γάμου, παρά τη θέλησή της, με έναν τσιγγούνη, μεσήλικα και συμφεροντολόγο μπακάλη. Μια ριζοσπαστική μελέτη του μυθιστορήματος έχει δείξει, κατά τρόπο πολύ πειστικό, πως η αμείλικτη πορεία με την οποία η λυγερή Ανθή μεταμορφώνεται και γίνεται «η θετική σύζυγος, η γυναίκα του Νικολού Πικοπούλου», αντιγράφει, σε μικρογραφία, τη σύγχρονη παρακμή του παραδοσιακού τρόπου ζωής, χρησιμοποιώντας ως παραδείγματα τη Λυγερή και τους καρολόγους, πριν από την εξάπλωση του εμπορίου και την εμφάνιση του σιδηροδρόμου. Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, η τρυφερή και αποστασιοποιημένη κατανόηση που επιδεικνύει ο τριτοπρόσωπος αφηγητής του μυθιστορήματος κρύβει ένα καυστικό κατηγορητήριο των νέων κοινωνικών και οικονομικών αξιών, που όχι μόνο επιβάλλονται θριαμβευτικά πάνω στο ρομαντικό αυθορμητισμό της Ανθής και του νεαρού καρολόγου, αλλά μεταμορφώνουν ενεργητικά την ηρωίδα σε ένα διαφορετικό πρόσωπο, όπως καταντά, παρά τη θέλησή της, αφομοιωμένη τελείως από το νέο της ρόλο. Αυτή η υποτυπώδης αλληγορική διάσταση στη Λυγερή προαναγγείλει αυτήν του Αρχαιολόγου, ενώ το έμμεσο κατηγορητήριο κατά των σύγχρονων κοινωνικών αλλαγών παραπέμπει στο Ζητιάνο, όπως συμβαίνει και με το συγκεκριμένο tour de force με το οποίο τελειώνει η Λυγερή. Δεν είναι μόνο η αδηφάγος δύναμη της κοινωνικής και οικονομικής αλλαγής που καταρρακώνει τα ρομαντικά ένστικτα της ηρωίδας και έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη αλλαγή της προσωπικότητάς της· όταν μένει έγκυος στο πρώτο της παιδί, είναι η Φύση (με κεφαλαίο Φ), περιγραφόμενη ως «παντοδύναμος» και «θεά», που ανεπαίσθητα αλλά και ανελέητα προκαλεί τη μεταμόρφωσή της.

«Η αφομοίωσις επήλθε πλήρης. Ό,τι δεν κατώρθωσαν αι θερμαί σύμβουλοι της κυράς Παναγιώταινας και αι αδιάκοποι προσπάθειαι της Φρόσως. κατώρθωσε μόνη της η Φύσις. Η Φύσις, η παντοδύναμος θεά, η οποία μικρόν κατά μικρόν παρήλλαξε το σώμα και προδιέθεσε την ψυχήν της Ανθής εις πλήρη συνεννόησιν μετά της ψυχής του Διβριώτου».

«Αφομοίωσις» είναι και ο ειρωνικός τίτλος του τελικού κεφαλαίου. Ο Καρκαβίτσας με τον τρόπο αυτόν υπαινίσσεται ότι όπως ακριβώς η Φύση καθορίζει τα αισθήματα και τις σκέψεις της Ανθής ως συζύγου και μητέρας, έτσι και τα ρομαντικά όνειρα της Λυγερής, που μας τα παρουσίασε με τόση κατανόηση ο αφηγητής, πρέπει εξίσου να έχουν προκαθοριστεί από τη Φύση.
Μια τέτοια ανάγνωση της Λυγερής μάς φέρνει πλησιέστερα στο 'νατουραλισμό" του Ζολά, μια μέθοδο συγγραφής που βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι ανθρώπινες πράξεις καθορίζονται από τις φυσικές δυνάμεις χωρίς τον έλεγχο του ανθρώπου. Αυτό το θεώρημα γίνεται πιο φανερό στο δεύτερο και πιο επιτυχημένο μυθιστόρημα του Καρκαβίτσα, τον Ζητιάνο. Ο κόσμος αυτού του μυθιστορήματος είναι αισθητά πιο απάνθρωπος απ' ό,τι εκείνος της Λυγερής. Ο συγγραφέας μάλιστα επιτυγχάνει μεγαλύτερη αμεσότητα χρησιμοποιώντας την ομιλούμενη γλώσσα με έντονο αγροτικό λεξιλόγιο. Η οργάνωση της υπόθεσης σε πέντε μεγάλα κεφάλαια παρουσιάζει μια στεγανή δομή που ενισχύει την αίσθηση της αδιαφιλονίκητης πορείας από τα αίτια στα αποτελέσματά τους. τα οποία καμία εκδήλωση ανθρώπινης θέλησης ή σπίθα ανθρώπινης αξιοπρέπειας (παρ' όλο που κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα) δεν θα είχε τη δύναμη να μεταβάλει. Ο ζητιάνος του τίτλου, ο Κώστας Τζιρίτης ή Τζιριτόκωστας, είναι επαγγελματίας, ο οποίος διακατέχεται από μια σχεδόν υπερφυσική πανουργία και δύναμη. Αλλά παρ' όλο που είναι ικανός με τα μέσα αυτά να εκμεταλλεύεται τους άλλους για τους δικούς του στόχους, ο ίδιος δεν έχει τη δύναμη να διαλέξει το επάγγελμά του ή να αναπτύξει τα φυσικά ταλέντα του προς κάποια άλλη κατεύθυνση. Ο Τζιριτόκωστας κατάγεται από ένα βορεινό χωριό, τόσο φτωχό που οι κάτοικοι έχουν προ πολλού στραφεί στην επαιτεία και την απάτη ως τρόπο ζωής, μαθαίνοντας τα παιδιά τους από μικρά να προσποιούνται τις πιο φρικιαστικές παραμορφώσεις και να αναπτύσσουν την πανουργία τους και την αντοχή τους στο έπακρο. Ο ζητιάνος, παρ' όλες τις τρομακτικές του ιδιότητες, είναι ταυτόχρονα θύμα και της Φύσης και της κοινωνίας.
Τα άλλα πρόσωπα του μυθιστορήματος, όπως παρουσιάζονται, δεν έχουν σχεδόν καθόλου δύναμη γι' αυτόβουλη δράση. Η δράση εκτυλίσσεται σ’ ένα χωριό στους πρόποδες του Ολύμπου της Θεσσαλίας, κοντά στα τότε σύνορα με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η δυσχερής θέση των ντόπιων χωρικών, που είναι ακτήμονες δουλοπάροικοι, με συνθήκες διαβίωσης κατά παράδοξο τρόπο χειρότερες μετά την προσάρτηση στην Ελλάδα, απ' ό,τι ήταν προηγουμένως, παρουσιάζεται πολύ ζωντανά. Παρ' όλο που είναι εντελώς άποροι, ο Τζιριτόκωστας εκμεταλλεύεται την αδρανή, άπληστη και δεισιδαίμονα φύση τους για να τους κλέψει και τα ελάχιστα που τους έμειναν στην κατοχή τους. Υπαίτιος της καταστροφής (με την Αριστοτελική έννοια) είναι ο τελωνειακός Βαλαχάς, ο οποίος βρίσκεται στο χωριό και παρουσιάζεται ως άτυχο, αλλά καθόλου άξιο συμπάθειας, θύμα του διεφθαρμένου πελατειακού συστήματος που επικρατεί στη δημόσια υπηρεσία. Ο αξιωματούχος αυτός, ο οποίος είναι φυσικά τόσο διεφθαρμένος όσο και οι ανώτεροί του, επιτίθεται χωρίς λόγο στο ζητιάνο και η θεαματική εκδίκηση του τελευταίου φθάνει στο αποκορύφωμά της όταν καταστρέφεται από πυρκαγιά το «κονάκι», αφού απουσιάζει ο μπέης, ο οποίος θα τιμωρήσει τους χωρικούς, που θεωρούνται τελικά υπεύθυνοι, με έξωση από τα σπίτια τους. Το τελευταίο κεφάλαιο έχει τον ειρωνικό τίτλο «Δικαιοσύνη» και τελειώνει μετά το θρίαμβο του Τζιριτόκωστα, με μια δυσοίωνη ηχώ στις καταληκτικές σελίδες της Λυγερής:

«Η κοιλάδα πρόθυμη εδέχθηκε τον ζητιάνο στους υγρούς και μαλθακούς κρυψώνες της. όπως δέχεται τόσα κακούργα ερπετά και παράσιτα.
Ο άνθρωπος πολλές φορές δεν βρίσκει της υπάρξεώς τους τον σκοπό. Και όμως τα κρατεί στους κόρφους της η Φύσις, θεότης αδιάφορη, ανεπηρέαστη, ίση δείχνοντας αγάπη και στου Κάη τους καρπούς και στα πρωτοτόκια του Άβελ».

Είναι σαφές ότι στο μυθιστόρημα αυτό ο Καρκαβίτσας αξιοποίησε το κοινό ενδιαφέρον των συγγραφέων και των αναγνωστών προς τη λαογραφία για σκοπούς που υπερβαίνουν τη ρεαλιστική περιγραφή. Πρώτα απ' όλα, θέλοντας να τραβήξει την προσοχή της κοινής γνώμης στην ύπαρξη του χωριού των ζητιάνων αλλά και στη δυσχερή θέση των δουλοπάροικων της Θεσσαλίας, τότε που βρισκόταν υπό ελληνικό έλεγχο, καθώς και στις συνέπειες της διαφθοράς που επικρατούσε στις δημόσιες υπηρεσίες, το μυθιστόρημα εκδηλώνει έναν υπερβάλλοντα ζήλο για την αναγκαιότητα της κοινωνικής μεταρρύθμισης, και για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου δανείζεται από τη σάτιρα το στοιχείο της υπερβολής. Δεύτερον, προσαρμόζει τις ιδέες του Ζολά στα ελληνικά δεδομένα και ανιχνεύει τις συνέπειες της πρακτικής αυτής — μια από τις οποίες είναι ότι τελικά δεν δημιουργεί μια εικόνα αλλά μια ερμηνεία της πραγματικότητας. Και τρίτον, ο «νατουραλισμός» του μυθιστορήματος πηγαίνει πέρα από τον Ζολά, υψώνοντας τη Φύση σε Ολύμπια θεότητα, η οποία συχνά περιγράφεται ως απίστευτα όμορφη, παραμένοντας όμως αδιάφορη στα ανθρώπινα προβλήματα παρά το μεγαλείο της και την ομορφιά της. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι, υπό αυτή την έννοια, ο Καρκαβίτσας παραπέμπει όχι τόσο στον Ζολά, όσο στον ηθικό κόσμο της Ιλιάδας.