Ξενόπουλος Γρηγόριος
Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας
 
 
Θέατρο. Ο τρίτος. Ο ψυχοπατέρας. Φωτεινή Σάντρη. Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας., Εκδόσεις Αδελφοί Βλάσση 2000, Σσ.137-190, Πρώτη Έκδοση Έργου:1904
 
 
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Πρωί
Μεγάλο δωμάτιο στο σπίτι του Βαλέρη, που χρησιμεύει για σάλα και τραπεζαρία. Δυο παράθυρα με γρίλιες στο βάθος. Πόρτα δεξιά, που οδηγεί προς τα μέσα, άλλη αριστερά, που φέρνει απ’ τα έξω. Στους τοίχους, φτωχικά ασβεστόχριστους, πλούσιες εικόνες προγόνων. Στο πρώτο παράθυρο, ένα κλουβί κοινό με καναρίνι. Στο δεύτερο μια μπουγαρινιά κι ένα πήλινο κανάτι με νερό. Καναπές και πολυθρόνες, αταίριαστα. Καρέκλες, βιβλιοθήκη, γραφείο, δυο καντηλέρια (τετράφωτοι λύχνοι του λαδιού), ένα ρολόι του τοίχου σταματημένο, ένα στρογγυλό τραπέζι, άλλο, μεγαλύτερο, στη μέση - στοίβαγμα επίπλων αρχοντικών, από μεγάλο σπίτι, που μόλις τα χωρεί το μικρό τούτο και στενόχωρο.
Όταν ανοίγει η σκηνή, η γριά κοντέσσα Βαλέραινα, με ρόμπα (σκούρα και σκουφέτα στα κάτασπρα μαλλιά, στο τραπέζι της μέσης, κοπανίζει το γιατρικό της, - μια άσπρη σκόνη - σε μικρό γουδί. Κοντά της, μια κρισάρα και μερικά χάρτινα κουτάκια. Την παραστέκει η Όρσολα, υπηρέτρια πιο γριά απ’ την κυρά της, σκυφτή λιγάκι, με άσπρο κεφαλομάντηλο και φουστάνι παρδαλό.

Όρσολα: - Να σε βοηθήσω, κοντέσσα μου;
Βαλέραινα: - Δε χρειάζεται. (Σε λίγο:) Τι ώρα να είναι; Χάλασε κείνο το ρολόι και τόσο καιρό δεν αξιωθήκαμε να το φτιάσουμε.
Όρσολα: - Μα πρέπει να είναι εφτά περασμένες. Οι δεύτερες γίδες περάσανε πολλή ώρα.
Βαλέραινα. - Ου! κι ο Παυλάκης δε σηκώθηκε ακόμα.
Όρσολα: - Και να σηκωνότανε, τι; Μήπως, κυρά μου, θα πήγαινε στο σκολειό; (με θλίψη:) Άστονε καλύτερα να κοιμάται...
Βαλέραινα, στενάζει: - Ωιμέ!.. Δώσ' μου, Όρσολα, κείνη την κρισάρα, να ζεις... Βάστα τη... Έτσι...
(Με μεγάλο σεβασμό, η Όρσολα παίρνει και βαστά την κρισάρα. Η Βαλέραινα, μιλώντας, αδειάζει από το γουδί της τη σκόνη που κοπάνισε. Έπειτα παίρνει η ίδια την κρισάρα και κρισαρίζει απάνω από μιαν άσπρη πετσέτα.)
Βαλέραινα: - Τέλειωσε... Τώρα να γιομίσω τα κουτιά...
Όρσολα: - Μου δίνεις την άδεια να γιομίζω κι εγώ, για το γληγορότερο;
Βαλέραινα: - Δεν έχουμε και τόση βία... Μα καλά, (την κοιτάζει στα μάτια μ’ αμυδρό χαμόγελο) γιόμιζε και συ.
Όρσολα, με χαρά και προθυμία βοηθεί στο γέμισμα των κουτιών: - Τι να σου πω, κοντέσσα μου! Σα σε βοηθάω στο ψυχικό που κάνουνε τα χρυσοχέρα σου, μου φαίνεται πως έχω κι εγώ το μερτικό μου από τις ευχές του κόσμου και τη χάρη της Χρυσής Παναγίας.
Βαλέραινα:- Καημένη μου Όρσολα!...
Όρσολα: - Τι θαυματουργή σκόνη, κοντέσσα μου! Τι περίβαρτο και κοσμοξάκουστο γιατρικό!... Από τα νιάτα μου, που δουλεύω στο αρχοντικό σας, πόσα μάτια δεν είδανε τα μάτια μου... χιλιάδες μάτια γιατρεμένα, άλλ' από την αγιοχώματη την πεθερά σου κ άλλ' από λόγου σου.
Βαλέραινα, συλλογισμένη: - Ναι... κι αύριο, σα θα μας καλέσει εμάς ο Θεός, θα κάνει το ψυχικό η Τασία μας. Είναι περισσότερα από διακόσια πενήντα χρόνια, που το μυστικό του γιατρικού κρατιέται στο Βαλερέικο και πηγαίνει κληρονομιά από Βαλέραινα σε Βαλέραινα. Ναι, μα οι πρώτες Βαλέραινες καθόντανε στο παλάτι της Πλατείας Ρούγας το πατρογονικό, που ματώνει η καρδιά μου, Όρσολα, κάθε φορά που περνώ και το βλέπω σε ξένα χέρια...
Όρσολα: - Ω, κυρά μου! Αν επέσανε τα δαχτυλίδια, λέει ένας λόγος, τα δάχτυλα μείνανε. Τι σε παλάτι, τι σε χαμόσπιτο, η Κοντέσσα πάντα Κοντέσσα είναι! Εσείς νάσαστε καλά και ν’ αναστήσετε, καταπώς του πρέπει, τον Παυλάκη μας, τη χαρά μας, και να ιδείς, κυρά μου, πως θα πάρει πίσω με τον τόκο ό,τι χάσαμε τώρα-τώρα.
Βαλέραινα, μελαγχολική: - Ο Παυλάκης;
Όρσολα: - Ο Παυλάκης. Γιατί; Είναι έξυπνος! Μη κοιτάς τώρα που είναι μικρός, να σε χαρώ... Θα μεγαλώσει, θα φρονιμέψει, θα καταλάβει...
Βαλέραινα: - Μακάρι, Όρσολα. Κι εγώ δεν έχασα ποτέ τις ελπίδες μου στο Θεό και στο ριζικό του Βαλερέικου. - Φτάνει τώρα... Πήγαινε να κάμεις τον καφέ του αφέντη σου, γιατί ακούω το βήχα του. Όπου κι αν είναι, πρόβαλε.
Όρσολα: - Τσ' ορισμούς σου! (Παίρνει την κρισάρα, το γουδί κτλ. κι ετοιμάζεται να φύγει αριστερά. Τα κουτάκια έχουν γεμιστεί κι η Βαλέραινα βάζει την επίλοιπη σκόνη σ’ ένα παλιό βάζο πράσινο.)
Βαλέραινα: - Και... πού είσαι;
Όρσολα, που έφευγε, ξαναγυρίζει: - Εδώ.
Βαλέραινα: - Αν έρθουν εκείνοι, από τη Γαστούνη, να γυρέψουν το γιατρικό, παίρνεις ένα πακετάκι από το καλάθι και τους το δίνεις. Ξέρεις. Την οδηγία τους την είπα χτες στοματικά, μα την έχω και γραμμένη σε χαρτί, μέσα στο ίδιο κουτάκι. Άκουσες;
Όρσολα: - Ναίσκε, κοντέσσα μου. (Φεύγει.)
Βαλέραινα, μονάχη, συλλογισμένη: - Αν επέσανε τα δαχτυλίδια, τα δάχτυλα μείνανε... (Τοποθετεί τα κουτάκια σ’ ένα καλαθάκι και το φυλάγει, μαζί με το βάζο, στο ντουλάπι.)
Μανώλης, μπαίνει δεξιά. Κρατεί στο χέρι καπέλο ψηλό και μπαστούνι. Σοβαρή, αλλά τριμμένη φορεσιά κόντε ξεπεσμένου. Καμιά σαρανταριά χρονών. Μάλλον παχύς. Μιλεί εύθυμα: -
Καλημέρα, μάνα!
Βαλέραινα: - Καλημέρα, Μανώλη μου.
Μανώλης: - Κάτι ντάγκα ντούγκα άκουγ' από την αυγή. Γιατρικά πάλι;
Βαλέραινα: - Άφησέ με και μούχε τελειώσει από καιρό και μου γυρεύανε και δεν είχα... Τελοσπάντων, γιόμισα πάλι το βάζο μου.
Μανώλης: - Και δε μου λες πώς οικονόμησες τη ζάχαρη;
Βαλέραινα: - Ε, όπως οικονομούμε όλα μας τα πράματα τώρα-ύστερα!.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.