Βάρναλης Κώστας, Αισθητικά και κριτικά
 
τομ. Β΄, Αθήνα 1978, Κέδρος. Σσ. 249-252
 
 
 

Πριν από λίγον καιρό έφυγε απ’ την ενσώματη ζωή, ξαφνικά κι αθόρυβα και σχεδόν λησμονημένος, όσο θορυβώδικα κι επιθετικά «εισόρμησε» στην πνευματική μας «κονίστρα» κονταρομάχος του ιδανικού, σωτήρας του Σωτήρος (όπως θά ’λεγε ο Καρυωτάκης) και κοσμοδιορθωτής, ο Γιάννης Αποστολάκης. Γερμανόπληχτος, μεταφυσικός ιδεαλιστής, μισάνθρωπος, ακοινώνητος, αγέλαστος, απολυταρχικός, πουριτανός. Μεγαλομανής μ’ επίγνωση της αδυναμίας του – αλλιώς δεν εξηγιέται η φαρμακίλα του.

Είτανε ο πρώτος επίσημος καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης· ο πρώτος που διόρισε το κράτος σ’ αυτήν τη θέση ύστερ’ από έναν αιώνα περιφρόνηση του λαού και καταδίωξη συστηματική της γλώσσας του και των πνευματικών της προϊόντων. Όλοι τότες ελπίζανε πως το νέο πανεπιστήμιο θα γινόταν η «πνευματική εστία» των προοδευτικών ιδεών και προπύργιο του δημοτικισμού και της ελευθερίας του πνεύματος και θ’ αχρήστευε με τον καιρό το αντιδραστικό και γεμάτο αμαρτίες πανεπιστήμιο της Αθήνας.

Μάταιη ελπίδα. Το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης κατρακύλησε (ο τέντζερης) και βρήκε το καπάκι του (το πανεπιστήμιο της Αθήνας). Αλλ’ αν το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης «διέψευσε» τις ελπίδες των προοδευτικών ανθρώπων, ο Αποστολάκης δεν “διέψευσε” καμιάν ελπίδα. Γιατί κανένας δεν περίμενε από τον κήρυκα της “απόλυτης άρνησης” ν’ αξιοποιήσει τη νεοελληνική λογοτεχνία (δουλειά εκατό χρόνων!), γιατί ήξεραν όλοι, πως την περιφρονούσε.

Ο Αποστολάκης δεν είτανε όπως λέμε, εργάτης της δημιουργικής φαντασίας. Είτανε μονάχα κριτικός. Περισσότερο «δάσκαλος» παρά κριτικός. Αλλά και σαν κριτικός και σα δάσκαλος θα μπορούσε να κάνει δουλειά δημιουργική, αν βοηθούσε την εποχή του να προχωρήσει προς τα εμπρός, αν έβλεπε και καταλάβαινε τις προοδευτικές τότε δυνάμεις του παρόντος και συντασσότανε μ αυτές και τις συνειδητοποιούσε κι αγωνιζότανε δίπλα στο λαό κι όχι δίπλα στους λίγους για μια κοινωνική και πνευματική αναγέννηση. Ζόρικο πράμα! Απ’ όλους τους πνευματικούς ηγέτες, τους ξυπνημένους, τους πρωτοπόρους του καιρού εκείνου, πολύ λίγοι είχανε δει το νέο φως να μπαίνει από τη χαραμάδα του τοίχου: ο Θεοτόκης, ο Χατζόπουλος, ο Σκληρός, ο Γληνός, ο Θεοδωρίδης. Ούτε ο Ψυχάρης ούτε ο Πάλλης. Κι ο Παλαμάς στις καλές του ώρες.

Ο Αποστολάκης είταν ένας σοβαρός αντίπαλος. Γλωσσομαθής, εργατικός, φιλόδοξος, επίμονος – μονοκόκκαλος. Αλλ’ είχε κι ένα βασικό ελάττωμα. Είτανε αντιδιαλεχτικός. Φανατισμένος εχθρός του ιστορικού υλισμού. Αυτό και μόνο φτάνει για να εξηγήσει απ’ τη σκοπιά μας όλα του τα φάλτσα καθώς και το ανωφέλευτο των κόπων του.

Είταν οπαδός του Καρλάυλ. Άρα θεοποιούσε την ατομικότητα και περιφρονούσε το πλήθος, τον «αριθμό» όπως και ο Π. Βλαστός. Είτανε ιδεαλιστής. Άρα έβλεπε τον κόσμο ακίνητο και τις ιδέες – δυνάμεις έξω από τον άνθρωπο. Αιώνιες. Κι αφού ’ναι έτσι, αιώνιες και θεοτικές, για να διορθωθεί η ζωή, έπρεπε ο τροχός να γυρίζει ανάποδα στ’ «απόλυτα» πρότυπα. Αγνοούσε ολότελα την κοινωνική πραγματικότητα, τους νόμους της, το μηχανισμό της εξέλιξής της και τη μέθοδο που μελετιέται αυτή η πραγματικότητα.

Γενικότερα περιφρονούσε την Επιστήμη και το δημοτικισμό, αν δεν είταν η μεν Επιστήμη για την Επιστήμη κι ο δημοτικισμός αριστοκρατικός – χωρίς να μολεύεται σε πραχτικές εφαρμογές, όπως η παιδείά! Την Επιστήμη της Κοινωνίας καθώς και τις αναγκαστικές συνέπειές της την εχθρευόταν, όσο κ’ οι τωρινοί μας «εθνικόφρονες» διανοούμενοι! Μα αφού εχθρευότανε (γιατί δεν την ήξερε) την Επιστήμη της Κοινωνίας, δεν ήξερε πολύ περισσότερο την υποεπιστήμη της την Αισθητική. Έτσι μπερδεύει τα εδάφη: δε μπορεί να ξεχωρίσει ποια η ουσία, ποια τα όρια, ποια η κοινωνική λειτουργία της Τέχνης. Και χρησιμοποιεί για την αξιολόγησή της κριτήρια εξωαισθητικά: ηθικά, γνωσιολογικά, συναισθηματικά.

Αλλ’ αν δεν είτανε καλά οπλισμένος με αληθινή κοσμοθεωρία κι’ Επιστήμη, μήπως είτανε τουλάχιστον οπλισμένος από τη φύση με καλαισθησία; Αμφιβάλλω. Γιατί αλλιώς, δηλ. μονάχα με την καλαισθησία του και μάλιστα καλλιεργημένη, θα μπορούσε να νιώσει και να μολογήσει για τα θαύματα του νεοελληνικού μας Λόγου έναν «Τάκη – Πλούμα» του Μαλακάση, ένα «Συναποθανούμενοι» του Γρυπάρη, ένα «Ολόγυρα στη λίμνη» του Παπαδιαμάντη.

Κι όμως! Ο Αποστολάκης αρνήθηκε, χτύπησε, γκρέμισε και ποδοπάτησε τους πάντες και τα πάντα – εξόν από το Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι. Μετράτε: τον Κάλβο (πεζός, ρητορική αοριστία), το Βαλαωρίτη (ψεύτης), τον Ψυχάρη (οι νεροχύτες τού δίνουν ιδέες), το Ροΐδη (σκλάβος του καιρού του), τον Πορφύρα (ούτε λογική ούτε ντροπή· ανοησίες όλα κι αηδίες), το Γρυπάρη (γεροντοκόρη), το Μαβίλη (πεζολόγος), το Μαλακάση, τον Κρυστάλλη, τον Ξενόπουλο... Όσους παραλείπω δεν θα πει, πως τους παίνεψε. Δεν καταδέχτηκε να τους προσέξει.

Όμως εκείνος, που του στάθηκε καρφί στο μάτι και τόνε χτυπάει και τον ξαναχτυπάει σ’ όλες του τις μελέτες ο Αποστολάκης, είναι ο Κωστής Παλαμάς. «Φτωχός άνθρωπος, παραδαρμένος, ξεραΐλα της καρδιάς και σκοτείνια της φαντασίας, κατασκότεινη ψυχή, τοπάρχης του Ψυχάρη, η χυδαιότερη λαοκρατία και αναρχία αντιβουίζει στους στίχους του, ξηρότατα εγωιστής· ξεκολλημένος από τη ζωή δεν αξίζει τον κόπο κλπ. κλπ»

Και το αποτέλεσμα; Αυτοί, που τους αρνήθηκε ο Αποστολάκης, όλο και περισσότερο στεριώνουνε τη θέση τους στα νεοελληνικά γράμματα, όσο περνάει ο καιρός, ενώ ο ίδιος και ζωντανός ακόμα έπαψε να υπάρχει.

Ποια είναι, κατά τον Αποστολάκη, η ουσία της Τέχνης; Το ιδανικό πρώτα-πρώτα, το ιδανικό καθ’ εαυτό, που δε δέχεται κανένα αισθητικό προσδιορισμό. Μονάχα, όταν μετουσιωθεί αισθητικά, τότες μπορεί να γίνει ή ωραίο η άσχημο ανάλογα με την επιτυχία ή την αποτυχία της μετουσίωσής του.

Ύστερα, τα ιδανικά δεν τα βρίσκεις ταξινομημένα στα Μουσεία όπου πας και διαλέγεις. Είναι κοινωνικές αξίες – δυνάμεις. Κι αξίες όχι κανονικές παρά υποθετικές, που προσπαθούνε να γίνουνε κανονικές, να νομιμοποιηθούνε. Αποβλέπουν λοιπόν στο μέλλον· και δεν είναι καθόλου δυνάμεις ανασχετικές της προόδου· παρά δυνάμεις, που κινούνε την ιστορία και τον πολιτισμό όλο και πιο μπροστά. Τέτια δεν είτανε τα ιδανικά του Αποστολάκη – είταν ιδανικά Μουσείου παστωμένα!

Ποιαν επίδραση άσκησε ο Αποστολάκης στη δημιουργική μας λογοτεχνία; Στην αρχή έκανε θόρυβο. Πολύ σύντομα όμως τον ξεχάσανε όλοι. Κι αυτοί του οι μαθητές στο πανεπιστήμιο δεν τον ακολουθήσανε. Στην κριτική όμως του τόπου (τη συντηρητική, τη δεξιά) είχε κ’ έχει ακόμα επίδραση. Ευκολύνει την οκνηρία της σκέψης, απαλλάσσει από ευθύνες κι εξασφαλίζει άνετη καριέρα.