Παπανούτσος Ε., "Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός"
 
Αθήνα [χ.χ], Ίκαρος. «Σικελιανός. Ο μύθος και ο λόγος του». Σσ. 278-280
 
 
 

3. Ο ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ

 

Αν θελήσει κανείς να χαρακτηρίσει με πολύ αδρές γραμμές το έργο του Άγγελου Σικελιανού, νομίζω ότι θα επισημάνει δύο κύρια στοιχεία. Πρώτα ότι κινείται σ' έναν υπερούσιο, μυθικό κόσμο, στη σφαίρα του θρύλου. Θαρρεί κανείς ότι τα άψυχα και έμψυχα όντα, τα πρόσωπα και τα γεγονότα, που βρίσκονται μέσα σ' αυτό το ποιητικό σύμπαν, στην κλίμακα που μας παρουσιάζονται και με το φοβερό τους μέγεθος, θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει, αλλά μόνο στην αυγή της ζωής της ανθρωπότητας, πριν από τον καθαυτό πολιτισμό, τον πολιτισμό της ιστορίας. Ένα ανάλογο αίσθημα έχομε όταν, μέσ' από τα «συμβάντα» που ιστορεί ο Όμηρος, επικοινωνούμε με το μακρινό, το χαμένο στο βάθος του χρόνου, «πρωτοελληνικό» παρελθόν. Εκεί σα να μην έχουν γίνει ακόμα οι διακρίσεις του ορθού λόγου: το νοητό και το πραγματικό, το φανταστικό και το αισθητό, τούτος ο κόσμος ο ορατός και ο άλλος ο αόρατος. Τα όντα και τα σύμβολα υπάρχουν αδελφωμένα και ισότιμα, το ένα κοντά στο άλλο, και αποτελούν μια συμπαγή ενότητα. Θεοί και άνθρωποι, φυτά και ζώα, βουνά και θάλασσες, ο απάνω και ο κάτω και ο παρακάτω κόσμος συνεργάζονται και συμβιούν, συνερίζονται και ανταγωνίζονται με τον πιο απλό και φυσικό τρόπο. Το πέρασμα από τη μια στην άλλη «κατάσταση» είναι τόσο αυτονόητο, που κανείς δεν αισθάνεται τη διάθεση ν' απορήσει ή την ανάγκη ν' αναρωτηθεί: «μα γίνεται τούτο;» Όλα «γίνονται» εφόσον έχουν, και κατά το μέτρο που έχουν, νόημα και «συμβαίνουν» για να το φανερώσουν. Νόημα που συνήθως δεν πιάνεται με τη σκέψη, αλλά περνάει και αφομοιώνεται από κάποια άλλα βαθύτερα ψυχικά στρώματα. Τέτοιο είναι και το ποιητικό σύμπαν του Σικελιανού. Εάν δεν το γνωρίζει κανείς και αρχίσει να διαβάζει τα ποιήματά του ανυποψίαστος, ξαφνιάζεται. Εδώ ο πόντος   έχει παράξενους καημούς, τα βουνά κουβεντιάζουν τρέμοντας, τα δέντρα ονειρεύονται ξυπνά, τα πρόσωπα είναι μοναδικά, υπερμεγέθη, δεν έχουν καμιά σχέση με τις κοινές διαστάσεις της «καθημερινότητας», τα προβλήματά τους είναι σκοτεινά, απύθμενα, και κινούνται μέσα σ' ένα χώρο που δεν είναι το γνώριμό μας «φυσικό» και «ιστορικό» τοπίο που μπορεί κανείς να το πλησιάσει με τις κοινές αισθήσεις και τον ορθό λόγο, να το αντιληφθεί και να το σημασιολογήσει — αλλά βρίσκεται πριν και πέρα από τις διακρίσεις και τις κατατάξεις, τις εμπειρίες και τις έννοιες του «φρόνιμου» και «πρακτικού» ανθρώπου.

Με αυτό το πρίσμα εάν συγκρίνει κανείς δύο μεγάλα ονόματα της πρόσφατης ιστορίας των Γραμμάτων μας, τον Σικελιανό από το ένα μέρος και τον Καβάφη από το άλλο, θα ιδεί τι αγεφύρωτη αντίθεση υπάρχει ανάμεσά τους. «Ιστορία» υποτίθεται ότι γράφει και ο ένας και ο άλλος. Τα οράματα όμως του Σικελιανού είναι, όπως τα ονόμασε κάποτε ο ίδιος, «μεθιστορικά» (όπως λέμε «μεταφυσικά», με το νόημα ότι και των πραγμάτων η βαθύτερη, η φιλοσοφική ερμηνεία γίνεται υπέρβαση της φυσικής, «μεταφυσική»). Στην ποίησή του δεν βρισκόμαστε μέσα στη ροή, αλλά επέκεινα του ιστορικού χρόνου. Δεν συναντούμε ανθρώπινα όντα με σάρκα και οστά, αλλά υπάρξεις μυθικές, που έχουν νόημα βαθύ και σκοτεινό όπως τα θρησκευτικά σύμβολα. Με τον Καβάφη, αντίθετα, έχομε μπει στην περιοχή του ορθού λόγου, είμαστε στο κλίμα του «διαφωτισμού»: η ιστορία ερμηνεύεται και δέχεται μιαν εντελώς ανθρώπινη, ψυχολογική και ηθική σημασία, συνταραχτική βέβαια, αλλά το μυθικό, το υπερφυσικό στοιχείο λείπει από μέσα της. Δεν υπάρχουν εδώ οι τιτάνες και οι γίγαντες, οι προφήτες και οι όσιοι του Σικελιανού που έχουν «μεταλάβει» από το κοσμικό μυστήριο. Οι άνθρωποι του Καβάφη ζουν το καθημερινό δράμα τους, στις μικρές τους διαστάσεις, με τις αθλιότητές τους ακόμη, αλλά μέσα σ' ένα φωτοστέφανο που τους εξαγιάζει: με την πίκρα, την απόγνωση, την αίσθηση της ματαιότητας των εγκοσμίων, την καρτερία τους. Είναι μια σιγανή, μελαγχολική μουσική δωματίου, όπου δεν έχουν θέση τα επικά στοιχεία· ενώ, όταν πλησιάζομε τον Σικελιανό, μας υποδέχεται ένα βουερό ποτάμι από βαρύγδουπες συγχορδίες...                                  

Αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ποίηση του είναι ο ρωμαλέος και λαμπρός, ο θαυμάσιος ελληνικός λόγος του. Πριν απ' αυτόν δεν είχε ακόμα φτάσει η ζωντανή μας γλώσσα σε τέτοιο χρώμα και παλμό, σε τόσην αδρότητα και μουσικότητα. Του ποιητικού (δημοτικού) μας λόγου τα θεμέλια τα έβαλε, χωρίς αμφιβολία, ο Σολωμός· το δούλεμά του το σοφό, το κέντημά του, το οφείλομε στον Παλαμά· αλλά τη λάμψη, τον εξαίσιο λυρικό του τόνο τον έδωσε ο Σικελιανός. Οι λέξεις του θαρρείς πως είναι εκείνες που ακούστηκαν την έβδομη ημέρα της δημιουργίας από μια νεόκοπη, έμψυχη έως τις μικρότερες ίνες της πλάση· τόση είναι η δύναμη και η αίγλη τους, η αρχέγονη ομορφιά τους. Κοινές λέξεις οι περισσότερες, όπως ζουν στο στόμα του λαού μας· και όμως μέσα στο στίχο του Σικελιανού παίρνουν ξαφνικά ένα απίθανο μεγαλείο. Και όπως η Φύση στο Σικελιανό είν' ένα πλούσιο πανόραμα από εξαίσιες εικόνες, έτσι και ο λόγος του είναι ένα κρουστό, σαρκώδες τραγούδι που ψάλλεται. Φαντάζεστε ότι είναι ποτέ δυνατόν να τραγουδηθεί ο Καβάφης; Η Καβαφική λέξη δεν βγάζει ήχο, έχει εξαϋλωθεί, χάθηκε –θαρρείς- η υλική της υπόσταση και έμεινε η καθαρή essence του νοήματός της. Αντίθετα, η λέξη του Σικελιανού αποτελεί πάντοτε ένα πλήρη μουσικό φθόγγο και πρέπει να απαγγελθεί, για ν' αποκαλυφθεί μαζί με τον ηχητικό και ο εννοιολογικός δυναμισμός της. «Να απαγγελθεί» — εύκολα λέγεται αλλά δύσκολα γίνεται. Από κανένα δεν έχει απαγγελθεί ο Σικελιανός παρά μόνο από τον εαυτό του... Αυτός μόνο μπόρεσε, απαγγέλλοντας τα ποιήματά του, να δείξει τις διαστάσεις της ποίησής του. Που ήσαν και διαστάσεις της προσωπικότητάς του.