Πρεβελάκης Π., Άγγελος Σικελιανός. Τρία κεφάλαια βιογραφίας κ’ ένας πρόλογος
 
Αθήνα 1984, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Σσ. 40-63
 
 
 

Ο «Αλαφροΐσκιωτος»

Ο Αλαφροΐσκιωτος είναι ένα μακρό ποίημα χωρίς αφηγηματική πλοκή, συνθεμένο από 60 μικρές ενεπίγραφες ενότητες. Αριθμεί 2.293 στίχους, και είναι χωρισμένο σε δυο μεγάλα μέρη (1.186+1.049 στίχοι), με ένα σύντομο (58 στίχοι) "διάμεσο ύμνο" με τον τίτλο "Ψάπφα".

Από έναν «αλαφροΐσκιωτο», δηλαδή άνθρωπο που βλέπει τα αόρατα, δεν περιμένει κανείς αυστηρή λογική ακολουθία· προσδοκά, αντιθέτως, αποκαλύψεις για πράγματα που υπερβαίνουν την κοινή νόηση. Ο τύπος του αλαφροΐσκιωτου συναντάται τόσο στις λαϊκές παραδόσεις, όσο και στην έντεχνη ποίηση:

Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ’δες;

Νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.

Αλλά η λέξη «αλαφροΐσκιωτος» είναι σήμερα φορτισμένη από ευρύτερο νόημα. Υπό τη γαλλική λέξη Le Voyant έχει τεθεί, ως γνωστό, ένα κεφάλαιο της νεώτερης ευρωπαϊκής ποίησης, αφότου ο νεαρός Αρθούρος Ρεμπώ έστειλε στον Paul Demeny, το Μάιο του 1871, την περιλάλητη επιστολή οπού ζητούσε από τους ποιητές να μεταβληθούν σε μάγους και αλχημιστές του πραγματικού. Η ποίηση, κατά το Γάλλο ποιητή, οφείλει να εκφράζει άρρητα βιώματα, και μάλιστα ν' αποβαίνει όργανο γνώσης των υπεραισθητών. Οι ρομαντικοί είχαν προηγηθεί ως προς την ιδέα του υψηλού προορισμού του ποιητή. Ο Βικτόρ Ουγκώ, σ' ένα του ποίημα του 1839, καλεί τους λαούς «ν' ακούνε τον ποιητή, τον ιερό ονειροπόλο». Οι συμβολιστές των αρχών του αιώνα πίστεψαν και κείνοι ότι ο ποιητής μετέχει σε εμπειρίες που άλλοτε άνηκαν στους μάντεις και τους μυστικούς. Η αποστολή του είναι να μεταδίδει άγνωστα φρικιάσματα από την επικοινωνία του με την υπερβατική πραγματικότητα. Ο Φρειδερίκος Νίτσε εξανίσταται επίσης κατά της «τυραννίας του αληθινού». «Πρέπει να μπορούμε κάθε τόσο να ξαποστάζουμε από την αλήθεια μέσα στο μη αληθινό, αλλιώς η αλήθεια θα μας γίνει βαρετή, ανήμπορη και άνοστη.» Τελικώς αναφωνεί: «Αχ, αν οι ποιητές έστεργαν να ξαναγίνουν αυτό που ήταν άλλοτε: μάντεις που μας λένε κάτι γι' αυτό που μέλλει να συμβεί [...]· Άμποτε να μας κάμουν να προαιστανθούμε εκπυρωμένους ουρανούς και Γαλαξίες του ωραίου. Που βρίσκεστε σεις, αστρονόμοι του ιδανικού;».

Ο Σικελιανός προσχωρεί, μαζί με πολλούς άλλους συγχρόνους του, στο διονυσιακό κίνημα. Από κείνη τη στιγμή, ο βίος του δεν εμφανίζεται πια ως διαδοχή ποικίλων εμπνεύσεων, άλλα ως συνεχής διονυσιακή μέθη. «Ο Ποιητής -λέγει- διαισθάνεται πως ζει, κι από παιδί, σε μυστική συμβίωση με το Παν.» Οφείλει λοιπόν να φτάσει «τόλμα τε και σθένει και θρασεία πνέων καρδία στην κατάγνωση της μείζονος ζωής και της ψυχής του και του κόσμου». Από το βασικό τούτο αίτημα προσδιορίζεται η απόλυτη στάση του μέσα στη ζωή. Η δημιουργική πράξη του είναι εκδήλωση θεμελιακού ενστίκτου. Το δημιούργημα του ισοδυναμεί με αυθόρμητη διάχυση της ψυχής του, χωρίς κανέναν ειδολογικό περιορισμό. Τούτο εξηγεί γιατί ο Αλαφροΐσκιωτος δεν ανήκει σε κανένα λογοτεχνικό είδος. Είναι ένας ποταμός από εντυπώσεις, αναμνήσεις και συναισθήματα, που ξεχύνονται με θεϊκή αμεριμνησία.

 

Επισκόπηση τον «Αλαφροΐσκιωτου»

Να συνοψίσεις ένα μακρό λυρικό ποίημα είναι εγχείρημα δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο. Αλλά μια επισκόπηση του ποιήματος δεν είναι αδύνατη. Ας μου επιτραπεί να την επιχειρήσω.

Η πρώτη ενότητα του ποιήματος φέρει τον τίτλο «Γυρισμός». Ο νεαρός αλαφροΐσκιωτος ποιητής γυρίζει στο νησί του από την ξενιτιά ή από τον Κάτω Κόσμο, ως μετεμψύχωση αρχαίου έφηβου. Τη δεύτερη εκδοχή την επιτρέπουν ορισμένοι στίχοι του ποιήματος (Ι 38-39, 462-67, 497-502, 902-04, ΙΙΙ 288-90, 995-96). Απευθυνόμενος, εξάλλου, στην Αθηνά («Ύμνος στη Γλαυκομάτα», Λ.Β., Α' 140-142), ο ποιητής περαίνει τον ύμνο του:

 

Για σένα εγώ ξανάζησα,

κ’ έχω από σε το αθάνατο

κορμί μου ξαναπλάσει.

 

Σε άλλη ευκαιρία («Η Συνείδηση της γης μου», Λ. Β., Γ' 56), ονομάζει τον εαυτό του «αρχέφηβο», δηλαδή ενσάρκωση αρχαίου ανθρώπινου τύπου. Όπως και να 'ναι, ο γυρισμός του δεν έχει για κείνον μικρότερη σημασία από τον «νόστο» του ομηρικού ήρωα μετά την περιπλάνηση του στα πέλαγα και την κάθοδο του στον Άδη.

 

Σα να πέρασα

το στερνό του Οδυσσέα ταξίδι,

όλα τ' άφηκα πίσω μου

πως αφήνει ένα ντύμα το φίδι.

(Ι 58-61)

 

Ο έφηβος που επιστρέφει αρχίζει τη νέα ζωή του μ' έναν «ιερό, λιονταρίσιο ύπνο» στην αμμουδιά του νησιού του, για να ξυπνήσει σε λίγο αναπαμένος και ν' ανακαλύψει τον κόσμο με την ορμή των αρχαίων για την πλήρη ζωή. Αυτά που ανακαλύπτει είναι, πρώτα απ' όλα, τα στοιχεία: ο ήλιος, ή θάλασσα, ο άνεμος. Αναγνωρίζει το Ιόνιο και την «ελεύτερη γη του». Η αναφορά του στο στερνό ταξίδι του Οδυσσέα δεν είναι τυχαία. Ο Αλαφροΐσκιωτος μέλλει να συναντήσει τους δυο πρωταγωνιστές των ομηρικών επών -τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα,- ν' ακούσει το «βαθύ λόγο» του γενάρχη των ποιητών και να νιώσει την παρουσία του, κατά το προηγούμενο του Σολωμού (στην «Ονειροφαντασία»).

 

Κι ως κάποιο χέρι αόρατο

μου ακούμπησε στον ώμο·

κ’ έλεα πως κάποιον οδηγώ

τυφλό στο νύχτιο δρόμο.

(III 140-43)

 

               Η συγκίνηση του από την αντάμωση είναι απέραντη· αλλά, κατά το παράδειγμα του Οδυσσέα, πνίγει τα δάκρυα στα βλέφαρα του (Ι 154-57). Τόσο ο Εθνικός Ποιητής όσο κι ο Σικελιανός δε ζήτησαν από τον τυφλό αοιδό ιδέες ή ποιητικούς τρόπους, άλλα τον επικαλέστηκαν ως άγιο «Γέροντα» (όπως εμφανίστηκε στο Σολωμό) και έλπισαν ν' αξιωθούν την ευλογία του. Ο Σικελιανός μας αφήνει να εννοήσουμε ότι αναμένει αύτη την ευλογία για να εκπληρώσει μιαν αποστολή ευρύτερη από την ποιητική δημιουργία: ο τελικός προορισμός του είναι να «σώσει το τάμα» και να καταστήσει «μακάριο το λαό του», καθώς έπραξε ο μυθικός βασιλιάς της Ιθάκης μετά τον νόστο του (Ι 69 κε. και ΙΙΙ 980-1000).

Η πατρίδα του Αλαφροΐσκιωτου είναι κατοικημένη από θνητούς, αλλά και από αθάνατους θεούς και ήρωες: την Αθηνά, τον Όμηρο και τη Σαπφώ, που κατά το θρύλο γκρεμίστηκε από τον κάβο το Λευκάτα. Ο νεαρός ποιητής στρέφεται προς αυτούς, οδηγημένος από το ένστικτο και το μαντικό πνεύμα του.

Ο Αλαφροΐσκιωτος διαπλάσσεται από τα αιώνια στοιχεία που τον περιβάλλουν. Το φως τον αποπνευματώνει (1572-86), αλαφρώνει τη σάρκα του (1667-70, 683), κάνει διάφωτο το κορμί του (ΙΙ11). Του φαίνεται ότι λάμπει ολόκληρος και ότι ανεβαίναι ανάλαφρος στον αιθέρα (ΙΙΙ 432, 440-42). Το θάμβος που νιώθει να τον τυφλώνει δεν οφείλεται μονάχα στον ήλιο, άλλα και στην παρουσία των θεών, την ίδια παρουσία που υφίστανται οι έφηβοι της πομπής των Παναθηναίων, στη ζωφόρο του Παρθενώνα, που όσο πλησιάζουν προς το σύνθρονον των αθανάτων, τόσο θαμβώνονται και υψώνουν την άκρη (το «πτερόν») από τη χλαμύδα τους για να προφυλάξουν τα ματιά τους.

Έχει παρατηρηθεί ότι οι άνθρωποι της στέπας κατευθύνουν οριζοντίως το βλέμμα τους. Η επίπεδη και άμυθη γη τους ελκύει τα μάτια τους προς την έκταση. Αντιθέτως, μια ορεινή χώρα κατοικημένη από θεούς και με κινούμενο ουρανό σε κάνει να κοιτάζεις ψηλά. Ο Αλαφροΐσκιωτος υψώνει κατακόρυφα τη ματιά του: προς τους θεούς, την Άνω Ελλάδα και τα βουνά του νησιού του. Οι ανήφοροι τον καλούν. Μερικοί από τους τίτλους των ενοτήτων που απαρτίζουν το ποίημα είναι χαρακτηριστικοί: «Ψηλότερα» (σ. 109), «Ανέβασμα και πόθος» (σ. 115), «Βουνά» (σ. 117)... Από τις βουνοκορφές ο Αλαφροΐσκιωτος επισκοπεί τη γη του και ανασυνθέτει στο νου του το μόχθο του λαού.

Παντού ο λαός· και ανέβηκα

όσο ανεβαίνει η μέρα,

για να χαρώ το διάπλατο

του απάνω κόσμου αγέρα.

......................................................

Παντού ο λαός· και λάτρεψα,

και στη λαχτάρα μου είπα:

«Βάλε το αυτί στα χώματα».

Και φάνη μου πως η καρδιά

της γης βαριά αντιχτύπα.

(Ι 258-70)

Ο Αλαφροΐσκιωτος θεωρεί το λαό άξιο μυστικής λατρείας: ο λαός είναι διακάτοχος αδιάφθορης σοφίας, φορέας του θείου και του μαγικού νόμου. Τα λόγια των βοσκών είναι «βαθύγνωμα» και «μεγάλη η δύναμη τους» (ΙΙΙ 27-28).

 

Μα απ' όλους πιο στοχαστικά

ακούαμε το μεσόκοπον

αντρίτη γελαδάρη.

Το μέτωπο είχε πιο ψηλό

απ' τα γελάδια, κ’ ήξερε

την καθεμιά αλλαξοκαιριά,

το δρόμο από τ' αστέρια,

στη φλούδα σα να διάβαζε

του πεύκου, και στο σύγνεφο,

και στης βραδιάς τ’ αγέρια...

(III 39-48)

 

              Λαός για το Σικελιανό σημαίνει χωριάτης, έγραψα κάποτε απ άλλη αφορμή. Ο χωριάτης δεν είναι γι' αυτόν μια κοινωνική τάξη, όπως λόγου χάρη για τον Μπαλζάκ ή το Ζολά. Είναι η μοχθούσα και αναμάρτητη ανθρωπότητα. Στο κατώφλι του χωριάτη, κατά το Λατίνο ποιητή, η Δικαιοσύνη άφησε τα ύστερα χνάρια από τα πόδια της, τη στιγμή που εγκατέλειπε τη γη. Ο Σικελιανός σπούδαζε μέσα στη δική του ψυχή τις αρετές του λαού: τη λεβεντιά, την έμφυτη σοφία, τη λατρεία της ομορφιάς. Ό,τι είχε μέσα του μεγάλο και ιερό, το απέδιδε στο λαό από ένα αίσθημα οφειλής. Ο λαός του είχε χαρίσει τη γλώσσα που έγινε το όργανο της δημιουργίας του, και του έδωσε στύλο ν' ακουμπήσει τον άγραφο νόμο της παράδοσης. Η ψυχή του πλάστηκε από τις ζωντανές μορφές και τους εθιμικούς κανόνες που αποτελούν το λαϊκό πολιτισμό. Ο λαός τον εδίδαξε ποιο είναι το δίκαιο, το όμορφο, το κόσμιο. Το αρχικό τούτο δίδαγμα δεν ήρθε ποτέ σε αντίθεση προς τη μετέπειτα παιδεία του. Η ηθική συνοχή του λαού στάθηκε το θεμέλιο για την πνευματική ανάπτυξη

του Ποιητή.

Ο Αλαφροΐσκιωτος αναπολεί με τρυφερότητα την οικογένεια του ως αναπόσπαστο τμήμα του λαού. Οι γονιοί του, οι αδερφάδες του, ακόμα κ’ οι γειτονοπούλες του, τον εμπνέουν με το αρχαϊκό ήθος τους και τα σεμνά έργα τους. Είναι να θαυμάζεις πως ένας άνθρωπος που ζει μέσα στο απόλυτο της ποιητικής δημιουργίας εξαγιάζει τα καθημερινά, εισάγοντας τα στον κόσμο που καταυγάζει η φαντασία του. Η μαγεία του λόγου του φέρνει μπρος στα μάτια μας τα χαράματα και τα δειλινά, τα σύννεφα και τους αϊτούς, τους γιαλούς, τους ελαιώνες και τα βοσκοτόπια... Μας κάνει να μετέχουμε στα θεμελιακά ανθρώπινα βιώματα, την πείνα και τη δίψα, τον πόθο και το πένθος, τα όνειρα, την έκσταση και τη λύτρωση. Οι εικόνες πότε ενεργούν αυτοδύναμα, πότε ως σύμβολα ψυχικών καταστάσεων. Αλλά και στη μια περίπτωση και στην άλλη, ο ποιητής μεθάει από τις εντυπώσεις που του προμηθεύει η "υπερφυσική οπτική του ικανότητα. Ονομάσαμε παραπάνω «εύκοσμη» τη φύση που περιβάλλει τον Αλαφροΐσκιωτο. Είναι η φύση των Επτά Νησιών που γνωρίζουμε από το Σολωμό, τον Κάλβο και άλλους ποιητές, Επτανήσιους και μη, αρχίζοντας από τον Όμηρο, που περιέγραψε τον κήπο του Αλκινόου (Οδύσ. η 114 κε.). Αυτή η φύση ηρεμεί μέσα στη λήθη των πόνων που τη δημιούργησαν. Τριάντα ένα χρόνια μετά τη συγγραφή του Αλαφροΐσκιωτου, ο Σικελιανός, μιλώντας στον «Πρόλογο του Λυρικού Βίου» για τον τρόπο που ένιωσε τη φύση, μετέφερε στα νιάτα του το κοσμικό αίσθημα που κατέκτησε αργότερα. Ο ώριμος Σικελιανός αιστάνθηκε, πράγματι, και ύμνησε τη φύση όχι ως ένα ήρεμο πλαίσιο των έργων και των ημερών, άλλα ως την «αιώνια ωδινόμενη στο κέντρο των πλασμάτων όλων κοσμογονική αισθαντική Ψυχή». Τούτο όμως δεν πρέπει να μας παραπλανήσει ως προς το χαρακτήρα του νεανικού του ποιήματος. Ο «Πρόλογος στο Λυρικό Βίο» δεν είναι μια ακριβής ερμηνεία της ποιητικής δημιουργίας του Σικελιανού· είναι αυτοτελή ς πνευματική κατασκευή, καθ’ όλα επιβλητική, άλλα που πρέπει να λαμβάνεται ως μια εκ των υστέρων μυθοποίηση των συμβάντων. Η φύση στον Αλαφροΐσκιωτο δεν παρουσιάζεται ως ένας χώρος οπού ξεσπάζουν οι δυνάμεις του αέναου γίγνεσθαι, άλλα ως το ήπιο κλίμα που ευνοεί τον ανθρώπινο μόχθο. Την «υπέρλευκη γαλήνια θάλασσα» (Ι 572) την ταράζει βέβαια κάπου - κάπου ο άνεμος, άλλα η ευδία δεν αργεί να ξανάρθει.

Η απέραντη ευαισθησία του Σικελιανού αποτελεί την αφετηρία και τον όρο της δημιουργίας του, δηλαδή μιας πνευματικής άσκησης που προσομοιάζει με την προσευχή ή την έκσταση. Οι βιταλιστικές και αντιλογοκρατικές θεωρίες των άρχων του αιώνα βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην ενδιάθετη κλίση του ποιητή. Ο Σικελιανός δε δίστασε να μεθήσει από το κύπελλο του Διόνυσου, και κατέληξε να χαρακτηρίσει τη σκέψη του «μουσική» (Ι 905). Τέτοια σκέψη παράγει μιαν τέχνη υποβολής ψυχικών διαθέσεων και όχι περιγραφής εξωτερικών φαινομένων, άλλα οπωσδήποτε μιαν τέχνη του λόγου.

Ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε για τη γλώσσα του Αλαφροΐσκιωτου. Δε θ' αναφερθώ στο κίνημα του δημοτικισμού και στις συναφείς ιστορικές συνθήκες, που όλοι τις γνωρίζουμε. Θα περιοριστώ να πω ότι η γλώσσα του Σικελιανού δεν έχει την ακαμψία που συναντούμε στους πρώτους δημοτικιστές, μηδέ τις ιδιωματικές και φτιαχτές λέξεις που εκείνοι συνήθιζαν. Στο Σικελιανό αρμόζει μια φράση που ο Πολυλάς έγραψε, στα Προλεγόμενα του, για το Σολωμό: «Με το ακοίμητο λεπτό καλλιτεχνικό αίσθημα, άρπαζε από το στόμα του λαού το πνεύμα της ζωντανής φωνής, εις εκείνες τες φράσες τες οποίες παραβλέπουν όσοι δεν ευτύχησαν να έχουν τούτο το σπανιότατο φυσικό χάρισμα· και τες εβάφτιζε, ως έλεγε, εις τη διπλή κολυμπήθρα του αισθήματος και της φαντασίας». Η γλώσσα του Σικελιανού, παρά τη μοναδική λάμψη της, δε δίνει την εντύπωση προσωπικής επινόησης. Τη γλώσσα την παρέλαβε από τα χείλη του λαού· κάθε λέξη της είναι ταμείο μιας εμπειρίας. Με την ακατάβλητη φυσική τους ζωτικότητα, ο ξωμάχος, ο βοσκός, ο θαλασσινός εξακολουθούν να διαφορίζουν τις αναρίθμητες όψεις της χώρας μας, από το ελάχιστο λουλουδάκι έως τα άστρα. Χάρη στην τρισχιλιόχρονη γλώσσα τους, τη σεβάσμια και ακμαία, ο Σικελιανός έγινε κύριος του κόσμου. Η αντιλογοκρατική κατεύθυνση του πνεύματος του τον είχε προετοιμάσει να λατρεύσει το όργανο που του επέτρεπε να συναιρεί τα αισθητά με τα νοητά, καθώς αρμόζει στον ποιητικό λόγο.

Ο Θεός γίνεται ακατάπαυτα φανερός με τα δημιουργήματα του: εξ ου η ιερότητα του κόσμου. Το θρησκευτικό συναίσθημα, θεμελιακή ψυχική διάθεση, δυναμώνει όσο το πνεύμα του Ποιητή ανυψώνεται. Ο Σικελιανός υπήρξε θρησκευτικός ποιητής, με την αρχαία έννοια στα νιάτα του, με τη χριστιανική έννοια στην ωριμότητα του. Στον Αλαφροΐσκιωτο εξυμνεί την εμψυχωμένη πλάση και τα πλάσματα, και ξεχωριστά τον άνθρωπο και το σώμα του. Στη μετέπειτα δημιουργία του, εισάγει τις έννοιες χριστιανική αγάπη και θυσία του ενανθρωπισμένου Θεού, που την επεκτείνει στους ταγούς των λαών. Καθ' όλες τις περιόδους του βίου του, η θρησκευτικότητα προσδιορίζει το είδος και τη συχνότητα των επιθέτων που χρησιμοποιεί: ιερός, θείος, άγιος, μυστικός, μέγας, άπειρος, τρανός, βαθύς... Το έτυμον "βάθος - βαθύς", λ.χ., συναντάται κάποτε εφτά φορές μέσα σε 21 στίχους (Ι 345-65). Μια εμμονή θρησκευτική διάθεση κατέχει τον ποιητή, ακόμα και όταν διάφορες ιδέες ή εντυπώσεις διασχίζουν το πνεύμα του.

Η ποίηση, κατά τον χριστιανό ποιητή Πωλ Κλωντέλ, δεν είναι μονάχα «αναφώνηση θαυμασμού και ευχαριστία», αλλά και «απαρίθμηση». Η λέξη «απαρίθμηση» πρέπει να εννοηθεί με την κύρια σημασία της. Ο ποιητής απαριθμεί τα πράγματα από ευγνωμοσύνη προς τον θείο δημιουργό, όπως έκαμε ο πρωτόπλαστος Αδάμ, κατά τη Γένεση (2, 9-20). Είναι γνωστή, εξάλλου, η ροπή των συγγραφέων προς την ονοματοθεσία των αισθητών στις χώρες που αποκατέστησαν την καταφρονεμένη μητρική γλώσσα τους. Ο Αλαφροΐσκιωτος φιλοδοξεί να καταγράψει ακόμα και τα κελαδίσματα των πουλιών:

 

Ω πλάση, κι από ποιο πουλί

μπορείς να με γελάσεις,

που της φωνής τους μάζωξα

σ' ένα γυαλί τη στάλα

σα δάκρυο της κληματαριάς,

σαν πεύκου ή κέδρου δάκρυσμα...     

(III 897-902)

 

Ακολουθεί μια «απαρίθμηση» των πουλιών: η στεφανούδα, το αηδόνι, η γαλιάντρα, ο ατσάραντος... Σε άλλη ευκαιρία, ο ποιητής καταγράφει τα φίδια (Ι 722-23) και τα δέντρα (ΙΙΙ 738-39). Οι λέξεις κάνουν το Σικελιανό να εκστασιάζεται, το ίδιο όπως ο Σαίξπηρ όταν ονόμασε τους ανθούς που έπλεξε η Οφηλία για το στεφάνι της, ή όταν κατέγραψε τα χαμολούλουδα που πάνω τους πλάγιασε η Τιτάνια.

 

Ο Ποιητής

Επισκοπήσαμε το ποίημα ως προς τα ουσιώδη στοιχεία του και τα υποτάξαμε σε λογικές κατηγορίες. Αλλά ποιος είναι εκείνος που τα κινεί; Επιβάλλεται να μεταφέρουμε το βλέμμα μας από την περιφέρεια προς το κέντρο, ανίσως το θέμα δεν είναι για μας στενά φιλολογικό, άλλα ζωτικό πρόβλημα περί του ποιητή και του προορισμού του. Το ποίημα Αλαφροΐσκιωτος φανερώθηκε στο πνεύμα μας σα μεγαλυνάρι πρωτόπλαστου κόσμου και αποθέωση του αναμάρτητου ανθρώπου. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε: σαν αποθέωση του ίδιου του ποιητή. Ο Σικελιανός ταυτίζεται απαρχής με το πλάσμα του· η θειότητα που ενσαρκώνει ο Αλαφροΐσκιωτος είναι ιδιότητα που ο ποιητής αποδίδει στον εαυτό του (ΙΙΙ 888 κε.). Το γεγονός αυτό προαγγέλλει τη δράση που μέλλει να επιχειρήσει κατά την ωριμότητά του ως πομπός ενεργείας και συγκινήσεων ικανών να φορτίσουν την ομαδική ψυχή. Ο Ποιητής δεν μας άφησε ν' αμφιβάλλουμε για τον υψηλό προορισμό του. Το ότι οι Μοίρες τον μοίραναν στην κούνια του, μας επέτρεψε να το μαντεύσουμε. Αλλά το ότι η μητέρα του, σαν άλλη Δήμητρα το Δημοφώντα, τον έβαψε συμβολικά στη φωτιά για να τον κάμει αθάνατο, αυτό μας το είπε αρκετά καθαρά:

 

Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,

στη μπόρα τη μαρτιάτικη

που 'χε τα ουράνια ανοίξει,

εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της,

τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!

(Ι 732-36)

 

Μερικές αράδες παρακάτω, αναρωτιέται:

 

«Μάνα, φωτιά με βύζαξες

κ' είναι η καρδιά μου αστέρι;»

 

Η μητέρα του δε μοιάζει με τη μητέρα που φαντάστηκε ο Μπωντλαίρ, ο «καταραμένος ποιητής», στο ποίημα του «Benediction». Η Ελληνίδα, αντί να καταραστεί το βρέφος της, κράζει στις γυναίκες που το είχαν πρωτοπιάσει:

 

στους δρόμους όξω να χυθούν,

να το κηρύξουν στα βουνά

και στη μεγάλη πλάση!

(I 749-51)

 

Κάθε εποχή φαντάζεται με το δικό της τρόπο τον τύπο του ποιητή. Ο Σικελιανός προσωποποίησε την έννοια του λυρισμού που η δυτική σκέψη κατεργάστηκε από την εποχή του ρομαντισμού, και μάλιστα από την εμφάνιση του συμβολισμού κ’ ύστερα. Ο εξωτερικός κόσμος αφομοιωνόταν με τέτοιαν ορμή από την ερωτική του ψυχή, που ο λόγος του έμοιαζε με ξέσπασμα της ίδιας της φύσης. Οι παλαιότεροι ποιητές μας δεν είχαν αποδεσμευθεί από τη διανοητική διαδικασία παρά σε σπάνιες περιπτώσεις. Έβλεπαν τη φύση σα μιαν αντικειμενική πραγματικότητα που άξιζε τον κόπο να την περιγράψουν, χρωματίζοντας την περιγραφή τους με το συναίσθημα. Ο Αλαφροΐσκιωτος δεν ξέρει τί θα πει εγώ και μη-εγώ· υποκείμενο και αντικείμενο ταυτίζονται. Ο Σικελιανός εισπνέει την πραγματικότητα και την εκπνέει με τον ποιητικό λόγο. Τα ενδιάμεσα της λογικής σκέψης έχουν εξουδετερωθεί από την απεριόριστη ευαισθησία του. Η ιδιότυπη αυτή κατάσταση, ενώ του εξασφαλίζει ένα είδος ηθικής αυτονομίας, τον καθιστά συγχρόνως αλληλέγγυο προς την ανθρωπότητα, επειδή ο άνθρωπος είναι ο τελικός αποδέκτης και επικαρπωτής των συγκινήσεων του ποιητή.

Ο λυρισμός που εκπροσωπεί ο Σικελιανός ισοδυναμεί με λύτρωση, παίδευση και μυσταγωγία. Ο Αλαφροΐσκιωτος είναι ύμνος των αθανάτων θεών και της φύσης, του λαού και της δημιουργικής πράξης, του θάμβους και του έρωτα... Δικαιούται κανείς να διερωτηθεί αν το ποίημα οδηγεί τελικώς σε ένα συμπέρασμα ή σ' ένα επιμύθιο. Η φύση δεν συμπεραίνει, η ζωή αυτοσημαίνεται, κατά τη θεωρία του νεώτερου λυρισμού. Αλλά μια μυθική και ιστορική χώρα εμπεριέχει δυνάμεις ικανές να μεταρσιώσουν τον ποιητή και να τον κατευθύνουν προς ανώτερη αποστολή:

 

Η αντρεία ζωή

τη ζωή τον άνθρωπον κρίνει.

(ΠΙ 248-49)

 

Τούτο συνάγεται από πολλά χωρία του ποιήματος, και κυρίως από τη μεταγενέστερη ποιητική δημιουργία και δράση του Σικελιανού. Οι Συνειδήσεις του (1915-17) τον οδηγούν αναπόδραστα στο χρέος. Για την ώρα, τον ύπατο αναβαθμό στην τελείωση του τον εκφράζουν οι τελευταίες δώδεκα ενότητες του Αλαφροΐσκιωτου, από το «Θάνατο του καλύτερου» και πέρα. Οι κυριότερες από αυτές τις ενότητες φέρουν τους τίτλους «Μοιρολόι», «Μπαίνω στον ασφοδελώνα», «Κεραμεικός», «Το έργο». Οι τίτλοι επιτρέπουν στον αναγνώστη να προΐδει που τον οδηγεί ο ποιητής: μυσταγωγός είναι ο Θάνατος.

Η έκρηξη της ζωής κάνει τον ποιητή να συλλογιστεί το θάνατο. Καμιά δύναμη δεν αναπτύσσεται χωρίς το αντίθετο της. Εξαίροντας το εγώ του και τον άμετρο πόθο του να ζει και να δημιουργεί, ο Σικελιανός ανακαλύπτει πως το αντίθετο τους είναι ο θάνατος. Όταν ο Χάρος εμφανίζεται στο ποίημα, αρπάζει «τον καλύτερο». Ήταν ένα πανόμορφο βοσκόπουλο που κατέβαινε κάθε χρόνο από τα βουνά του να ξεχειμάσει στο ακρογιάλι, του Ιόνιου, κ' έπαιζε την ποιμενική φλογέρα και το λαγούτο. «Ωσάν αδέρφι μου ήτανε» θρηνεί ο ποιητής. «Και θόλωσεν η σκέψη μου» ομολογεί παρακάτω (ΙΙΙ 311). Οι μέρες περνούν χωρίς να βρίσκει παρηγοριά· αναρωτιέται γιατί εκείνος να λάμπει ακόμα με τα νιάτα του, και τι μπορούνε πια να πουν οι στίχοι του χωρίς τη συνοδεία από τον αυλό του παλικαριού; Τότε, απάνω στην απελπισία του, τον αγγίζει το χέρι του τυφλού ποιητή: το θείο άγγιγμα τον μεταρσιώνει. Γίνεται άξιος να «μπει στον ασφοδελώνα», δηλαδή να μεταφερθεί συμβολικά στο λειμώνα του Άδη όπου περιφέρονται ή ησυχάζουν οι σκιές των νεκρών. Ο ποιητής είναι κι αυτός ένας ίσκιος ανάμεσα στους ίσκιους:

 

Ω ασφοδελώνα· ως ήρωα

τη σάρκα μου επνευμάτωσες.

Μου έδωκες φως να ζήσω.

(ΠΙ 458-60)

 

Ο πόνος τον οδηγεί σε «βαθειές αλήθειες και βαθειές πηγές» (ΙΙΙ 474-75). Η αθανασία του είναι ταμένη: θα περιβληθεί το φως, και η κοινή μοίρα των θνητών θα είναι ανήμπορη να τον χαλάσει (ΙΙΙ 493-503). Μια άσκηση τον περιμένει (ΙΙΙ 519-30). Θεϊκά σημάδια δείχνουν την εύνοια του ουρανού: στάλες από σύννεφα πέφτουν στα βλέφαρα του· μες στ' όνειρό του βλέπει πως δίπλα του αναβρύζει μια πηγή, κ' εκείνος σκύβει να πιει και να δροσίσει το μέτωπο του· και σα να έχει γίνει άξιος για μιαν ολική κάθαρση, η όψη του λούζεται στο κλάμα (ΙΙΙ 536-82). Πλάι στον ασφοδελό λειμώνα, ο Αλαφροΐσκιωτος βλέπει τώρα να τρέχουν τα άλογα του Αχιλλέα, που το ένα τους είχε «μάντισσα φωνή»· και «τα ηνία εκράτει ο ήρωας». Ο ασφοδελώνας χαρίζει το αλαφρό ποδάρι του Αχιλλέα στον Ποιητή, του δυναμώνει την ανάσα και πλαταίνει την όραση του. Ο ασφόδελος αποδείχνεται ιαματικό βότανο που εξισορροπεί την ιερή μανία με το αντρίκειο σθένος,

 που να δαμάσει βούλεται

στην πλάση τα στοιχεία.

(ΠΙ 633-34)

Μετά τη μυστική εμπειρία του ασφοδελώνα, ο Αλαφροΐσκιωτος μεταφέρεται νοερά στον Κεραμεικό, άλλο ενδιαίτημα νεκρών, ρουφάει τον αττικό αγέρα και προσκυνά τον Δεξίλεω και την Ηγησώ, που τους έχουν απαθανατίσει η αρχαία γλυπτική και η ποίηση του Παλαμά. Μια υποχθόνια πηγή κυλάει στο κοιμητήριο και

πλένει τ’ αντρίκεια κόκαλα

του καβαλάρη του αττικού,

και στων ηρώων τα σκέλεθρα

χώμα ποτέ δε μένει.

(ΠΙ 655-58)

Η μελέτη θανάτου, που συντελείται στον Ασφοδελώνα και στον Κεραμεικό, προετοιμάζει τον ποιητή για το έργο.

Το έργο είναι η κατάληξη της πνευματικής του άσκησης:

Mε του νησιού μου τ' όνομά

και με τη βοήθεια του λάου

στο Ιόνιο πέλαγο έριξα

το εφτάπυργο καράβι

της μάχης...

(III 779-83)

Επιβάλλεται να προσέξουμε ότι στο πολεμικό του καράβι δίνει τ' όνομά «Λευκάδα» και ότι το καθελκύει στο Ιόνιον κύμα, που -για να χρησιμοποιήσω δυο στίχους του Κάλβου-

πρώτον

εφίλησε το σώμα [του].

Άντρες από τον «αγαπημένο λαό» (1472) συντροφεύουν τον ποιητή στο αρμένισμα του· «γυναίκες, γέροι και παιδιά, κατεβασμένοι στο γιαλό», τον προπέμπουν. Εκείνος αγναντεύει από την πλώρα τη μάνα και τον πατέρα του ανάμεσα στο πλήθος, και μόλις μπορεί να κρατήσει τα δάκρυα του. Το «καράβι της μάχης» και η καθέλκυση του αποτελούν, βέβαια, μιαν ποιητική εικόνα. Το έργο όπου μέλλει ν' αφιερωθεί ο ποιητής είναι ο στίχος (τίτλος της προτελευταίας ενότητας), που αναβρύζει «απ' τη βαθειά πηγή» και γεμίζει ένα λαγήνι «αθάνατο νερό». Αυτό υπήρξε ανέκαθεν το προνόμιο των ποιητών: η αθανασία.

Στην τελευταία ενότητα του ποιήματος, που έχει τον τίτλο «H χρυσόφρυδη», ο Αλαφροΐσκιωτος αναθυμάται μπρος στη γυναίκα που του έστειλε η Μοίρα πως την κέρδισε με τους μύθους και τα πλανέματα, και πως εκείνη παραδόθηκε στο αντρίκειο χάδι του. Σκυμμένος μπροστά της, παίρνει από τα γόνατα της «το αλάφρωμα του ονείρου». Ο γλαυκός ουρανός τόνε σκέπει· γύρω του έχει το γιαλό και τα βουνά. Την ώρα αυτή της πλησμονής, ακούει από πάνω του σα βροντή τη φωνή που τον καθιερώνει:

«Ω αλαφροΐσκιωτε,

σηκώσου· εσύ το σάρκωσες

το τάμα...»

(ΠΙ 980-82)

Και κείνος αποκρίνεται:

«Αλαφριά, ω πανάρχαιον

αιώνιο πνέμα, μέσα μου

ακόμα είν' η ορμή μου·

με τη ζωή αν με μάγεψες

και με καλείς ψηλότερα,

εδώ είναι το κορμί μου!»

(III 995-1000)

Στη μάχη που τον προσμένει, θα μπει αρματωμένος με το παλιό τόξο του Οδυσσέα, "που το σκεπάζει η καπνιά". Την ποιητική εικόνα, την ερμηνεύει ο ίδιος ο ποιητής: θέλει «να χτυπήσει αλάθευτος»

κατάκαρδα τον Άνθρωπο

με το δυσκολολύγιστο,

βαρύ του στίχου τόξο!

(III 1022-24)

Την ιερή αποστολή του ποθεί να τη μεταβιβάσει «σ' ασύγκριτον υγιό», μ' άλλα λόγια, να καταστήσει παράδοση ανάμεσα στους ποιητές το νόημα του χρέους που κατάκτησε με την άσκηση του.

 

Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,

Με συναίσθηση της αδυναμίας μου να ερμηνεύσω ένα ποίημα που από τη φύση του είναι πολυσήμαντο, παρουσίασα τον Αλαφροΐσκιωτο ως καρπό της εντελέχειας του Σικελιανού και ως γέννημα των συνθηκών που διέπλασαν τη γενεά του. Ήταν απαραίτητο να επισημανθούν οι ιστορικοί παράγοντες, επειδή από τη διασταύρωση τους με τον εθνικό χαρακτήρα γεννήθηκε ο «αρχέφηβος», γνήσιο τέκνο και αυτό της φυλής που παρήγαγε, υπό διαφορετικές περιστάσεις, τον τύπο του κλεφταρματολού ή του καλόγερου. Ο Αλαφροΐσκιωτος εμπνέεται από το κλασικό πνεύμα και το συναιρεί με τη σύγχρονη λαϊκή ζωή. Γι' αυτό χύνει ζωογόνο αίμα στις φλέβες μας και συγχρόνως μας παραδίδει διαισθήσεις που οι αρχαίοι τις ζητούσαν από τον μαντικό τρίποδα. Φέρνει συνάμα ανάμεσα μας τον ποιητή, ως εσαεί παρόντα. Η αθανασία του οφείλεται στις δημιουργίες του, άλλα και στο σέβας που εμπνέει η μοναδική του προσωπικότητα. Ο λαός καθιερώνει τους αγίους του. Στο πρόσωπο του Σικελιανού αναγνώρισε το λυτρωτή και παιδευτή του, τον υπέρμαχο και συνεχιστή της αρχαίας ελληνικής παράδοσης.

Αιωνία η μνήμη του!