Καρβέλης Τάκης, «Κώστας Βάρναλης. Σκέψεις για τη γλώσσα και το ύφος»
 
Νεοελληνικός Λόγος ’75 –’76, Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη, Αθήνα 1977, σσ. 90 – 102, Κέδρος.( Το ίδιο, Δεύτερη ανάγνωση. Δοκίμια, Αθήνα 1984, σσ. 157 -180, Καστανιώτης.)
 
 
 

Με τα δύο αυτά αποσπάσματα έχουμε μια συνθετική εικόνα των γλωσσικών κι αισθητικών αντιλήψεων του Κώστα Βάρναλη. Κι ενώ του πρώτου αποσπάσματος οι αντιλήψεις δεν θα βρουν αντίκρισμα σ' όλο του το έργο, του δεύτερου επιβεβαιώνονται σε κάθε στίχο της λογοτεχνικής του παραγωγής. Γιατί, όποιες κι αν ήταν οι διακυμάνσεις στην «ποιητική» του, η σκόπευση του υπήρξε πάντοτε ευθύγραμμη: η μορφική τελειότητα, σε συνδυασμό, βέβαια, με το περιεχόμενο, που τη βλέπει σαν παράγωγο της ηχητικής και ρυθμικής αξίας των λέξεων. Έτσι η κάθε λέξη αναδεικνύεται μουσικά και η ενορχήστρωση της μες στο λόγο αποτελεί το σπουδαιότερο μέλημα του ποιητή. Η επήρεια των κηρυγμάτων της σχολής του Παρνασσισμού είναι διαφανής. Συνεπής προς αυτά τα κηρύγματα και σε πλήρη συστοιχία με τις τάσεις και τις ροπές της εποχής του, ο Κ, Βάρναλης σχηματίζει μια μονομερή, κάπως, αισθητική αντίληψη για τη γλώσσα. Αποτέλεσμα αυτής της μονομέρειας είναι και η αποτελμάτωση της ποίησης την περίοδο του μεσοπόλεμου. Την αποτελμάτωση αυτή διαισθάνεται κι ο ίδιος, στη συνέντευξη που έδωσε το 1939 στά Νεοελληνικά γράμματα (φυλ. 143, 26.8.1939). Στην ερώτηση «πως βλέπει τα ελληνικά πνευματικά ζητήματα» απαντά:

 

«Κάτι βέβαια γίνεται, ιδίως στην πεζογραφία· Όμως στην ποίηση τίποτε. Εξακολουθεί να κυριαρχεί, νομίζω, η ποίηση της περασμένης ή παρερχόμενης γενιάς. Αλλά τι θέλετε; Ξέρετε πως μου φαίνεται απ’ αυτή την άποψη ο τόπος μας; Να, νομίζω πως είμαστε όλοι ριγμένοι μέσα σε μια πηγάδα, βαθιά, απ’ όπου κάπως ξεδιακρίνει κανείς ένα κομμάτι γαλάζιο. Μερικοί, δυο-τρεις, κοιτούν ή προσπαθούν να κοιτάξουν προς τα πάνω — κι έτσι αναπνέουν, βλέπουν σε μιαν άκρη μια λουρίδα ουρανού. Όλοι οι άλλοι έχουμε στραμμένα τα πρόσωπα μας και δε βλέπουμε παρά κάτω, προς τα κάτω».

 

Η εικόνα, που θυμίζει το Πλατωνικό σπήλαιο, εκφράζει με καθαρότητα το αδιέξοδο του Βάρναλη. Η ποίηση του έχει εξαντλήσει τα όριά της και δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις ανακατατάξεις στο χώρο της. Η αδυναμία του ν' αφομοιώσει τα νεότερα ρεύματα θα τον οδηγήσει και σε σκλήρυνση των θέσεων του. Έτσι εξηγείται και η αντίστροφη πορεία του. Τα χρόνια που το κίνημα του δημοτικισμού βρίσκεται σ’ έξαρση, παρουσιάζεται επηρεασμένος στην ποίηση του απ τις αισθητικές αντιλήψεις του Παρνασσισμού: λεπταίσθητη επεξεργασία της φόρμας, εκλεκτικότητα στην επιλογή του λεξιλογίου με αποκλίσεις προς την καθαρεύουσα. Οι αισθητικές του προτιμήσεις θα επηρεάσουν σημαντικά και τις γλωσσικές. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μαβίλη, του Γρυπάρη, του Μαλακάση, του Σικελιανού κ.α. αντιστέκεται στην αντικατάσταση της καθαρευουσιάνικης ρητορείας των ρομαντικών με τον πληθωρικό και μονοκόκαλο λόγο των δημοτικιστών της εποχής του Ψυχάρη. Αντίθετα, αναζητεί διέξοδο στην πλαστικότητα του λόγου, κλιμακωμένου μ’ ευαισθησία στις αποχρώσεις. Αργότερα, στη γόνιμη δεκαετία του, στις αισθητικές του προτιμήσεις θα προστεθούν και οι ιδεολογικές. Οι αντιλήψεις του για την ύφη της γλώσσας θα μείνουν, βασικά, ακέραιες. Οι τροποποιήσεις θα φανερωθούν στην εφαρμογή αυτών των αντιλήψεων. Το γλωσσικό του όργανο, στην ποίηση περισσότερο, ποτέ του δεν θα μπορέσει να ξεκολλήσει από πάνω του τα πετρώματα της Παρνασσιακής σχολής: λέξεις, συνδυασμοί λέξεων, ρυθμικό βάδισμα του στίχου, περασμένα όλα απ’ το καθαρτήριο μιας άκρας ευαισθησίας, που σκοπεύει στην έκφραση των συγκινησιακών καταστάσεων με την επεξεργασία της φόρμας. Παράλληλα όμως αρχίζει και τα ανοίγματα σε μια γλώσσα λαϊκότερη. Οι λέξεις, οι συνδυασμοί των λέξεων, το ρυθμικό τους περπάτημα απαλλάσσονται απ' τις επιταγές για εκλεκτικότητα στην επιλογή του λεξιλογίου, τη μουσικότητα και τη μορφική τελειότητα. Αντίθετα, η γλώσσα γίνεται περισσότερο καθημερινή με ιδιωματικές και λαϊκίζουσες αποκλίσεις. Οι ρυθμοί και τα μέτρα ρίχνουν το ουσιαστικό τους βάρος στην ποιητική αποτελεσματικότητα του νέου γλωσσικού οργάνου. Οι απόπειρες αυτές, όπου ευστοχούν, μένουν σαν τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα γραφής του Κώστα Βάρναλη. Όπου όμως δεν ευστοχούν απόλυτα, κι αυτό συμβαίνει πιο πολύ στην παραγωγή που ακολουθεί τη γόνιμη περίοδο του, μένουν σαν αποδυναμωμένα ίχνη μιας χυμώδους γλώσσας. Συγχρόνως όμως, είτε από διάθεση ιδεολογική για την κατανόηση των απόψεων του, είτε από κάποια έλλειψη εσωτερικής δίψας για την έκφραση, θα καλλιεργήσει στα διάφορα κριτικά του μελετήματα γλώσσα με δομή στέρεη, απλή, αλλά με ύφος επίπεδο.