Mαλάνος Τίμος, Ο Kαβάφης απαραμόρφωτος
 
Αθήνα 1981, Πρόσπερος. Σσ. 7-20
 
 
 

ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Τον Καβάφη τον εγνώρισα το 1915. Το 1926 μου ήρθε η ιδέα να γράψω γι' αυτόν ένα εκτεταμένο βιβλίο. Μα το περίεργο σ' αυτή την υπόθεση είναι ότι ενώ ως τότε τον είχα συναντήσει άπειρες φορές, όταν έπιασα να δώσω την προσωπογραφία του, δεν κατόρθωνα να συλλάβω τα σημαντικά σημεία της φυσιογνωμίας του. Και όμως ήμουνα γεμάτος απ' την εικόνα του. Η συχνή επαφή μ' έναν άνθρωπο αμβλύνει συνήθως ορισμένα αισθητήρια. Και σε ποιον αλήθεια, δεν έτυχε να κλείσει καμιά φορά τα μάτια, θέλοντας ν' αναπολήσει ένα πολύ σχετικό του πρόσωπο και, παρ' όλη του την προσπάθεια, να μη το κατορθώνει; Δε μου έμενε λοιπόν τώρα παρά ν' απομακρυνθώ χρονικά από τον Καβάφη και να τον επαναφέρω στην όρασή μου σαν κάτι το πρωτοειδωμένο. Έτσι θα μπορούσα να συλλάβω τα χαρακτηριστικά του. Εννοώ τα χαρακτηριστικά της βαθύτερης φυσιογνωμίας του. Μα δεν έβλεπα και το μέσο που θα με βοηθούσε να ανανεώσω την όρασή μου. Ευτυχώς μου ήρθε μια έμπνευση Ν' αποταθώ σ' έναν όχι Αλεξανδρινό, που ναι μεν να τον είχε γνωρίσει, μα που να είχε χρόνια πολλά να τον δει Κι ευτυχώς πάλι, μαζί με την έμπνευση, μου ήρθε στο νου και το πρόσωπο. Ήταν ο  Ξενόπουλος. Πράγματι ο Ξενόπουλος, εκείνη τη στιγμή, θα πρέπει να είχε συναντήσει τον Καβάφη πριν από 22 περίπου χρόνια. Επομένως, αν ήθελε, θα μου έδινε μιαν εικόνα του ζωηρή, αφού, όντας ο ίδιος χρονικά απομακρυσμένος από το πρόσωπο, θα προσέτρεχε στη μνήμη του, που ασφαλώς θα είχε συγκρατήσει από εκείνο όχι μόνο τα πιο χαρακτηριστικά μα και τα πιο ουσιώδη. Έπιασα λοιπόν και του έγραψα. Και ιδού τι επί λέξει μου απάντησε σε λίγο, μ' ένα του γράμμα που το φυλάγω ως κόρην οφθαλμού:

«Τον είδα, τότε, δυο τρεις φορές στο σπίτι μου ή στο γραφείο των «Παναθηναίων». Μου είχε πει πως έκανε τον έμπορο. Στα ποιήματά του δε φαινόταν να δίνει μεγάλη σημασία και, πιο πολύ παρά γι' αυτά, μου μιλούσε για τα διηγήματα και τα κριτικά άρθρα που δημοσίευα τότε στα «Παναθήναια». Πολύ νέος δεν ήταν, μα στιλπνός. Μ' αυτή τη στίλβη τον φέρνω πάντα στη θύμησή μου. Έστιλβαν τα κατάμαυρα μαλλιά του, η κάτασπρη χωρίστρα του, τα μάτια του πίσω απ' τα ματογυάλια, το μελαχρινό του πετσί, τα στολίδια του, τα ρούχα του, όλα. Η ομιλία του πολύ αλλιώτικη απ' τη δική μας εδώ, μου φάνηκε λιγάκι επιτηδευμένη. Δε μιλούσε ελεύθερα. Στεκόταν, θα 'λεγες, να βρίσκει ή να διαλέγει τις λέξεις. Σύνολον ωστόσο πολύ ιδιόρρυθμο, πολύ συμπαθητικό και πολύ επιβλητικό. Τέτοιος ήταν εκείνο τον καιρό ο Καβάφης».

Μπορώ να βεβαιώσω τώρα τον αναγνώστη μου πως η εικόνα αυτή —έτσι δοσμένη απ' τον Ξενόπουλο— μου ανανέωνε ως διά μαγείας την δράση. Με βοηθούσε να τον φέρω κι εγώ στη μνήμη μου, σαν ένα πρόσωπο που είχε ζήσει άλλοτε ή που μας είχαν χωρίσει τα χρόνια ή τέλος σαν ένα που είχε πεθάνει, και τώρα θα το ζωγράφιζα βασιζόμενος στην αναπόλησή του. Κάθησα λοιπόν και έγραψα σε λίγες μέρες τα έξης: «Και τώρα, έρημος, δίχως συγγενείς και δίχως αδέλφια, αυτός ο τελευταίος γόνος της οικογένειάς του, κάθεται —τριγυρισμένος από μερικά έπιπλα του πλούσιου πατρικού του σπιτιού, που του απόμειναν— και διαβάζει, και συλλογίζεται και περιμένει εκείνο που περιμένουν οι παρεξηγημένοι γέροι ποιητές. Ο επισκέπτης του τον βρίσκει καθισμένο σε μια χαμηλή πολυθρόνα, μέσα σ' ένα παράξενο ημίφως, με κάτι το εκκλησιαστικό στο ύφος, να παίζει συλλογισμένα το κομπολόι του, που αντηχεί βαθιά στη σιωπή. Κάποια κεριά αναμμένα πιο πέρα, σε μια κονσόλα επάνω, λιώνουν και χύνουν το λιγοστό το φως τους, και μεταδίνουν επίμονα την ιδιαίτερη μυρωδιά τους, λες και θέλουν να υποβάλουν κάποιο σύμβολο. Δίπλα του, σ' έναν καναπέ, είναι ανοιγμένη, πάνω στην Παλαιά Διαθήκη, η «Rôtisserie « του Ανατόλ Φρανς.

Σε προσεκτικότερο κοίταγμα, μοιάζει με βυζαντινή μοναχική μορφή. Είναι μελαχρινός με μια γυαλάδα λιπαρή στο πεσμένο του δέρμα και με πυκνά μαύρα μαλλιά, εξαιρετικώς μαύρα για την ηλικία του. Τα γυαλιά που φορά σε μια μύτη γρυπή του προφυλάγουν ένα βλέμμα αδικαιολόγητα φοβισμένο, αλλά και χαρακτηριστικά χαμηλωμένο, ένα βλέμμα που αποφεύγει αινιγματικά τις ματιές των άλλων, ενώ, ταυτόχρονα, κοιτάζει με περιέργεια τους γύρω του. Τα μάτια του είναι μεγάλα και τα φρύδια του πυκνά και μαύρα. Στα μάτια του βρίσκεται ολόκληρος. Μέσα απ' αυτά μαντεύει κανείς όλο τον άνθρωπο, όλο του το βίο, την πείρα του όλη. Αποφεύγουν ν' αντικρίσουν τον απέναντί τους. Κι όμως με τα λαθραία τους κοιτάγματα, μ' εκείνες τις μισοματιές τους, ζυγίζουν, υπολογίζουν και εννοούν.

Το σώμα του, μέτριου αναστήματος, ξερακιανό και κάποτε σαν κουρασμένο. Στο όλον του διακρίνει κανείς έναν ακοίμητο υπολογισμό, που του παραμορφώνει σταθερά κάθε του χειρονομία, κάθε του κίνηση, και που τον απομακρύνει από τη φυσικότητα, δημιουργώντας του έτσι μια τεχνητή, θα έλεγα, φυσικότητα. Γενικά, στους τρόπους του έχει κάτι το προσποιημένο, ένα δικό του τρόπο να φέρεται, να περπατά, να χαιρετά, να δίνει το χέρι, κάτι τέλος από τη γοητεία του ηθοποιού, που επιδιώκει, μιλώντας, ν' αποσπάσει την προσοχή, να προκαλέσει το θαυμασμό».

Όπως βλέπετε, το πορτραίτο μου αυτό, παρόλο που το επιχείρησα 25 περίπου χρόνια μετά τον Ξενόπουλο, και είναι, φυσικά, λεπτομερέστερο, δε διαφέρει και πολύ στα κύρια τουλάχιστο χαρακτηριστικά του, από το σκίτσο εκείνου. Κι οι δυο μας πάντως είμαστε σύμφωνοι πως ο Καβάφης έδινε στους άλλους την εντύπωση του επιτηδευμένου. Ο Ξενόπουλος όμως, αν θυμάστε, μου έγραφε ότι ο Καβάφης στα ποιήματά του δε φαινόταν να δίνει μεγάλη σημασία, και, πιο πολύ παρά γι' αυτά, του μιλούσε για τα διηγήματα και τις κριτικές του. Αυτή ακριβώς η παρατήρηση του Ξενόπουλου — που φυσικά ο τετραπέρατος Ζακυνθινός δε μου την σημείωσε χωρίς λόγο — μ' έκανε να προσθέσω στο χαρακτηρισμό μου και τα εξής, που ήταν τρόπον τινά η πείρα μου η προσωπική από την πολύχρονη γνωριμία μου με τον Καβάφη:

Όταν καμώνεται πως ενδιαφέρεται για κάποιον, το ενδιαφέρον του είναι πλαστό. Κατά βάθος δεν ενδιαφέρεται παρά εγωιστικά για τους άλλους. Σε κάθε γνωριμία που κάνει, δεν περιμένει παρά το θαυμασμό ή μιαν υπηρεσία προς το έργο του. Αυτό θα μπορούσα να το τεκμηριώσω μ' ένα σωρό περιστατικά, αλλά θα περιοριστώ σ' αυτό μόνο που του απέφερε η ιστορική του συνάντηση με τον Ξενόπουλο. Και πράγματι, ύστερ' απ' αυτήν, κολακευμένος και γοητευμένος ο Ξενόπουλος, θα γράψει στα «Παναθήναια» και θα τον παρουσιάσει, πρώτος ως ποιητή.

Ο Καβάφης ήταν ένας άνθρωπος κλειστός, σκεπτικός και χωρίς ενθουσιασμούς. Η ψυχή του δεν έκανε ποτέ γυμνή την εμφάνισή της. Το αίσθημα —κάθε αίσθημα που τον πλησίαζε για να του ανοιχτεί— αντίκριζε σ' αυτόν μιαν αφιλόξενη έρημο. Αλλά κι ο ίδιος δεν εκμυστηρευόταν ποτέ τα μυστικά του ή μάλλον έλεγε απ' αυτά τόσο όσο έκρινε σκόπιμο να πει. Σιωπούσε, μα η σιωπή του ήταν η άμυνα της Σφίγγας. Ήταν ομιλητικός, αλλ' όταν ήθελε. Σ' αυτά όλα απαραίτητο είναι να σημειωθεί και μια άλλη εντύπωση που έδινε στον άλλο. Ο άνθρωπος αυτός, θα έλεγε κανείς ότι είχε γεννηθεί γέρος. Πολλές φορές μιλούσε και έλαμπε στα λόγια του η ανάμνηση της νεότητάς του. Μάταια όμως προσπαθούσε κανείς να τον φανταστεί για μια στιγμή νέο. Ήταν αδύνατο να συλλάβει κανείς αυτή τη νεότητα.

Τώρα, που ξαναφέρνω στη μνήμη μου τον άνθρωπο που τόσο με απασχόλησε και τόσα χρόνια δαπάνησα για να τον μελετήσω, οφείλω να πω ότι ως άνθρωπος υπήρξε ένας απίθανος τύπος. Ήταν ένας τύπος από τους σπάνιους, που ασφαλώς θα σαγήνευε τον Μπαλζάκ. Κανένας απ' τους ανθρώπους της Τέχνης —και γνώρισα όχι λίγους— δεν τράβηξε την περιέργειά μου τόσο όσον αυτός. Φορούσε μια μάσκα, μια μάσκα που είχε γίνει Καβάφης, γιατί ποτέ του δεν την ανασήκωνε, μήτε και την ξεχνούσε, μα που, στη συχνή επαφή, ο προσεκτικός παρατηρητής αντιλαμβανόταν ότι η μάσκα αυτή υπήρχε. Όλη μου η ευχαρίστηση πολλές φορές —τότε που τον συναντούσα— ήταν να τον παρακολουθώ πίσω από τη μάσκα του αυτή, συχνά δε νομίζω ότι διέκρινα την αληθινή φυσιογνωμία που έκρυβε, την ψυχή του την ίδια. Η μάσκα του Καβάφη ήταν πραγματικά ένα έργο τέχνης. Γι' αυτό και αν με ρωτούσε κανείς σήμερα, θα 'θελες να τον ξανάβλεπες στη ζωή, αλλά χωρίς τη μάσκα του, θα έλεγα όχι. Μου άρεσε τέτοιος που ήταν, τεχνητός, όπως μου αρέσουν τα πλάσματα της φαντασίας, έξω απ' την ηθική, έξω από κάθε ηθική.

Ό,τι προπάντων παραξένευε σ' αυτόν και τον έκανε σατανικό στα μάτια εκείνων που τον συναναστράφηκαν, είναι το πώς μεταχειριζόταν, χωρίς καμιά υπερηφάνεια, όλα τα μέσα για να δημιουργεί φιλικούς κριτικούς του έργου του, λες κι έκανε τέχνη για βιοπορισμό και ήταν γι' αυτό υποχρεωμένος να καταφεύγει στη διαφήμιση. Ενώ οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θα αδιαφορούσε για τις κουτές συχνά γνώμες διαφόρων ασήμαντων, αυτός αντιθέτως τις προκαλούσε με μια τέχνη που λίγοι μονάχα την κατέχουν. Ο Νίκος Καζαντζάκης —θαυμαστής του, αλλά και με οξύτατη παρατηρητικότητα— έγραψε γι' αυτόν, μετά που τον γνώρισε, ότι «θα έπρεπε να είχε γεννηθεί στο 15ον αιώνα στη Φλωρεντία καρδινάλιος, μυστικοσύμβουλος του Πάπα, να διαπραγματεύεται τις πιο σατανικές και πολύπλοκες και σκανδαλώδεις υποθέσεις».

Ο Καβάφης που είχε μαθητέψει στη σχολή του Λουκιανού και του Ανατόλ Φρανς, υπήρξε χαριτωμένος και στις κακίες του ακόμα. Όταν αποφάσιζε να ξεκάνει τον αντίπαλό του ή κάποιον που του αφαιρούσε το θαυμασμό και το ενδιαφέρον της διανοούμενης νεολαίας, που τα ήθελε αποκλειστικά για τον εαυτό του, ήταν αμίμητος. Εκείνα τα χρόνια, θυμάμαι, είχε έρθει στην Αλεξάνδρεια ο ποιητής Σκίπης. Τον υποδέχτηκαν φυσικά οι εκεί θαυμαστές του, και για μέρες το ενδιαφέρον όλων —κυρίως με τα διάφορα υποδαυλιστικά σημειώματα του Λιάτση στον «Ταχυδρόμο»— είχε στραφεί προς αυτόν. Μάλιστα, σ' ένα του άρθρο γραμμένο εκείνες τις μέρες, ο ποιητής Πέτρος Μάγνης, παρασυρμένος από υπερβολικό ενθουσιασμό, τον αποκαλούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, Απόλλωνα! Τον Καβάφη, ως συνήθως, αυτός όλος ο θόρυβος τον ενοχλούσε και δύσκολα το 'κρυβε. Στη δική του την Αλεξάνδρεια —σκέψου!— κατέφθανε ένας άλλος ποιητής, ενώ αυτός, έστω και προσωρινά, παραμεριζόταν στο δεύτερο πλάνο. Σε αυτά όλα όχι μόνο αντέδρασε με διάφορες ειρωνείες εις βάρος του Σκίπη, αλλά και με κάτι ψυχρούς χαιρετισμούς έδινε, στους φίλους του της «Νέας Ζωής», που τον είχαν εγκολπωθεί, να καταλάβουν πόσο λίγο τους επιδοκίμαζε. Τέλος μια μέρα ο Σκίπης έφευγε για το Κάιρο. Ώστε έφυγε ο Απόλλων;» ρωτούσε σκωπτικά ο Καβάφης. «Και με τι μέσον έφυγε ο Απόλλων;». Κάποιος του είπε: «Με το τραίνο των 12». «Μα πώς είναι δυνατόν να πάρει τραίνο ο Απόλλων!... Ο Απόλλων σε τραίνο!... Ασφαλώς θα πρόκειται περί λάθους. Με κάποιο άλλο μέσον, πιότερο θεϊκό, θα πρέπει να έφυγε ο Απόλλων!»

Ποια ήταν συνήθως τα θέματα της κουβέντας του; Ο Καβάφης υπήρξε ένας εγκυκλοπαιδικός με γνώσεις οργανωμένες, που ήξερε όμως τις γνώσεις του αυτές να τις μεταχειρίζεται με την απαράμιλλη εκείνη τέχνη, που, ακόμα και σ' ένα τίποτα, δίνει αξία. Αυτό εμένα με έθελγε, κι αυτό ήτανε όλο. Είμαι επίσης σε θέση να βεβαιώσω πως η προσωπική του ενημέρωση πάνω στα σύγχρονα προβλήματα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Κανένα απ' αυτά δε φαίνονταν να τον απασχολεί. Ήξερε να μιλά και να σαγηνεύει. Αλλά το χάρισμά του αυτό, μπορώ να πω πως το χρησιμοποιούσε προπάντων για να προσελκύει ή μάλλον για να καλλιεργεί τις φιλίες του έργου του. Εκείνο που τον ενδιέφερε πρωτίστως ήταν η σοφιστική ανάπτυξη —η τόσο προσωπική εξάλλου— του θέματος του, δηλαδή το παιχνίδι του λόγου, απ' όπου, φυσικά, δεν έλειπε αρκετή δόση επίδειξης. Μ' αυτό, βέβαια, δε θέλω να υποτιμήσω καθόλου τα λεγόμενά του. Θέλω μόνο να πω πως η πρωτοτυπία τους βρισκόταν άλλου. Και πράγματι, εκείνο που προκαλούσε το θαυμασμό των ακροατών του ήταν το ύφος του, η τέχνη του στο χειρισμό του θέματός του, ήταν τα ρητορικά του τα σχήματα. Και είναι η αναπόληση όλων αυτών τώρα, που με κάνει να πιστεύω ότι, για πρώτη φορά ίσως, ένας νεώτερος Έλλην ξαναμίλησε τη γλώσσα μας με την τέχνη των συνδιαλεγομένων σοφιστών της αρχαιότητας.

Όσον άφορα τη λογοτεχνική του ενημέρωση, δε νομίζω ότι σφάλλω αν πω πως αυτή σταματά γύρω στα 1910. Πέρα από την ημερομηνία αυτή δε φαίνεται να ενδιαφέρθηκε η περιέργειά του. Καινούργια βιβλία, στα 18 τουλάχιστο χρόνια που τον εγνώρισα, ούτε αγόρασε ούτε και διάβασε. Δεν παρακολουθούσε μήτε την παγκόσμια, μήτε την ευρωπαϊκή, μήτε και τη νεοελληνική παραγωγή. Μετά το θάνατό του, βρέθηκαν βιβλία με αφιερώσεις άκοπα, κι ένα απ' αυτά του Καρυωτάκη. Οι περιέργειές του είχαν, αν καλοσκεφθούμε, παρελθοντικό μάλλον χαρακτήρα. Το παρελθόν ήταν η ζωτική ανάγκη της ποίησής του, ήταν το κλίμα του. Το παρόν ήταν αυτός. Τίποτε άλλο. Μέσα του δεν υπήρχε τόπος για τους άλλους. Αν τον ανησυχούσε κάτι, αυτό δεν ήταν η τύχη της ανθρωπότητας, αλλ' η δική του τύχη, και, κατά προέκταση, η τύχη του έργου του. Γι' αυτόν εξάλλου το λόγο, κι από τα εξωτερικά γεγονότα, μόνο εκείνα που αφορούσαν το έργο του τον ενδιέφεραν. Δεν εννοούσε καθόλου το ρόλο του αποστόλου, βρισκόταν όμως τέλεια στο ρόλο του Θεού. Ζητούσε τη λατρεία. Αδιάφορος για τις κοινωνικές ιδέες, τα επαναστατικά ρεύματα και τις θεωρίες που φανάτιζαν τις μεταπολεμικές γενεές, ζητούσε τη λατρεία, τη λατρεία του έργου του, που ήταν και η πιστότερη εικόνα του εαυτού του. Εξάλλου κι ο ίδιος το έλεγε καθαρά: «Δεν εννοώ τη φιλία ή την έχθρα παρά ως φιλία ή έχθρα προς το έργο μου». Η ψύχωσή του αυτή, ή μάλλον η αδυναμία του που έφθανε την ψύχωση, ήταν, τολμώ να πω, η βαθύτερη έκφραση της φιλαρέσκειάς του. Μη παραδεχόμενος ένας το έργο του, κι ας τον εκτιμούσε για προτερήματά του άλλα, ήταν ωσάν να μην αναγνώριζε σε μια γυναίκα εξαιρετικά φιλάρεσκη —κι ο Καβάφης είχε τη φύση και τις ευαισθησίες γυναίκας— την ομορφιά της, να της αναγνώριζε όμως την αρετή της. Για τον Καβάφη, το έργο του ήταν η ομορφιά του η ίδια, στην οποία ήθελε να πιστεύουν κι οι άλλοι, όπως κι ο ίδιος εξάλλου επίστευε. Κάθε ιδέα ξένη προς το συμφέρον και την τύχη του έργου του, τον ενδιέφερε σχετικά. Μέσα του δεν μπορούσαν να χωρέσουν άλλα προβλήματα. Το δικό του το πρόβλημα γέμιζε την ύπαρξή του, το είναι του. Είμαι βέβαιος ότι αν βρισκόταν ένας κάποιος και τον βεβαίωνε ότι το έργο του δεν επρόκειτο να ζήσει, και το πίστευε, είμαι βέβαιος, λέγω, ότι ο Καβάφης θα πέθαινε από απελπισία.

«Είσαι ακόμη νέος», μου έλεγε το 1920, «κι αυτό μόνον αργότερα θα το εννοήσεις. Ο τεχνίτης, κι όταν πια γεράσει, μπορεί να βρίσκει ακόμα ενδιαφέρον και θέρμη στη ζωή, χάρις στο ίδιο του το έργο. Είναι μέσον αυτού που θα παρηγορηθεί για το μεγάλο κακό, το ανεπανόρθωτο, που του επιφυλάσσουν τα χρόνια του γήρατος. Εκεί που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν τίποτ' άλλο ν' αντικρίσουν παρά τα ίδια τους τα ερείπια μόνον, αυτός έχει το έργο που τον παρηγορεί, το έργο που εδημιούργησε ο ίδιος, το έργο που συγκινεί, συζητείται, αρέσει». Αλλ' η προσήλωση του Καβάφη στο έργο του ή καλύτερα ο ταυτισμός του μ' αυτό, έχει και άλλους βαθύτερους λόγους. Σ' αυτό μέσα, εκτός απ' την αισθαντικότητά του, τη φιλοδοξία του όλη και το μόχθο του, υπάρχει και η πιστότερη εικόνα του μυστικού του, καθώς και όλη του η μέριμνα να αποκρύψει στην αρχή το μυστικό του αυτό, αλλά και να το αποκαλύψει βαθμηδόν, με τα μέσα που του παρείχε η τέχνη. Σ' αυτό μέσα είχε μεταφερθεί επίσης, στην αφηρημένη της μορφή, η πολιτεία με τις συνοικίες της, τα σπίτια της, τους δρόμους της, δηλαδή η σκηνογραφία ή ίδια μέσα στην οποία, επί χρόνια, παίχθηκε η περιπέτεια του σώματός του. Σ' αυτή μέσα την πολιτεία χάλασε τη ζωή του, πληρώνοντας το τίμημα των συγκινήσεών του. Και είναι το ατένισμα της πολιτείας αυτής, όταν η ανάμνηση του παρελθόντος γινόταν μέσα του, μερικά βράδια, καημός, μελαγχολία και πίκρα, που τον παρηγορούσε:

Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά,

βγήκα ν' αλλάξω σκέψεις, βλέποντας τουλάχιστον

ολίγη αγαπημένη πολιτεία,

ολίγη κίνησι του δρόμου και των μαγαζιών.

Αλλ' η αγάπη του για το έργο του οφείλεται ακόμα και στο ό,τι σ' αυτό μέσα αναβιώνεται με τον πιο αξιοθαύμαστο τρόπο η Ελληνιστική Πολιτεία —είτε Αλεξάνδρεια αυτή λέγεται, είτε Αντιόχεια, είτε Σελεύκεια— που τόσο συγκίνησε τη φαντασία του, και που «με τη δική του φωνή ελάλησε επιτέλους αληθινά από τα βάθη των αιώνων και μας είπε πρώτη φορά», όπως τόσο εύστοχα παρατήρησε ο Γρυπάρης, «κατ' ευθείαν και άμεσα τα δικά της αισθήματα, τις δικές της συγκινήσεις, τους δικούς της παλμούς». Τέλος, σ' αυτό μέσα το λιγοσέλιδο έργο, ποιητής παρακμής ο ίδιος, αφού στάθηκε στα σημαντικότερα σημεία παρακμής της Ιστορίας μας, και τα μελέτησε, κατόρθωσε με την ασύγκριτη τέχνη του, αλλά και με την πιο υπερήφανη φυλετική μνήμη που διέθετε ποτέ Έλλην ποιητής, να μας υποβάλει το παλαιό μεγαλείο της φυλής μας, τον εκπολιτιστικό της ρόλο και την εξελληνιστική δύναμη της γλώσσας μας.

Σ' έναν που θα διαβάσει για πρώτη φορά το καβαφικό έργο, είναι αδύνατο να μην του γεννηθούν απορίες. Μια εποχή μάλιστα μερικοί απ' τους λογοτέχνες μας (κι όχι τυχαίοι) φρονούσαν ότι δεν είχε τη θέση του μέσα στη νεοελληνική ποίηση. Ασχολούμενοι δε μ' αυτήν, απόφευγαν να κάνουν ακόμα και μνεία του ονόματος του Αλεξανδρινού ποιητή. Και όμως το έργο αυτό δε μας επιτρέπεται να το εξοστρακίσουμε από τη νεοελληνική ποίηση. Είμαι της γνώμης ότι βγαίνει μέσ' απ' αυτήν, αλλ' ως αντίδρασή της. Ο Παλαμάς λ.χ. το απωθούσε. Κι ως ένα σημείο τον δικαιολογώ. Είναι η αντίθετη ακριβώς όψη της ποιητικής του. Το έβρισκε αντιποιητικό. Αλλά κι αυτή ακόμα η γνώμη, μολονότι δεν είναι υπέρ του Παλαμά ως κριτικού, είναι ως ένα σημείο αρκετά θεμιτή. Τα έργα τους διαφέρουν ριζικά. Ο κοινώς εννοούμενος λυρισμός, η μεγάλη πνοή, η διακοσμημένη ρητορική, δεν ήταν δυνατόν να παραδεχθούν την πεζή, τη δημοσιογραφική έκφραση, την άρνηση της εικόνας και της μεταφοράς, τη γυμνή συχνά λιτότητα. Για την κριτική όμως το ζήτημα τίθεται διαφορετικά. Τέτοιο που μας δόθηκε το καβαφικό έργο, χαρίζει την ποιητική συγκίνηση; Δύσκολα θα μπορούσαμε να το αρνηθούμε.

Η αλήθεια είναι ότι ο Καβάφης, θέλοντας ν' αποφύγει με κάθε τρόπο τις χαρακτηριστικές υπερβολές των ποιητών της εποχής του, αναγκαστικά εδημιούργησε τις δικές του. Γι' αυτό και φοβάμαι πως ένα μέρος από το έργο του, και στο μέλλον ακόμα, πιο πολύ θα το συζητούν παρά που θα το απολαμβάνουν. Πάντως οι υπερβολές του καβαφικού έργου είναι εκείνες που καλύτερα από κάθε τι άλλο χαρακτηρίζουν το είδος της πρωτοτυπίας του. Και είναι αυτές οι ίδιες επίσης που μας δείχνουν με ποιο τρόπο ο Καβάφης, κόβοντας από μιαν ορισμένη στιγμή κάθε σχέση με τα κοινώς παραδεγμένα ποιητικά στοιχεία, που μεταχειριζόταν κι ο ίδιος ως τότε, βρίσκει την πρωτοτυπία του. Γιατί, από το 1886 ίσαμε το 1900 περίπου —κι αυτό ίσως μερικοί να μην το ξέρουν— όχι μόνο δε διέφερε από τους άλλους ποιητές, αλλά και όλα του τα ποιήματα της περιόδου εκείνης, με το να μην έχουν κανένα κοινό γνώρισμα, εκτός απ' τη συντομία, με τα ποιήματα που εγκαινίαζαν το νέο του τρόπο, τον καβαφικό, σιωπηρώς τ' αποκήρυξε, σε μερικούς δε που καμιά φορά τον ρωτούσαν γι' αυτά, θέλοντας ίσως να τον φαντάζονται ως έναν από γενετής ιδιότυπο, τ' αρνιόταν ή έλεγε πως είναι ποιήματα ενός συγγενή του. Αυτά λοιπόν τα ποιήματα, που πρώτος αναδημοσίευσα το 1936 στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέα Γράμματα», όχι μόνο δεν έχουν ίχνος ιδιοτυπίας, αλλ' αντιθέτως μας δείχνουν έναν ποιητή μέτριο, που ακολουθεί τα ρομαντικά βήματα των ποιητών της εποχής του:

Η γη 'ναι σφαίρα σκοτεινή, ψυχρά τε και δολία.

Τα άσματά μου πλανερά του κόσμου είν' εικών.

Έρωτα ψάλλω και χαράν. Αθλία παρωδία,

αθλία λύρα, έρμαιον παντοίων απατών!

Και όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να φτάσει στην ιδιοτυπία.

Μη έχοντας όμως το έμφυτο δώρο της, την ζήτησε —κι αυτό είναι το αξιοθαύμαστο σ' αυτόν, αξιοθαύμαστο όχι μόνο επειδή την ζήτησε, αλλά και την πραγματοποίησε— με το μόνο μέσο που του απόμενε, αντιμετωπίζοντας απλώς το πρόβλημά της ως τεχνίτης, κι επιδιώκοντας τη λύση του με τον πεζότατο και λογικό εκείνο τρόπο, που υποδεικνύει στο περί φιλοσοφίας της συνθέσεως δοκίμιό του ο Edgar Allan Poe, δηλαδή εμπιστευόμενος το παν στον εγκέφαλό του.

Στην προσωπική του περίοδο, αυτή που όλοι μας ονομάζουμε καβαφική, θ' αποφύγει να γράψει ποιήματα βασιζόμενος απλώς σ' αυτό που καλείται έμπνευση. Δε θέλω βέβαια να πω ότι αγνοεί το κίνητρο-έμπνευση. Αλλ' αποδώ και στο έξης αποκλείει το πηγαίο, το δε πρόβλημα του χτισίματος του ποιήματός του το αντικρίζει με τα μέσα, τις ικανότητες και την εμπειρία που διαθέτει ως τεχνίτης. Ο ίδιος μου έλεγε ότι συχνά του έτυχε ν' αφήσει ατέλειωτο ένα του ποίημα, κι αυτό το ίδιο να το ξαναπιάσει και να το τελειώσει ύστερ' από χρόνια. Έτσι, και δυο από τ' αποκηρυγμένα του κατόρθωσε, ξαναπιάνοντας τα ύστερ' από μερικά χρόνια, να τα μεταμορφώσει και να τους δώσει, σα θαυματοποιός, την ομορφιά και το ρίγος που δεν είχαν στην πρώτη τους μορφή.

Υπάρχουν ποιητές που γράφουν ως αν υπακούουν σε μια μυστηριώδη φωνή. Παρόμοιας διάθεσης ποιήματα από τη στιγμή που αποφάσισε ν' αλλάξει, δε φιλοδόξησε πια να γράψει. Η έμπνευση γι' αυτόν στο εξής λέγεται υπομονή. Θα μεταχειριστώ μια κουβέντα του Πικασσό: «Δεν ψάχνω, βρίσκω». Την ίδια φράση θα μπορούσε κάλλιστα να την πει κι ένας ποιητής. Και πράγματι, μεταξύ του ψάχνω για να βρω και του βρίσκω χωρίς να ψάχνω, υπάρχει κι όλη η διαφορά που διακρίνει τον ποιητή, που τον κινεί μια εσωτερική παρόρμηση, και που κατόπιν με την επέμβαση του κριτικού του νου θα κρατήσει το ουσιαστικότερο απ' ό,τι του δόθηκε και θ' απορρίψει το περιττό, από τον ποιητή που είναι μάλλον τεχνίτης. Ο δεύτερος δανείζεται συνήθως ιδέες, δεν έχει πάντοτε τις απ' ευθείας εμπνεύσεις, μα έχει την ικανότητα να φθάνει, δουλεύοντας με υπομονή, σε ποιητικά αποτελέσματα χάρη σ' ένα λεπταίσθητο γούστο και μια συνδυαστική τεχνική, που ξέρει να ταιριάζει τις λέξεις μ' ένα τρόπο απροσδόκητο ωραίο, περνώντας απ' αυτές μέσα το ποιητικό ρεύμα. Ο Καβάφης ανήκει στους δεύτερους. Το σύνολο του έργου του μας δείχνει ότι διέθετε μάλλον μια παρασιτική φαντασία, χωρίς να της λείπουν βέβαια και οι δικές της συλλήψεις. Κι ενώ ο οραματισμός δεν του ήταν ολότελα ξένος, η σύνθεση ενός υλικού που έβρισκε διαβάζοντας, και το δανειζόταν επειδή ταίριαζε με τα πράγματα που ήθελε να εκφράσει, ήταν εκείνο που κυρίως τον είλκυε.

Ο Βαλερύ, που κι αυτός, όπως ξέρουμε, μίλησε με αρκετή αδιαφορία για την έμπνευση, σημείωσε κάπου κάτι που συμφωνεί με την προαναφερμένη κουβέντα του Πικασσό. «Υπάρχουν», λέγει, «στίχοι που ο ποιητής βρίσκει. Τους άλλους τους φτιάχνει. Τελειοποιεί εκείνους που βρήκε και πολιτογραφεί τους άλλους». Δεν υπάρχει αμφιβολία πως και ο Καβάφης βρήκε, αν και νομίζω ότι συχνότερα έφτιαξε, χωρίς αυτό βέβαια να τον εμποδίσει να μας μεταδώσει την ευαισθησία του και τις συγκινήσεις του σε άρτια, από κάθε άποψη, ποιήματα.

Κάπου έχω γράψει την εξής φράση: «Ο Καβάφης ταξίδεψε την ερωτική του ανωμαλία μέσα στην ιστορία, παρόλο που κάποτε τη λησμονεί για την ιστορία την ίδια». Αλλά και όταν ακόμα ταξιδεύει στην ιστορία για την ιστορία την ίδια, παραμένει πάντοτε ο decadent, που τον ελκύει το τέλος και δεν ζητάει σ' αυτή μέσα παρά στιγμές του τέλους. «Je suis l' Empire à la fin de la décadence», όπως έλεγε κι ο Βερλαίν στον περίφημο και τόσο χαρακτηριστικό στίχο του. Ο Καβάφης εντρυφούσε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση στη μελέτη της ιστορίας. Συχνά μάλιστα έλεγε πως αν δεν έγραφε ποιήματα, θα ήθελε να γράψει ιστορία. Αν τώρα λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι σε ηλικία 14 χρονών, σχεδόν παιδί, είχε αρχίσει να συντάσσει ο ίδιος ένα ιστορικό λεξικό, τότε τίποτα δε μας εμποδίζει να παραδεχτούμε ότι στην περίπτωσή του έχουμε να κάνουμε μ' έναν ποιητή, στου οποίου την εκδήλωση προϋπήρξε ο ιστορικός. Και ναι μεν τελικά ο Καβάφης δεν έγραψε ιστορία, έγραψε όμως, όπως μας δείχνει το έργο του, το καθαρά ιστορικό ποίημα. Πάντως οφείλω να παρατηρήσω ότι, διαβάζοντας την ιστορία, παρασύρθηκε κυρίως από τη λεπτομέρεια, πράγμα που φανερώνει ότι σ' αυτόν ο ιστορικός γίνεται όργανο του τεχνίτη. Ο ίδιος είχε πολύ μεγάλη ιδέα για τα ιστορικά του ποιήματα. Έλεγε ότι είχε επινοήσει ένα καινούργιο είδος, όπου φιλοδοξία του ήταν να συμπυκνώσει, σ' ελάχιστους στίχους, μιαν ολόκληρη εποχή, και να καθρεφτίσει σ' αυτούς μέσα τη νοοτροπία και την ψυχολογία της. Σ' αυτού του είδους τα ποιήματα, δίνει την εποχή που τον ελκύει με την τεχνική του δραματικού, συχνά στο ύφος του σκεπτομένου και, μια-δυο φορές, με τη διάθεση του διδακτικού.

Ο ίδιος έλεγε, το 1926, ότι είκοσι επί συνεχή χρόνια δεν είχε αφήσει την Ιστορία από τα χέρια του. Αλλ' εγώ είμαι πεπεισμένος ότι ο Καβάφης ποτέ στη ζωή του δεν είχε αφήσει την ιστορία. Τα ιστορικά είναι τα μόνα βιβλία στα όποια προσέτρεχε, θέλοντας να εξακριβώσει την εποχή ή και ορισμένες λεπτομέρειες ποιημάτων που έγραφε ή που επρόκειτο να γράψει. Η ιστορική του μόρφωση απ' ό,τι ξέρω ήταν γερή κι ο ίδιος πολύ καμάρωνε γι' αυτό. Εξάλλου, με τις ιστορικές του γνώσεις συχνά εξέπληττε και ειδικούς ακόμα, και γενικά όλους όσους είχαν την τύχη να παρευρεθούν σε κουβέντες που, σκόπιμα κάποτε, άνοιγε πάνω σε θέματα της. Ένας γνωστός μου γιατρός ακόμα θυμάται το τρομερό πράγματι ερώτημα που όλως απρόοπτα έβαλε μια βραδιά στον καθηγητή της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Βολωνάκη, όταν συναντήθηκαν, καλεσμένοι και οι δύο, στο σπίτι ενός γνωστού Αλεξανδρινού: «Τον δεύτερο μετά Χριστόν αιώνα, που τα σύνορα της Αρμενίας ήταν προς βορρά τάδε (και είπε ποια ακριβώς ήταν), προς δυσμάς τάδε (και είπε ποια ήταν), προς νότον… θυμάστε, κύριε καθηγητά, ποια ήταν τα σύνορα της Αρμενίας προς νότον τον δεύτερο μετά Χριστόν αιώνα;» Φυσικά, ο κύριος καθηγητής έμεινε άφωνος!

Αλλ' όπως έβαλε σε δύσκολη θέση τον καθηγητή, το ίδιο μπορεί να πει κανείς ότι έκανε και εξακολουθεί να κάνει και με τους κριτικούς του. Τους μπερδεύει για να μη πω ότι τους σπρώχνει στο ναυάγιο. Έτσι κι ο Άλκης Θρύλος, γράφοντας για τον Καβάφη, κάποτε με πολλή εμβρίθεια αποφάνθηκε πως ο Καισαρίων —δηλαδή το παιδί της Κλεοπάτρας με τον Καίσαρα— δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο, αλλά φανταστικό που το είχε επινοήσει ο ποιητής! Αλλά και στο αποτυχημένο βιβλίο του Μιχάλη Περίδη, το αφιερωμένο στο βίο και το έργο του ποιητή, άσχημα πάλι μπερδεύει τον κριτικό του. Ίσως μ' αυτό τον τρόπο να τον εκδικείται και μετά θάνατο, για κάποια όχι πολύ ευνοϊκή κριτική του, με την οποία, θυμάμαι, τον είχε αρκετά ταράξει το 1915. Έτσι, χάρη σ' αυτό το λίαν ενδιαφέρον για τις ιστορικές του ανακρίβειες βιβλίο, πρώτη φορά μαθαίνουμε ότι ο Ηρώδης ο Αττικός (ο περίφημος Αθηναίος και απόγονος των Αιακιδών), ήτανε Σύρος! Ότι Αλαβάρχης σημαίνει, κατά τον κριτικό μας πάντοτε, φύλαρχο Αιγύπτιο και όχι Προϊστάμενο της Εβραϊκής Κοινότητας Αλεξανδρείας, όπως όλοι οι ιστορικοί του κόσμου (και ο Καβάφης μαζί) διατείνονται. Αλλ' από τα πιο καταπληκτικά κατορθώματα του κριτικού μας είναι και το εξής: Ο Καβάφης, στο ποίημά του «Επιτύμβιον Αντιόχου βασιλέως Κομμαγηνής», αποδίδει, ποιητική αδεία, ένα δικό του επιτύμβιο στο σοφιστή Καλλίστρατο. Φιλότιμος ερευνητής ο Περίδης, άνοιξε, φαντάζομαι, διάφορα λεξικά και, στον πρώτο Καλλίστρατο που βρήκε, έσπευσε, με κάποια αφέλεια, να του αποδώσει την πατρότητα του επιτυμβίου. Μάταιος όμως ο κόπος του. Γιατί ο Καλλίστρατος του ποιήματος δεν είναι, όπως νόμισε, ιστορικά υπαρκτό πρόσωπο, αλλά πρόσωπο ποιητικής φαντασίας…

Ως φόρμα το καβαφικό ποίημα συνήθως, όταν δεν είναι απλό επίγραμμα, θα είναι ή μίμος ή μίμος σε μέγεθος επιγράμματος. Κύριο χαρακτηριστικό του μίμου είναι ο ευθύς λόγος. Σ' αυτόν ο ποιητής απουσιάζει από τη σκηνή, κρατώντας για τον εαυτό του το ρόλο του υποβολέα. Όπως, πρώτος, υποστήριξα το 1933 και δικαιώθηκα το 1963 από τους Χρονολογικούς Πίνακες των καβαφικών ποιημάτων, που βρέθηκαν στο αρχείο του ποιητή, την ιδέα του μίμου ο Καβάφης την οφείλει στους «Μιμιάμβους» του Ηρώνδα, όταν το 1889, χάρη στην ανάγνωση ενός παπύρου από τον Ρ. Ο. Kenyon, έγινε γνωστή η ύπαρξή τους. Δεν μπορούμε όμως να πούμε πως ο Καβάφης μιμήθηκε δουλικά τον αρχαίο συνάδελφό του. Γιατί, ενώ εκείνος μας προσφέρει σύντομα θεατρικά έργα δυο-τριών σελίδων, ο Καβάφης περιορίζεται σ' ένα λιγόστιχο μονόλογο. Βέβαια μονόλογος είναι και ο όγδοος Μιμίαμβος του Ηρώνδα, είναι όμως και ο μόνος μέσα στους άλλους που βρέθηκαν. Πάντως οφείλω να προσθέσω ότι ορισμένα καβαφικά ποιήματα, όπως λ.χ. το «Να μείνει», θυμίζουν, με το ρεαλισμό τους, τα θέματα που φαίνεται να προτιμούσε κι ο Ηρώνδας. Αλλά για να συμπληρωθεί χαρακτηριστικότερα η εικόνα του, θα πρέπει οπωσδήποτε ο αναγνώστης να έχει υπόψη του, ότι τόσο τα σύγχρονα όσο και τα ιστορικά ή ιστορικοφανταστικά πρόσωπα, που κινούνται στην αληθινά παράξενη πολιτεία του καβαφικού έργου, δεν είναι παρά οι ηθοποιοί που επινόησε ή και απλώς διάλεξε ο Καβάφης, οι ηθοποιοί που επαναλαμβάνουν τα δικά του τα λόγια, τις δικές του τις σκέψεις, τούς δικούς του καημούς και φόβους, το δικό του το δράμα.

Η ποίηση του Καβάφη είναι η ποίηση μιας ζωής συμπληρωμένης ή σωστότερα η ποίηση ενός γέρου ή ενός πρόωρα γερασμένου που αναπολεί το παρελθόν του. Ο ίδιος κάποτε είπε: « Εγώ είμαι ο ποιητής του γήρατος. Τα ζωηρότερα γεγονότα δε με εμπνέουν αμέσως. Χρειάζεται πρώτα να περάσει καιρός. Κατόπιν τα ενθυμούμαι και εμπνέομαι». Έτσι η καβαφική ποίηση, σε τελευταία ανάλυση, μας παρουσιάζεται ως μια ποικιλία από προβολές προσωπικού και ιστορικού παρελθόντος.