Παπανούτσος Ε., Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός
 
Αθήνα [χ.χ], Ίκαρος. «Ο διδακτικός Καβάφης». Σσ. 172-181
 
 
 

Οι κριτικοί έδειξαν τη διάθεση να ερμηνεύσουν τη βιοθεωρία του Καβάφη σαν ηττοπάθεια -ηττοπάθεια ενός αποτυχημένου. Τόνισαν την κεντρική θέση που έχει μέσα στο έργο του το «αίσθημα της αποτυχίας» και ψυχαναλυτικά δοκίμασαν να το εξηγήσουν με το αντλερικό σύμπλεγμα της κατωτερότητας. Εκείνο όμως που πολύ συχνά λησμονείται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι εδώ, αφού πρόκειται για ποίηση, δεν ενδιαφέρει η ατομική περιπέτεια «Καβάφης», αλλά το είδος, η ποιότητα των συγκινήσεων που αποπνέει το έργο του. Αυτό το ιδιαίτερο συγκινησιακό άρωμα καλείται να προσδιορίσει, να κατατάξει και να εκτιμήσει ο κριτικός, αφήνοντας τα «αποκάτω» στους γιατρούς και στους περίεργους. Η ετικέτα του ντεφαιτισμού για την αισθητική θεώρηση ενός ποιητικού έργου δεν λέγει τίποτα. Με άλλο τρόπο πρέπει να προσπελάσομε αυτό το έργο, για να μπορέσομε να σημασιολογήσομε το ρίγος που μας δίνει. Από την άποψη αυτή οι εντυπώσεις και οι χαρακτηρισμοί του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου έχουν χωρίς αμφιβολία πολύ μεγαλύτερην αξία από τις ψυχαναλυτικές σχηματοποιήσεις. Εδώ αισθάνεται κανείς ότι πραγματικά κάποιος άδραξε με την ευαισθησία του το άρωμα και το νόημα των ποιητικών διαθέσεων του Καβάφη: «Σύμβολα ωμά, διαπιστώσεις σκληρές, ψυχικές διαθέσεις αμετάκλητες. Η αυλαία της νοσταλγικής ωραιοπαθείας αίρεται βίαια, και αποκαλύπτονται μέσα σε φως διαυγές και σκληρό τοπία ρημαγμένα από πολύν καιρό, ψυχές που δε μάχονται πια, αλλ' έχουν υποκύψει, μια ολόκληρη οικουμένη την επαύριον του πολέμου, του μεγάλου και αποφασιστικού. Ποτέ η ποιητική αλήθεια δεν ενεφανίσθη με τρόπο τόσο αμείλικτα καθολικό, τόσο ανεπανόρθωτα πειστικό… Κι' όταν κλείσει το βιβλίο με τη σοφία του, επακολουθεί η σιωπή. Μια σιωπή που την αναδεύει επίμονα ο στοχασμός, αλλ' από την οποία δεν θ' αναπηδήσει ποτέ πια η φωνή και το φως της δημιουργίας. Σιωπή στυγνή, σιωπή που σε πείθει ότι όλα έχουν ειπωθεί κ' είναι μάταιο πια να μιλήσεις. Η καρδιά έχει ταφεί, η σκέψη έχει ξοφλήσει. Και τα βιβλία έχουν γραφεί πια όλα».

Όταν από την πείρα του και προπάντων από την πυρετική του σκέψη οδηγημένος φτάσει κανείς σ' αυτή τη σκοτεινήν άκρη, στο απροχώρητο, σαν τον Καβάφη, διατρέχει σαν πνευματικός άνθρωπος ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο: να διαλυθεί. Ο καλλιτέχνης θα σκίσει τα χειρόγραφα του και θα σωπάσει. Ο άνθρωπος της ζωής μπορεί να πέσει στον κυνισμό και στον αμοραλισμό. Ο Καβάφης όμως, όπως είδαμε, «προσέχει και αγαπά την εργασία» του, «και μες στην τέχνη πάλι» ξεκουράζεται «από τη δούλεψη της». Σαν καλλιτέχνης λοιπόν σώζεται από τον αυταφανισμό. Αλλά και σαν ηθικός άνθρωπος κατορθώνει μέσα στην άκρατη απιστία και απελπισία του να χαλκέψει και να εγκωμιάσει μιαν υψηλή, πολύ υψηλή αρετή: την αξιοπρέπεια. Χωρίς φόβο να θεωρηθεί κανείς ασυγχώρητα υπερβολικός, μπορεί να υποστηρίξει ότι σαν διδακτικός ποιητής ο Καβάφης είναι ο ποιητής της αξιοπρέπειας.  Μιας αξιοπρέπειας που έχει τόσο μεγαλύτερο ηθικό ύψος, όσο από τη βάση της λείπει κάθε θρησκευτική βεβαιότητα, κάθε προσδοκία αμοιβής, η ελπίδα οποιασδήποτε επιτυχίας, και ολόκληρη θεμελιώνεται απάνω σε μια γενναία και αποφασιστικήν επιβεβαίωση του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο. Αυτό τον ανώτερο ηθικό τόνο, αυτή τη σεμνήν έπαρση της ηθικής υπεροχής κανένας διδακτικός ποιητής δεν μας την έδωσε τόσο υποβλητικά και πειστικά και τόσο «ελληνικά» όσο ο Καβάφης. Εδώ έχομε υπόψη μια τρίτη ομάδα των «Ηθικών» του που στο κέντρο της βρίσκεται το θέμα των «Θερμοπυλών», το κατ' εξοχήν ηθικό σύμβολο της καβαφικής διδαχής.

Η μελωδική καμπύλη μπορεί κανείς να φαντασθεί ότι αρχίζει με την έξοχη «Ιθάκη».

Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. (Α 23)

Καταστρώνεται έπειτα ένα ολόκληρο πρόγραμμα ζωής που θα γεμίσει το μακρύ ταξίδι. Δύο είδη απολαύσεων τονίζει ιδιαίτερα η «ελληνική» ιδιοσυγκρασία του Καβάφη. Εκείνο που παρέχουν τα «Φοινικικά εμπορεία» με τα άφθονα και κάθε λογής ηδονικά μυρωδικά τους, και το άλλο: οι πνευματικές χαρές που προσφέρουν οι «Αιγυπτιακές πόλεις» με τους σοφούς σπουδασμένους τους:

…με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ  έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·

σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους. (Α 23-24)

Μέσα σε τέτοια πανδαισία κανένας λόγος δεν υπάρχει να σπεύδει κανείς. Γιατί άλλωστε να βιαστεί; Μήπως οι κίνδυνοι από τις απρόοπτες συναντήσεις ή από τον επίβουλο εχθρό που ενεδρεύει, είναι τόσο φοβεροί; Φοβερούς τους κάνει η σκέψη μας μονάχα. Όταν την κρατούμε υψηλά, όταν τρέφομε το πνεύμα και το σώμα μας με εκλεκτές συγκινήσεις, τίποτα δεν μπορεί να μας θίξει. Η σωκρατική «αυτάρκεια», ελληνική κατ' εξοχήν αρετή, κάνει εδώ επιβλητικά την εμφάνισή της:

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου. (Α 23)

Βέβαια δεν πρέπει να βγάζομε από το νου μας ότι σκοπός του ταξιδιού μας είναι η «Ιθάκη». Αυτή θα είναι ο προορισμός και το όνειρό μας. Αλλά καμιά βία στο ταξίδι:

Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·

και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν. (Α 24)

«Οι Ιθάκες» πια, όχι η Ιθάκη, γιατί δεν είναι μία, αλλά πολλές και διάφορες -όχι μόνο στους διάφορους ανθρώπους, αλλά και στον ίδιο άνθρωπο, κάθε φορά που βάζει σκοπούς και «τέλη» στη ζωή του. Και τι σημαίνουν; Απλούστατα: ένα είναι κάθε τόσο το ιδεατό σημείο αναφοράς, που μας χρειάζεται μόνο και μόνο για να βρίσκομε πάλι στο δρόμο τον προσανατολισμό μας, όταν με κάποιαν εκτροπή τον χάνομε. Αλλά δεν είναι το τέρμα που έχει αξία. Την αξία την έχει η ίδια η πορεία. Αυτή γεμίζει τη ζωή μας με πλούσια πείρα. Αυτή θα μας κάνει σοφούς. Τι άλλο μπορεί να μας προσφέρει η «Ιθάκη»; Μας έδωσε ό,τι είχε να μας δώσει. Μας έβγαλε δηλαδή στο δρόμο…

Να βγούμε στο δρόμο οπωσδήποτε, να κινηθούμε, να αιστανθούμε, να μάθομε -αυτή είναι η παραίνεση του Καβάφη. Δεν βυθίζεται στον quietisme των Ασιατών ομφαλοσκόπων, δεν ευαγγελίζεται τη λύτρωση με τη νέκρωση της ορμής προς τη ζωή, όπως οι μοναχοί του Βούδα. Ο πεσιμισμός του είναι γνήσια ελληνικός, τραγικός και ηρωικός μαζί, όπως έβλεπε τον ελληνικό πεσιμισμό ο Nietzsche. Για τον Καβάφη αξία έχει ο αγώνας καθεαυτόν, όχι η αίσια έκβασή του, η νίκη. Και είναι τόσο μεγαλύτερη, ηθικά υψηλότερη η αξία του, όσο ξέρομε από πριν ότι δεν πρόκειται να νικήσομε. Αυτές τις στιγμές ίσα ίσα αποθεώνεται ο άνθρωπος -βάζει πάνω από το αποτέλεσμα την αξιοπρέπειά του, το τιμιότερον. Τούτο είναι το βαθύ νόημα των «Θερμοπυλών»:

Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των

ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.

Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·

δίκαιοι κ' ίσιοι σ' όλες των τες πράξεις,

αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·

γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν

είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,

πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·

πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,

πλην χωρίς μίσος για τους ψευδόμενους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει

όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)

πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,

κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε. (Α 103)

Το βάρος του ποιήματος ολόκληρο  βρίσκεται στο τελευταίο τετράστιχο. Αυτό έχει σημασία για τον Καβάφη: να προβλέπεις ότι θα ηττηθείς (πάντα θα βρεθεί ένας Εφιάλτης και οι Μήδοι θα περάσουν) και όμως «να μη κινείς από το χρέος σου», να στέκεσαι ασάλευτος στη θέση σου και να πέφτεις. Για τούτο κ' εγκωμιάζει τους «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντας», τους τελευταίους υπέρμαχους της ελληνικής ελευθερίας στη Λευκόπετρα (146 π.Χ.) -έπεσαν ηρωικά σ' έναν αγώνα που είχε κριθεί, όπως ήξεραν πάντα να πέφτουν οι Έλληνες:

Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ' ευκλεώς·

τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.

Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος.

Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,

«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε

για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας . (Β 31)

Το «χρέος» -είναι μια έννοια που θα απασχόλησε φοβερά τη συνείδηση, θα βασάνισε πολύ τη σκέψη του Καβάφη. Του Σολωμού ασφαλώς δεν θα του έκαιγε τα δάχτυλα η πένα, όταν έγραφε αυτή τη λέξη. Μέσα του ήταν κάτι εντελώς ξεκαθαρισμένο, κατηγορηματικό και σαφές, ανεπίδεκτο από αμφιβολία. Ο αγνός και απόλυτος ιδεαλισμός του τον προστάτευε και τον ησύχαζε. Για τον Καβάφη όμως, τον σκεπτικιστή και πραγματολόγο, τον άνθρωπο που γνώρισε παραπολύ τη φλόγα του πάθους, ενός πάθους ανώμαλου, και μ' όλο που διαλαλούσε ότι «η κοινωνία συσχέτιζε κουτά», αισθανόταν τη ντροπή του, η έννοια του χρέους ήταν βασανιστική. Και έπρεπε να τη διερευνήσει, να τη φωτίσει από πολλές πλευρές, να την αναλύσει. Θέση απέναντι στο κρίσιμο τούτο πρόβλημα πήρε πολύ νωρίς, σ' έν' από τα πρώτα κιόλας ποιήματα της ωριμότητάς του: το «Che fece … il gran rifiuto». Τίτλο του έχει περικομμένο (οι παραλειπόμενες λέξεις έχουν μεγάλη σημασία για τη στάση του Καβάφη) τον 60ό στίχο του γ' κεφ. από την Κόλαση του Dante:

Che fece per viltare il gran rifiuto.

Ο στίχος του Dante αναφέρεται στον ασκητή καλόγερο Πέτρο που στα 1294 οι καρδινάλιοι, μοιρασμένοι σε κόμματα και μη κατορθώνοντας να συμφωνήσουν στην εκλογή, τον έκαμαν πάπα με το όνομα Σελεστίνος ο 5ος, παρά τη θέληση και την προσπάθειά του να γλιτώσει με τη φυγή και το κρύψιμο. Ο Πέτρος έμεινε στον παπικό θρόνο μόνο πέντε μήνες. Τόσο βασανίστηκε από την αδιαλλαξία και τις μηχανορραφίες του Βατικανού, ώστε αποκαρδιωμένος παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στην ερημική καλογερική ζωή του πάλι. Ο Dante τον αναθεματίζει γι' αυτή την ανανδρία,  όπως την ονομάζει (viltare), και τον ρίχνει στην κόλαση. Είναι σωστή μια τέτοια καταδίκη; Ο Καβάφης γενικεύοντας το πρόβλημα (καθώς συνηθίζει, όταν δανείζεται από την ιστορία πρόσωπα και περιστατικά, για να τα επεξεργαστεί και να τα διαμορφώσει σε σύμβολα) προσπαθεί με τη λύση του να εισδύσει βαθύτερα στην έννοια του χρέους, να της αφαιρέσει το σκοτεινό και υπερβατικό και να της δώσει ένα ρεαλιστικά ψυχολογικό, ανθρώπινο περιεχόμενο. Τι έκαμε επιτέλους αυτός ο δυστυχής Πέτρος, για ν' αναθεματιστεί; Είπε ένα Όχι τίμιο, ίσιο, αποφασιστικό, εκεί όπου ένας άλλος θα έλεγε Ναι, αλλά εάν δεν είχε (όπως ακριβώς ο Πέτρος) τις απαιτούμενες διαθέσεις και ικανότητες, για να φέρει σε τέλος τις υποχρεώσεις που με την κατάφασή του αναλάβαινε, θα δυστυχούσε κουτά και θα γινόταν καταγέλαστος. Βέβαια ο κόσμος αρνιέται σ' αυτούς τους «αρνητές» τιμές και δόξες, μ' όλο που η τύχη, λες και από κάποιο καπρίτσιο, φάνηκε πρόθυμη να τις προσφέρει -ακόμη κ' οι ίδιοι πέφτουν στην αφάνεια με αυτή την άρνησή τους που τους «καταβάλλει» σ' όλη τους τη ζωή. Καταβάθος όμως είναι άξιοι θαυμασμού, γιατί έκαμαν το χρέος τους: είπαν το Όχι «το σωστό» και ποτέ δεν μετανιώνουν γι' αυτό τον αληθινό ηρωισμό που έδειξαν σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής τους, τότε που επρόκειτο οριστικά ν' αποφασιστεί η τύχη τους:

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα

που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι

να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει

έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.

Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,

όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει

εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του. (Α 104)

Η παρεξήγηση λοιπόν που κάνει τους ανθρώπους να βλέπουν στην άρνηση την ανανδρία, κατά τον Καβάφη οφείλεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι το «χρέος» στην έμπρακτη εκδήλωσή του είναι για όλους ένα και το ίδιο. Εδώ βρίσκεται η ρίζα της πλάνης. Ενιαίο είναι το χρέος μόνο μέσα στον ενδιάθετο κόσμο, σα στάση δηλ. της ψυχής ίσια, τίμια, παλικαρίσια. Στάση όμως που μπορεί και στο Ναι να οδηγήσει και στο Όχι απέναντι στην ίδια κατάσταση. Η αρετή κρίνεται όχι από τη λογική ποιότητα της απόκρισης (από το αν δηλ. θα είναι καταφατική ή αποφατική), ούτε από την έκβαση, τα αποτελέσματά της. Αλλ' από την ειλικρίνεια και τη γενναιότητα που δείχνει κανείς, όταν αποφασίζει στην κρίσιμη στιγμή εκείνο που ταιριάζει στην τιμή και στην πεποίθησή του, εκείνο για το όποιο ποτέ δεν θα μετανιώσει, το «σωστό», όσο κι' αν πρόκειται αυτό το «σωστό» (Ναι ή Όχι) να τον κάμει περίβλεπτο και να τον δοξάσει, ή να τον «καταβάλλει» σε όλη τη ζωή του. Στη δεύτερη περίπτωση, δυστυχία πραγματική δεν είναι ο παραμερισμός και η αφάνεια. Δυστυχής θα ήταν ο αρνηθείς αν μετάνιωνε - αν όταν ρωτιόταν πάλι, δεν έλεγε ξανά το όχι. Όπως δυστυχής θα ήταν κ' εκείνος που είπε το ναι, αν αίφνης ανακάλυπτε ότι τον πρόδωσαν οι προθέσεις ή οι δυνάμεις του, και τώρα κρίνοντας εκ των υστέρων βλέπει ότι παρασύρθηκε στην κατάφαση από ματαιοδοξία ή ελαφρότητα. Το καίριο σημείο είναι ακριβώς τούτο: ζύγισε ο καθένας σωστά τον εαυτό του, τις διαθέσεις και τις ικανότητές του, και ύστερα είχε το θάρρος να χαράξει αποφασιστικά το δρόμο που του ταίριαζε, το δρόμο το σύμφωνο με την «τιμή και την πεποίθησί του»; Όλα τ' άλλα είναι επουσιώδη και υπόθεση που αφορά τους άλλους, όχι τη συνείδησή του.