Κώστας Ουράνης, «Ο σεξουαλισμός του Καβάφη»
 
στο συλλογικό τόμο του Πικρού Γιώργη, Κ. Π. Καβάφης. Κριτικές μελέτες, Αθήνα χ.χ., Εκδόσεις Γιάννη Οικονόμου. Σσ. 17-27
 
 
 

Στη μεγάλη, εμπορική και μοντέρνα Αλεξάντρεια, που έχει για καρδιά της το Χρηματιστήριο του μπαμπακιού, άναβε κάθε βράδυ, ως προ λίγον καιρό, ένα φως που δεν ήταν ηλεκτρικό και έντονο, αλλά χαμηλό, συμπαθητικό και εξώκοσμο -σαν του καντηλιού ενός εξωκκλησιού. Ήταν σ' ένα παλιό σπίτι και σε μια παλιά συνοικία. Παλιά, και κάπως ύποπτων ηθών. Το φως αυτό ήταν το φως της λάμπας του ποιητή Καβάφη.

Πολλοί, κατά καιρούς, μίλησαν κι' έγραψαν για τη λάμπα αυτή του Αλεξαντρινού ποιητή. Σ' όλους είχε κάνει εντύπωση ο μεγάλος σκοταδερός κύκλος που ανοιγόταν πέρα από το στενό κύκλο του φωτός της. Εξηγούσαν ότι η ύπαρξή της οφειλόταν στη φιλαρέσκεια του Καβάφη. Τον παρίσταναν σαν έναν άνθρωπο που είχε τη -γυναικεία σχεδόν- μανία να κρύβει την ηλικία του και τις ρυτίδες που είχε χαράξει στο πρόσωπό του ο χρόνος. Είχε φωτογραφηθεί από τότε που ήταν νέος, έβγαινε πάντα προς το βράδυ από το σπίτι του, κι' όταν δεχόταν έναν επισκέπτη, τον τοποθετούσε –έλεγαν- κοντά στη λάμπα, ενώ αυτός καθόταν σε μια πολυθρόνα βυθισμένη στο σκοτάδι. Μπορούσε έτσι να βλέπει τη φυσιογνωμία του επισκέπτη και να σπουδάζει την έκφρασή της, χωρίς εκείνος να του δείχνει παρά τα δυο στρογγυλά και μεγάλα γυαλιά των ματιών του μέσα στη σκιά.

Τη λάμπα αυτή τη γνώρισα κι' εγώ όταν, σ' ένα ταξίδι που έκανα πρόπερσυ στην Αίγυπτο, πήγα να επισκεφθώ τον Καβάφη.

Μου άνοιξε την πόρτα ένας μαύρος υπηρέτης και βρέθηκα σ' ένα διαμέρισμα βυθισμένο στο σκοτάδι. Ο διάδρομος ήταν ένα ρεύμα σκοταδιού, κι' ο ίδιος ο υπηρέτης που μ' ωδηγούσε γλυστρούσε σα φάντασμα. Το λίγο, το αμυδρό φως που έβγαινε από ένα πλάγιο δωμάτιο που βρισκόταν κάπως μακρυά, έκανε πιο μυστηριώδες ακόμα το σκοτάδι. Είχα την εντύπωση ότι ήμουν στα διαμερίσματα ενός ήρωα φανταστικού διηγήματος του Όφφμαν... Ο Καβάφης που με δέχτηκε είχε μια περίεργη φυσιογνωμία, τη φυσιογνωμία μιας παλιάς λιθογραφίας που είχε κατεβεί από το κάδρο της. Όσο λιγοστό κι' αν ήταν το φως του γραφείου του, έβλεπα ένα πρόσωπο ρυτιδωμένο, αλλά που είχε –συγχρόνως- κάτι το άγουρο. Δεν ήταν το πρόσωπο ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που νέαζε ακόμα, αλλά ενός παιδιού που είχε γεράσει. Στη φυσιογνωμία αυτή, τα μεγάλα στρογγυλά γυαλιά με σκελετό ταρταρούγας που φορούσε, κι' ένα ιδιόρρυθμο κολλάρο παλιάς εποχής, υπέβαλλαν αόριστες ομοιότητες με ιστορικά πρόσωπα του παρελθόντος. Διερωτώμουν αν είχα μπροστά μου το Θιέρσο ή τον Κοραή... Παράξενος ακόμα ήταν κι' ο τόνος της φωνής του. Μιλούσε αργά, σα να υπαγόρευε, με απηχήσεις βαρειές και μπάσσες, αλλά, συγχρόνως, και με οξείες παρατονίες. Ήταν μια φωνή που θύμιζε τη φωνή εφήβων, στην οποία διασταυρώνονταν το παιδί που ήταν και ο άντρας που πάν να γίνουν. Σ' όλα αυτά, προσθέτονταν και μια άλλη ιδιορρυθμία: της προφοράς του, μιας δυνατής αγγλικής προφοράς που ο Καβάφης είχε διατηρήσει από τις νεανικές σπουδές του στην Αγγλία...

Απ' όλ' αυτά - εν τούτοις - έλειπε η ιδιαίτερη εκείνη φιλαρέσκεια που τόσο είχαν τονίσει οι επισκέπτες του. Δεν είχα - δηλαδή - το αίσθημα ότι ο Καβάφης απέφευγε να δειχτεί μέσα στο φωτεινό κύκλο της λάμπας του. Η λάμπα - απ' εναντίας - προσδιώριζε - για μένα - καλλίτερα τον ποιητή. Ήταν σαν ένα επί πλέον ωραίο ποίημά του. Περισσότερο ακόμα: ήταν σα μια σύνθεση της ποίησής του. Είχε τη λιτότητα εκείνης, την εσωτερικότητα, τη στοχαστικότητά της, τη συγκρατημένη της μελαγχολία, κι' εκείνον τον τόνο του παρελθόντος που αποτελούσε την ουσιώδη της ατμόσφαιρα. Όχι, η λάμπα δεν έκρυβε τον Καβάφη. Εκείνο όμως που μου έκανε εμένα εντύπωση, ήταν ότι η ψυχή του Καβάφη κρατούσε χαμηλωμένο το φως της όπως η λάμπα του· ότι αν ο Καβάφης διατηρούσε κάτι μ' επιμέλεια στη σκιά, δεν ήταν το πρόσωπό του, αλλά τη μορφή της ψυχής του.

Όχι ότι ήταν ψυχρός με τον επισκέπτη του ή λιγόλογος. Απεναντίας, τον δεχόταν μ' εγκαρδιότητα και με αναφωνήσεις χαράς, του σέρβιρε επανειλημμένως ουίσκυ και μεζέδες, αστειευότανε, ήταν ομιλητικός, και, γενικά, του έδινε το κολακευτικό συναίσθημα ότι η παρουσία του τού ήταν εξαιρετικά αγαπητή. Ωστόσο, χωρίς όλ' αυτά να είνε προσποιητά εκ μέρους του ποιητή, τα αισθανόμουν σαν έναν φράχτη που ύψωνε μεταξύ μας για να μ' εμποδίσει να πλησιάσω την ψυχική του περιοχή, σα μια εξωτερική οικειότητα που μου προσφερόταν ως ικανοποίηση για την άρνηση μιας οικειότητας εξωτερικότερης.

Σ' έναν άλλον, που θα είχε πάει με την επιπόλαιη περιέργεια να τον ιδεί, ο γραφικός κι' ευγενικός αυτός Καβάφης θα του είχε αρκέσει - και θάφευγε με την εντύπωση ενός παράξενου κάπως αλλά «χαριτωμένου», στο βάθος, ανθρώπου. Εγώ όμως είχα πάει με τη βαθειά περιέργεια να τον γνωρίσω. Θαυμαστής της ποίησής του, ήθελα να συναποκομίσω, από τη γνωριμία μας, το πνευματικό του πορτραίτο. Ό,τι μ' ενδιέφερε, ήταν να μάθω τους βαθειούς στοχασμούς του, τις μελαγχολίες του, τις πνευματικές του χαρές και συγκινήσεις, τις σκέψεις του για την εποχή μας και τους ανθρώπους, το αίσθημά του για τη ζωή και το θάνατο, ό,τι τέλος, αποτελεί έναν ανθρώπινο κόσμο και μια βουβή ζωή έξω από τον κόσμο και τη ζωή. Ένας άνθρωπος που είχε γράψει ποιήματα μέσα στα όποια υπήρχε το εξαίσιο όσο και δυνατό απόσταγμα μιας οξύτατης εγκεφαλικότητας, θα είχε - έλεγα - πολλά πράγματα να πει...

Μάταια όμως -κατά τις δύο επισκέψεις που του έκανα- έρριξα μερικές πέτρες στην επιφάνεια των νερών της ψυχής του για να τα ιδώ ν' αναταράζωνται και να σχεδιάζουν μεγάλους κύκλους. Ο Καβάφης μου πρόσφερνε πλήθος εξωτερικά γραφικά στοιχεία του εαυτού του, τίποτα όμως από τον εσωτερικότερο εαυτό του. Περιστοιχισμένος, και κατά τις δυο μου επισκέψεις, από μερικούς αλεξαντρινούς φίλους του και θαυμαστές του, -και ευαίσθητος καθώς ήταν στο θαυμασμό,- χαιρόταν την ατμόσφαιρα της μικρής αυλής που σχηματίζαμε γύρω του. Χαμογελούσε στα φιλικά πειράγματα που του εγίνονταν σχετικά με την ηλικία του, τις μικρές του μανίες και τις φιλολογικές του αντιπάθειες, επέμενε να μας ξαναδίνει ουίσκυ, είχε πάντα ένα κολακευτικό λόγο για τον καθένα μας, και κρατούσε αδιάπτωτη ζωηρή κι' ευχάριστη την κουβέντα μας με τις μεγάλες του χειρονομίες, την υψηλή και αργή φωνή του, και τα ευφυολογήματά του. Ούτε όμως η φωνή του, ούτε κι' η σιωπή του μου έστελναν την παραμικρότερη απήχηση από τον μυστικό ψυχικό του κόσμο. Ό,τι μάθαινα ήταν και πολύ και τίποτα. Πολύ για τον ανεκδοτολογικό Καβάφη, - τίποτα για κείνον που μ' ενδιέφερε. Οι πληροφορίες που ζήτησα από ένα δυο αλεξαντρινούς φίλους του μου συμπλήρωσαν απλώς την ανεκδοτολογική αυτή πλευρά. Έμαθα - δηλαδή - ότι ήταν πληροφορημένος ίσαμε τις παραμικρότερες λεπτομέρειες για την αθηναϊκή φιλολογική ζωή· ότι δεν έγραφε πια παρά ένα δυο ποιήματα το χρόνο· ότι είχε απέραντες γνώσεις ιστορίας όλων των εποχών - και ιδίως της Αλεξανδρινής εποχής· ότι κατείχε βαθιά τους κλασικούς μας· ότι οι λογοτεχνικές του κρίσεις ήταν πάντα προσωπικές και αξιόλογες· ότι, έβγαινε τα βράδυα για να ιδεί, όπως έγραφε ο ίδιος σ' ένα ποίημά του, «λίγη αγαπημένη πολιτεία» και την «κίνηση των δρόμων και των μαγαζιών»· ότι για να ξεφεύγει από ενοχλητικούς ανθρώπους που τον σταματούσαν στο δρόμο, τους ρωτούσε ποια διεύθυνση πήγαιναν για να τους πει ευθύς αμέσως ότι αυτός πήγαινε - «δυστυχώς» - στην αντίθετη... και να τους αποχαιρετήσει.

Έφυγα από την Αλεξάνδρεια χωρίς νάχω γνωρίσει τον Καβάφη που ζητούσα.

Μερικούς μήνες αργότερα τον ξανάβλεπα εδώ στην Αθήνα. Ό,τι τον είχε φέρει, - αυτόν που δεν άφινε ποτέ την Αλεξάντρεια, αυτόν που έδινε υποσχέσεις στους Αθηναίους θαυμαστές του ότι θα ερχόταν κάποτε και που ποτές δεν τις τηρούσε, - ήταν η αρρώστια. Ο Καβάφης ήταν προσβλημένος από τον καρκίνο του λάρυγγος από τον όποιο έμελλε να πεθάνει -κι ερχόταν στην Αθήνα για νοσηλεία. Τον επισκέφθηκα στο νοσοκομείο. Βρήκα έναν άνθρωπο στερημένο της φωνής του και που ανέπνεε από μια σήραγγα ανοιγμένη στον λάρυγγά του, - έναν άνθρωπο που είχε συχνά την έκφραση της αγωνίας στα μάτια του. Κατά τους μήνες που έμεινε εδώ, νοσηλευόμενος, ήμουν από κείνους που πήγαιναν και τον έβλεπαν συχνά. Ωστόσο, ούτε και τότε - και παρ' όλη την αρρώστια που κάνει τους ανθρώπους ν' ανοίγονται περισσότερο στους γύρω τους, - δεν ευρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τη βαθειά ψυχή του Καβάφη. Τον έβλεπα άλλοτε ευχαριστημένο κι' άλλοτε άθυμο, αλλά ποτέ με τη διάθεση, ή την αδυναμία, της ψυχικής επικοινωνίας. Μιλούσε - ή μάλλον έγραφε, γιατί του ήταν αδύνατο να μιλήσει - για επουσιώδη πράγματα. Είχε εξ άλλου γρήγορα πεισθεί ότι η μέθοδος της θεραπείας στην οποία τον είχαν υποβάλει, θα του ξανάδινε την υγεία του - κι' έτσι, κι' αυτή ακόμα η ανησυχία που σκίαζε στις αρχές το βλέμμα του, είχε εξαφανιστεί. Ο άνθρωπος που μας δεχότανε ήταν εκείνος που εμφανιζόταν κι' άλλοτε: ο «χαριτωμένος», ο «γραφικός» Καβάφης...

Δε νομίζω ότι ο αλεξαντρινός ποιητής έφερε ενσυνείδητα μια προσωπίδα - για να κρατάει την ψυχή του σε μια αδιείσδυτη μόνωση. Σ' ένα του παλαιό ποίημα, είχε παραπονεθεί ο ίδιος γι' αυτή την απομάκρυνση. Το ποίημα αυτό, που τιτλοφορείται «Τείχη» είναι, παρά τη χαρακτηριστική λιτότητα του καβαφικού ύφους, μια σπαραχτική, καθώς θα δήτε, κραυγή:

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ,

μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και τώρα κάθημαι και απελπίζομαι εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μη προσέξω!

Αλλά δεν ήκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Κατά τη γνώμη μου, το ποίημα αυτό εκφράζει ένα αίσθημα συμπιεσμένο - κατά τη φροϋδική έννοια - μέσα στην ψυχή του Καβάφη από τα χρόνια της νεότητάς του. Είναι γνωστό - και μπορούμε να το πούμε αφού αυτός ο ίδιος εκφράστηκε τόσο καθαρά στην ποίησή του - ότι ο Καβάφης ανήκε στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που αποκλείουν εντελώς από την ερωτική κι' αισθησιακή ζωή τους τη Γυναίκα ή τις γυναίκες. Ο σεξουαλισμός αυτός συναντάει - όπως ξέρετε - την κοινωνική αποδοκιμασία και καταφρόνια. Ο Καβάφης, νέος όταν ήταν, θα τα αισθάνθηκε και τα δύο αυτά πολύ έντονα, - με την ποιητικήν ευαισθησίαν του. Σ' ένα του ποίημα, το λέει καθαρά - μιλώντας τάχα για ένα τρίτο πρόσωπο:

Εξευτελίσθη πλήρως.                         Μια ερωτική ροπή του

λίαν απαγορευμένη                            και περιφρονημένη

(έμφυτη μολοντούτο)                         υπήρξε η αιτία.

Ήταν η κοινωνία                                σεμνότυφη πολύ.

Αναγκασμένος, απ' αυτή την αποδοκιμασία και καταφρόνια, να κρύβει τους ιδιαίτερους έρωτές του, να τους ζει παράμερα και στη σκιά, ο Καβάφης ωδηγήθηκε, σιγά-σιγά, να νιώσει αυτό το ύψωμα των Τειχών μεταξύ εκείνου και της ζωής του πολλού κόσμου - για το οποίο παραπονείται.

Ωστόσο, τα Τείχη αυτά ο Καβάφης δε δοκίμασε ποτέ να τα ρίξει. Όχι μόνο δεν κατέβαλε καμιά ποτέ προσπάθεια να εγκαταλείψει το πάθος του, αλλά και δεν το απέκρυψε. Τον κατείχε σε βαθμό τόσο κυριαρχικό ώστε, όπως οι μορφινομανείς ή οι οπιοφάγοι, εύρισκε στην ικανοποίησή του την αφορμή μιας λαχτάρας ακόμα μεγαλύτερης:

Ν' αγαπηθεί ακόμα περισσότερον

γράφει σ' ένα ποίημα —

Ν' αγαπηθεί ακόμα περισσότερον

η ηδονή που νοσηρώς και με φθορά αποκτάται,

που νοσηρώς και με φθορά παρέχει

μιαν ένταση ερωτική που δεν γνωρίζει η υγεία....

Κι' έτσι, πράγματι, αγάπησε αυτή την ηδονή ο Καβάφης. Τα Τείχη, τα όποια στη νεότητά του τα αιστάνθηκε ως φυλακή, έγιναν γι' αυτόν - λίγο - ολίγο - το φυσικό του κλίμα. Τα αποδέχτηκε - και μέσα σ' αυτά (οργάνωσε τη ζωή του, τη δοσμένη ολόκληρη στην ικανοποίηση του πάθους του. Όπως οι άνθρωποι τον αιστάνθηκαν ξένο προς αυτούς, έτσι κι' αυτός αιστάνθηκε τους ανθρώπους ξένους προς εκείνον. Χωρίζονταν από τα ψηλά τείχη μιας διαφορετικής οργανικής διάπλασης και -  φυσική συνέπεια - μιας εντελώς διαφορετικής νοοτροπίας.

Sans vous comprendre et sans que vous m' ayez eomprise.

j' ai passé parmi vous noire daus l' ombre grise...

έγραφε η Ρενέ Βιβιέν, μία ποιήτρια ανάλογης προς τον Καβάφη σεξουαλικής διαπλάσεως...

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο αλεξαντρινός ποιητής κρατούσε χαμηλωμένο για μας, όπως είπα, το φως τής ψυχής του, όπως και της λάμπας του. Αποδεχόταν το θαυμασμό μας για τη μεγάλη του ποιητική αξία, ήταν ευγενέστατος μαζί μας, χαριτωμένος ακόμα, - αλλά δεν είχε να πει σε μας τίποτα το εσωτερικότερο, τίποτα το προσωπικότερο, γιατί δεν είχαμε την αποδοκιμασία εκείνη που τον είχε πληγώσει στα νεανικά του χρόνια. Ξένους - και για μόνο το γεγονός ότι δεν είχαμε την «έμφυτη ροπή» του...

Έτσι λοιπόν, κλεισμένος μέσα στα Τείχη του, ο Καβάφης έζησε το πάθος του στη ζωή του, στη φαντασία του, στην ψυχή του, στην τέχνη του. Όλα γύριζαν γύρω απ' αυτό, αδιάκοπα κι' αποκλειστικά, όπως τα ηλιοτρόπια γύρω από τον ήλιο.

Η φύση και το αίσθημα της φύσης, τα ταξίδια, που ανανεώνουν και πλουτίζουν την ψυχή, η φιλοδοξία του να φτάσει κανείς κάπου, μέσα στην κοινωνία, η κοινωνία η ίδια - ένα πλήθος πράματα στα όποια ενδιαφέρονται και με τα όποια γεμίζουν τη ζωή τους οι άνθρωποι, εκείνος τ' αγνόησε ή αδιαφόρησε εντελώς γι' αυτά. Έζησε, όπως είπα, με το πάθος του - και για το πάθος του. Ο κόσμος όλος, η ζωή του όλη ήταν στο στενό περίβολο των τειχών που του ύψωσε ο σεξουαλισμός του:

Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας

που βλέπω κι' όπου περπατώ- χρόνια και χρόνια.

Σε δημιούργησα μέσ' σε χαρά και μέσ' σε λύπες:

με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.

Κι' αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.

Νέος, αναζητούσε σε λαϊκές συνοικίες και λαϊκά νυχτερινά κέντρα την κόρεση των δυνατών και άνομων ηδονών που διψούσε αδιάκοπα. Ώριμος άντρας, αυτές εξακολουθούσε να ζητάει. Κι' όταν τα χρόνια ρυτίδωσαν το πρόσωπό του, ένιωσε βαθύτερα από μας τους άλλους το σπαραγμό των ρυτίδων:

το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου

είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι,

και λαχταρούσε βότανα και γιατρικά που να τον ξανάφερναν πίσω στην άνθηση των ερώτων του και της μορφής του:

Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα

γητεύματος, είπ' ένας αισθητής,

ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές

αρχαίων ελληνοσύρων μάγων καμωμένο

που για μια μέρα (αν περισσότερο

δεν φθάνει η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα,

τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει

ξανά τον φίλον μου στα είκοσι δυο του χρόνια

να με φέρει ξανά - την εμορφιά του, την αγάπη του.

Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές

αρχαίων ελληνοσύρων μάγων καμωμένο

που, σύμφωνα με την αναδρομήν,

και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει...

Τα ποιήματά του - που δεν τα εξέδωκε ποτέ σε τόμο αλλά τα τύπωνε σε φέιγ βολάντ και τα χάριζε στους φίλους του και σ' όσους του έγραφαν και του τα ζητούσαν - ξεχειλίζουν από το κυριαρχικό, από το μοναδικό αυτό της ζωής του πάθος.

Υπάρχουν, είναι αλήθεια, πολλοί που τα χωρίζουν σε δύο: σε ιστορικά και σε σεξουαλικά. Ο χωρισμός όμως αυτός είναι επιπόλαιος. Ο Καβάφης δεν έγραψε ιστορικά ποιήματα - στο είδος της «Λεζάντ ντε Σιέκλ» του Ουγκώ ή των «Βαρβάρων Ποιημάτων» του Λεκόντ ντε Λιλ. Δεν ανεδίφησε τις μεγάλες σελίδες της ιστορίας για να τραγουδήσει ήρωες και μεγάλα γεγονότα και για να δώσει τη φιλοσοφία της. Εκτός από μερικά, ελάχιστα - και θαυμαστά άλλως τε - ποιήματά του, στα όποια εκφράζεται ή αντίληψη του ποιητή για τη ζωή ή στα όποια κλείνεται ένας οξύς και βαθύς μαζί στοχασμός, όλα τα άλλα - απ' ευθείας ή έμμεσα, ανοιχτά ή σκεπασμένα, είναι η έκφραση του σεξουαλισμού του.

Ο λόγος, που έκανε πολλούς να χαρακτηρίσουν ως «ιστορι­κά» ένα μεγάλο μέρος των ποιημάτων του Καβάφη, είναι ότι στα ποιήματα αυτά αναφέρονται ονόματα, χρονολογίες, κείμενα, γεγονότα και παραπομπές που δίνουν την εντύπωση ότι έχουν αντληθή από μιαν ιστορική εποχή: την Αλεξαντρινή, όταν η Αλεξάντρεια ήταν μία χοάνη του κόσμου και του πνεύματος της Ελλάδος και της ανατολής. Αλλ' όλα αυτά δεν είναι παρά μάσκες που φορεί ο ποιητής όταν δεν είναι - όπως συμβαίνει πλείστες φορές - δημιουργήματα εντελώς φανταστικά. Όλοι αυτοί οι δήθεν Σύροι και Έλληνες της Ανατολής, οι φιλόσοφοι, οι βασιλείς, οι ποιητές, οι ωραίοι Αλεξαντρινοί νέοι της εποχής των Πτολεμαίων, με τα ηδονικά κορμιά και τη γεύση της ακολασίας στα χείλη, που περνούν σαν μια ζωντανή και ωραία θεωρία από μέσα από τα ποιήματα του Καβάφη, δεν είναι παρά μορφές του βίου του Καβάφη και των νέων φίλων του. Κι' όλα τα δήθεν ιστορικά κείμενα, με την ξηρότητα και την αρχαιοπρέπειά τους, τίποτ' άλλο παρά η διατύπωση της αισθητικής του Καβάφη για τη ζωή και την τέχνη. Η Αλεξαντρινή εποχή δεν υπήρξε, όπως νομίζουν, πηγή της ποιητικής του έμπνευσης. Είναι ο Καβάφης που την πλούτισε με την ποίησή του. Ό,τι την εποχή εκείνη του δάνεισε, ήταν το ψυχικό της κλίμα μόνο - ένα κλίμα στο όποιο η ηδονική ψυχή του ποιητή μπορούσε ν' ανθίσει ανεμπόδιστα και πλούσια. Η Αλεξάνδρεια είναι απλώς ένα τεντωμένο πανί πάνω στο οποίο ο Καβάφης επρόβαλε τις κινούμενες σκιές των ερώτων του. Δεν εξέφρασε την εποχή της, αλλά, διά της εποχής αυτής, τον εαυτό του. Έχομε ένα ποίημά του τιτλοφορούμενο «Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ. Χριστόν», το όποιο είναι σα μια έμμεση ειρωνεία του ποιητή γι κείνους που χαρακτήριζαν ως «ιστορικά» τα ποιήματά του αυτά:

Στίχοι του νέου Τεμέθου του ερωτοπαθούς.

Με τίτλον « Ο  Εμονίδης» - του  Αντιόχου  Επιφανούς

ο προσφιλής εταίρος· ένας περικαλλής

νέος εκ Σαμοσάτων. Μα αν έγιναν οι στίχοι

θερμοί, συγκινημένοι είναι που ο   Εμονίδης

στο ποίημα ετέθη ως ονόματι ψιλόν.

Μια αγάπη του Τεμέθου το ποίημα εκφράζει,

ωραίαν και αξίαν αυτού.   Εμείς οι μυημένοι

γνωρίζουμε για ποιόνα εγράφησαν οι στίχοι.

Οι ανίδεοι  Αντιοχείς διαβάζουν...   Εμονίδην.

Η Αλεξανδρινή, λοιπόν, εποχή υπήρξε για τον Καβάφη μια διαφυγή - διά της φαντασίας του - από τα Τείχη που του ύψωσε η ζωή. Άνθρωπος με βαθύτατη μόρφωση και μεγάλη στοχαστικότητα, απηλλαγμένος από κάθε είδους προλήψεις, - κοινωνικές, πατριωτικές «και άλλα ηχηρά παρόμοια» όπως έλεγε ο ίδιος, - με μία αντίληψη για τη ζωή η οποία δεν περιέκλεινε καμμία μεταφυσική, ηδονιστής σαν τον Ουάϊλδ και σαν τον Γουώλτερ Πέϊτερ, μαζί, ενωμένους, ο Καβάφης έκανε πατρίδα του πνεύματός του και των αισθήσεών του την Αλεξάντρεια της εποχής της δύσεως της Ελλάδος, γιατί η Αλεξάνδρεια, τότε, ήταν ανοιχτή σ' όλες τις πεποιθήσεις, σ' όλα τα ρεύματα, σ' όλον τον κόσμο και, κυρίως, σ' όλες τις ηδονές... Μπορεί να πει κανείς ότι αν τα σεξουαλικά ποιήματα του Καβάφη εκφράζουν τον ηδονισμό που έζησε, τα «ιστορικά» εκφράζουν τον ηδονισμό που θα ήθελε να είχε ζήσει - ή όπως τον εξωράιζε η φαντασία του.

Πάντως, εκείνο που μένει είναι ότι η ποίηση του Καβάφη στρέφεται γύρω από τον άξονα του σεξουαλισμού του. Είναι μια θερμή εξύμνηση και μια νοσταλγική αναπόληση ηδονικών κορμιών νέων και έντονων αισθησιακών απολαύσεων. Όσο μάλιστα περνούσαν τα χρόνια του ποιητή, ο ηδονισμός, αντί να ηρεμήσει, έπερνε όλο και μεγαλύτερο άπλωμα, είχε όλο και περισσότερη απήχηση στην ποίησή του. Τα πιο ηδονιστικά του ποιήματα, εκείνα που σαν κρεβάτια διατηρούν τη θέρμη ενωμένων κορμιών και την ακαταστασία των εξαντλητικών απολαύσεων, δεν είναι τόσο εκείνα όπου ο ποιητής εξυμνεί ηδονές και πρόσωπα του παρόντος του, όσο εκείνα όπου αναθυμάται ηδονές και πρόσωπα περασμένων του χρόνων. Μέσα στους στίχους που περιγράφουν κορμιά νέων όταν κι' ο ίδιος ήταν νέος, νιώθει κανείς ένα χέρι που τα χαϊδεύει ακόμα, ένα στόμα που αναζητάει το στόμα τους, τη γλυκιά τρεμούλα του σαρκικού πόθου - όπως την αισθάνεται κανείς την ίδια τη στιγμή που πρόκειται να τον ικανοποιήσει και που είναι η τρεμούλα της ψυχής και των μελών μαζί...

Σ' αυτά ακόμα τα γεροντικά του χρόνια όταν οι άλλοι άνθρωποι δεν ατενίζουν παρά το φάντασμα του θανάτου, ό,τι εκεί βλέπει ήταν οι αγαπητές σκιές των παλιών του ερώτων και ηδονών. Αναθυμόταν δωμάτια και κρεβάτια, περιστατικά γνω­ριμιών, φυσιογνωμίες που ο χρόνος τις είχε ξεθωριάσει, - και τα ξαναζούσε με τη νοσταλγία του μέσα στην ποίησή του. Του αρκούσε για να ιδεί όλ' αυτά, να καθίσει κοντά στο χαμηλό φως του και να κλείσει ρεμβαστικά τα μάτια του:

Ένα κερί αρκεί. Το φως του αμυδρό

αρμόζει πιο καλά, θάναι πιο συμπαθές

σαν έρθουν της  Αγάπης, σαν έρθουν οι Σκιές.

Ένα κερί αρκεί.   Η κάμαρη απόψε

να μη έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως

και την υποβολή, και με το λίγο φως –

μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ

για νάρθουν της  Αγάπης για νάρθουν οι Σκιές...

Αντίθετα προς τους άλλους ανθρώπους που έχουν την ιδιότητα να ξεχνάν, αυτός είχε την ιδιότητα να θυμάται. Αντίθετα προς τη γεύση της στάχτης που αφίνει στους άλλους κάθε έρωτας που πέρασε, αυτός διατηρούσε από τον καθένα μια γεύση γλυκύτητας. Ήταν ευγνώμων παντοτεινά για απολαύσεις που του είχαν χαρίσει μια στιγμή κ' έμενε πιστός στην ανάμνησή του ακόμα και σ' επιθυμίες που υπήρξαν φευγαλέες και παρέμειναν απραγματοποίητες:

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,

όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες,

αλλά και κείνες τες επεθυμίες που για σένα

γυάλιζαν μέσ' στα μάτια φανερά,

κ' ετρέμανε μέσ' στη φωνή - και κάποιο

τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.

Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,

μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες

εκείνες σα να δόθηκες πώς γυάλιζαν,

θυμήσου, μέσ' στα μάτια που σε κύτταζαν

πώς έτρεμαν μέσ' στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα...

Αυτός ήταν ο Καβάφης: ένας μεγάλος. Ο ηδονισμός υπήρξε ο σκοπός στη ζωή και η πίστη του προς αυτήν. Αυτός επίσης υπήρξε η ποιητική του πηγή και δικαίωση. Εσχημάτισε τη ζωή του, το πνεύμα του, την ψυχή του. Αυτός τον έκανε να πάρει τη στάση εκείνη της αριστοκρατικής αδιαφορίας προς ένα πλήθος πράγματα επωφελή για τα όποια κοπιάζουν οι άνθρωποι. Αυτός τον διέθεσε σε ρεμβασμούς και του υπαγόρευε στοχασμούς που βρίσκουν μεγάλη απήχηση στις ψυχές μας, γιατί εκφράζουν με ιδιαίτερη οξύτητα και με πρωτότυπο ύφος μερικά αιώνια πράγματα. Αυτός, τέλος, τον ώθησε να δημιουργήσει.