Αγγελάτος Δ., Διάλογος και ετερότητα: η ποιητική διαμόρφωση του Κ. Γ. Καρυωτάκη
 
Αθήνα 1994, Σοκόλης. Σσ. 59-62
 
 
 

«Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ: "ΤΑΠΕΙΝΗ ΤΕΧΝΗ ΧΩΡΙΣ ΥΦΟΣ..."»

 

 

 

Η τρίτη συλλογή του Καρυωτάκη, Ελεγεία και σάτιρες που κυκλοφορεί στο τέλος του 1927, συντονίζεται ως προς το εξωτερικό πλαίσιο (:τίτλος-μεσότιτλοι) με παλαμικά δεδομένα· έτσι εκτός από τον τίτλο που συνδέεται εμμέσως με τον παλαμικό, Ίαμβοι και ανάπαιστοι (1897, 1920), οι μεσότιτλοι των «Ελεγείων» (:«Πρώτη σειρά» — «Δεύτερη σειρά») είναι, όπως υποστηρίζει ο Γ. Π. Σαββίδης, πολύ πιθανόν δανεισμένοι από τα Σατιρικά γυμνάσματα (1912). Η δε «Ηρωική τριλογία» που τοποθετείται στρατηγικά ανάμεσα στα «Ελεγεία» και τις «Σάτιρες», παραπέμπει ευκρινώς στην Ηρωική τριλογία (1903-1907) του Παλαμά. Έχουν διατυπωθεί ορισμένες εκδοχές για τη λειτουργιά του «και» στον τίτλο της συλλογής, ότι δηλαδή δεν είναι απλώς συμπλεκτικό αλλά εμφατικό προς τη μια ή την άλλη πλευρά (:Ελεγεία που είναι και Σάτιρες/Ελεγεία και προπαντός Σάτιρες/Ελεγεία πλην όμως Σάτιρες), ωστόσο η ειδολογική αυτή συμπλοκή που εξεικονίζει την πορεία του Καρυωτάκη προς την κατάκτηση μιας άλλου τύπου σοφίας σχετικά με το (κοινωνικό) πρόσωπο του ποιητή, φαίνεται να απηχεί από άλλη βεβαίως οπτική γωνία, όσα σημειώνει ο Παλαμάς για το συνδυασμό Ιάμβων και Αναπαίστων στην ομότιτλη συλλογή του, όπου κύριο ρόλο διαδραματίζουν οι καλβικές Ωδές. «[...] το εκφραστικό μέσα στο στίχο του [:του Κάλβου] ζευγάρωμα του ιάμβου που ανάλαφρα φαίνεται πως πετά και του αναπαίστου που στέρεα γυρεύει να πατήση, με τραβούσε» και παρακάτω: «Για ένα χρονικό διάστημα, ό,τι μου πύρωνε τη φαντασία, ό,τι μου έπλαθε το στίχο, ό,τι μ' έφερνε στο ρεμβασμό, ό,τι μου κινούσε τη διαίσθηση, ό,τι μου κυρίευε τη σκέψη [...] μου παρουσιάζονταν, σφιχτοσφίγγοντας και αναγκάζοντάς με να τα σωματώσω με την πνοή μου και με το χέρι μου, στο χορό τον όποιο, πέστε τον καλαματιανό, συρτό, καντρίλλια, ντάντσιγκ, στο χορό που χόρευαν αλαφροπάτητα οι ίαμβοι, βαριά και χτυ­πητά οι ανάπαιστοι, στο δωδεκάσυρτο χορό». Η αντίρροπη αυτή τάση -σε διαφορετική βεβαίως ειδολογική παράμετρο (:ο Παλαμάς αναφέρεται σε είδη στίχων, ο Καρυωτάκης σε γνωστά, ιστορικά λογοτεχνικά είδη)— δηλαδή: πέταγμα, ανύψωση - προσγείωση, που δένεται αρμονικά στον Παλαμά, στον Καρυωτάκη ακολουθεί -το 1927- άλλη φορά: θα καταλήξει στο βαρύ και χτυπητό πάτημα της σάτιρας («[...] βαριά και χτυπητά οι ανάπαιστοι [...]»), με ιάμβους όμως κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, αναλογία που ισχύει και σε ολόκληρη τη συλλογή.

Τα τρία πεντασύλλαβα σονέτα (:«Διάκος», «Κανάρης», «Byron») της «Ηρωικής τριλογίας», που συνδέονταν άμεσα με την επέτειο της εκατονταετηρίδας του 1821 και —κατά την πιθανότερη εκδοχή— δεν εντάσσονταν στα Τραγούδια της πατρίδας του Φιλαδελφείου Ποιητικού Διαγωνισμού, γράφτηκαν μετά την κυκλοφορία των Νηπενθών, ενδεχομένως και μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922.

Τα σονέτα υποδεικνύουν τρία σημαντικά γεγονότα των ηρωικών χρόνων της Επανάστασης: το μαρτυρικό θάνατο του Αθ. Διάκου (Απρίλιος 1821), την καταστροφή της Τουρκικής Ναυαρχίδας από τον Κ. Κανάρη (Ιούνιος 1822) και τον άδοξο θάνατο του Λόρδου Byron στο Μεσολόγγι (Απρίλιος 1824). Αυτό το τελευταίο είναι και το μόνο που δημοσιεύει, ακριβώς με την επέτειο των εκατό χρόνων από το θάνατο του Byron, τον Απρίλιο του 1924· παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον επειδή αφενός στοιχειοθετεί το ιδιαίτερο στίγμα της ενδιάμεσης ενότητας της συλλογής, αφετέρου εκφράζεται η αντίθεση του Καρυωτάκη στο δεσπόζον ηρωικό πνεύμα της εποχής, όπως το τονίζει ο Παλαμάς με την ίδια αφορμή στο «Ωδή προς τον Βύρωνα» [=«Μπάυρον»].

Θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλει τα δύο ποιήματα, για να γίνει αντιληπτή η πολύ μεγάλη διαφορά του Καρυωτάκη όσον αφορά στην εκτίμηση του για τα «ηρωικά» πράγματα του 1924, την κατάρρευση δηλαδή του Μεγαλοϊδεατισμού. Έτσι ενώ ο Byron εγκαταλείπει την ορμή των «άχαρων» και «μάταιων» στίχων (:«Ένιωσεν ότι/του ήταν οι στίχοι/άχαρη τύχη/ και ματαιότη.//Η ορμή του η πρώτη/πια δεν αντηχεί,/αλλά, στα τείχη,/ένδοξη νιότη», Τα ποιήματα..., 153), ανακαλύπτει τον πραγματικό κόσμο των τειχών, των επαναστατημένων Ελλήνων και «ζει» πλέον το «θείο Τραγούδι» (:«Γίνονται οι γέροι/γαύ­ροι. Θα ορμήσει/ανδρών λουλούδι.//Κι ο Μπάιρον ξέρει/πως να το ζήσει/το θείο Τραγούδι», ό.π.), μέσα από την πτώση του. Η αντιηρωική εκδοχή για τον ποιητή Byron ή μάλλον η απόδοση του με ανθρώπινες διαστάσεις διαρρηγνύει μέσω της σάτιρας τον ανεδαφικό και επηρμένο τόνο της ηρωικής ποίησης της εποχής: ο ποιητής -ο Byron- «δεν σέρνει το χορό», ούτε είναι ο «θεόσταλτος Τυρταίος» ή ο «Μεσσίας» του Παλαμά, αλλά ο άνθρωπος που ζει στα «τείχη» και έχει βεβαίως κάθε λόγο να γειτνιάζει στα άλλα δύο σονέτα, με τον Διάκο και τον Κανάρη, στην κρισιμότερη μάλιστα στιγμή της ζωής τους, όταν δηλαδή ο καθένας με διαφορετικό τρόπο («ηττημένος» ο Διάκος, «νικη­τής» ο Κανάρης) εγγίζει το θάνατο, όταν το «θείο» (χέρι ή τραγούδι) τρέφεται από την πτώση.

Η «Ηρωική τριλογία» ιχνογραφεί με δραστικό τρόπο —γι' αυτό και η θέση της στη μέση ακριβώς της συλλογής- το αναπότρεπτο κοινωνικό πρόσωπο της ποίησης: άδοξες ωδές που δεν ακούστηκαν στον καιρό τους, και πατριωτικά ποιήματα σε αντι-ηρωικές εποχές, αλλάζουν τη στιγμή της εκφοράς τους προσανατολισμό, μετασχηματίζονται δυναμικά, αποκτώντας ανθρώπινο πρόσωπο, βάρος και γνώση.