Καρβέλης Τάκης, Δεύτερη ανάγνωση. Κριτικά κείμενα. Τομ. Β΄
 
Αθήνα 1991, Σοκόλης. «Κ.Γ. Καρυωτάκης. Από τη «νέα μελαγχολία» των Κήπων προς την «ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος», σσ. 101-107
 
 
 

Στα Νηπενθή, που θα εκδοθούν δύο χρόνια αργότερα, η ρομαντική ένταση θα αμβλυνθεί, οι επιγραφές κάτω από τον τίτλο, που την εξέφραζαν περισσότερο, θα εγκαταλειφθούν κι ο ποιητής, κατεβάζοντας τους τόνους του, θα κινήσει τους στίχους σ' ένα κλίμα συγκρατημένης απελπισίας. Βέβαια, "τόνος οξύς", όπως σημειώνει κι ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, "στην αληθινή έννοια του όρου, δεν αναδίνεται στα Νηπενθή". Αυτό δε σημαίνει πως και στη συλλογή αυτή δεν επισημαίνονται και κάποιες αναζητήσεις ή προθέσεις, που αρχίζουν με τον τίτλο, περνούν σε κάποιους στίχους ή στροφές και αρτιώνονται περισσότερο σε ορισμένα ποιήματα, όπως τα "Ευγένεια", "Δον Κιχώτες", "Δέντρο", "Ο Μιχαλιός", "Σε παλαιό συμφοιτητή", "Γραφιάς".

Ο τίτλος της συλλογής. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο και να σημαίνει: αυτά που διώχνουν τη θλίψη (ενεργ. διάθεση) - αυτά που είναι απαλλαγμένα από θλίψη (παθητική διάθεση). Τα ερωτήματα που ανακύπτουν, αν δεχτούμε πως ο όρος παίζει ανάμεσα σ' αυτές τις σημασιολογικές αποχρώσεις, είναι τα εξής: Ο ποιητής χρησιμοποιεί εδώ τη λέξη σοβαρολογώντας και πιστεύοντας πως τα δικά του παυσίπονα είναι τα ποιήματα του, η τέχνη του; Ή, αντίθετα, χωρίς να χάνεται εντελώς αυτή η σημασιολογική απόχρωση, πίσω από τη λέξη ακούμε το γέλιο του; Αυτό το παίξιμο ανάμεσα στις παραπάνω σημασιολογικές αποχρώσεις, που όμως υποστηρίζεται από μια ειρωνική διάθεση, ενισχύει και η πεζή μετάφραση του ποιήματος "La voix" του Baudelaire, όπου ο ποιητής ακούει δυο φωνές να του μιλούν κι αρχίζει να βλέπει και να νιώθει διαφορετικά από τους άλλους.

 

"Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απέραντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου, βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και, θύμα εκστατικό της οξυδέρκειας μου, σέρνω φίδια που μου δαγκάνουν τα πόδια. Κι από εκείνο τον καιρό [...] γελώ στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκιά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες,. .".

 

Αλλά και από το πρώτο ποίημα "Οι στίχοι μου" και γενικότερα απ' όλη τη συλλογή διαφαίνεται η στάση του Καρυωτάκη απέναντι στην ποίηση:

 

Κόρη, δουλεύω ανώφελα,

ή

Ακόμη ο πόνος, άλλοτε που ευώδα,

να με βαραίνει στείρος.

 

 

Η επιφυλακτική αυτή στάση θα οριστικοποιηθεί τελεσίδικα στην τελευταία του συλλογή.

 

Στίχοι και στροφές, θα περιοριστώ σε δύο κυρίως περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση ο ποιητής καταφεύγει σε υποθετικές καταστάσεις. Ενώ όμως στα Νηπενθή αντιστοιχούν προς πραγματικές και χρησιμοποιούνται, για να υπερτονιστεί ο πόνος (βλ. το Κι αν έσβησε σαν ίσκιος...), στην τελευταία φάση της ποίησης του υποκαθιστούν καταστάσεις επιθυμητές και διοχετεύουν την οξύτητα του σαρκασμού ("Αισιοδοξία"). Στη δεύτερη περίπτωση, - άσχετα από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ή τις ορατές επιδράσεις - επισημαίνουμε τη χρήση ενός περισσότερο καθημερινού λεξιλογίου και εικόνων της πραγματικότητας, όπως φαίνεται από τη στροφή 10 (από την ενότητα "Στροφές") και τους παρακάτω σκόρπιους στίχους:

 

Λεύκες, γιγάντοι καρφωτοί

……………………………………………………

που ρέουν στο μέτωπο μου,

("Στροφές" 6)

 

μήτε κι αυτό το μίσος μου, παρηγοριάν, α, πώς

("Τώρα που μήτε ο έρωτας...")

 

με βλέπει αντίκρυ ο σκύλος και σωπαίνει.

("Μοναξιά")

 

 

Τα ποιήματα. Στο ποίημα "Ευγένεια" η ειρωνεία απορρέει από μια διάθεση ευγενικής παραχώρησης, που όμως δεν αναιρεί την πραγματικότητα. Με τις προτροπές του ο ποιητής συμβουλεύει τη μετατροπή του πόνου σε τραγούδι (στρ. 1), την προσωρινή λύτρωση με λάγνα μύρα και αφιόνια (στρ. 2), την απόκρυψη της επιθυμίας ή του ίδιου του θανάτου με το γέλιο (στρ. 3-4). Η κάθε όμως προτροπή εικονοποιεί και μια διαφορετική γκριμάτσα, που σκοπό έχει τη μεταμφίεση ή την απόκρυψη του πόνου και μετατρέπει τον ποιητή σε τραγικό κλόουν.

Το ποίημα "Δον Κιχώτες" πρωτοδημοσιεύτηκε στο Νουμά (ΙΖ', 692,11 Ιουλίου 1920, σελ. 20), όπου στις 20 Ιουνίου ο Κ. Ουρανής είχε παρουσιάσει το ποίημα του "Δον Κιχώτης", που συνοδεύτηκε από εγκωμιαστικό σχόλιο της σύνταξης του περιοδικού. Το ποίημα του Καρυωτάκη, που, όπως ορθά παρατηρήθηκε, "γράφηκε ως απάντηση στις συμβατικότητες τόσο του Ουράνη όσο και του Νουμά", αρχίζει, παραλλάσσοντας τον όμως, από τον τελευταίο στίχο του ποιήματος του Ουράνη, για να εκφράσει αμέσως τον προσγειωμένο ρεαλισμό του Καρυωτάκη και την αντίθεση του στην -ιδεαλιστική κατά βάση- παρουσίαση του ευγενικού ιδεολόγου,

 

"που, κυνηγώντας άπιαστα όνειρα, τραβάει μπροστά, πάντα μπροστά, αδιαφορώντας αν οι πραχτικοί άνθρωποι, που μπακαλεύονται το καθετί για να πετύχουνε στη ζωή, τον κοροϊδεύουν ή τον παίρνουνε για παλαβό".

 

Ο σαρκαστικός τόνος του ποιήματος δεν αντικατοπτρίζεται μόνο από τον έντονο ρεαλισμό και την οξεία αίσθηση του πραγματικού, αλλά και από την όλη εικονοποιία του

 

... και βλέπουνε ως την άκρη

τον κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα,

 

αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου

 

και το λεξιλόγιο: ο άκρατος ρεαλισμός βρίσκει την έκφραση του σε εικόνες γήινες, δυναμικές κι όχι λυρικές, ποιητικές· η χρήση, εξάλλου, ενός λεξιλογίου καθημερινότερου, η καταφυγή στο διάλογο και το μονόλογο, ενισχύει τη δραματική υφή του ποιήματος. Η σύζευξη επίσης λέξεων της καθημερινής ομιλίας και αφηρημένων εννοιών (σκοντάφτουνε στη Λογική) προαναγγέλλει εκφραστικούς τρόπους της τελευταίας συλλογής.

Στο ποίημα "Δέντρο" αναφέρθηκα ήδη. Η μορφή του μπορεί να είναι τυπικά τουλάχιστον παραδοσιακή. Η διάθεση όμως απόκρυψης -έστω από πρόθεση άμυνας- της ψυχικής έντασης διοχετεύεται με μια στεγνή και ξηρή διατύπωση, που εξουδετερώνει το λυρικό εγώ.

Το ποίημα "Σε παλαιό συμφοιτητή" βγαίνει από τη νοσταλγία των ωραίων ημερών της φοιτητικής ζωής. Άσχετα από την καλλιτεχνική του ποιότητα, κινείται μέσα στο χώρο της καθημερινής ζωής, ο τόνος του -παρά την αισθητή παρουσία του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας- χαμηλώνει και γίνεται πιο οικείος, το λεξιλόγιο του παραπέμπει στην καθημερινότητα.

 

Απομένει το ποίημα "Ο Μιχαλιός". Είναι καιρός να το συνυπολογίσουμε, αν όχι στην πρώτη, τουλάχιστον στη δεύτερη ποιητική συλλογή. Όπως επισημάνθηκε, είχε ήδη δημοσιευτεί ανώνυμα και με τίτλο "Στρατός" στη στήλη αλληλογραφίας του Νουμά (ΙΣΤ, 645,17 Αυγούστου 1919, σελ. 554). Λίγους μήνες αργότερα ο ποιητής το αναδημοσίευσε στο σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα και με υπογραφή "Συναχωμένο ποντικάκι". Ο Πάνος Καραβιάς, που ασχολήθηκε με το ποίημα, διατυπώνει την άποψη πως ο Καρυωτάκης "δεν ήταν καθόλου βέβαιος για την αξία του νεότροπου ποιήματος, στα χρόνια που το έγραψε και αρκετά χρόνια ύστερα". Το συμπεριέλαβε όμως στην τελευταία του συλλογή, γιατί

 

"είχε όλα τα νέα στοιχεία που θ' αναπτύξει ο ποιητής στην τελευταία φάση της ποιητικής πορείας του: την πνιγμένη απελπισία, την πονεμένη τρυφερότητα, το σαρκασμό και την ειρωνεία, που κρύβει ένα λυγμό, το βίωμα του θανάτου".

 

Το θέμα βέβαια παραμένει ανοιχτό. Γιατί τίποτε δεν αποκλείει μια άλλη εκδοχή. Μπορεί, δηλαδή, το ποίημα να ξεπερνάει τις δυνατότητες του Καρυωτάκη εκείνης της περιόδου, δεν παύει όμως να εκφράζει τις ενδιάθετες τάσεις και αναζητήσεις του στην ποιητική γραφή. Είχε κάποια συναίσθηση της αξίας του, αλλά δεν το περιέλαβε στα Νηπενθή, γιατί δεν εναρμονιζόταν με το γενικότερο κλίμα της συλλογής η πολύ νεοτερική ποιητική του φόρμα. Η συνεργασία του πάντως, την ίδια σχεδόν περίοδο, στο σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα -όπου και το αναδημοσίευσε- φανερώνει πόσο έντονη ήταν μέσα του η σατιρική διάθεση σε μια εποχή που εξακολουθεί να κινείται ακόμη μέσα στα παραδοσιακά πλαίσια της ποίησης του καιρού του. Το γεγονός, επίσης, ότι τιτλοφόρησε το ποίημα στις δυο πρώτες δημοσιεύσεις "Στρατός" και χρησιμοποίησε ψευδώνυμο, δημιουργεί την υπόνοια πως θέλει να διευρύνει τους στόχους του και επιθυμεί την ανωνυμία. Όπως όμως κι αν έχει το όλο θέμα, το ποίημα αποτελεί την πιο πρώιμη και καλλιτεχνικά αρτιωμένη έκφραση των αναζητήσεων του για ρεαλιστικότερη γραφή. Μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός ύφους απρόσωπου και αφηγηματικού. Στην ουσία πρόκειται για μια αφηγηματική μπαλάντα, που γράφεται όμως όχι με παραδοσιακά μέσα, αλλά με εντελώς νεοτερικά. Η χρήση του γ' ενικού ή πληθυντικού προσώπου, ο συνδυασμός αόριστου και παρατατικού, η γρήγορη εναλλαγή στη χρονική διαδοχή των σκηνών -η κάθε στροφή καλύπτει και διαφορετικό χρονικό διάστημα - , η παρεμβολή στην ιστορία του κι άλλων προσώπων, οι μονόλογοι του, το εντελώς ασυνήθιστο για την εποχή του λεξιλόγιο, καθημερινό και πεζολογικό, συνθέτουν τα βασικά χαρακτηριστικά του ύφους που αναζητεί ο ποιητής: εξοστρακισμός του συναισθήματος και της μουσικότητας με αντίστοιχη δραματική όξυνση του πόνου και του σαρκασμού.

 

Με την εισήγηση μου προσπάθησα να τεκμηριώσω -στηριζόμενος στην ίδια την ποίηση του Καρυωτάκη- την άποψη ότι ο ποιητής, από μια ενδιάθετη τάση και από επιδράσεις ξένων κυρίως ποιητών, αναζητούσε μια γραφή περισσότερο δραστική και ρεαλιστική. Η ποιητική του πορεία, ταλαντευόμενη ανάμεσα στις δυο ροπές του, τη ρομαντική και τη ρεαλιστική, αυτό δείχνει. Αυτός ο διχασμός ανάμεσα στις δυο αντίρροπες τάσεις μπορεί να εντοπιστεί στα ποιήματα "Γραφιάς" (Νηπενθή) και "Ηλύσια" (Ελεγεία) και δίνεται αντιστικτικά με στίχους χωρίς παρένθεση και παρενθετικούς. Στο "Γραφιά" προβάλλει το ποιητικό εγώ κι ο διχασμός εκφράζεται στη διάσταση ανάμεσα στη γραφειοκρατική του ζωή και μια ζωή, που, παράλληλα, περνάει σφριγηλή έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του και χάνεται. Στα "Ηλύσια" το ποιητικό εγώ εξοστρακίζεται κι ο διχασμός εντοπίζεται στην αντιπαράθεση του σωματικού καμάτου και την παράλληλη αποθέωση των ψυχών. Και στα δυο πάντως ποιήματα επισημαίνουμε τη σύζευξη ρεαλιστικής και ρομαντικής διάθεσης. Στο πρώτο η ψυχική ένταση δεν έχει φτάσει ακόμη στα έσχατα όρια της και η αντίστοιχη έκφραση της είναι ισορροπημένη. Στα "Ηλύσια" η σωματική κούραση, που σταδιακά φτάνει ως την πλήρη εξουθένωση και την τελική ταύτιση του σώματος με το χώμα, συστοιχεί με το σπασμωδικό βηματισμό του μέτρου, τη δραματική ένταση και τον πεζολογικό τόνο. Οι στίχοι όμως που δίνουν την αποθέωση των ψυχών, απελευθερώνονται από όλα τα βάρη του μέτρου και της εσωτερικής έντασης, πετούν ανάλαφρα μαζί τους.

 

Ηλύσια

(Τόσο πολύ τα σώματα κουράστηκαν,

που ελύγισαν, εκόπηκαν στα δύο.)

Κι έφυγαν οι ψυχές, πατούνε μόνες των,

αργά, τη χλόη σαν ανοιχτό βιβλίο.

 

(Τα σώματα κυλούν χάμου, συσπείρονται

στρεβλωμένα.) Και φαίνονται στο βάθος,

τριαντάφυλλα κρατώντας, να πηγαίνουνε

με τ' όνειρο οι ψυχές και με το πάθος.

 

(Χώμα στο χώμα γίνονται τα σώματα.)

Μα κείθε απ' τον ορίζοντα, σαν ήλιοι

δύουν οι ψυχές, τον ουρανό που φόρεσαν,

ή σαν απλά χαμόγελα σε χείλη.

 

Το ποίημα μπορεί να θεωρηθεί ως η πλήρης και τελεσίδικη έκφραση και εξισορρόπηση της ρομαντικής και ρεαλιστικής διάθεσης του ποιητή. Την πρώτη την έσερνε μέσα του, υπήρχε στην ατμόσφαιρα της εποχής του. Η δεύτερη είναι αποτέλεσμα επίπονων αναζητήσεων και πειραματισμών. Η συνεχής αυτή εναλλαγή ανάμεσα στο σωματικό πόνο που προσγειώνεται και τις ψυχές που απογειώνονται δίνει και το στίγμα της ποιητικής του πορείας.