Αλεξιάδου Θεοδούλη, «Ετερότητα και οικειότητα στο έργο του Κ. Καρυωτάκη. Το βάρος του εαυτού και η αδερφή ψυχή»
 
Le Double dans la littérature néo-hellénique. Histoire et littérature, XIXe Colloque International des Néohellénistes des Universités francophones, Nancy, 23-25 Μαΐου 2005, Éditions Plaxandre, Besançon 2006, σσ. 386-403
 
 
 

«Αν υπήρξε ένας ποιητής – και ασφαλώς είναι περισσότεροι στην ελληνική λογοτεχνία – που ήρθε σε άμεση αντιπαράθεση με το κοινωνικό περιβάλλον, μέσα από το βίο και το έργο του, αυτός είναι ασφαλώς ο Καρυωτάκης. Πολλά ζητήματα που αφορούν την ετερότητα διαμορφώνουν μέσα από τους στίχους του ένα κλίμα ανοίκειου και εξωπραγματικού, που εξωθεί το ποιητικό υποκείμενο στο περιθώριο μιας ατομικής μη πραγματικότητας, με κορύφωση την τελική πράξη αυτοεξόντωσης, την οριστική φυγή από τον κόσμο των άλλων αλλά και του ίδιου του εαυτού, που βιώνεται ως άλλος.

Δύο είναι οι κυρίαρχες ιδέες που επανέρχονται διαρκώς στην ποίηση του Καρυωτάκη και τονίζουν τη διάσταση με την κοινά αποδεκτή πραγματικότητα: η αδυναμία της αναγνώρισης του εαυτού μέσα από τα μάτια των άλλων και, ως συνέπεια, η καταφυγή σε μια «αδερφή ψυχή», σ’ ένα κρυμμένο εγώ που βοηθά το ποιητικό υποκείμενο να διατηρεί, ως ένα βαθμό, τη συνείδηση του εαυτού και να αντιστέκεται στην αλλοτρίωση.

 

Ο ποιητής και οι άλλοι

Το φαινόμενο της μη αποδοχής του καλλιτέχνη από την κοινότητα και η αξιολόγησή του ως ένα μάλλον ονειροπαρμένο ον, που βρίσκεται περισσότερο στα σύννεφα παρά στη γη, σ’ ένα δικό του κόσμο, αλλά και αντιστρόφως, η άρνηση του ποιητικού εγώ να αποδεχτεί τους κανόνες και τις «αξίες» του κοινωνικού συνόλου και η κριτική του στάση απέναντι στην πραγματικότητα, αφορά όλες τις εποχές, αδιακρίτως λογοτεχνικών ρευμάτων και ποιητικών σχολών. Επιπλέον, το γεγονός και μόνο της λογοτεχνικής δημιουργίας προϋποθέτει τη διπλή, ή ακόμα και την πολλαπλή, ταυτότητα του συγγραφέα, ιδιαίτερα βέβαια όσον αφορά την πεζογραφία και μάλιστα το μυθιστόρημα.

Ο Andr é Green , προλογίζοντας το Le Double του Ντοστοϊέφσκι, επισημαίνει πρώτα απ’ όλα τη διττή συγγραφική φύση: «Κάθε συγγραφέας είναι διπλή φύση υπό πολλές έννοιες. Έχει την κοινωνική του ταυτότητα, με την οποία τον γνωρίζουν στη δημόσια ή ιδιωτική ζωή του. Αλλά κατέχει κι έναν σωσία – ή κατέχεται απ’ αυτόν – τον συγγραφέα που φανερώνεται μόνο μέσα από τα γραπτά του. Αυτή η σχέση αναδιπλώνεται επίσης ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αφηγητή, έπειτα ανάμεσα στον συγγραφέα και τον ήρωά του. Οι σχέσεις όμως αυτές πρέπει να διαβαστούν. Δεν παρουσιάζονται ποτέ με άμεσο τρόπο.»

Στην περίπτωση του Καρυωτάκη, η δύσκολη σχέση του ποιητή με τους άλλους είναι παραπάνω από ξεκάθαρη και διαρθρώνεται γύρω από την ιδέα ότι το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται ξένο απέναντι στο ίδιο του το σώμα. Η φυσική υπόσταση ακυρώνεται εξαιτίας της έλλειψης επικοινωνίας. Επικρατούν θεματικά μοτίβα όπως αρρώστια, πόνος, πληγή, δάκρυ, τσακισμένο ή λυγισμένο κορμί, σπασμένα φτερά, κόπωση, ατονία, τα οποία συμβολίζουν τη φθαρμένη ύπαρξη που δεν είναι ικανή να πράξει, παραμένοντας περιορισμένη στα δεσμά ενός ανίσχυρου σώματος.

 

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος

του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!

Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,

ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

 

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο

τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,

νιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,

υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

[…]

                                     [ΤΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕΝ ΕΔΩ…]

 

Συχνά, δίνεται μάλιστα η εντύπωση ότι το ποιητικό εγώ δεν θεωρεί ότι συγκαταλέγεται στο ανθρώπινο σύνολο, αλλά ότι ανήκει σε ένα άλλο εμείς που διαφοροποιείται χωρίς να ορίζεται ακριβώς η ταυτότητά του. Πρόκειται για κάποιους που αισθάνονται ότι έχουν σχεδόν πεθάνει, ακριβώς επειδή αδυνατούν να ελέγξουν με πράξεις τη μοίρα τους και να κατανοήσουν το λόγο της καθημερινής ύπαρξής τους, για κάποιους που βρίσκονται σ’ ένα επίπεδο χαμηλότερο, κάτω από τους «ανθρώπους», σχεδόν αόρατοι και αποκλεισμένοι από τα συναισθήματα που μπορούν να δικαιολογήσουν και να αντέξουν το βάρος της ύπαρξης, δηλαδή την «πίστη» και την «αγάπη»:

 

Ποια θέληση θεού μας κυβερνάει,

ποια μοίρα τραγική κρατάει το νήμα

των άδειων ημερών που τώρα ζούμε

σαν από μια κακή, παλιά συνήθεια;

[…]

Χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς έρμα,

εγίναμε το λάφυρο του ανέμου

που αναστρέφει το πέλαγος. Θα βρούμε

τουλάχιστον το βυθό της αβύσσου;

 

Οι άνθρωποι φεύγουν, ή, όταν πλησιάζουν,

στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε

στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια

σα να χτυπούν το πόδι σε μια στέρνα.

 

Κοιτάζουνε με φόβο, με απορία,

έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες,

και μόνο το συναίσθημα κρατούνε

του μακρινού, αόριστου κινδύνου.

[…]

                     [ΠΟΙΑ ΘΕΛΗΣΗ ΘΕΟΥ…]

Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτή τη γη,

σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.

Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.

Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

 

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό

ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια,

χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,

άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.

 

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,

η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.

Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά

όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

 

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.

Ώ! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,

ώ! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός

πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε                     ακόμα…

                                [ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΑ]

 

Αυτή η διστακτική, άτονη, παθητική και αφηρημένη ζωή, ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, δεν φαίνεται να προσφέρει δυνατότητες επιλογής και ελεύθερης βούλησης. Σαν μαριονέτες που κάποιος ακατανόητος θεός κινεί, χάρτινα ανδρείκελα που η μοίρα καθοδηγεί στα τυφλά, ανθρώπινες απομιμήσεις με μηχανικές κινήσεις, δέχονται τον εμπαιγμό αλλά, κάποτε, αποτελούν και ένα είδος απειλής, «μακρινού, αόριστου κινδύνου», για τους «πραγματικούς» ανθρώπους. Αυτό που ο Freud όρισε ως unheimliche ( inqui é tante é tranget é), το συναίσθημα δηλαδή του παράξενου και του ανοίκειου που γεννά η επαφή με κάτι που είναι γνώριμο και οικείο στην όψη αλλά συμπεριφέρεται αλλόκοτα, η διανοητική αβεβαιότητα ( incertitude intellectuelle ) που προκαλεί η εικόνα ενός «μηχανικού» ή «αυτόματου» ανθρώπινου ομοιώματος, που μοιάζει ζωντανό αλλά είναι άψυχο, απειλεί τις βεβαιότητες και προκαλεί το φόβο, το ίδιο αυτό συναίσθημα περιγράφεται στους παραπάνω στίχους του Καρυωτάκη.

Η φανταστική πολιτεία των «χάρτινων» αυτών, ονειροπόλων υπάρξεων, στην οποία το ποιητικό υποκείμενο νιώθει ότι μετέχει και που αντιδιαστέλλεται προς την κοινωνία των ανθρώπων, περιλαμβάνει οπωσδήποτε τους ποιητές. Το υλικό κατασκευής τους, το χαρτί, τονίζει βέβαια ότι πρόκειται για ομοιώματα, για αναπαραστάσεις, παραπέμπει όμως άμεσα και στην ποιητική δημιουργία. Αν και είναι φανερό πως το ποιητικό εγώ συμπάσχει και ταυτίζεται μ’ αυτά τα «μυθόβια όντα», είναι εξίσου φανερό ότι δυσανασχετεί με την ποιητική του ταυτότητα. Η διάσταση που βιώνει σε σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα δεν τον ωθεί τελικά να υπερασπιστεί την ιδιαιτερότητά του ως καλλιτέχνη, αλλά του προκαλεί επιπλέον πόνο και, συχνά, τον οδηγεί σε μια επίμονη αυτοκριτική από την οποία δεν λείπει το συναίσθημα της ενοχής αλλά και η απαξίωση.

Στο Όλοι μαζί…γράφει: «Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές / τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας, / δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας / για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.»

Ενώ, στο [Είμαστε κάτι…] καταλήγει: «Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε. / Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις / είναι το καταφύγιο που φθονούμε.»

Η «αληθινή» ζωή που ποθεί το ποιητικό εγώ του Καρυωτάκη είναι ανέφικτη και η αντίθεσή της με την πραγματικότητα φαίνεται τόσο ακραία που η τελευταία καταλήγει να βιώνεται σαν ένας καθημερινός θάνατος. Αν και στις θεωρίες της ετερότητας, ο θάνατος είναι ο απόλυτος άλλος, ο αδιανόητος άγνωστος, ακριβώς επειδή συμβαίνει τη στιγμή που το εγώ παύει να υπάρχει, δεν είναι λίγες οι φορές που οι καλλιτέχνες θέτουν τον εαυτό τους στην κατάσταση του ζωντανού-νεκρού, μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης, επιχειρώντας έτσι να διαφύγουν από ένα αβάσταχτο παρόν αλλά και να ελευθερωθούν από το φόβο του θανάτου, προσπαθώντας να ζήσουν μέσω της γραφής μια μετά θάνατον κατάσταση. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο ποιητής παρακολουθεί το φάντασμά του, παρατηρεί το νεκρό εαυτό του ή και σκηνοθετεί ο ίδιος το τέλος του, επιδιώκοντας όχι μόνο τη λύτρωση από την ύπαρξη αλλά και ένα είδος δικαίωσης της ποιητικής του φύσης. Η διαδικασία της αυτοπαρατήρησης, της δυνατότητας δηλαδή που αποκτά το ποιητικό υποκείμενο να βγαίνει από τον εαυτό του και να τον παρακολουθεί από απόσταση, έχοντας συνείδηση ότι πρόκειται γι’ αυτόν τον ίδιο, το φαινόμενο του ξένου εαυτού ή του εγώ ως άλλος, είναι αποτέλεσμα της ρήξης του ποιητή με την εχθρική πραγματικότητα, με ένα αφόρητο εδώ και τώρα από το οποίο επιθυμεί οπωσδήποτε να διαφύγει.

Στο ποίημα Δικαίωσις, η ψυχή του ποιητή απελευθερώνεται μαζί με την τέχνη του, τη στιγμή του θανάτου του. Η ποίηση γίνεται Τραγούδι και αποδεσμεύεται ακόμα και από τον δημιουργό της (αδέσποτο θ’ αφήσω), δεν λυτρώνεται ωστόσο από τον εμπαιγμό των άλλων.

 

Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω

να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου.

Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου

το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.

 

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,

και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.

«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»

θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρίσω.

 

Όταν αργά θα παίρνουνε το δρόμο,

η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει

– πρώτη φορά – σε τέσσερων τον ώμο.

 

Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια

Αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει

Ωραία-ωραία με χώμα και με αγκάθια.

                                   [ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ]

 

Όμως, η δικαίωση που επιζητά ο ποιητής με το θάνατό του δεν έρχεται τελικά, παρά μόνο σαν ένα μακάβριο αστείο, σαν μια φάρσα που στήνει το ποιητικό υποκείμενο μέσω του ποιήματος εις βάρος όχι μόνο των άλλων αλλά και του ίδιου του εαυτού του. Μια ψεύτικη ζωή δεν μπορεί παρά να καταλήγει και σ’ έναν ψεύτικο θάνατο∙ όποιος δεν έζησε πραγματικά δεν μπορεί να πεθάνει πραγματικά. «Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω / και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου»: μοιάζει περισσότερο με μίμηση θανάτου, με σκηνοθετημένο παιχνίδι που μόνο ο ποιητής γνωρίζει και κάνει όλες τις απαραίτητες κινήσεις, λέει τις απαραίτητες ατάκες προκειμένου να κοροϊδέψει τους άλλους («Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου» θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρίσω.). Ίσως μάλιστα αυτή η αναπαράσταση του τέλους, η μίμηση θανάτου να αποτυπώνεται σε στίχους ακριβώς για να τραβήξει την προσοχή, να κλονίσει την αδιαφορία των συνανθρώπων και δώσει μια βαρύτητα στο πραγματικό γεγονός που θα συμβεί μελλοντικά, με όποιον τρόπο κι αν συμβεί, και που ο ποιητής φοβάται ότι δεν θα έχει καμία σημασία για τους άλλους. Είναι χαρακτηριστική η αναμονή του άλλου, του απαραίτητου θεατή και μάρτυρα του σκηνοθετημένου θανάτου, τον οποίο περιμένει μέχρι την ύστατη ώρα για να απευθύνει την τελευταία επιθυμία του, το τελευταίο χαίρε, επικυρώνοντας έτσι την «ύπαρξή» του.

Μπορεί η τελευταία στροφή να δηλώνει πικρία και ειρωνεία για το ατελέσφορο του βίου που συνοδεύεται από τον άδοξο, καθόλου «ωραίο», ακόμα και μαρτυρικό θάνατο (και του βίου μου την προσπάθεια / αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει / ωραία-ωραία με χώμα και με αγκάθια), μπορεί η ανθρώπινη απουσία να είναι στο τέλος απόλυτη (το φτυάρι θα με ραίνει), ωστόσο υπάρχει μία μοναδική στιγμή που το ποιητικό εγώ θα γνωρίσει κάποια δικαίωση, μια έστω και τραγικά κωμική αναγνώριση της ύπαρξής του: η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει / – πρώτη φορά – σε τέσσερων τον ώμο..

Το «βάρος του εαυτού», το φορτίο ενός σώματος που κουβαλάει ο ποιητής αλλά του φαίνεται ξένο, δεν έχει την αντίστοιχη βαρύτητα για το κοινωνικό σύνολο. Το «άρρωστο κορμί» με τα «σπασμένα φτερά» δεν καταφέρνει να ανυψωθεί και να πλησιάσει στο άλλο, αλλά γίνεται ένα με το χώμα και οι άνθρωποι πατούν επάνω του, χωρίς να υπολογίζουν την παρουσία του∙ αυτό υπομένει την πτώση και το βάρος των άλλων. Στην ποίηση του Καρυωτάκη, το βάρος που πιέζει προς τα κάτω τη φυσική ύπαρξη οφείλεται στην απαξίωση των «ανθρώπων» που ακυρώνει την κοινωνική και καλλιτεχνική παρουσία του ποιητικού εγώ. Έτσι, για να επανέλθουμε στη Δικαίωση, μόνο μέσω του θανάτου, σκηνοθετημένου ή πραγματικού, θα καταφέρει να αποκτήσει κάποια βαρύτητα η παρουσία του – «πρώτη φορά» – και να τοποθετηθεί επάνω από τους άλλους, να γίνει το σώμα του ένα μικρό φορτίο για τους άλλους, που θα αναγκαστούν – έστω κι έτσι – να υποστούν και αυτοί το βάρος του (η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει / – πρώτη φορά – σε τέσσερων τον ώμο). Είναι κι αυτό μια κάποια δικαίωση, ένα είδος αστείας εκδίκησης που θα προκαλέσει το γέλιο και τον αυτοσαρκασμό του ποιητικού υποκειμένου (και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου).

 

Η ψυχή και η συνείδηση του εαυτού

Πέρα από την πραγματικότητα που γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις, υπάρχει στον Καρυωτάκη κι ένας άλλος κόσμος που δεν είναι ορατός και γίνεται αντιληπτός μόνο μέσω της γραφής. Είναι ο κόσμος της ψυχής.

Στη φημισμένη μελέτη του Le Double , ο Otto Rank τονίζει ότι οι πρωτόγονοι λαοί θεωρούν τη σκιά ως ισοδύναμη της ανθρώπινης ψυχής και υποστηρίζει ότι η σκιά αποτελεί το μέσον με το οποίο ο άνθρωπος μπόρεσε να δει για πρώτη φορά το σώμα του. Αναφέρεται εξάλλου στην ομηρική αντίληψη σύμφωνα με την οποία «ο άνθρωπος έχει μια διπλή ύπαρξη, από τη μια πλευρά την αισθητή παρουσία του, από την άλλη την αθέατη εικόνα του (είδωλον), που απελευθερώνεται μόνο μετά το θάνατό του. Αυτή, και τίποτ’ άλλο, είναι η ψυχή του.» Και ο Rank συνεχίζει: «Στον ζωντανό άνθρωπο […] κατοικεί σαν ένας φιλοξενούμενος ξένος, ένα διπλό [ double ] πιο αδύναμο, το άλλο του Εγώ, με τη μορφή της Ψυχής [ Psych é] που βασιλεύει στον κόσμο του ονείρου.» Τέλος, θεωρεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η ψυχή ταυτίζεται με τη συνείδηση του εαυτού. Αλλά και ο Freud στο Das Unheimliche , τη δεύτερη μελέτη αναφοράς σχετικά με το θέμα, παραπέμποντας στον Rank , υποθέτει πως «η “αθάνατη” ψυχή υπήρξε το πρώτο διπλό του σώματος».

Στην ποίηση του Καρυωτάκη, ο δυϊσμός ψυχής και σώματος επικρατεί και προεκτείνεται στον δυϊσμό της ίδιας της ψυχής, που έχει πνευματική αλλά και σωματική υπόσταση. Η ψυχή διαχωρίζεται από το σώμα και αποτελεί μια δεύτερη φύση που αντιπροσωπεύει κυρίως το συναίσθημα∙ όνειρο, πάθος, ελπίδα, ελευθερία, χαμένη αγνότητα αλλά και ανάμνηση, πόνος, απογοήτευση, μοναξιά.

Στο ποίημα Ηλύσια, η διαφοροποίηση σωμάτων και ψυχών δηλώνεται ακόμα και από τη δομή του ποιήματος και τη χρήση των παρενθέσεων. Κάθε στροφή αρχίζει με την εντός παρενθέσεων κατάσταση του σώματος, που φθείρεται και καταλήγει στον άδοξο θάνατο, στο χώμα, και συνεχίζεται με την εκτός παρενθέσεων, αντίστοιχη αλλά διαφορετική κατάσταση των άφθαρτων ψυχών, που απελευθερώνονται και πηγαίνουν προς τον ορίζοντα, προς ένα όμορφο και ονειρικό τέλος.

 

(Τόσο πολύ τα σώματα κουράστηκαν,

που ελύγισαν, εκόπηκαν στα δύο.)

Κι έφυγαν οι ψυχές, πατούνε μόνες των,

αργά, τη χλόη σαν ανοιχτό βιβλίο.

 

(Τα σώματα κυλούν χάμου, συσπειρώνονται

στρεβλωμένα.) Και φαίνονται στο βάθος,

τριαντάφυλλα κρατώντας, να πηγαίνουνε

με τ’ όνειρο οι ψυχές και με το πάθος.

 

(Χώμα στο χώμα γίνονται τα σώματα.)

Μα κείθε απ’ τον ορίζοντα, σαν ήλιοι

δύουν οι ψυχές, τον ουρανό που φόρεσαν,

ή σαν απλά χαμόγελα σε χείλη.

                                    [ΗΛΥΣΙΑ]

 

Η λύτρωση της ψυχής από τα δεσμά του σώματος δεν είναι πάντα εφικτή. Αν στα Ελεγεία και Σάτιρες, όπου ανήκει το παραπάνω ποίημα, οι ψυχές των ανθρώπων αποτελούν ένα συλλογικό υποκείμενο που πραγματοποιεί την ανύψωση και τη φυγή προς ένα γαλήνιο αλλού, στην προηγούμενη συλλογή με τίτλο Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων, ο ποιητής απευθύνεται στη δική του «μάταιη» ψυχή, που συμπάσχει με το σώμα του, που είναι κι αυτή πληγωμένη και δεν φαίνεται να απελευθερώνεται πλήρως από την ανθρώπινη συνθήκη. Ο δυϊσμός οδηγεί στην ταύτιση των δύο φύσεων, που τροφοδοτεί η μία την άλλη: η ψυχή θυμίζει στο σώμα το όνειρο και το σώμα δεσμεύει την ψυχή στη ματαιότητα. Το ποιητικό υποκείμενο μιλώντας εις εαυτόν και κάνοντας μια προβολή στην ύστατη ώρα και τον τελικό απολογισμό, συμπαθεί αλλά και ταυτόχρονα ελέγχει την ψυχή:

 

Μάταιη ψυχή, στην ατονίαν εσπέρας εαρινής,

ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,

την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,

φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια πληγωμένη∙

 

όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς

μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,

όταν ανέβει από τα εξαίσια τ’ άνθη της ζωής

μύρον η απογοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα∙

 

την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς

μ’ ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια –

μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;

ώ, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;

                                                        [ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ]

 

Η ψυχή, «θανάσιμα μα αιώνια πληγωμένη», δεν πεθαίνει μαζί με το σώμα. Έχει τη δική της «σωματικότητα» (ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη), τις δικές της επιθυμίες, το δικό της βάρος. Ζει ταυτόχρονα την αθανασία και το γίγνεσθαι. Το ποιητικό εγώ διαιωνίζεται μέσω της ψυχής και αισθάνεται την ανάγκη να προστατέψει τη μετά θάνατον ύπαρξή του από την αιώνια θλίψη. Η ψυχή έχει τη δυνατότητα να ξεφεύγει από το σώμα και να ανυψώνεται, έτσι όμως αναγκάζεται να παρακολουθεί από ψηλά το παρελθόν της ύπαρξης (φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς / μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα) και να λογοδοτεί για τον μάταιο βίο της (μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις; / ώ, τι θα πεις, στενή καρδιά).

Είναι η ψυχή, για τον Καρυωτάκη, μια εσωτερική ύπαρξη με την οποία βρίσκεται σε διαρκή επαφή και οικειότητα, ένα άλλο στο οποίο απευθύνεται αλλά που ανήκει στο εγώ – ή το εγώ του ανήκει –, είναι με μια λέξη ο εαυτός. Όχι ο άλλος εαυτός, που τον ανταγωνίζεται ή τον καταδιώκει, που κλέβει τη μορφή του ή προσπαθεί να πάρει τη θέση του, αλλά αυτός  οίδιος, τα ίδια του τα συναισθήματα, αυτό που είναι πίσω από το «φαινόμενο» της χάρτινης παρουσίας που βλέπουν οι άλλοι, προστατευμένο από το υποτιμητικό βλέμμα τους, απελευθερωμένο από το «βάρος» ενός καθορισμένου σώματος που παρασύρει το άτομο στο αυτό, στην πτώση. Όμως, την ίδια στιγμή, είναι και ο καθρέφτης της φυσικής παρουσίας, το περιεχόμενο ενός περιέχοντος που πάσχει, παγιδευμένο μέσα σε μια περιορισμένη ύπαρξη (στενή καρδιά), και ποθεί την τελειότητα. Η ψυχή είναι «ωραία», επειδή είναι «μάταιη»: αγαπάει, συγχωρεί, ονειρεύεται, θυμάται.

 

Επήρες πια τα μάτια σου κι έφυγες σε μιαν άκρη.

Όλα τώρα σε λησμονούν εκεί παραριχτή,

και πού να πέσει, αναρωτάς, το τελευταίο σου δάκρυ

και ποιος να το δεχτεί.

 

Ά! σε λυγίζει το φρικτό βάρος αγώνα τόσου,

απλώνοντας το χέρι σου ένα στήριγμα ζητάς,

στέκεις για λίγο ελπίζοντας, κρύβεις το πρόσωπό σου,

έπειτα ξεκινάς.

 

Και πώς πηγαίνεις, ώ αδερφή ψυχή, με τη συγνώμη,

με την αγάπη δίνοντας πίσω κάθε πληγή!

Και πού πηγαίνεις έτσι, αφού σου εκλείστηκαν οι δρόμοι

σε ολόκληρη τη γη;

 

Ιδέ, χορεύει γύρω σου του κόσμου η αυταπάτη,

σμίγουνε χείλη και σπονδές υψώνονται, γελούν.

Εσύ πεθαίνεις. Και από πριν – ως νά ’σαι πια φευγάτη –

όλοι σε λησμονούν.

 

Χαίρε! Τη ζωή δεν έζησες παρά μες στα όνειρά σου.

Γι’ αυτό παρόμοιο σου άξιζε τέλος, ωραία ψυχή.

Ήρθε σαν αποθέωση, γίνεται σα χαρά σου

πρώτη και μοναχή.

                                          [ΠΡΟΠΟΜΠΗ]

 

Η ψυχή πεθαίνει για ακόμη μια φορά, αφού έζησε ξεχασμένη στο περιθώριο του κόσμου. Πολύ περισσότερο στο ποίημα αυτό, που ανήκει στα λεγόμενα Παραλειπόμενα, δηλαδή τα πιθανότατα αποκηρυγμένα από τον ίδιο τον ποιητή, δημιουργείται η εντύπωση ότι η ψυχή σχεδόν ταυτίζεται με το ποιητικό εγώ. Δεν είναι, από την άποψη αυτή, τυχαία η προσφώνηση «αδερφή ψυχή» στην κεντρική στροφή του ποιήματος.

Η ψυχή ζει το βίο του ανθρώπου. Φέρει το βάρος της καθημερινής, αντίξοης ύπαρξης, έχει ένα σώμα που βασανίζεται (δάκρυ, χέρι, πρόσωπο, πληγή) από την απουσία του πλησίον, απουσία που της στερεί τη δυνατότητα της κίνησης (Και πού πηγαίνεις έτσι, αφού σου εκλείστηκαν οι δρόμοι), όχι ως τρόπο διαφυγής αλλά ως προοπτική, πορεία προς κάτι άλλο. Αυτή η έλλειψη του πλησίον, του συνανθρώπου που έχει τη δύναμη να απαλύνει την ετερότητα, οδηγεί την ψυχή σ’ ένα είδος μαρτυρικού θανάτου που παραπέμπει έμμεσα στο Θείο Δράμα: σε λυγίζει το φρικτό βάρος / με τη συγνώμη, με την αγάπη δίνοντας πίσω κάθε πληγή / γελούν. Εσύ πεθαίνεις / αποθέωση. Οδηγεί όμως και στην «αποθέωση», την κατάκτηση του άλλου, που αναζητούσε διαρκώς μέσα από το όνειρο, τη συνάντηση με το απόλυτο, με το αριστοτελικό «όλον και τέλειον» που είναι ο θεός. Έτσι, η αδερφή ψυχή δικαιώνεται, γίνεται τελικά «ωραία ψυχή», μέσω της αυτοθυσίας και της συγνώμης.

 

Σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, το «διπλό» δημιουργείται μέσα στα πλαίσια της διυποκειμενικότητας, της σχέσης ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο, στο ίδιο και το ξένο. Μαρτυρεί εξάλλου τις δυνατότητες επιβίωσης του εγώ έναντι στην καταστροφική παρόρμηση του θανάτου (απειλή καταδίωξης, τεμαχισμού, εκμηδένισης). Είναι ταυτόχρονα υπερασπιστής ενάντια στο θάνατο αλλά και προάγγελός του. «Από τη στιγμή που παρουσιάζεται η επιθυμία της εκμηδένισης και το υποκείμενο αποβλέπει στο μηδέν, λειτουργεί ο σωτήριος διπλασιασμός: γίνεται δύο. Το εύθραυστο της απειλούμενης ενότητας δημιουργεί το ομοίωμά του σαν ένα φάρμακο – έστω δηλητηριώδες – για την απόγνωση. […] Το διπλό επιβεβαιώνει το πεπρωμένο μας να είμαστε μοιρασμένοι ανάμεσα στην εικόνα που επιθυμούμε να έχουμε για τον εαυτό μας και σ’ αυτή που μας στέλνει το παραγνωρισμένο alter ego μας.»

Είτε πρόκειται για κοινωνική ετερότητα είτε για ετερότητα ψυχολογικής προέλευσης ή – το πιθανότερο – για ένα συνδυασμό των δύο παραπάνω, το ποιητικό υποκείμενο προσδιορίζει τον εαυτό του κοιτάζοντας πάντα μέσα στον καθρέφτη του άλλου, του πλησίον ή του ξένου. Στην περίπτωση του Καρυωτάκη, η σχέση αυτή συναντά ανυπέρβλητα σχεδόν εμπόδια, με αποτέλεσμα το εγώ να στρέφεται προς τα μέσα, προς τον εσωτερικό κόσμο, προκειμένου να συνειδητοποιήσει την ύπαρξή του που αμφισβητείται από τους άλλους. Είναι όμως ταυτόχρονα και ένα εγώ ποιητικό, κι αυτό σημαίνει πως απευθύνεται και σε κάποιους «εξωτερικούς» αποδέκτες, δεν μονολογεί αλλά κοινοποιεί, επιδιώκοντας μάλιστα τη δικαίωση, την επικύρωση της ποιητικής του ταυτότητας και την υστεροφημία. Η ψυχή, κρυμμένος και ιδανικός εαυτός, γίνεται ο αχώριστος σύντροφος που μεσολαβεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και το αλλού, την πράξη και την ανάμνηση, τη φθορά και την τελειότητα, την πτώση και την ανύψωση. Δεν είναι το «δηλητηριώδες φάρμακο» μιας κομματιασμένης ύπαρξης αλλά εγγυητής της ενότητας του εγώ, έστω και μετά θάνατον».