Αυγέρης Μάρκος, «Η ποίηση του Μελαχρινού»
 
Αφιέρωμα των Ελλήνων ποιητών στον ποιητή Απόστολο Μελαχρινό για τα σαράντα χρόνια των Παραλλαγών του, Αθήνα 1948, έκδοση Κύκλου. Σσ. 27-29
 
 
 

Την εποχή που πρωτοφάνηκε η ποίηση του Μελαχρινού και λίγο πρωτήτερα σημειώνεται η πιο μεγάλη εισβολή ξένων ιδεών στα ελληνικά γράμματα. Μια σειρά από περιοδικά είχαν παρουσιαστεί, που ήταν γεμάτα από τη λογοτεχνική κίνηση της Ευρώπης. Η «Τέχνη», ύστερα ο «Διόνυσος», το «Περιοδικόν» μας, ο «Καλλιτέχνης», τα «Παναθήναια», ο «Νουμάς», ήταν περιοδικά που μπορούσαν να σταθούν πλάϊ στα καλύτερα ξένα. Ακόμα κι οι εφημερίδες εκείνης της εποχής ήταν γεμάτες από μεταφράσεις διαλεχτών ξένων έργων. Ο Γκόρκυ, ο Τσέχωφ, ο Αντρέϊεφ από τους Ρώσσους, ο Κνούτ Χάμσουν, ο Στρίμπεργκ, ο Ίψεν, ο Μπιόρσον από τους Σκανδιναβούς, ο Νίτσε από τους Γερμανούς, οι Συμβολικοί από τους Γάλλους, φανέρωναν στα μάτια των συγχρόνων νέους θαυμαστούς κόσμους. Η «Νέα Σκηνή»του Χρηστομάνου ήταν από τα πιο πρωτοπορειακά θέατρα της Ευρώπης και για τα έργα που έδινε και με τον τρόπο που τ’ανέβαζε. Ένας ακράτητος ευρωπαϊσμός αναστάτωνε το απλοϊκό κ’ επαρχιώτικο πνευματικό μας κλίμα, έδιωχνε το κωμειδύλλιο από το θέατρο ακι τη στενή ηθογραφία από την πεζογραφία μας. Η ποίηση του Παλαμά μεσουρανούσε «μ’όλους της τέχνης τους αχούς», ανοιχτή σ’ όλους τους γονιμοποιούς ανέμους. Οι δημοτικιστές έδιναν τις φημισμένες μάχες τους, που ανατάραζαν όχι μόνο την πνευματική, μα και την κοινωνική και την πολιτική μας ζωή. Οι προοδευτικές δυνάμεις της χώρας έκαναν γενική εξόρμηση κια ανανέωναν την ελληνική ζωή σ’ όλα της τα φανερώματα.

                Μέσα σ’ ένα τέτοιο κύμα ζωής παρουσιάστηκε η ποίηση του Μελαχρινού. Ερχόταν από άλλου ξένους ορίζοντες, αιθητικά κορεσμένους, ερχόταν από κήπους μακρυνούς, όπου όλα τα δέντρα είχαν ανθίσει κ’ είχαν καρπίσει προ πολλού και τώρα απάνου στα κλαδιά τους δεν έμειναν παρά λίγοι καρποί, ωχροί και χρυοπόρφυροι, ώριμοι, παραώριμοι κ’ έτοιμοι να πέσουν. Η ποίηση του Μελαχρινού ήταν μια ελληνική απήχηση του γαλλικού συμβολισμού στο τελευταίο του φορμαλιστικό στάδιο κ’ έφερνε μαζί της έναν διάκοσμο πλούσιο από την ωραιωπάθεια και την αβρότητα που κυριαρχούσε στις αρχές του αιώνα. Ήταν ωστόσο ιδιότυπη κι’ απαρόμοιαστη κ’ είχε τη σφραγίδα του δημιουργού της∙ και τέτοια έμεινε έως σήμερα, ξωτική, αερολύγιστη, αριστοκρατική κι’ απόκοσμη, ποίηση ερμητική και για λίγους. Η ποίηση του Μελαχρινού ακολουθεί τις αισθητικές αρχές του συμβολισμού, την αντιρητορεία, τη μουσικότητα, την υποβολή, ερωτεύεται, με τον αχό των θρύλων, δίνει ζωή στ’ άψυχα και τραγουδάει την ψυχή των πραγμάτων, αγαπά τις αποχρώσεις, την ελλειπτική έκφραση, τη θαμπή κι απροσδιόριστη, κυνηγάει να πιάσει το άπιαστο και να πει το ανείπωτο, ό,τι γυρίζει μέσα στο νου σα μουσική.

                Η ποιητική του Μελαχρινού μυθοποιεί σε χίλια οράματα, σε μορφές και σε σύμβολα την ποίηση την ίδια και την τέχνη, ή προβάλλει στον εξωτερικό κόσμο τις εσωτερικές καταστάσεις του ποιητή, ζωγραφίζει τοπία μυστυριακά, αχνές υδατογραφίες, όλα σύμβολα της ψυχής του. «Είναι οι σκέψεις μου τοπία» λέει ο ίδιος για τον εαυτό του «…ονείρου δάση- που μαγεμένα κελαϊδούν αηδόνια. Στις δύο αυτές κατηγορίες μοιράζονται όλα τα τραγούδια του στα «Φίλτρα Επωδών» και στον «Απολλώνιο». Ο «Απολλώνιος» το μακρύ και διαλογικό ποίημα, που δεν πήρε ακόμη την οριστική μορφή του, είναι μια ονειροφαντασία, όπου μυθοποιείται η ποιητική λειτουργία κι όπου ο ποιητής κυνηγάει τις ιδανικές μορφές του και δοξάζεται. Το «Τραγούδι του Αντρειωμένου» που βρίσκεται μέσα στα «Φίλτρα Επωδών», είναι ένα διαμάντι της ελληνικής ποίησης. Και σ’ αυτό συμβολίζεται ο ποιητής κι η ποίηση. Η ποίηση του «Αντρειωμένου» είναι περιγραφική κ’ έχει υπόθεση, από τα ελάχιστα τραγούδια του Μελαχρινού που έχουν υπόθεση. Υπόθεση του είναι ο πανάρχαιος μύθος που ξεκινά από τον αιγυπτιακό δρακοκτόνο Ώρο, το Βελερεφόντη και τη Χίμαιρα, τον Ηρακλή και τη Λερναία, τον Περσέα, τη Μέδουσα και την Ανδρομέδα, τον Αη-Γιώργη και το Δράκο, και φτάνει έως το δρακοκτόνο και τη βασιλοπούλα των νεοελληνικών παραμυθιών και σε άλλα του τραγούδια μα πιο πολύ σ’ αυτό ο ποιητής χρησιμοποιεί πολλά λαογραφικά στοιχεία και στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι, που τ’ αφομιώνει μ’ εξαιρετική επιτυχία και τους δίνει τη μουσικότητα της πιο ραφινάτης έντεχνης ποίησης. Οι στίχοι του τραγουδιού, οι ευτυχισμένες λέξεις κ’ η παραστατική του δύναμη το αναδείχνουν σαν ένα από τα ωραιότερα και τα τελειότερα του ελληνικού Παρνασσού.

                Η ποίηση του Μελαχρινού είναι ένας μουσικός, ρεμβασμός, που το περιεχόμενό του συχνά εξαϋλώνεται τόσο, ώστε δεν απομένει στο τέλος, παρά μια συμφωνία από λέξεις από λέξεις από συνταιριασμένες ομοηχίες, πλούσιες ρίμες κι’ απαλόχρωμες εικόνες. Ο ποιητής δουλεύει τους στίχους του σαν πετραδοκόλλητα κοσμήματα, κυνηγάει στην έκφραση το πολύτιμο και το σπάνιο, ό,τι γοητεύει τις αισθήσεις και πιο πολύ την όραση και την ακοή. Είναι ποίηση χωρίς ιδέες και χωρίς πάθη. Σπάνια συγκινείται από τη ζωή της εμπειρίας, βυθίζεται σε μια ζωή ολότελα φανταστική, κατοικημένη από όντα απόκοσμα κι’ ονειρικά, αβρές οπτασίες, χρώματα, ήχους, αρώματα, τεχνητά φώτα, φεγγάρια κι’ ήλιους φαντασμαγορικούς. Είναι ποίηση από τις πιο ιδεαλιστικές. Στην τέχνη αυτή ταιριάζουν όλοι οι χαρακτηρισμοί, της καθαρής τέχνης, της τέχνης για την τέχνη, της τέχνης-φόρμας, της τέχνης των κλειστών κύκλων κτλ. Ο Μελαχρινός έκαμε πιο περίτεχνη την ποιητική έκφραση, ικανός και καλαίσθητος γλωσσοπλάστης δημιούργησε πολλές εξαίρετες λέξεις κι επίθετα, πλούτηνε την ποιητική γλώσσα και την εκλέπτυνε και γενικά προήγαγε τον πολιτισμό του ελληνικού στίχου.